ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΛΕΟΝ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΟΥΣ ΟΡΟΥΣ της εποχής μας –ως προς την εννοιολόγηση, την ουσία και τη χρήση του–, η «ποπ κουλτούρα» προκαλεί διαφωνίες, εντάσεις, αφορισμούς, ερωτηματικά. Συχνά χρησιμοποιείται από κάποιους ως «twist» στο λεξιλόγιό τους, προς εντυπωσιασμό των συνομιλητών τους, και άλλες φορές, πιο «ακαδημαϊκά», για να αναδειχθεί ό,τι «εκκεντρικό», ή απλώς επιδραστικό, απασχολεί την κοινή γνώμη. Ωστόσο, λίγοι αντιλαμβάνονται την τεράστια επιρροή που ασκεί η ποπ κουλτούρα, σε όλες τις εκφάνσεις της, στο σύγχρονο διεθνές κοινωνικο-πολιτισμικό γίγνεσθαι.
Εν μέσω ενός παγκοσμιοποιημένου ψηφιακού περιβάλλοντος, η επιρροή της στον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται το νοητικό μας πλαίσιο για τον κόσμο έχει μεγεθυνθεί σημαντικά. Γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στη σχέση της με την πολιτική, κυρίως επειδή συνήθως θεωρούνται δύο εντελώς διακριτά πεδία, που δεν πρέπει να συγχέονται.
Εντούτοις, αναπλαισιώνοντας τις πολιτικές απόψεις στα μάτια ενός κοινού που έχει μάθει να σκέφτεται και να κρίνει την καθημερινότητά του και την πολιτική σε ιντερνετικές φόρμες, η ποπ κουλτούρα, συμφωνούμε - δεν συμφωνούμε, εισέρχεται πλέον με έναν τρόπο και στο πολιτικό προσκήνιο. Ποιος θα αμφισβητήσει την προσεκτικά μελετημένη «ποπ επικοινωνιακή στρατηγική» στις καμπάνιες και στην εξωλεκτική γλώσσα του Donald Trump. Ας προσπεράσουμε, όμως, για την ώρα τον νεφελώδη χώρο της διάδρασης της ποπ κουλτούρας με τα πολιτικά πράγματα.
Ο δημιουργικός αυθορμητισμός, η ανάλαφρη διάθεση, η σάτιρα, η αιχμηρή εκφραστικότητα, οι έντονες αντιθέσεις και η απόρριψη του παραδοσιακού και στερεοτυπικού είναι τα πιο διαδεδομένα χαρακτηριστικά αυτής της τέχνης-διαμαρτυρίας.
Κατά τον Waldemar Kuligowski, η λεγόμενη «δημοφιλής κουλτούρα» (popular culture) έχει γίνει κοινός τόπος των σύγχρονων κοινωνιών, λειτουργώντας ως παγκόσμια γλώσσα, άποψη που παραπέμπει στη σκέψη του Johannes Fabian, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο όρος «popular culture» δεν προσδιορίζει κάποιο επιμέρους πεδίο του σύγχρονου πολιτισμού αλλά το σύνολο των σύγχρονων τρόπων έκφρασης. Συζητώντας, λοιπόν, για «ποπ κουλτούρα» δεν εννοούμε μόνο την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τη μουσική, αλλά ένα ολόκληρο δίκτυο από προϊόντα, συμπεριφορές, πρακτικές, δραστηριότητες και τελετουργίες.
Το 1952 στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης στο Λονδίνο μια «παρέα» από νεαρούς καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, συγγραφείς και διανοούμενους, ανάμεσα στους οποίους και ο Σκωτσέζος καλλιτέχνης Eduardo Paolozzi, δημιούργησαν μια ανεξάρτητη ομάδα σκέψης. Αρχικά, οι καλλιτέχνες αποκαλούνταν νεο-νταντά, από τον πρόδρομο της ποπ αρτ, τον ντανταϊσμό, ένα καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές τέχνες, στη λογοτεχνία και στο θέατρο και που στη συνέχεια επηρέασε κι άλλα ρεύματα, όπως αυτό της ποπ αρτ.
Λίγο αργότερα, και παράλληλα με όλα αυτά, ανάμεσα στους νέους της Μεγάλης Βρετανίας «ξέσπασε» το σαρωτικό κύμα της αυθεντικής ροκ και ποπ μουσικής, κάτι που συνδέθηκε και με την ποπ αρτ, μια ευρύτερη καλλιτεχνική έκφραση που θεωρήθηκε δημοκρατική, καθώς δεν απευθυνόταν στις ελίτ και στα υψηλά βαλάντια.
Ο δημιουργικός αυθορμητισμός, η ανάλαφρη διάθεση, η σάτιρα, η αιχμηρή εκφραστικότητα, οι έντονες αντιθέσεις και η απόρριψη του παραδοσιακού και στερεοτυπικού είναι τα πιο διαδεδομένα χαρακτηριστικά αυτής της τέχνης-διαμαρτυρίας. Κυριαρχεί η αντίληψη ότι δεν υπάρχουν ιεραρχήσεις στον πολιτισμό, ούτε απολυτότητες, κανόνες και στεγανά, η τέχνη μπορεί να δανείζεται έμπνευση απ’ οποιαδήποτε πηγή, όπως από ταπεινά καθημερινά αντικείμενα ή ακόμη και από το lifestyle των σταρ. Ο τρόπος που γίνεται αντιληπτός ο κόσμος σταδιακά αλλάζει.
Πλέον είναι «νορμάλ» –θεωρούν κάποιοι–, δηλαδή αποδεκτό, το να ασχολείται κανείς με το φανταστικό, το υπερβατικό, ή ακόμη και το υπερβολικό, το «εκτός των κλισέ», μια και όλα αυτά δεν αποτελούν πια ένοχη ψυχαγωγία και τρόπο έκφρασης για λίγους «εκλεκτούς», αλλά απευθύνονται στους πολλούς. Δημιουργείται έτσι ένας «άλλος» πολιτισμός, αυτός της ποπ κουλτούρας, εκεί όπου παλιότερες και νεότερες γενιές χτίζουν τη γέφυρα της επικοινωνίας και της διασκέδασης μέσα από αναγνωρισμένες περσόνες και ιστορίες-σημεία αναφοράς. Η ποπ αρτ χαρακτηρίζεται από τον ζωγράφο Richard Hamilton «δημοφιλής, προσωρινή, χαμηλού κόστους, βιομηχανική, φρέσκια, πνευματώδης, σέξι».
Μια πρόχειρη έρευνα στο ίντερνετ μας πείθει ότι η αρχιτεκτονική, «εξορισμένη» επί χρόνια στον μικρόκοσμο και στα ενδιαφέροντα μιας ψαγμένης ελίτ, πλέον συγκεντρώνει το βλέμμα όλο και περισσότερων «κοινών θνητών». Άραγε σε ποια προγενέστερη περίοδο η αρχιτεκτονική «δοξάστηκε» τόσο όσο επί εποχής ποπ κουλτούρας; Σύμπτωση; Ίσως όχι…
Όμως ας δούμε κατ’ αρχάς το «πριν»: Ο Adolfo Natalini –του ρηξικέλευθου αρχιτεκτονικού γραφείου Superstudio– και η ομάδα του θα αφήσουν ανεξίτηλα τα ίχνη τους τη δεκαετία του 1960, προτού ακόμη λάβει χώρα η κοινωνική και πολιτισμική ανάφλεξη του ’68, με κορύφωση τη διεθνή καταξίωσή τους στην περίφημη έκθεση το 1972 στο ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης. Είναι η εποχή της εκρηκτικής συμμετοχής του Superstudio στη διεθνή ανταλλαγή των πρωτοποριακών κινημάτων στην αρχιτεκτονική, καθώς και η εποχή της επιρροής του στους μεταγενέστερους διάσημους starchitects. Αργότερα, ωστόσο, ο Natalini, πνεύμα ζωντανό, δηκτικό, προκλητικό και ταυτόχρονα απομυθοποιητικό, γεμάτο ανησυχίες και ευαισθησία, αρχίζει να προσλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο –σχεδόν ταυτόχρονα με την εμπειρία των πρωτοποριών των 60s– μια άλλη λαϊκότητα, εκείνη της ανώνυμης και μακραίωνης παράδοσης που βίωσε στους τόπους όπου έζησε και εργάστηκε.
Το 1978 αναγγέλλει το τέλος του Superstudio και εγκαινιάζει μια νέα φάση, αυτή του μεταμοντέρνου προβληματισμού. Τα σχέδιά του αυτής της περιόδου εμφορούνται από την αναζήτηση χωρικών και εκφραστικών ποιοτήτων που να ικανοποιούν το αίτημα της αυθεντικότητας, της μνήμης και της διάρκειας. Είναι η περίοδος των Giorgio Grassi, Aldo Rossi, Alessandro Mendini, Franco Purini, Massimo Scolari κ.ά., δηλαδή η εποχή μιας σπουδαίας ιταλικής συμβολής στην κουλτούρα του μεταμοντερνισμού, με τα εργαλεία ενός ραφινάτου ντιζάιν που δεν είναι επιθετικό, χυδαίο ή προκλητικό, το αντίθετο, ενώ αναδεικνύει τη σημασία της λόγιας ιστορικής παράδοσης, της οποίας οι Ιταλοί είναι ερμηνευτές και φορείς.
Σε ένα αποκαλυπτικό κείμενό του ο Natalini έγραφε: «Ξέρω καλά ότι αυτή η άρνηση του σύγχρονου πειραματισμού μού στερεί την “επιτυχία” και τη “διασημότητα”, αλλά σκέφτομαι ότι υπάρχουν αξίες ανώτερες από εκείνες που υπόσχεται το “νέο”. Είναι οι αξίες μιας αρχιτεκτονικής ήρεμης και στέρεης, ικανής να μας δίνει σιγουριά και να μας προστατεύει από τις “επιθέσεις” των εποχών και των τάσεων. Η αρχιτεκτονική που σχεδίασα και κατασκεύασα τα τελευταία δέκα χρόνια είναι μια αρχιτεκτονική της αντίστασης. Η μόνη πρωτοποριακή θέση που αποδέχομαι είναι η επίκληση της μοναδικότητας των τόπων, των αναγκών και των επιθυμιών, των ελπίδων και της μνήμης των ανθρώπων. Όχι η αναζήτηση μιας ανώφελης πρωτοτυπίας, αλλά μιας αναγκαίας επιστροφής στην αυθεντικότητα». Η ουσία των λόγων του θυμίζει Juhani Pallasmaa.
Παράλληλα με την πορεία του φωτισμένου, λόγιου αυτού αρχιτέκτονα παρακολουθούμε την «απογείωση» των starchitects. Καθιερώνεται σταδιακά, γενικότερα στο ντιζάιν, μια κουλτούρα, σε έναν βαθμό παγιωμένη από το «σύστημα», των συντετμημένων χρόνων της μόδας, των media, της κενής αισθητικής, των προσωποποιήσεων και των ανώφελων πειραματισμών. Χωρίς να θέλουμε να αδικήσουμε την εμπνευσμένη δουλειά ορισμένων μεγάλων «ονομάτων» που ακούσια συμπεριλήφθηκαν στους starchitects, είναι γεγονός ότι το αποτέλεσμα αυτής της «αμφισβήτησης για την αμφισβήτηση» –με γνώμονα καθετί το «πρωτοϊδωμένο», χωρίς έρεισμα και ουσία– επικρατεί, διαχέεται παντού σε πλανητικό επίπεδο, φτάνοντας και στη χώρα μας μόλις τα «τελευταία» χρόνια.
Όμως ένα αρχιτεκτονικό έργο δεν βιώνεται ως συλλογή μεμονωμένων οπτικών εικόνων αλλά ως ολοκληρωτικά σωματοποιημένη υλική και πνευματική οντότητα, ενώ παρέχει μια εννοιακή και υλική δομή στους κοινωνικούς θεσμούς και στις συνθήκες της καθημερινής ζωής. Δεν πρόκειται για ένα απομονωμένο επινόημα για εσωτερική κατανάλωση, οφείλει να στρέφει την προσοχή και την υπαρξιακή εμπειρία μας σε ευρύτερους ορίζοντες. Να ενσωματώνει και να υποβάλλει εξίσου υλικές και πνευματικές δομές και να παράγει ένα αδιαίρετο, συνεκτικό «όλο».
Είναι επέκταση της φύσης στην ανθρωπογενή σφαίρα, μας προσφέρει το έδαφος για την αντίληψη της εμπειρίας και της κατανόησης του κόσμου, συγκεκριμενοποιεί τον κύκλο του έτους, την τροχιά του ήλιου, το πέρασμα των ωρών της ημέρας. Κάθε συγκινησιακή εμπειρία που μας χαρίζει είναι και νοητική και πολυ-αισθητηριακή, καλλιεργεί και ενισχύει την αίσθηση ότι υπάρχουμε μέσα στον κόσμο.
Ο άνθρωπος έχει μια έμφυτη ικανότητα να θυμάται και να φαντάζεται «τόπους». Αντίληψη, μνήμη και φαντασία βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση, το πεδίο της παρουσίας συγχωνεύεται με εικόνες της μνήμης και της φαντασίας. «Κατασκευάζουμε» συνεχώς στο μυαλό μας έναν τεράστιο «κόσμο» οραματισμών, ανακλήσεων και μνήμης, και όλοι οι επιμέρους «κόσμοι» που φανταζόμαστε είναι γειτονιές αυτής της μητρόπολης του νου. Υπάρχουν «μέρη» που όταν τα σκεφτόμαστε παραμένουν απλές απόμακρες οπτικές εικόνες και «μέρη» που τα φαντασιωνόμαστε με τη συνολική τους μέγιστη ζωντάνια.
Η σκέψη τα ανακαλεί με όλους τους απολαυστικούς ήχους και τις μυρωδιές τους, τις μεταβολές του φωτός και της σκιάς, των εποχών και των χρωμάτων. Στις αλησμόνητες αρχιτεκτονικές εμπειρίες, ο χώρος, η ύλη και ο χρόνος συντήκονται σε μια μοναδική διάσταση, σε μια βασική ουσία του «Είναι», η οποία διαποτίζει τη συνείδησή μας. Ταυτιζόμαστε με τον χώρο, τον τόπο και τη στιγμή, και αυτές οι διαστάσεις μετατρέπονται σε συστατικά της ίδιας μας της ύπαρξης.
Καθώς όμως το περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσονται οι ζωές μας έχει χάσει το ανθρώπινο νόημά του, σκοπός της αρχιτεκτονικής είναι να επανα-μυθοποιήσει, να επαν-αισθητοποιήσει και να επαν-ερωτικοποιήσει τη σχέση μας με τον κόσμο, όπως λέει ο Pallasmaa. Η συζήτηση, λοιπόν, αφορά και πάλι την ποιητική διάσταση της ζωής, και προσωπικά δεν αντιλαμβάνομαι την αναζήτηση της ποιητικής ουσίας τόσο της ζωής όσο και της αρχιτεκτονικής ως κάτι μη ρεαλιστικό, αλλά ως αναγκαιότητα για ένα βιώσιμο μέλλον. Καθήκον της αρχιτεκτονικής είναι να μας κάνει να δούμε με ποιον τρόπο αυτός ο κόσμος μάς «αγγίζει» εσωτερικά. Το πραγματικό μέτρο για την ποιότητα και την «ομορφιά» ενός «τόπου» είναι η δυνατότητα του καθενός μας να φανταστεί τον εαυτό του να ερωτεύεται, να ευτυχεί σε αυτόν.
Για να ολοκληρώσουμε όπως αρχίσαμε, λόγω της κυριαρχίας του ίντερνετ, η ποπ κουλτούρα, όπως εξελίχθηκε μέσα στον χρόνο, χάνοντας την αυθεντικότητά της –ως φορέας πια καθετί του «πρωτόφαντου» και επιδραστικού–, διαχέεται ταχύτατα και παντού, επανασημασιοδοτώντας ό,τι αγγίζει και, εντέλει, απειλώντας να μεταβάλει και τους ίδιους τους όρους παραγωγής της γνώσης και των καθημερινών πρακτικών. Δεν πρόκειται απλώς για επιτάχυνση ή επικοινωνία της πληροφορίας, αλλά για έναν εκ βάθρων διαφορετικό τρόπο για να κατανοούμε και να κρίνουμε ό,τι βλέπουμε γύρω μας, για το ποιοι πιστεύουμε πως είμαστε, για το ποιοι πιστεύουμε πως είναι οι άλλοι, για το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γενικά. Πλέον το νόημά της αλληλοκαλύπτεται με εκείνο της μαζικής κουλτούρας, του πολιτισμού της εικόνας και της κουλτούρας για μαζική κατανάλωση.
Στον αντίποδα Αυτής της ποπ κουλτούρας, και επειδή οι άνθρωποι είμαστε εκ φύσεως οφθαλμοκεντρικά, ηδονιστικά όντα, ας κλείσουμε με όσους είχαν το θάρρος, την παρρησία και την ιδεολογική εντιμότητα –όπως ο Natalini– να αντισταθούν, θέτοντας συνεχώς υπό αμφισβήτηση τόσο τον «ναρκισσισμό» τους και τις προσωπικές τους ιδέες, όσο και τα συλλογικά ανεκπλήρωτα των «τάσεων» της εποχής τους, αναζητώντας μια όλο και πιο δυσεύρετη Αλήθεια στην αρχιτεκτονική. Ως την τέχνη της συμφιλίωσης ανάμεσα σ’ εμάς και σε ό,τι υπάρχει και συμβαίνει γύρω μας.
Αν ο αρχιτέκτονας θέλει να εκφράσει και να υπηρετήσει την κοινωνία και τον φυσικό χώρο ζωής μας, θα πρέπει ο σχεδιασμός του να φέρει μέσα του το αδιαίρετο «Όλο», στην ακαταμάχητη ενότητά του ως ολοκληρωμένη υλική και πνευματική παρουσία. Διαφορετικά, η αρχιτεκτονική του θα αποτελεί απλώς έναν «υπαινιγμό» για τα πράγματα, πολλές φορές μόνο για τα εφήμερα. Ακόμη χειρότερα, μια εντυπωσιακή «πιρουέτα», χωρίς να αποδίδει το Ουσιώδες στην ανυπέρβλητη εκείνη πληρότητα που αποτελεί και τον θεμελιώδη ορισμό του πραγματικού και χρήσιμου.