Ίσως το καθοριστικότερο κριτήριο κυνισμού των σινεφίλ παραμένει το Σινεμά ο Παράδεισος, το υπέρτατο litmus test για τους ορκισμένους διανοούμενους τριάντα χρόνια μετά το πάνδημο κλάμα που προκάλεσε η περίφημη σκηνή των φιλιών στο φινάλε της ταινίας.
Η δραματική φέτα νοσταλγίας του Τζουζέπε Τορνατόρε ανακαλεί στιλπνά την εποχή της αθωότητας μέσα από τα μάτια του Σαλβατόρε που όλοι φώναζαν χαϊδευτικά Τοτό, του πιτσιρικά που τρύπωσε στο σινεμά της γειτονιάς του και απέκτησε την εμπιστοσύνη του Αλφρέντο, του στριφνού, ακριβοδίκαιου και γενναιόδωρου υπεύθυνου προβολής του Σινεμά ο Παράδεισος.
Όταν η αυλή των θαυμάτων και της αφύπνισης κάηκε και ο Αλφρέντο έχασε το φως του, ο μικρός που έγινε έφηβος τον βοήθησε να συνεχίσει, αλλά η μαγεία είχε πλέον χαθεί με το πέρασμα των χρόνων και ο Τοτό έχει δώσει τη θέση του στον αξιότιμο σκηνοθέτη Σαλβατόρε ντι Βίτα, έναν φτασμένο, αλλά πικρό καλλιτέχνη και σβησμένο άνθρωπο, ο οποίος μαθαίνει πως ο μέντοράς του δεν ζει πια, αλλά έχει αφήσει ένα σημαντικό ενθύμιο γι' αυτόν.
Δεν είναι μόνο η επιλογή των σκηνών αλλά και το ίδιο το μοντάζ, με εναλλαγή ηδυπάθειας με κωμικότητας, κυρίως χείλη ανοιχτά και μάτια κλειστά, αλλά και λίγο γυναικείο στήθος, από ταινίες λίγο πριν και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, διάσημες ή παντελώς άγνωστες, και αντίστοιχα μεγάλους σταρ της εποχής, με κάποια πρόσωπα άγνωστα.
Ε, εκεί, στη Ρώμη, όταν ο Σαλβατόρε έχει επιστρέψει από την κηδεία του παλιού του φίλου, ο Τορνατόρε καταφέρνει γερό χτύπημα στην καρδιά, σαν μια εγχείρηση που διαρκεί τρία λεπτά και μοιάζει να διαρκεί αιώνες, με αναισθησιολόγο τον Ένιο Μορικόνε σε φουλ μελό κέφι.
Δεν είναι μόνο η επιλογή των σκηνών αλλά και το ίδιο το μοντάζ, με εναλλαγή ηδυπάθειας με κωμικότητας, κυρίως χείλη ανοιχτά και μάτια κλειστά, αλλά και λίγο γυναικείο στήθος, από ταινίες λίγο πριν και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, διάσημες ή παντελώς άγνωστες, και αντίστοιχα μεγάλους σταρ της εποχής, με κάποια πρόσωπα άγνωστα.
Από τη Μάρτα Άμπα και τη Λουίζα Φερίντα μέχρι τη Ρίτα και τον Τάιρον, τους Ρότζερς - Αστέρ, την Γκάρμπο και την Ντίντριχ και την Μπέργκμαν, τον Αμαντέο Νατζάρι και τον Βαλεντίνο, τον Ντε Σίκα και τη Μανιάνι, οι ασημένιοι θρύλοι είναι εκεί, και φιλιούνται, ενώ ο ασπρομάλλης πλέον Ντι Βίτα ανασταίνεται κανονικά με τα διεγερτικά ακατάλληλα που κρυφοκοίταγε πίσω από το κουρτινάκι όταν ήταν προνομιούχος βοηθός.
Σινεμά ο Παράδεισος- Τρέιλερ
Πριν από αυτή την άσκηση αποτελεσματικότητας που αριστεύει πανηγυρικά, έχει προηγηθεί η ρίζα της προσμονής: ο παπάς του χωριού είναι εκείνος που αποφάσιζε και διέταζε ποια κομμάτια σελιλόιντ προσβάλλουν τα ρωμαιοκαθολικά ήθη και, όρθιος στη μέση της αίθουσας στις δοκιμαστικές προβολές, κράδαινε το καμπανάκι του, δηλώνοντας ποια σκηνή έπρεπε να καταλήξει στον κουβά. Ο πατήρ Αντέλφιο είχε καταφέρει να μεγαλώσει μια γενιά με τέτοιον τρόπο που ένας 20χρονος δεν είχε μπορέσει να δει ποτέ φιλί στην οθόνη, όπως όντως ομολογεί κάποιος στην ταινία.
Επειδή το Σινεμά ο Παράδεισος μιλάει για μια πιεσμένη εποχή, με καταπιεσμένους ανθρώπους, από τις ρωγμές ενός ερμητικά σιγυρισμένου συστήματος αξιών, το συναίσθημα αναβρύζει ορμητικά στην πρώτη ευκαιρία, έντονο σαν το νευρικό γέλιο και δακρύβρεχτα σαν την απωθημένη επιθυμία.
Οι επικριτές του βρίσκουν αφορμή να το χαρακτηρίσουν διαβητικά σιροπιαστό, ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να είναι τελειότερα ισορροπημένο, ακόμα και στις γραφικές υπερβολές του. Χρησιμοποιεί ως πρόφαση τον Σαλβατόρε των '80s, σαν ανάποδο φλασμπάκ, γιατί η ιστορία και η καρδιά του βρίσκονται στο παλιό σινεμά, στον ναό των ονείρων, εκεί όπου βαφτίζονται τα παιδιά και κατηχούνται στη θρησκεία των εικόνων και, από ένα σημείο κι έπειτα, των ήχων.
Με τον παπά/λογοκριτή να ματαιοπονεί, αναβάλλοντας την εμπειρία του εναλλακτικού εκκλησιάσματος, χωρίς να μπορεί να την ακυρώσει τελειωτικά, το σινεμά αντιμετωπίζεται ως πραγματική διάσταση που δεν σε μεταφέρει απλώς στους μύθους για να σε αποσπάσει αλλά σε «ζει». Συγχωρείται η παραπάνω άχνη!
σχόλια