Μια από τις πιο εντυπωσιακές φωτογραφίες που κοσμούν το λεύκωμα How Directors Dress («Πώς ντύνονται οι σκηνοθέτες»), που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Α24, της πιο «ψαγμένης» εταιρείας κινηματογραφικής και τηλεοπτικής παραγωγής και διανομής της τελευταίας δεκαετίας (Moonlight, Τα πάντα όλα, Aftersun, Euphoria, Beef), είναι αυτή του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ. Είχε τραβηχτεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 2014, όπου ο Καναδός σκηνοθέτης είχε συνδυάσει ένα κατά τα άλλα επίσημο ντύσιμο με ένα ζευγάρι υπερμεγέθη λευκά γυαλιά ηλίου, σχεδιασμένα για ορειβασία.
Έκτοτε αποτελεί χαρακτηριστικό αξεσουάρ για τον σκηνοθέτη, ο οποίος τα έχει φορέσει τόσο συχνά στις Κάννες, ώστε το κοινό εκεί μερικές φορές χειροκροτεί όταν τα φοράει ενώ ο ίδιος μοιάζει με κάποιον που είναι έτοιμος να αποσυρθεί ικανοποιημένος από μια διαφωνία που έχει κερδίσει εύκολα.
Ο αντίκτυπος μιας τέτοιας εμφάνισης θα πρέπει να είναι προφανής σε όποιον είναι εξοικειωμένος με τις αναρτήσεις των σινεφίλ στο διαδίκτυο για διάσημους σκηνοθέτες και τα ρούχα τους: Η εμμονή του Ντέιβιντ Λιντς με «ένα καλό παντελόνι» ή η γοητεία της διαρκούς προσήλωσης του Γουές Άντερσον στα κοτλέ σακάκια, φερ’ ειπείν.
Το γεγονός ότι οι άνθρωποι πίσω από την κάμερα δεν χρειάζεται να φορούν κοστούμι ή στολή ρόλου, ότι δεν χρειάζεται να φανούν οι ίδιοι, κάνει τις ενδυματολογικές τους επιλογές ακόμα πιο ενδιαφέρουσες και, θα μπορούσαμε να πούμε, πιο αποκαλυπτικές. Το ενδιαφέρον μας για τα γυαλιά του Κρόνενμπεργκ έχει να κάνει τόσο με την ταυτότητα όσο και με τη θεωρία του δημιουργού. Η αφοσίωση πολλών δημιουργών σε μια άκρως προσωπική αισθητική –τόσο στη μόδα όπως και στον κινηματογράφο– υποδηλώνει ένα όραμα που υπερβαίνει και τα δύο.
Οι περισσότερες φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο έχουν τραβηχτεί σε γυρίσματα και αναφέρονται συχνά με τον προσδιορισμό «πίσω από τη σκηνές», ο οποίος τις αδικεί μάλλον, διότι είναι επίσης πάνω, πέρα και ανάμεσα στις σκηνές.
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ φορούσε τα κοστούμια του σαν να ήταν τσαλακωμένα ρούχα ελεύθερου χρόνου, μερικές φορές χωρίς γραβάτα και συχνά με σκούρα γυαλιά ηλίου. Καθώς τα ανδρικά ρούχα γίνονταν λιγότερο επίσημα, ο Γούντι Άλεν καθιέρωσε το χακί χρώμα και το κοτλέ ύφασμα ως την ανεπίσημη στολή ενός κουλτουριάρη Νεοϋορκέζου. Ο Σπάικ Λι κατασκεύασε μια «μεγαλύτερη από τη ζωή» προσωπικότητα με τα αθλητικά παπούτσια Nike, τις φανέλες του μπάσκετ και καπέλα του μπέιζμπολ.
Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ο οποίος σκηνοθέτησε περισσότερες από 40 ταινίες πριν πεθάνει από υπερβολική δόση ναρκωτικών σε ηλικία 37 ετών, καλλιέργησε μια εμφάνιση τόσο χαοτική όσο και η σύντομη, εκπληκτικά πολυσχιδής ζωή του, ντύνοντας τον εαυτό του με τα πάντα, από σορτς για τρέξιμο μέχρι δερμάτινα μπουφάν και λεοπάρ κοστούμια. Η στολή στα γυρίσματα της επί μακρόν πρέσβειρας της Chanel, Σοφία Κόπολα, αποτελείται από κομψά τζιν, πουλόβερ και πουκάμισα της παρισινής φίρμας Charvet. Όσο για τον Τζον Γουότερς, παρακολουθώντας τις ταινίες του και τη μοναδική αισθητική του στο ντύσιμο, έχεις την αίσθηση ότι αυτά τα δύο είναι αδιαχώριστα.
Άλλοι σκηνοθέτες υιοθετούν μια στολή τόσο χρηστική και casual –όπως τα μπλου τζιν, τα «φορτηγατζίδικα» καπέλα και τα γιλέκα με τις πολλές τσέπες του Στίβεν Σπίλμπεργκ– που ξεπερνά την πρακτικότητα και φτάνει σε σημείο αυτό-παρωδίας. Ο σκηνοθέτης καταλήγει κάπου μεταξύ πεζοπόρου και οδηγού σαφάρι, ατρόμητος, έτοιμος για τις προκλήσεις κάθε τοποθεσίας, κάθε σκηνικού.
Στο αντίθετο άκρο του φάσματος βρίσκεται ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο οποίος τείνει να ντύνεται θεματικά ανά περίσταση, φορώντας τα πάντα, από τζιν και εξωτικά πουκάμισα μέχρι φόρμες και καπέλα Kangol.
Αλλά όσο κλισέ ή εικονοκλαστική κι αν είναι η εμφάνιση ενός σκηνοθέτη ή μιας σκηνοθέτριας, όπως λέει ο διάσημος σχεδιαστής μόδας Γιόζι Γιαμαμότο στον επίλογο του How Directors Dress, οι σκηνοθέτες δεν είναι ποτέ πιο συντονισμένοι με την ενδυματολογική τους αίσθηση από ό,τι σε ένα κινηματογραφικό πλατό, με τα ρούχα που έχουν επιλέξει γι’ αυτό το πλαίσιο. «Κάθε σκηνοθέτης έχει τον δικό του λόγο για να φορέσει κάτι», γράφει. «Όσο γυρίζουν μια ταινία, βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον, συνεπώς το ντύσιμό και το στυλ τους είναι απολύτως φυσικά».
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι η ανάλυση αυτών των ενδυματολογικών επιλογών εκ μέρους του κοινού αποτελεί ένα είδος κινηματογραφικής κριτικής – είναι δηλαδή κάτι ασήμαντο και θεμελιώδες συγχρόνως.
Οι περισσότερες φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο έχουν τραβηχτεί σε γυρίσματα και αναφέρονται συχνά με τον προσδιορισμό «πίσω από τη σκηνές», ο οποίος τις αδικεί μάλλον, διότι είναι επίσης πάνω, πέρα και ανάμεσα στις σκηνές. Αυτές οι φωτογραφίες μας ελκύουν επειδή παγώνουν τη δημιουργική πράξη. Είναι πάνω απ’ όλα φωτογραφίες ανθρώπων που εργάζονται.
Με στοιχεία από The New York Times και Vanity Fair