Μεγάλωσα στα Κάτω Πατήσια, έχω περάσει εκεί παραπάνω απ’ τη μισή ζωή μου. Πήγα σε ένα διαπολιτισμικό σχολείο στη Νέα Ιωνία, με παιδιά από πολλές εθνικότητες, πολλές κουλτούρες, και επειδή στην περιοχή υπήρχαν Αφρικανοί, Φιλιππινέζοι, Αλβανοί, έμαθα από πολύ νωρίς να δέχομαι και να καταλαβαίνω αυτό που είμαι, το διαφορετικό. Μέσα από αυτό καταλαβαίνεις ότι στην τελική όλοι ίδιοι είμαστε. Δεν υπήρχαν διακρίσεις, ποτέ δεν έβλεπα χρώματα, εθνικότητες, το μόνο κριτήριο για σε κάνω παρέα ήταν να είσαι ένας άνθρωπος με τον οποίο μοιραζόμουν τα ίδια πιστεύω και να μ’ αρέσεις. Γενικά, έβγαινα στην Κυψέλη.
• Η οικογένειά μου είναι μικρή, μεγάλωσα με τη μάνα μου και την αδελφή μου. Οι δικοί μου χώρισαν όταν ήμουν πολύ μικρός, ο πατέρας μου πήγε στην Αμερική και έκανε άλλη οικογένεια εκεί, οπότε μεγάλωσα με μια single mother που προσπάθησε να μας προσφέρει τα πάντα και μας έμαθε πολλά πράγματα: πώς να φερόμαστε στους γύρω μας, να σεβόμαστε τον άλλο όπως κι αν είναι – όλες οι αρχές που έχω οφείλονται στο ότι έχω πολύ καλή μητέρα.
• Ήμουν ήσυχο παιδί, δεν έκανα πολλές τρέλες μικρός. Μπορεί να καθόμουν παραπάνω ώρες στην πλατεία και να με μάλωνε η μάνα μου, αλλά δεν δημιουργούσα προβλήματα. Όποτε ήθελα ήμουν καλός μαθητής, αλλά είχα άλλους στόχους από νωρίς, δεν ήθελα να σπουδάσω. Ήθελα να παίξω μπάλα, να μπω σε κάποια ομάδα, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να βγάλω δελτίο, κι αυτό λόγω της θρησκείας της μάνας μου – είναι μάρτυρας του Ιεχωβά και δεν ήθελε να παίξω ποδόσφαιρο, πάντα μου έλεγε «θα γίνεις γιατρός». Θεωρούσε ότι είναι επικίνδυνο σπορ και ότι θα τραυματιστώ, οπότε δεν το κυνήγησα, έκανα skate, χορό, γκράφιτι, μέχρι που ήρθε στη ζωή μου η μουσική.
Ξένος δεν έχω αισθανθεί ποτέ στην Αθήνα, ρατσιστικά περιστατικά όμως έχω ζήσει από κολλημένους, «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Η Αθήνα είναι το σπίτι μου, δεν μπορεί κανείς να μου το στερήσει αυτό.
• Στα 15 μου ήξερα ότι ήθελα να ασχοληθώ με τη μουσική, δεν είχα άλλο πλάνο. Πάντα άραζα με μεγαλύτερους που ηχογραφούσαν και πάντα βρισκόμουν σε ένα στούντιο, εκεί έβρισκα τους φίλους μου και αυτό με οδήγησε στο να ηχογραφήσω το πρώτο μου κομμάτι. Επίσης, ποτέ δεν έκανα αυτά που κάνουν τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου, αν αυτά πήγαιναν από τη μια μεριά, εγώ ήθελα να πάω από την άλλη. Όταν έκανα γκράφιτι, έπαιρνα την τσάντα με τα σπρέι και πήγαινα μόνος μου κι έβαφα, ενώ οι άλλοι πήγαιναν σε ίντερνετ καφέ και έπαιζαν LοL. Ήθελα να κάνω κάτι που δεν κάνει άλλος και περνούσα καλά μόνος μου, με τον εαυτό μου, ψάχνοντας τι με ενδιαφέρει και πώς θα καταφέρω να κάνω αυτά που ονειρευόμουν.
• Το σχολείο το άφησα στη Β’ Λυκείου για να κάνω μουσική. Έβλεπα ότι όλοι όσοι το τελείωναν έψαχναν δουλειά, ήταν και η κρίση τότε, ήταν πιο απαισιόδοξα τα πράγματα, ειδικά για όσους ακολουθούσαν ακαδημαϊκή πορεία. Έτσι αποφάσισα να φύγω πιο νωρίς από το σχολείο και να πιάσω δουλειά. Ξεκίνησα να δουλεύω από πολύ μικρός 9-5, τεχνική υποστήριξη στην Apple, έμεινα οκτώ μήνες εκεί και μετά αποφάσισα ότι ήθελα να ασχοληθώ full time με τη μουσική. Όλοι οι φίλοι μου ήταν αντίθετοι σε αυτό, και η κοπέλα μου, μου έλεγαν «τι πας να κάνεις; Δεν θα πετύχει αυτό, συνέχισε το σχολείο», τότε δεν έβγαζες λεφτά από τη μουσική. Όλοι όσοι ασχολούνταν μαζί της έκαναν δουλειές χωρίς αμοιβή. Ειδικά το ραπ δεν έβγαζε λεφτά.
• Για μένα ήταν καλό που δούλευα βράδυ. Δούλευα ως MC και πήγαινε πολύ καλά αυτό, οπότε έβγαζα κάποια λεφτά. Ήμουν στον χώρο της μουσικής και γνώριζα και κόσμο, -αυτό με βοήθησε πολύ στην πορεία. Τότε με έλεγαν Tay, ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσα στα κλαμπ – κάναμε πάρτι με τον Kid Young κι εγώ ράπαρα. Μέχρι τους ΑΤΗ Kids είχα και το Tay και το Kareem, μετά κράτησα μόνο το Kareem γιατί με έμαθαν όλοι έτσι.
• Μουσική ουσιαστικά γράφω από το 2016, αλλά το πιο ξεκάθαρο πρότζεκτ μου ήταν το 2015, όταν έβγαλα το ATHS2090s που είχε το «New Flame» και το «OTAM», τα οποία έκαναν μεγάλη αίσθηση στην Αθήνα. Ήμασταν πέντε παιδιά που απλώς βρήκαμε ένα mini market και με μια microcore κάμερα φτιάξαμε ένα βίντεο. Δεν ήταν επιτηδευμένο, δεν είχαμε ιδέα τι κάνουμε. Ήμασταν οι πρώτοι που κάναμε κάτι με νέο ήχο, κάπου εκεί ξεκινούσαν όλα στην Ελλάδα. Ήταν κάτι που είχε respect από όλους, ήταν νεανικό και δυνατό, και είναι αυτό που θέλω να κρατήσει, να με σέβονται όλοι.
New Flame
• Τότε δεν υπήρχε ακόμα το diverse και δεν ξέραμε πώς να εκμεταλλευτούμε αυτό που κάναμε. Ακόμα και στο Μέγαρο που παίξαμε δεν ήξεραν πώς να το «πουλήσουν». Eπιχειρηματικά έχουμε κάνει πολλά λάθη, ήμασταν μικρά παιδιά. Από το live στο Μέγαρο πήραμε όλοι μαζί, έξι άτομα, 500 ευρώ αμοιβή, και ήταν κάτι πολύ μεγάλο που δεν το είχε κάνει κάποιος τότε. Τώρα το λέμε και γελάμε, αλλά δεν ξέραμε τι να ζητήσουμε, δεν ήταν έτοιμη ακόμα η αγορά, ούτε εμείς. Μας πήραν από εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και μας είπαν «θέλουμε να κάνετε τη μουσική σε ένα διαφημιστικό και να παίξετε κιόλας» κι εμείς, ως πιτσιρίκια, το θεωρήσαμε πολύ mainstream και δεν θέλαμε να το κάνουμε. Τελικά, έκανα μόνο τη μουσική και ήταν η πρώτη φορά που πληρώθηκα πολύ καλά, αλλά δεν μπήκα στη διαφήμιση γιατί δεν είχα κανέναν άνθρωπο να με συμβουλέψει. Δεν υπήρχε η έννοια του μάνατζερ στην Ελλάδα, γιατί δεν υπήρχε κανείς τότε που να ξέρει. Θέλαμε να είμαστε μόνοι μας και να κάνουμε ό,τι γουστάρουμε. Αν ήμασταν στην Αμερική ή στο Λονδίνο, θα είχαμε κάνει πολύ περισσότερα πράγματα επιχειρηματικά. Φαντάσου να υπήρχε τότε μια Stay Independent.
• Οι ΑΤΗ Kids ήταν μια ιδέα που ξεκίνησε πολύ οργανικά. Τότε συγκατοικούσα με τον Vale (Valentin Rivera), γιατί είχαν φύγει οι γονείς του από την Ελλάδα. Είχαμε πάντα πολλές ιδέες, κάναμε brainstorming και μου έλεγε «θέλω να δουλέψω βίντεο, εσύ κάνεις μουσική, ας κάνουμε κάτι πιο ολοκληρωμένο». Πάντα ήθελα να βγάλω έναν δίσκο. Τότε κάναμε παρέα και με τον Ιωσήφ, και του έλεγα «δεν ξέρω πού να πάω να τον ολοκληρώσω» – πάντα ξεκινούσα πρότζεκτ που δεν τα τελείωνα ποτέ. Αυτός με σύστησε στον Eversor, ξεκινήσαμε τον δίσκο και είπαμε να πάμε πρώτα για ένα μικρό EP. Είχα πωρωθεί που θα έκανα επιτέλους κάτι ολοκληρωμένο και θα μπορούσα να κάνω και βιντεοκλίπ. Ο Val ήταν το άτομο που με ένιωθε αισθητικά απολύτως, ήξερε ακριβώς τι θα ήθελα να δω ως εικόνα, κι έτσι είπαμε ας φτιάξουμε ένα κανάλι ATH Kids βασισμένο στην ταινία του Larry Clark, κάτι αυθεντικό που να έρχεται από την Αθήνα, αλλά να είναι τελείως καινούργιο και να έχει την αισθητική του σύγχρονου αμερικανικού χιπ-χοπ, του ήχου που έπαιζε τότε. Έτσι, κάναμε το «New Flame» και στήσαμε μια κολεκτίβα με μουσικούς, παραγωγούς και βίντεο artists εμπνευσμένο από το ASAP mob. Κάπως έτσι ξεκίνησε το ΑΤΗ kids.
• Ήταν τρελό, γιατί το πρώτο μας live το κάναμε στην Τουλούζη, στη Γαλλία. Πήραμε τρελό feedback κι ας μην ήξεραν καν ποιοι είμαστε. Τότε ανέβαζα τα κομμάτια μου στο SoundCloud και έλαβα ένα μήνυμα από έναν πιτσιρικά Γάλλο: «Μου αρέσει η μουσική σου, διοργανώνω events και θέλω να σε κλείσω για live». Μας έκλεισε εισιτήρια και ξενοδοχείο κι εμείς είχαμε τρελαθεί που ταξιδεύαμε, γιατί όλοι τότε μας έλεγαν δεν υπήρχε περίπτωση αυτό να πάει πουθενά. Από το live αυτό βγάλαμε ένα μίνι βίντεο και δεν πίστευε κανείς ότι ήμασταν από Ελλάδα. Το δεύτερο σόου μας το κάναμε στο Ρομάντσο με 500 άτομα. Από κει ξεκίνησαν οι ΑΤΗ Kids. Το live στο Μέγαρο έγινε μετά τον δεύτερο ολοκληρωμένο δίσκο μου, το «Congo», που είχε το «Whip Game».
• Η Αθήνα έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στη μουσική μου και όσο ταξιδεύω καταλαβαίνω ότι σαν την Αθήνα δεν υπάρχει άλλη πόλη για μένα, την αγαπάω την Ελλάδα γενικά. Έτσι κι αλλιώς, το κίνητρο και ο στόχος όταν ξεκινήσαμε ήταν «τα παιδιά της Αθήνας», αυτοί ήμασταν. Τον επόμενο δίσκο μου σκέφτομαι να πάω να τον γράψω στην Ύδρα. Όσο περνάει ο καιρός θέλω να πειραματίζομαι όλο και πιο πολύ και να φέρνω το ελληνικό στοιχείο είτε στην εικόνα είτε στη μουσική. Ο Kareem είναι Ελλάδα, αυτό θέλω να είναι.
• Όσο και να την αγαπάω την Αθήνα, μου φαίνεται ότι αλλάζει καθημερινά, ξεπουλιούνται όλα, χάνει την ταυτότητά της, γίνεται μια πόλη ευρωπαϊκή όπως όλες. Βέβαια υπάρχει ανάπτυξη, τη βλέπεις, ανοίγουν συνέχεια νέα μαγαζιά, το φαγητό έχει γίνει πολύ καλό, έχει ποικιλία, γίνονται ένα σωρό πράγματα, έχεις επιλογές. Δεν ξέρω αν είναι για καλό αυτό, αλλά κάτι γίνεται.
• Από τη μια η κοινωνία έχει αποδεχτεί πολλά πράγματα, από την άλλη η συμπεριφορά απέναντι στο διαφορετικό δεν έχει αλλάξει και πολύ, τουλάχιστον όχι όσο νομίζεις. Στα μέρη όπου κινούμαι δεν νιώθω τον ρατσισμό τόσο έντονα επειδή ξέρουν ποιος είναι ο Kareem και τι κάνει. Είναι και η εμφάνιση που βοηθάει, σε προστατεύει σε έναν βαθμό, ήταν ένα όπλο που χρησιμοποιούσαμε με τους ATH Kids, ντυνόμασταν καλά για να έχουμε πλεονέκτημα. Έτσι είναι η κοινωνία μας. Η αλήθεια είναι ότι όταν κινείσαι στον καλλιτεχνικό χώρο είσαι αρκετά προστατευμένος, είτε είσαι LGTBQΙ+ είτε άλλου χρώματος, έξω από αυτό τον χώρο είναι δύσκολα τα πράγματα – φαντάσου να ζεις στην ελληνική επαρχία, ακόμα και σε περιοχές εκτός κέντρου, ή να είσαι ένα παιδί ντροπαλό, όχι και τόσο εμφανίσιμο. Τότε περνάς πολύ πιο δύσκολα, βρίσκεις πόρτες κλειστές.
• Ξένος δεν έχω αισθανθεί ποτέ στην Αθήνα, ρατσιστικά περιστατικά όμως έχω ζήσει από κολλημένους, «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Η Αθήνα είναι το σπίτι μου, δεν μπορεί κανείς να μου το στερήσει αυτό. Είμαι ο Kareem, αλλά δεν με ξέρουν και όλοι. Έχω πρόβλημα όταν μπαίνω σε ένα ταξί και ο ταξιτζής δεν με ξέρει γιατί θα μου φερθεί όπως θα φερόταν σε έναν μαύρο. Το ταξί γενικά είναι το μεγαλύτερό μου πρόβλημα, πάλι καλά που υπάρχουν τα apps γιατί δεν θα με έπαιρνε κανείς. Αν πάω στην πλατεία Αμερικής να περιμένω ταξί, σταματάνε παραδίπλα στον λευκό, εμένα, που είμαι μαύρος, με προσπερνάνε. Και δεν το κάνουν μόνο οι γέροι, το κάνουν και νέα παιδιά που σημαίνει ότι ο ρατσισμός συνεχίζει να υπάρχει. Κι εκεί που νομίζεις ότι κάτι έχει αλλάξει, σε επαναφέρει στην πραγματικότητα, σε φέρνει πάλι στο μηδέν και λες «δεν έχει αλλάξει τίποτα» και ό,τι και να έχεις καταφέρει δεν είσαι τίποτα σε αυτή τη χώρα. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα έχουν οι Πακιστανοί. Έχεις δει ποτέ Πακιστανό να κυκλοφορεί με ταξί;
• Αυτό, βέβαια, δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Πήγα λίγο πριν από το Βrexit στο Λονδίνο και έκανα αίτηση για βίζα και μου την απέρριψαν. Αργότερα, γυρνώντας από το Μεξικό στην Ελλάδα μέσω Ντάλας και μετά μέσω Λονδίνου –είχαμε πάει για live στο Μεξικό–, είπαμε με τον Ιωσήφ να καθίσουμε για τέσσερις μέρες στο Λονδίνο. Ο Ιωσήφ, ως λευκός, πέρασε αμέσως τον έλεγχο, εμένα η κοπέλα που ήταν στα διαβατήρια (η οποία ήταν Ινδή) με τσέκαρε και μου είπε να περιμένω. Πήρε το ελληνικό διαβατήριό μου και πήγε δυο-τρεις φορές σε ένα γραφείο να ρωτήσει και δεν με άφηνε να μπω στη χώρα. Πέρασα μεγάλη ταλαιπωρία μέχρι να με αφήσει να μπω. Μάλιστα με ρώτησε αν έχω εισιτήριο επιστροφής, της είπα «όχι, δεν έχω, θα μείνω σε κάτι φίλους, αλλά μουσική κάνω, μπορείς να τσεκάρεις γιατί πήγα στο Μεξικό», και ο τρόπος της ήταν πολύ ειρωνικός. Της είπα «καταλαβαίνω τι γίνεται, αλλά, αν θέλεις, μπορώ τώρα να κλείσω εισιτήριο επιστροφής» και μου απάντησε ειρωνικά «καλό θα ήταν». Περνάμε τον έλεγχο εν τέλει και μπροστά μας βλέπουμε μια τεράστια διαφήμιση της Burberry με diversity άτομα από όλες τις χώρες που έλεγε «Welcome to Heathrow!». Έβραζα μέσα μου.
• Η πιο μεγάλη δυσκολία για κάποιον νέο Έλληνα ράπερ είναι να αποφύγει να προσπαθήσει να γίνει ο επόμενος Light, ο επόμενος Saske, ο επόμενος Rack, αντιγράφοντάς τους. Θα φτάσει μέχρι ένα σημείο και μετά θα επιστρέψει στο αυθεντικό, γιατί δεν έχει φτάσει κανείς τυχαία μέχρι εκεί που είναι. Καλό είναι να έχεις μια ταυτότητα, κι αυτό δεν το βλέπω να γίνεται, όλα αυτά τα άτομα που είναι σταρ για κάποιον λόγο έχουν αυτήν τη διάρκεια, δεν μπορείς να κάνεις κάτι που έχει γίνει ήδη. Θέλει δουλειά και υπομονή, γιατί οι δουλειές δεν πληρώνουν πάντα άμεσα. Τα πιο πολλά παιδιά περιμένουν μέσα σε έναν χρόνο να γίνουν πλούσια χωρίς να επενδύσουν πουθενά, γι’ αυτό και απογοητεύονται εύκολα.
• Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάνει καριέρα από τα beefs κι αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα στο ραπ. Αυτό οφείλεται, πιστεύω, στο ότι όλοι μεγαλώνουν με τα πρωινάδικα που καλλιεργούν αυτήν τη νοοτροπία «τι είπε αυτός, τι είπε ο άλλος...». Και στην Αμερική υπάρχουν beefs, αλλά εδώ νιώθω ότι το παρακάνουμε. Το θεωρούμε μέρος του μάρκετινγκ, ενώ αυτό που πρέπει να κάνεις είναι μουσική. Ο Έλληνας γουστάρει να γίνεται τοξικός, γι’ αυτό και μόλις άνοιξε το Threads μπήκε εκεί και άρχισε να επιδεικνύει την καφρίλα του. Δεν ήξερα επίσης ότι υπήρχαν τόσα κορίτσια με Onlyfans στην Ελλάδα, εκεί κατάλαβα τι γίνεται. Δεν θέλω να έχω σχέση με αυτό το πράγμα. Τουλάχιστον στο TikTok υπάρχει και ένας λόγος να είσαι, προμοτάρεις τη μουσική σου. Θέλω να προστατεύομαι από την πληροφορία που παίρνω και να επιλέγω τι με επηρεάζει.
• Πιστεύω ότι σήμερα μπορείς να ζήσεις από τη μουσική. Αν έχεις ένα δυνατό team πίσω σου και ξεκάθαρο πλάνο, μπορείς να φτιάξεις έναν πυρήνα θαυμαστών και αυτό, αν είσαι σταθερός, θα σε ακολουθεί. Και από κει μπορείς να χτίσεις σίγουρα τη φάση σου, και χωρίς εταιρεία. Γιατί αυτήν τη στιγμή μπορείς να ηχογραφήσεις μουσική στο σπίτι, δεν χρειάζεται να πας σε στούντιο, έχεις ένα Macbook, τα ηχεία, κάρτα ήχου κι ένα μικρόφωνο και μπορείς να γράψεις ακόμα και στην κουζίνα. Μπορεί να γίνει πλέον εντελώς DIY, απλώς θέλει ξεκάθαρη εικόνα και να έχεις το πλάνο στο κεφάλι σου, έμπνευση και γνώσεις, και να ανεβάζεις τη μουσική στο Spotify. Και αν τύχει να το γουστάρουν 25.000 και 100.000 άτομα, δεν χρειάζεσαι εταιρεία.
Finally
• Το εφτά κομμάτια του άλμπουμ «HORAE» ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου άλμπουμ, αλλά ταίριαζαν πολύ μεταξύ τους ακουστικά, οπότε τα έβγαλα σε αυτό το EP. Και επειδή με μένα υπάρχει πάντα αυτό, μου λένε «τι γίνεται; Καθυστερείς και περνάει ο καιρός, περιμένουμε» –ο χρόνος είναι ή καλό πράγμα ή κακό, ανάλογα με την περίπτωση–, έδωσα αυτό το όνομα στο άλμπουμ. Θέλαμε να κάνουμε τις ώρες χαρακτήρες και είναι μεταφορικό όλο αυτό. Στο πρώτο κομμάτι λέω «ζω γρήγορα, η ζωή είναι πολύ γρήγορη, περνάνε οι εποχές» και οι «Ώρες» αυτό εκπροσωπούν. Και στο εξώφυλλο βάλαμε τη φωτογραφία που έχει τραβήξει ο Διονύσης Ανδριανόπουλος με τρεις κοπέλες που είναι οι Ώρες ως θεότητες. Ήθελα να είναι διαφορετικό, να μη φαίνεται ότι είναι χιπ-χοπ άλμπουμ, όταν το δεις με πολλά άλλα εξώφυλλα μαζί στο Spotify να πεις «τι είναι αυτό;», να σε προκαλεί να πατήσεις πάνω του και να ακούσεις τη μουσική. Η αισθητική είναι μέρος της ταυτότητάς σου και η περσόνα σου. Ακόμα και το γυμνό μπορεί να μην είναι βρόμικο, υπάρχει τρόπος να δείξεις οτιδήποτε χωρίς να ενοχλήσει και να είναι ωραίο εικαστικά. Στη φωτογράφιση έγινε ένα τελείως καλλιτεχνικό performance. Ήταν πάρα πολύ ωραίο, αυτό μου άνοιξε το μυαλό και με έκανε να θέλω να κάνω κι άλλα με θεατρικό στοιχείο, και στα live μου και στα βίντεο.
• Πλέον δεν θέλω να σκέφτομαι αν αυτό που βγάζω θα είναι χιτ, αν θα κάνει αυτά τα νούμερα, αυτός ήταν κιόλας ο λόγος που έκανα ένα μεγάλο διάλειμμα τεσσάρων χρόνων. Μέχρι το 2020 όλα βασίζονταν στο ότι «πρέπει να είσαι στα trends, πρέπει να κάνεις ένα χιτ». Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ότι πρέπει να μπω στη μάζα και να μην είμαι απ’ έξω, όπως ήμουν από μικρός, αλλά κάνοντας αυτό που θέλω εγώ, γιατί πάντα έκανα πράγματα για να ευχαριστήσω κάποιον, όμως εγώ δεν ένιωθα γεμάτος. Οπότε με αυτό το άλμπουμ είπα «κάνε αυτό που ξέρεις να κάνεις, κάνε αυτό που γουστάρεις, κι όλα τα άλλα θα έρθουν». Πλέον νιώθω ολοκληρωμένος και ότι αυτή είναι η δουλειά που θέλω να δείξω στον κόσμο, κι αυτό μου αρκεί.
• Η ζωή με έχει μάθει να είμαι υπομονετικός και όταν όντως πιστεύεις ότι έχει έρθει η στιγμή και τα έχεις μάθει όλα, πάντα θα σου δείχνει ότι δεν ξέρεις τίποτα, ότι δεν έχεις δει ακόμα τίποτα.
Το άλμπουμ HORAE του Kareem Kalokoh κυκλοφορεί από τη Stay Independent.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFΟ δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.