— Τι «παραμύθια» θα μας πεις ή μάλλον θα μας τραγουδήσεις τον Δεκέμβριο στην Εθνική Λυρική Σκηνή, Άνταμ;
Να πω καταρχάς ότι χαίρομαι πολύ που αυτή θα είναι η πρώτη μου εμφάνιση και ταυτόχρονα η πρώτη μου επίσκεψη στην Αθήνα. Η μόνη μέχρι τώρα γνωριμία μου με τη χώρα σας ήταν μια κρουαζιέρα στο Ιόνιο, ανυπομονώ λοιπόν να περιηγηθώ την πόλη, τα μνημεία, τους ανθρώπους της και να πάρω μια πιο πραγματική γεύση από Ελλάδα!
Στην ΕΛΣ θα σας πω τραγούδια από την όπερα του Ζακ Όφενμπαχ, Τα παραμύθια του Χόφμαν, που σκηνοθετεί ο υπέροχος Κριστόφ Βαρλικόφσκι. Υποδύομαι τον ίδιο τον Χόφμαν που ο Μπαρμπιέ, ο οποίος έγραψε το λιμπρέτο, θέλησε πρωταγωνιστή αυτού του σουρεαλιστικού όσο και πολύπλοκου έργου.
Ένας ρόλος ο οποίος αφηγείται τρεις, ή μάλλον τέσσερις, διαφορετικές ιστορίες που αφορούν διαφορετικές περσόνες, ιδιοσυγκρασίες αλλά και στάδια της ζωής του συγγραφέα.
Στην ΕΛΣ θα σας πω τραγούδια από την όπερα του Ζακ Όφενμπαχ, Τα παραμύθια του Χόφμαν, που σκηνοθετεί ο υπέροχος Κριστόφ Βαρλικόφσκι. Υποδύομαι τον ίδιο τον Χόφμαν που ο Μπαρμπιέ, ο οποίος έγραψε το λιμπρέτο, θέλησε πρωταγωνιστή αυτού του σουρεαλιστικού όσο και πολύπλοκου έργου.
— Υπάρχει κάποιο σημείο που οι χαρακτήρες αυτοί και οι ιστορίες τους συναντιούνται;
Όχι ακριβώς. Ναι μεν φαίνονται να συγκλίνουν στο πρώτο και στο τελευταίο μέρος, αλλά ουσιαστικά συνυπάρχουν παράλληλα, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες του ανταγωνιστή του Χόφμαν για την καρδιά της πριμαντόνας Στέλλας, του ευκατάστατου κ. Λίντορφ (Κοπέλιους, δρ. Μιράκλ, Νταπερτούτο). Και η ίδια η Στέλλα όμως διαθέτει τριπλή υπόσταση, αφού συγκεντρώνει στοιχεία από την άψυχη κούκλα Ολυμπία, την άρρωστη τραγουδίστρια Αντωνία και την εταίρα Τζουλιέτα, δίνοντας έτσι αφορμές και ερεθίσματα για πολλές διαφορετικές αναγνώσεις του έργου.
Στο λιμπρέτο παρατίθενται ουσιαστικά ως τρεις αυτόνομες ιστορίες. Πάνω στη σκηνή, τώρα, τις διαφορετικές αυτές περσόνες ενσαρκώνουν άλλοτε διαφορετικοί και άλλοτε ο ίδιος τραγουδιστής, ανάλογα με την παραγωγή.
Βρίσκω ωστόσο προτιμότερη την πρώτη εκδοχή, αφού, όπως είπαμε, πρόκειται για ξεχωριστούς χαρακτήρες, ακόμα και αν συγκλίνουν στο ίδιο πρόσωπο, και, παρότι το έργο είναι δραματικό, δεν λείπει και το εύθυμο στοιχείο. Ο νεαρός Χόφμαν π.χ. παρουσιάζεται ως ένας ρομαντικός αισθηματίας, ενώ ο γηραιότερος ως ένας παρακμιακός μεθύστακας! Η Στέλλα και ο Λίντορφ, τώρα, περισσότερο δίνουν την αφορμή στον Όφενμπαχ να ξετυλίξει τις περσόνες του Χόφμαν.
— Ο ίδιος ο Όφενμπαχ υπήρξε μια αρκετά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα νομίζω.
Ήταν πράγματι μια πολύ ανήσυχη φύση, πολύ καλλιτεχνική και σπιρτόζα, που τη διακατείχε ταυτόχρονα μια θλίψη αισθητή και στα έργα του, παρά το εύθυμο πνεύμα και τη σατιρική, ανατρεπτική διάθεση που συνήθως τα χαρακτήριζε. Δεν είναι τυχαίο που στην όπερα αυτή το χρήμα κερδίζει στο τέλος την τέχνη! Όλο αυτό το στρες και το αίσθημα του ανικανοποίητου όμως το εκτόνωνε στη δουλειά του, όπου αποδείχθηκε ιδιαίτερα δραστήριος και δημιουργικός. Υπήρξε εξάλλου από τους πρωτοπόρους της οπερέτας και της σύγχρονης μουσικής κωμωδίας.
— Τα «Παραμύθια» του, πάντως, δεν απευθύνονται τόσο σε μικρά όσο σε μεγάλα παιδιά. Σωστά;
Αναμφίβολα. Για την ακρίβεια, κάποια από αυτά είναι, θα λέγαμε, «ακατάλληλα για ανηλίκους», όπως και κάποια μέρη αυτής της όπερας!
— Την οποία όπερα δεν κατάφερε να ολοκληρώσει όσο ήταν εν ζωή.
Ναι, ξεκίνησε να τη γράφει όντας ήδη σε μεγάλη ηλικία, θέλοντας να δείξει αφενός ότι μπορούσε να συνθέσει και «σοβαρά» έργα, αφετέρου να εκφράσει τη δική του αντίληψη για τη σχέση του δημιουργού με την τέχνη του και τον έρωτα. Οι πολλές αναβολές και καθυστερήσεις δεν επέτρεψαν την έγκαιρη ολοκλήρωσή της, την οποία ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο Ερνέστ Γκιρό – η πρεμιέρα έγινε τον Φεβρουάριο του 1881 στο παρισινό θέατρο Opéra-Comique, λίγους μόλις μήνες μετά τον ξαφνικό θάνατο του Όφενμπαχ σε ηλικία εξήντα ενός ετών. Κάθε παρουσίασή της έκτοτε διαφέρει από τις προηγούμενες, δεν υπάρχει κάποια στάνταρ μορφή και άλλωστε θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί η αρχική της διάρκεια που υπερέβαινε τις τέσσερις ώρες.
— Τι θα έλεγες ότι χαρακτηρίζει τη βερσιόν που ανεβαίνει στην Αθήνα;
Οι πλούσιοι διάλογοι, οι πολύ καλές ερμηνείες στις οποίες ευελπιστώ να συγκαταλεχθεί και η δική μου, οι θαυμάσιες χορογραφίες, η πολλή ρομαντζάδα και βέβαια η υπέροχη μουσική και τα τραγούδια της, που είναι άλλωστε το κυρίαρχο στοιχείο του έργου.
Μια μουσική με θαυμάσια ενορχήστρωση και πολλές διαβαθμίσεις, που δεν είναι ίδια σε κάθε μέρος της όπερας: άλλοτε είναι πιο δραματική, πιο σκοτεινή, άλλοτε πάλι χαρούμενη, ξεσηκωτική, με τις δύο περίφημες άριες του πρώτου και του τέταρτου μέρους να ξεχωρίζουν. Είμαι βέβαιος ότι το αθηναϊκό κοινό θα τη λατρέψει!
— Η όπερα θεωρούνταν για πολύ καιρό «σοβαρό είδος», ενώ στην πραγματικότητα ήταν κατεξοχήν λαϊκό. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια έχει ξαναγίνει δημοφιλής.
Πράγματι, την περίοδο της μεγάλης της ακμής, τον δέκατο όγδοο-δέκατο ένατο αιώνα, ήταν ένα πολύ δημοκρατικό, θα λέγαμε, είδος διασκέδασης, αφού απευθυνόταν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Αυτό μάλιστα που κυριαρχούσε ήταν το μουσικό στοιχείο, όχι το δραματουργικό.
Σήμερα έχει αποκτήσει και πάλι δημοτικότητα, είναι ανοιχτή στους πειραματισμούς και το κοινό της έχει διευρυνθεί. Μάλιστα στις παραστάσεις βλέπεις ολοένα περισσότερους νέους ανθρώπους που δείχνουν να χαίρονται πραγματικά το θέαμα και να συμμετέχουν στα τεκταινόμενα, όπως ακριβώς γινόταν στο παρελθόν. Πιστεύω ακράδαντα ότι η όπερα μπορεί να «μιλήσει» στον καθένα.
— Ποιοι είναι οι δικοί σου αγαπημένοι καλλιτέχνες και οι όπερες που θα ξεχώριζες;
Λατρεύω την ιταλική ιδίως όπερα που έβγαλε τεράστιους συνθέτες, όπως ο Βέρντι και ο Πουτσίνι. Η Τόσκα και η Λα Μποέμ ειδικά είναι οι αγαπημένες μου, όπως και ο Αντρέα Σενιέ του Τζορντάνο. Ως πρότυπο, τώρα, σημείο αναφοράς και γκουρού μου θεωρώ τον μεγάλο λυρικό τενόρο Φράνκο Κορέλι! Αλλά και οι Τζιακομίνι, Μπαριόλι, Μαρτινέλι ήταν σπουδαίοι ερμηνευτές και μακάρι να τους μοιάσω.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.