Την Ελλάδα διεκπεραιώνονταν από παλιά ξένες κινηματογραφικές παραγωγές, καθώς η χώρα φάνταζε, σε πολλούς, σαν ένας καλός ή και ιδανικός χώρος γυρισμάτων. Ειδικά στην δεκαετία του ’60 τούτο άρχισε να γίνεται κάπως σαν καθεστώς. Οι αιτίες ήταν πολλές...
Ο τόπος, η χώρα μας, είχε καλό κλίμα και πλούσιο ανάγλυφο. Ήπιους χειμώνες και δροσερά καλοκαίρια, πράγμα που σήμαινε πολύς χρόνος (τουλάχιστον 5-6 μήνες) ευνοϊκός για γυρίσματα και βεβαίως ορεινά και πεδινά μέρη, και ακόμη νησιά (από έρημα, και σχεδόν έρημα, έως κοσμοπολίτικα, με τα μέτρα του τότε). Διέθετε, επίσης, μεγάλα αστικά κέντρα, μικρές πόλεις και χωριά. Υπήρχε αυτή η μεσογειακή ποικιλία, σε κάθε περίπτωση, που ευνοούσε γενικότερα.
Πιο ειδικά, τώρα, η χώρα διέθετε μάχιμο κινηματογραφικό προσωπικό. Πολλούς και καλούς ηθοποιούς, για πρώτους ή δεύτερους ρόλους, και φυσικά πεπειραμένους τεχνικούς, σε όλα τα επιμέρους στάδια μιας παραγωγής. Και ακόμη κάτι πολύ σημαντικό. Φτηνά μεροκάματα, τα οποία πάντα λάβαιναν σοβαρά υπ’ όψιν τους οι ξένοι.
Συνέπεσαν, δε, όλα τα προηγούμενα και με την τουριστική ανάδειξή μας στην δεκαετία του ’60, που συνέβη βασικά μέσα από τις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» (1960) του Ζυλ Ντασέν και «Αλέξης Ζορμπάς» (1964) του Μιχάλη Κακογιάννη – ταινίες, που έγιναν παγκόσμια γνωστές, διαφημίζοντας ολούθε την Ελλάδα, δένοντας καλύτερα το πράγμα.
Ο Willy Rozier (1901-1983) είναι ένας μάλλον άγνωστος γάλλος σκηνοθέτης ακόμη και σήμερα, και όσοι τον θυμούνται θα το κάνουν για την ταινία του “Manina, La Fille sans Voiles” (1952), στην οποίαν πρωταγωνιστούσε η άγνωστη τότε, νεαρή, Brigitte Bardot και στην οποίαν αποτυπωνόταν ο αισθησιασμός και το σεξαπίλ της καιρό πριν την καθιέρωση της από τον Roger Vadim.
Μία από αυτές τις λησμονημένες, σήμερα, ξένες παραγωγές, που είχαν γυριστεί στη χώρα μας εκείνη την δεκαετία, αφορούσε στην γαλλική ταινία τού Willy Rozier “Les Chiens dans la Nuit” (1965).
Ο Willy Rozier (1901-1983) είναι ένας μάλλον άγνωστος γάλλος σκηνοθέτης ακόμη και σήμερα, και όσοι τον θυμούνται θα το κάνουν για την ταινία του “Manina, La Fille sans Voiles” (1952), στην οποίαν πρωταγωνιστούσε η άγνωστη τότε, νεαρή, Brigitte Bardot και στην οποίαν αποτυπωνόταν ο αισθησιασμός και το σεξαπίλ της καιρό πριν την καθιέρωση της από τον Roger Vadim.
Τέλος πάντων το 1964 ο Willy Rozier έρχεται στην Ελλάδα για τα γυρίσματα μιας ταινίας, που διέθετε εξ αρχής ένα ελληνικό ενδιαφέρον. Τούτο οφειλόταν στην σεναριακή διασκευή τού πασίγνωστου μυθιστορήματος τού Θράσου Καστανάκη «Ο Χατζή Μανουήλ» [Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, 1956], που είχε κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά και στα γαλλικά ως... Thrasso Castanakis “Les Chiens dans la Nuit” [Éditions du Seuil, 1957]. Η ταινία, δηλαδή, είχε τον ίδιο τίτλο με το μυθιστόρημα, όπως εκείνο είχε μεταφραστεί στα γαλλικά, και όλα αυτά σε μιαν εποχή όπου ο ίδιος ο συγγραφέας διαβιούσε στην Γαλλία.
Τον «Χατζή Μανουήλ» οι λίγο μεγαλύτεροι θα τον θυμούνται σίγουρα και από την πολύ καλή τηλεοπτική σειρά τής ΕΡΤ με τον ίδιο τίτλο, που είχε σκηνοθετήσει ο Γιάννης Σμαραγδής το 1984, με τον Γιάννη Μόρτζο στον ομώνυμο ρόλο και ακόμη τους Κάτια Δανδουλάκη, Βασίλη Διαμαντόπουλο, Γιώργο Μιχαλακόπουλο και άλλους πολλούς.
Μια περίληψη του σεναρίου, που προκύπτει, φυσικά, μέσα από το μυθιστόρημα τού Θ. Καστανάκη, διαβάζουμε στο retrodb:
«Πρόκειται για το πορτραίτο ενός αριβίστα, που χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για τη κοινωνική του ανέλιξη, ακόμα και την προδοσία. Ο Χατζημανουήλ αυτοδημιούργητος ιδιοκτήτης φούρνων στη Κωνσταντινούπολη των Νεότουρκων του 1916, δυναμικός, πλούσιος, εκδικητικός, φιλήδονος και συνωμότης, ακροβατεί ανάμεσα στην παρηκμασμένη κρατική εξουσία και τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Δε διστάζει να υπηρετήσει τους Τούρκους αξιωματούχους και τελικά να παραδώσει ακόμα και τη γυναίκα του, την Τασούλα, στην αγκαλιά του ισχυρού του φίλου Ιμπραήμ. Με τις ενέργειές του προκαλεί επίσης το φόνο τού νεαρού αδελφού τής γυναίκας του, για να πετύχει τους άνομους σκοπούς του. Ακόμα και η μητέρα του τον απαρνιέται για την ένοχη ζωή του, όταν εκείνος αυτοπαγιδεύεται από τις υπερβολικές του φιλοδοξίες και γίνεται πιόνι στα χέρια των Νεότουρκων. Τελικά συλλαμβάνεται στη Σμύρνη, λίγο πριν ξεσπάσουν οι σφαγές των Αρμενίων».
Το σενάριο της ταινίας τού Willy Rozier έχει αλλάξει τα φώτα στο μυθιστόρημα – αλλά αυτό δεν είναι εξ ανάγκης κακό ή αρνητικό. Άλλο το βιβλίο, άλλο η ταινία. Η δράση από την Κωνσταντινούπολη των αρχών τού 20ου αιώνα, έχει τοποθετηθεί στην Αθήνα της δεκαετίας του ’60! Περίεργο, μα και προκλητικό συνάμα. Το νέο στόρι ήταν περίπου αυτό...
Ο Μανουήλ, βλέποντας να κινδυνεύει η επιχείρησή του, σπρώχνει, με την βοήθεια τού τυχοδιώκτη Μουράτη, τη γυναίκα του Τασούλα στην αγκαλιά του Ζοργιάν, ανιψιού ενός πλούσιου τραπεζίτη. Ο Ζοργιάν «τραβάει» χρήματα» από τον θείο του, προσπαθώντας να στηρίξει τον Μανουήλ, ο οποίος όμως, σκέπτεται να εξαφανιστεί μαζί με την Τασούλα. Ο θείος-τραπεζίτης αντιλαμβάνεται την υπεξαίρεση, που έχει κάνει ο ανιψιός του, απειλώντας τους Ζοργιάν και Μανουήλ πως θα τους καταγγείλει. Ο Ζοργιάν αποφασίζει να σκοτώσει το θείο του, με την βοήθεια του Μουράτη. Η Τασούλα αποκαλύπτει τους ενόχους, μεταβαίνοντας στην Ύδρα (να, για μιαν ακόμη φορά, το νησί του Αργοσαρωνικού στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής), εκεί όπου ένα ευχάριστο γεγονός πρόκειται να αλλάξει τη ζωή της.
Για τους διαφόρους ρόλους ο Rozier είχε διαλέξει Έλληνες και Γάλλους ηθοποιούς. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Τασούλας είχε αναλάβει η Ξένια Καλογεροπούλου, από πλευράς Ελλήνων έπαιζαν ακόμη η Ζέτα Αποστόλου, η Δέσπω Διαμαντίδου και ο Δήμος Σταρένιος, ενώ από την πλευρά των Γάλλων ο Georges Rivière, ο Jean Sobieski, ο Claude Cerval, ο Georges Lycan και η Jenny Astruc.
Εδώ, έχει ενδιαφέρον ένα πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Εμπρός» από το Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 1964.
Στ’ αριστερά υπάρχει ένα ρεπορτάζ σχετικό με την δολοφονική έκρηξη (νάρκη) τής 29ης Νοεμβρίου (1964) στο Γοργοπόταμο –γιορταζόταν η 22η επέτειος τής ανατίναξης της Γέφυρας από έλληνες αντιστασιακούς και βρετανούς πράκτορες, το 1942–, που είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν δεκατρείς άνθρωποι και να τραυματισθούν δεκάδες, ενώ δεξιά βλέπουμε μια μεγάλη φωτογραφία της Ζέτας Αποστόλου, με λεζάντα «Ελληνικό σεξ στην Γαλλία...»!
Στο κάτω δεξιά μέρος της σελίδας υπάρχει και μία μικρότερη φωτογραφία, στην οποία διαβάζουμε: «Η Ζέτα Αποστόλου και ο Τζο (Jean) Σομπιγιέσκυ (Sobieski) σε μια σκηνή της ταινίας “Τα Σκυλιά την Νύχτα”». Φυσικά επρόκειτο για την ταινία τού Willy Rozier “Les Chiens dans la Nuit”.
Από το πρωτοσέλιδο πληροφορούμαστε, επίσης, για κάποιο «εικονογραφημένο ρεπορτάζ» σε σχέση με την Ζέτα Αποστόλου, στην σελίδα 5 της εφημερίδας. Πηγαίνουμε εκεί και διαβάζουμε τον εξής τίτλο: «Η Ζέτα Αποστόλου λέει: “Δεν θέλω να παίζω γυμνή” / Ενδιαφέρουσα συνέντευξις με την εκκολαπτόμενη σταρ του Γαλλικού κινηματογράφου».
Η Ζ. Αποστόλου με τις γυμνές και ημίγυμνες εμφανίσεις της σε κινηματογράφο («Άγγελοι του Πεζοδρομίου», «10 Μέρες στο Παρίσι», «Αμόκ») και θέατρο («Λυσιστράτη του 63», «Το Υπόγειο της Λέλας»), κέντριζε τα ήθη της εποχής. Ήταν κάτι πολύ ξεχωριστό, μέσα στο πλαίσιο τού συντηρητισμού εκείνων των χρόνων, μια γυναίκα να απενοχοποιεί το γυμνό σώμα της, το γυμνό γενικότερα, προτείνοντάς το στα έκπληκτα, τουλάχιστον, μάτια των θεατών.
Οι τολμηρές σκηνές προβάλλονταν βεβαίως μέσα από τις διαφημίσεις των ταινιών, στις εφημερίδες ή όπου άλλου, με τους παραγωγούς να προσδοκούν, δι’ αυτού του τρόπου, περισσότερα εισιτήρια. Ο ηδονοβλεπτισμός υπήρχε, αλλά υπήρχε παράλληλα κι εκείνο το αίσθημα της απελευθέρωσης, της απενοχοποίησης του ερωτικού σώματος και βεβαίως τής λίμπιντο, που ήταν τσαλαπατημένη από τους ποικίλους καταπιεστικούς μηχανισμούς (εκκλησία, σχολείο, στρατός κ.λπ.).
Η Ζέτα Αποστόλου ήταν η πρωθιέρεια του κινηματογραφικού (και θεατρικού) απελευθερωτικού γυμνού, στη χώρα, και ως τέτοια θα την τιμούμε πάντα.
Βεβαίως, για την ίδιαν την ηθοποιό τα πράγματα ήταν πιο σύνθετα. Και αυτό έχει επίσης την αξία του, όταν εντοπίζεται τόσο νωρίς (το 1964). Λέει κάπου η Ζέτα Αποστόλου, στον δημοσιογράφο Σταμάτη Φιλιππούλη:
«Καημό το έχω να μου δώσουν κάποτε ένα ρόλο, που να μην με υποχρεώνει να γδύνομαι. Δεν κάνω την ψευτοσεμνότυφη, αλλά δεν είμαι στρηπτηζέζ. Δεν με νοιάζει (να εμφανίζομαι γυμνή), γιατί κάνω τη δουλειά μου, εκείνο όμως που θα ευχόμουνα θα ήταν να βρεθή ένας σκηνοθέτης, που θα μου έδινε την ευκαιρία να με δει το κοινό και ντυμένη. (...) Δεν με ενοχλεί να γδυθώ μπροστά στον φακό. Αρκεί το γδύσιμο να είναι δεμένο με τον ρόλο μου. Φέτος το καλοκαίρι (σ.σ. 1964) ερμήνευσα ένα τέτοιο βασικό ρόλο στην γαλλική ταινία “Τα Σκυλιά την Νύχτα” (στην οποία παίζουν η Ξένια Καλογεροπούλου, ο Δήμος Σταρένιος, η Δέσπω Διαμαντίδου και ο Γάλλος ζεν-πρεμιέ Τζο Σομπιγιέσκυ). Σ’ αυτή την ταινία εμφανίζομαι και πάλι γυμνή, όχι όμως για να προστεθή ένα εμπορικό στοιχείο, αλλά γιατί έτσι απαιτεί ο ρόλος».
Κύριο ρόλο στο “Les Chiens dans la Nuit” είχε η Ξένια Καλογεροπούλου. Δεν ήταν η πρώτη φορά όπου η ηθοποιός θα εμφανιζόταν σε μια ξένη παραγωγή, καθώς είχαν προηγηθεί οι ταινίες “It Happened in Athens” (1962) του Andrew Marton, με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και “Casablan” (1963) του Larry Frisch, με μουσική του Κώστα Καπνίση. Και στις τρεις αυτές ξένες ταινίες η Ξένια Καλογεροπούλου θα εμφανιζόταν με το ψευδώνυμο Maria Xenia.
Το “Les Chiens dans la Nuit”, με τον ελληνικό τίτλο του «Τα Σκυλιά της Νύχτας», θα προβληθεί τελικά στην Ελλάδα, στους κινηματογράφους πρώτης προβολής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, στο τέλος Σεπτεμβρίου 1966. (Την ίδια εβδομάδα είχαν βγει στις αίθουσες «Η Καταδίωξις» του Άρθουρ Πεν, με τους Μάρλον Μπράντο και Τζέην Φόντα και «Ο Πόλεμος Τελείωσε» του Αλέν Ρενέ, με τους Υβ Μοντάν και Ίνγκριντ Τούλιν).
Η ταινία δεν πήγε καλά εμπορικά, παρότι διαφημίστηκε ως «υπερ-τολμηρό δράμα», ούσα «αυστηρώς ακατάλληλη» και σήμερα ελάχιστοι, πλέον, την θυμούνται. Μάλιστα, είχε διανεμηθεί και στην Αμερική, την ίδιαν εποχή, ως “The Girl Can’t Stop!”, αλλά κι εκεί είχε περάσει απαρατήρητη.
Το αποτέλεσμα ήταν η ταινία να χαθεί από την κινηματογραφική πιάτσα και για πολλά χρόνια να θεωρείται αγνοημένη. Έως πρόσφατα; Ποιος ξέρει… To λέμε, επειδή διαβάσαμε στο σάιτ koitamagazine.gr (12 Νοε. 2020) πως η ταινία εντοπίστηκε σε κάποιο αμερικάνικο πανεπιστήμιο. Αν είναι αλήθεια, ας ευχηθούμε το “Les Chiens dans la Nuit” να αποκατασταθεί και να προβληθεί κάποια στιγμή, ξανά, στην Ελλάδα όπως συνέβη πέρυσι με το “Une Balle au Coeur” (1966) του Jean-Daniel Pollet, με την Τζένη Καρέζη.
Και κάτι ακόμη σημαντικό, που σχετίζεται με το σάουντρακ της ταινίας.
Μουσική στο “Les Chiens dans la Nuit” είχε γράψει ο γάλλος συνθέτης Jean Yatove (1903-1978). Εκεί υπήρχε κι ένα τραγούδι όμως, σε μουσική δική του και στίχους Γιώργου Παπαστεφάνου, που το έλεγε η Καίτη Χωματά!
Το τραγούδι είχε τίτλο «Τ’ ασημένιο καράβι» κι εκείνη την εποχή είχε ακουστεί σε δύο δίσκους. Σε δύο 4-tracks EP, 45 στροφών. Το ένα τυπωμένο για την ελληνική Lyra (1964-65) και το άλλο για την γαλλική Ducretet Thomson (1965). Είναι αυτό...
Καίτη Χωματά - Τ' ασημένιο καράβι