Δύο χρόνια. Μία κάμερα. Ένα δημόσιο ελληνικό σχολείο στην Αθήνα. Τα πρωινά στην τάξη της Γ' Λυκείου οι μαθητές βαριούνται αφόρητα, αγχώνονται, νευριάζουν. Οι περισσότεροι καθηγητές μοιάζουν βγαλμένοι από άλλο σύμπαν, έτη φωτός μακριά από αυτό των παιδιών, όπου ο λόγος είναι ξύλινος, η διδακτέα ύλη δεν χωράει σε σαράντα πέντε λεπτά και η παράδοση γίνεται υπό μορφή απαγγελίας σε ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες.
Λίγοι φαίνεται να προσπαθούν να έρθουν κοντά στα παιδιά και να καταλάβουν τον κόσμο τους. Κάποιες φορές το πεδίο μοιάζει με σκηνικό από εμπόλεμη ζώνη. Καταλήψεις και αποβολές, καρέκλες στα παράθυρα και σφραγισμένες πόρτες. Η καθημερινότητα στη σχολική χρονιά; Χασμουρητά, τσιγάρα στα κλεφτά και, μέσα σε όλα αυτά, ως ξαφνικό «δώρο», η μοναξιά μιας καραντίνας που εμφανίστηκε από το πουθενά.
Οι ήρωές μας; Από τη μια οι όχι τόσο δημοφιλείς μαθητές, οι «outsiders» της τάξης, και από την άλλη τα «κακά παιδιά», τα παιδιά της αποβολής, οι δαχτυλοδεικτούμενοι του σχολείου.
Την ίδια στιγμή κάθε μαθητής κουβαλά ένα δικό του, βαθιά προσωπικό σύμπαν στους σχολικούς διαδρόμους. Ο Λορντ έχει να διαχειριστεί ένα σοβαρό πρόβλημα με το πόδι του, η Σοφία μιλά για τα ψυχολογικά της αδιέξοδα, ο Άλεξ και ο Νίκος περνούν τις μέρες τους στην τάξη με κάθε άλλο παρά δημιουργικό τρόπο.
Η κάμερα, σιωπηλός παρατηρητής, καταγράφει τα παιδιά καθώς ζουν, μαθαίνουν, θυμώνουν, απογοητεύονται και ελπίζουν ότι θα βρουν τη θέση τους μέσα από ένα τραγούδι, μια φιλία ή έναν έρωτα. Θα μπορούσε να είναι μυθοπλασία, όμως δυστυχώς δεν είναι.
Το «Τέλος Χρόνου», το ντοκιμαντέρ ενηλικίωσης του Λουκά Παλαιοκρασά, είναι ωμά πραγματικό. Μια καταγραφή 115 λεπτών με το εκπαιδευτικό σύστημα στο επίκεντρο, που σε ξεβολεύει. Σήμερα, που έχουν περάσει μερικά χρόνια από τότε που καθόμασταν στα θρανία, όλα μοιάζουν ίδια.
«Once you are in, you are in»
«Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης και ταυτόχρονα μια ματιά στο εκπαιδευτικό σύστημα, στο πώς είναι τα πράγματα σήμερα», λέει ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ. Αφού μου εξηγεί τη διαδικασία εξασφάλισης των αδειών, την αρχική συνάντηση σε καλό κλίμα με τον διευθυντή, περιγράφει τη σνομπ αντιμετώπιση από τους καθηγητές. «Πήγα στο γραφείο να τους γνωρίσω, να πω ποιος είμαι, τι έχω κάνει και τι θέλω να κάνω, αλλά αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι είχαν ιδέα για την έκταση που θα έπαιρνε όλο αυτό μέσα στο σχολείο. Σιγά σιγά άρχισε να μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Once you are in, you are in», λέει.
Ο Λουκάς πήρε τον ρόλο του νέου μαθητή στο σχολείο, με την κάμερά του να καταγράφει την καθημερινότητα της τάξης. «Όπως όλοι οι νέοι μαθητές σε ένα σχολείο, στην αρχή ήμουν outsider. Οι πρώτοι που σε υποδέχονται είναι οι άλλοι outsiders, οι μη δημοφιλείς, οι μαθητές που στέκονται στην άκρη του προαυλίου».
Ο Λουκάς πήρε τον ρόλο του νέου μαθητή στο σχολείο, με την κάμερά του να καταγράφει την καθημερινότητα της τάξης. «Όπως όλοι οι νέοι μαθητές σε ένα σχολείο, στην αρχή ήμουν outsider. Οι πρώτοι που σε υποδέχονται είναι οι άλλοι outsiders, οι μη δημοφιλείς, οι μαθητές που στέκονται στην άκρη του προαυλίου».
Εκεί γνώρισε τον Αλέξανδρο και τον Νίκο, η φιλία των οποίων τον συγκίνησε. Έπειτα ήρθε ο Λορντ. «Όταν μιλήσαμε μου είπε και για το θέμα υγείας που είχε και λέω “κοίτα να δεις, έχεις από τη μια όλα τα παιδιά που έχουν έναν στόχο, που είναι στο σχολείο για τις Πανελλήνιες και σκέφτονται τι θα κάνουν στη ζωή τους, και από την άλλη έχεις έναν άνθρωπο με ένα θέμα που τον αναγκάζει να είναι στο τώρα», λέει ο Λουκάς. Τέλος, γνώρισε τη Σοφία.
«Κατάλαβα ότι ήταν ξεχωριστή η ωριμότητά της, η εξυπνάδα της, ο τρόπος που μπορούσε να σου εξηγήσει πώς νιώθει ένας μαθητής. Συμφωνήσαμε για το πόσο σημαντικό είναι ένας μαθητής που έχει κάποιες ψυχολογικές δυσκολίες να μιλάει γι' αυτές, να ζητάει βοήθεια και να εκφράζει όσα νιώθει».
Εξίσου σημαντική για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ ήταν και μια ακόμη ομάδα παιδιών, τα πιο ανήσυχα, τα «ταραχώδη». «Ήταν σημαντικό να δούμε πώς βλέπουν κι εκείνα τα πράγματα. Υπάρχουν τα παιδιά που ακούν τα “μπράβο” από τους καθηγητές και είναι και κάποια που τα έχουμε σαν να είναι οι άχρηστοι της τάξης», λέει ο Λουκάς.
Όταν τον ρωτάω πώς αλήθεια κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους μου εξηγεί ότι το γεγονός πως κρατούσε ίσες αποστάσεις από τους μαθητές και τους καθηγητές έπαιξε τον ρόλο του, όπως και το ότι οι καθηγητές ενοχλούνταν από την παρουσία του.
«Γι' αυτό πιστεύω ότι τα παιδιά με άφησαν να μπω στην κατάληψη και να τη δω από μέσα», λέει.
«Το σχολείο ήταν μια κόλαση που τη μετατρέψαμε σε παράδεισο»
Αυτά είναι τα λόγια ενός μαθητή που μιλά όσο εκτυλίσσεται το χρονικό της κατάληψης στην κάμερα. Ο «παράδεισος» είναι, στ' αλήθεια, ορατός παντού. Το γραφείο του διευθυντή έχει γίνει καφενείο, στους διαδρόμους γίνονται σούζες, τα παράθυρα είναι καλυμμένα με στοιβαγμένες καρέκλες, οι σοβάδες πέφτουν από τις πόρτες και σκηνικά ζούγκλας καταγράφονται με βίντεο στο ΤikΤok. Βλέποντας το ντοκιμαντέρ, νιώθεις ότι υπάρχει ένα μίσος που βράζει μέσα στις σχολικές αίθουσες και πως η αποσυμπίεση έρχεται απότομα.
«Υπάρχουν αρκετές καταλήψεις που γίνονται και δεν έχουν κανένα νόημα», σχολιάζει μια μαθήτρια. «Πολλές φορές γίνονται απλά για να χάσουμε μάθημα και καταλήγει να την πληρώνει όλο το σχολείο αντί για εκείνους που το έκαναν». Παρακολουθώντας όσα συμβαίνουν νιώθεις ότι ατάκες που έχεις ακούσει προηγουμένως στο ντοκιμαντέρ αποκτούν τώρα νόημα.
«Η μεγαλύτερη επιθυμία μου είναι να τελειώσει η μέρα και να φύγουμε», λέει ένας από τους μαθητές. «Έχει χαθεί η χαρά», προσθέτει ένας άλλος όταν σχολιάζει την καθημερινότητα στο σχολείο.
Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό καταλαβαίνεις ότι υπάρχει ένας διαφορετικός κώδικας μεταξύ των εφήβων. Για παράδειγμα, η ημερομηνία της απώλειας ενός φίλου γίνεται τατουάζ που «χτυπάει» μια ομάδα μαθητών. Σε μια άλλη περίπτωση, όταν κάποια στιγμή ο διευθυντής καλεί στο γραφείο του ένα παιδί, εκείνο αρνείται να «καρφώσει». «Είναι ρουφιανιά να πω ποιος το έκανε», απαντά.
Και οι καθηγητές; Ποια η σχέση τους με τους μαθητές; «Τους τρομάξαμε κι εμείς. Θα νικήσουμε», ακούγονται να λέει ένα παιδί.
Η Σοφία, από την πλευρά της, πιστεύει ότι πολλές φορές είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι κουβαλούν οι καθηγητές. «Δεν έχουμε βιώσει τα πράγματα από τη δική τους πλευρά. Φανταστείτε ότι έχουν να αντιμετωπίσουν πάνω από είκοσι πέντε χαρακτήρες ταυτόχρονα. Νομίζω ότι το γεγονός πως μας επιβάλλονται είναι άσχημο, όμως οι περισσότεροι δεν έχουν εκπαιδευτεί στο πώς να μας αντιμετωπίζουν, μόνο στο ποιες γνώσεις πρέπει να μας περάσουν. Κι εμείς έχουμε μια τάση να θέλουμε να σπάσουμε τα μούτρα τους. Υπάρχουν καθηγητές που έχουν κλάψει εξαιτίας των παιδιών, έχω δει άλλους να παθαίνουν νευρικό κλονισμό επειδή εμείς είμαστε όπως είμαστε. Ωστόσο έχω συνδεθεί πάρα πολύ με κάποιους. Την πρώτη μου δασκάλα στο δημοτικό ακόμη τη βλέπω στο όνειρο μου. Μια καθηγήτριά μου στη Γ’ Γυμνασίου είναι ο λόγος που υπάρχω αυτήν τη στιγμή. Θα είχα κάνει πολύ πιο άσχημα πράγματα, αλλά με κινητοποίησε, μίλησε με την οικογένειά μου. Έτσι έκανα ψυχοθεραπεία και είμαι εδώ που είμαι».
«Φανταζόμουν ότι η ταινία θα άρχιζε και θα τελείωνε μέσα στο σχολείο. Όταν όμως ήρθε η πανδημία, η ταινία αναγκαστικά βγήκε έξω και αυτό δεν ήταν εύκολο», λέει ο Λουκάς. Η λύση ήταν να δοθεί στα παιδιά κάμερα και να τραβήξουν μόνα τους στιγμές από το διάβασμα, την καθημερινότητα και τα βιώματά τους την περίοδο του εγκλεισμού.
Για τον Λορντ, που είχε περάσει μεγάλο διάστημα καθηλωμένος, η καραντίνα ήταν σαν να τον οδηγούσε ξανά στο παρελθόν.
«Έχω χάσει πολλές στιγμές λόγω του προβλήματος στο πόδι μου, που ήταν και φυσιογνωμικό. Δεν μπορούσα να περπατήσω καλά για τρία χρόνια και ήμουν στο κρεβάτι. Όταν μπήκαμε στο λύκειο άρχισα να σηκώνομαι, να περπατάω και να τρέχω και γενικά να χρησιμοποιώ πάλι το σώμα μου, και το πόδι μου. Άλλαξαν οι προτεραιότητές μου. Δεν ήθελα πια να έχω καλούς βαθμούς και να διαβάζω, ήθελα περισσότερο να συγκεντρωθώ στην ψυχολογία μου και στο πώς μπορώ να ξεπεράσω το πρόβλημα που είχα. Το λύκειο ήταν για μένα πιο πολύ μια ευκαιρία για διασκέδαση», λέει.
«Όταν ήρθε ο Covid, ένιωσα ότι ξαναγύρισα στη φάση που ήμουν τα δύο αυτά χρόνια. Ήμουν πάλι μόνος. Όλη μέρα μέσα στο σπίτι, με μοναδική ευκαιρία για κοινωνικοποίηση τη συναναστροφή με τους συμμαθητές μας μέσω Zoom, όποτε μας επέτρεπε βέβαια να μιλήσουμε η ταχύτητα του ίντερνετ ή η σίγαση. Από κει που κάθε μέρα ήμουν με άτομα που νοιάζομαι και διασκεδάζουμε μαζί, ξαφνικά χωθήκαμε μέσα στα σπίτια μας και δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω. Ένιωσα και πάλι παγιδευμένος».
Ο Άλεξ περιγράφει την ημέρα του κατά την περίοδο της καραντίνας: «Έμπαινα 8 η ώρα στο Ζoom, τελειώναμε στις 2 και από τις 4 μέχρι τις 10 ξαναέμπαινα για να κάνω μάθημα στο φροντιστήριο. Ήμουν όλη μέρα, κάθε μέρα, μπροστά σε μια οθόνη. Στο σχολείο δεν γινόταν μάθημα. Οι περισσότεροι –και εγώ το έχω κάνει– έμπαιναν ενώ ήταν ξαπλωμένοι ή άφηναν το κινητό τους ανοιχτό και έπαιζαν παιχνίδια».
Το φροντιστήριο
«Μπορεί να μην το δέχονται, η αλήθεια όμως είναι ότι οι περισσότεροι καθηγητές βασίζονται στο φροντιστήριο», λέει η Σοφία. «Τους ξενίζει η ιδέα, αλλά, ας είμαστε ειλικρινείς, έχω καθηγητές που έχουν δουλέψει σε φροντιστήριο και μου λένε “τι να σου μάθω σε 40 λεπτά; Στο φροντιστήριο θα κάνεις δυο-τρεις ώρες και θα σου δώσουν και υλικό”.
Ζητούσα από κάποιους να μου δώσουν έξτρα υλικό, επειδή ήθελα να περάσω στο Βιολογικό. Όταν πήγα σε έναν και ζήτησα βοήθεια για μια άσκηση του φροντιστηρίου με κοίταξε λες και ήμουν κατσαρίδα στον τοίχο που ετοιμαζόταν να τη σκοτώσει», λέει.
«Πήρα φαρμακευτική αγωγή, είμαι σε διαδικασία διάγνωσης, με κοιτάει και ψυχίατρος και ψυχολόγος. Ακούγεται τρελό, αλλά ήταν κάτι που χρειαζόμουν εδώ και πολύ καιρό. Νομίζω ότι υπάρχουν πολλές τρύπες στο πώς αντιμετωπίζουμε τα παιδιά. Και στο εκπαιδευτικό, και στο ψυχολογικό, αλλά και στο εντελώς ανθρώπινο κομμάτι. Δεν υπάρχει από πουθενά υποστήριξη και δεν μας παίρνουν στα σοβαρά. Αυτός ήταν και ο λόγος που έκανα αυτό το πρότζεκτ. Ότι κανένας δεν με έπαιρνε στα σοβαρά».
Όσο για τον μαραθώνιο των Πανελληνίων, το άγχος που εκφράζουν στο τέλος της ταινίας οι μαθητές που έχουν μπει στην τελική ευθεία, η Σοφία λέει χαρακτηριστικά: «Προσπαθούσα για ένα όνειρο άλλων».
«Νομίζω ότι αυτήν τη στιγμή είμαστε προϊόντα των ονείρων των γονιών μας. Εξακολουθούμε να μην έχουμε δική μας ταυτότητα. Είμαστε πολύ μικρά. Στα οκτώ μου ήθελα να γίνω τραγουδίστρια, στα δέκα κομμώτρια, στα δεκατρία πυροσβέστρια, στα δεκαοκτώ τι; Θα έχει αλλάξει κάτι; Είναι τρομερή η πίεση και νομίζω ότι φταίνε πάρα πολύ και οι καθηγητές, γιατί μας μπριζώνουν για τις Πανελλήνιες. Έχω πάθει αρθρίτιδα στο σαγόνι από το άγχος που είχα την περίοδο των Πανελλήνιων. Έσφιγγα τα πάντα. Πήγαινα στον οδοντίατρο και έκλαιγα. Νομίζω ότι είμαστε ακόμα μαριονέτες που μας ορίζουν οι ανασφάλειες παλιών γενεών αλλά και εκτεθειμένοι σε πολλά ερεθίσματα. Είναι τόσο πολλά τα επαγγέλματα, τι να διαλέξει ένα παιδί; Εξακολουθώ να μην είμαι 100% σίγουρη πού θέλω να πάω. Ακούγομαι μπερδεμένη, είμαι μπερδεμένη και πιστεύω ότι θα συνεχίσω να είμαι μπερδεμένη».
Το τρέιλερ της ταινίας
Η ταινία «Τέλος Χρόνου» θα προβάλλεται από τις 24 Νοεμβρίου στην Αθήνα (κινηματογράφος Δαναός), στη Θεσσαλονίκη (23/11, Αίθουσα Σταύρος Τορνές, Αποθήκη 1, Λιμάνι), στον Βόλο (03/12, Αχίλλειον Δημοτικό Κινηματοθέατρο Βόλου), στην Κρήτη, στην Αμαλιάδα (Cine Cinema Amaliada) και σε νησιά των Κυκλάδων.
Στην αθηναϊκή πρεμιέρα την Τετάρτη 23 Νοεμβρίου στον Κινηματογράφο Δαναό θα παρευρεθούν οι πρωταγωνιστές της ταινίας και ο σκηνοθέτης Λουκάς Παλαιοκρασάς.