Αν ο Φουκό είχε δίκιο, τότε το παιχνίδι της πολιτικής σήμερα διεξάγεται πάνω στα σώματά μας.
Δεν υπάρχει μορφή εξουσίας που να μη λαχταρά ένα κομμάτι μας, να μην επιδιώκει να ορίσει τις συνήθειές μας, τις στάσεις και τις μετακινήσεις μας, τι μπαίνει και τι βγαίνει από τις οπές μας, τι κάνουμε με τα ωάρια και με τα έμβρυά μας, τι σχέση έχουμε με τα μικρόβιά μας, πότε και πώς πεθαίνουμε, ακόμη και τι επιτρέπεται να κάνουμε με τη σορό μας.
Υπό το λάβαρο της κανονικότητας –αυτής της πιο καθοριστικής λειτουργίας της εξουσίας στον κόσμο μας–, οικογένεια και κράτος συνασπίζονται προκειμένου να επιδοθούν σε μια εξονυχιστική παρατήρηση, σ’ έναν ακόρεστο έλεγχο της καθημερινής ζωής των παιδιών-υπηκόων τους, μη διστάζοντας, μάλιστα, να ασκήσουν βία προς χάριν της συμμόρφωσής τους.
Δεν υπάρχει μορφή εξουσίας που να μην ονειρεύεται πειθήνια σώματα, σώματα που υπακούουν στον Νόμο, που φέρουν τον Νόμο, που έχουν διαποτιστεί από τη λογική του (ή την αυθαιρεσία του), ζούνε δηλαδή με το φόβητρό του αλλά ταυτόχρονα τον έχουν καταπιεί, τον έχουν ενστερνιστεί, και προσπαθούν, με τη σειρά τους, να τον επιβάλουν.
Στην παράσταση του Καστελούτσι δεν υπάρχει κείμενο (εκτός από μερικές επιγραφές): όλα συμβαίνουν στα όρια των σωμάτων. Αυτά ακολουθούν εντολές, αυτά βασανίζονται, αυτά ματώνουν. Και στο τέλος αυτά παραδίδονται σε σπασμούς, σε ένα είδος ομαδικής επιληπτικής κρίσης.
Ως επί το πλείστον, (ανά)μέσα σε τέτοια σώματα διάγουμε τον βίο μας. Υπάρχει δυνατότητα διαφυγής; Μπορούν τα σώματα να σπάσουν τις αλυσίδες τους και να διαπραγματευτούν το μέλλον τους, αψηφώντας τον Νόμο που τα διαμόρφωσε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο;
Ο Καστελούτσι αναρωτιέται επιλέγοντας να φέρει επί σκηνής μια κραυγαλέα περίπτωση, ένα αστυνομικό σώμα (ίσως όχι και τόσο τυχαίο ότι το αποκαλούμε έτσι), η όψη του οποίου παραπέμπει αμυδρά, όπως επεσήμανε ο ίδιος μετά το τέλος της παράστασης, στην Αμερική της δεκαετίας του εβδομήντα.
Σταδιακά εισερχόμαστε στον χώρο τους, τον χώρο που ορίζουν με τις πράξεις τους αυτοί οι «bros», εκεί όπου διεξάγουν τα μικρά τελετουργικά της «αδελφότητάς» τους, εκεί όπου αφήνουν τις δυνάμεις των μυστικών πρακτικών τους να εκδιπλωθούν άφοβα και να τους ενώσουν σε ένα αρραγές σύνολο με κοινούς κώδικες και συναφείς επιδιώξεις.
Οι πρώτες εικόνες της συνύπαρξής τους διαγράφονται αποκαρδιωτικές: άλλοι χασκογελούν ανάλγητα ενόσω «στήνονται» για να φωτογραφηθούν πίσω από τον κατάκοιτο γέροντα-ατραξιόν, άλλοι παίζουν ζάρια, άλλοι διασκεδάζουν κλωτσώντας μια φασκιωμένη κούκλα που μοιάζει με άψυχο παιδί... «Δεν ξέρουν τι να κάνουν, οπότε αντιγράφουν», μας έχει προειδοποιήσει ένα από τα ρητά της έναρξης. «Δεν έχουν ιδέες, δεν μπορούν να βρουν υλικό, οπότε χρησιμοποιούν τους εαυτούς τους».
Πώς θα βγούμε από αυτή τη μηχανή, αν είμαστε διαρκώς εντός της;
Αχός ποδοβολητού, εκπυρσοκροτήσεις, συνεχείς μετακινήσεις, στρόβιλος επιθυμιών, λιβιδινικές πολλαπλότητες που εκτινάσσονται όπως οι υγροί πίδακες από τις φιάλες του παιχνιδιάρικου, αυτοσχέδιου μουσικού «οργάνου», το οποίο, έχοντας εκτοπίσει το περιστρεφόμενο πολυβόλο-γίγαντα της έναρξης, καταλαμβάνει τώρα τη σκηνή χύνοντας νότες και υγρά κι αφυπνίζοντας τις εντάσεις που καραδοκούν κάτω από τις ομοιόμορφες στολές της υποταγής.
Πράγματι, οι ισορροπίες γρήγορα αλλάζουν. Όσο περνάει η ώρα, ολοένα και περισσότερο η βία που ασκούν οι «bros» επιστρέφει στους ίδιους, σαν μπούμερανγκ, για να τους αναστατώσει, να εκτρέψει τα οργανωμένα, πειθαρχημένα σώματά τους, να μπολιάσει τους θύτες με την οδύνη των θυμάτων, να οδηγήσει στην αντιστροφή των ρόλων, στη σύγχυση των ταυτοτήτων, στο σπάσιμό τους.
Από τα θραύσματα κανένας δεν ξέρει τι θα γεννηθεί (ούτε καν ο πάνσοφος Μπέκετ, το ασπρόμαυρο φωτογραφικό πορτρέτο του οποίου φιλοξενείται φευγαλέα επί σκηνής). Οι ψυχικές διαδικασίες διαθέτουν τεράστια δυνατότητα ευελιξίας, αναπροσαρμογής, δημιουργικότητας, αρκεί να δοθεί η πρωτοκαθεδρία στο σώμα, μοιάζει να λέει ο Καστελούτσι.
Πώς, όμως, θ’ ανοίξει ο δρόμος των διαπραγματεύσεων πέρα από το καθεστώς της νόησης και της λογικής; Μόνο αν εξοβελιστεί η υπερβατικότητα της Ιδέας, το δικαστήριο του ορθού λόγου, ο άνθρωπος-νομοθέτης, μόνο τότε θα γκρεμιστεί η μάσκα του κυριαρχικού Εγώ που έχει φέρει την κοινωνία και τον πλανήτη σε τέτοιο πρωτοφανές αδιέξοδο.
Η χειραφέτηση των σωμάτων, αυτό μας απομένει: η κατάλυση των παγιωμένων θέσεων, η ιχνηλάτηση των ορίων του πόνου και της χαράς, η εξερεύνηση ανοίκειων επιδράσεων, η ελεύθερη εκδίπλωση πέρα από ιδεολογίες, θρησκείες, και πάσης φύσεως ρυθμιστικές κοσμοθεωρίες. Με το σώμα επικοινωνούμε, μετά έρχεται το πνεύμα, λέει ο Σπινόζα.
Κανένας πλέον δεν κατανοεί τον προφήτη Ιερεμία, τον γέροντα που εμφανίζεται στην αρχή της παράστασης μονολογώντας σε μία γλώσσα δήθεν μυστικιστική και ακατανόητη. «Ο ιεροφάντης, ένας από τους γραφειοκράτες του θεού-δεσπότη», σημειώνει ο Ντελέζ.
Το λογοκεντρικό υποκείμενο απέτυχε, ας δοκιμάσουμε ένα άλλο μοντέλο, βασισμένο στις εντασιακότητες, στις δονήσεις, σε όλα όσα, θεατά και αθέατα, πυροδοτούν μια διαφορετική μορφή λογισμού, μια ασυνείδητη επεξεργασιακή διαδικασία, μια μυστική αλληλεγγύη μεταξύ των επιμέρους κομματιών εκείνης της άγνωστης και θορυβώδους ζωής που εκτυλίσσεται δίπλα μας, αδάμαστη και απειθάρχητη, και μας περιμένει.
Η ψευδαίσθηση ότι το δίκαιο θα μας σώσει από τη βία εγκαθιδρύοντας μια τάξη που ρυθμίζει τη βία (Μπένγιαμιν) έχει διαρραγεί. Οι αστυνομικοί είναι βίαιοι, επειδή τους επιτρέπει ο Νόμος να είναι (Καστελούτσι ακολουθώντας τον Μπένγιαμιν). «Ο νόμος των όλων βασιλέας / των θνητών και αθανάτων / δικαιώνει το πιο βίαιο έργο / με το πανίσχυρο χέρι του», έγραφε ο Πίνδαρος επισημαίνοντας πρώτος τη σκανδαλώδη σύνθεση των δύο κατεξοχήν αντιθετικών αρχών, της Βίας και της Δίκης (Agamben). Και είναι, επίσης, το Κράτος και η Βία οι δύο μορφές που επιβλέπουν το δέσιμο του Προμηθέα με αλυσίδες στην κορυφή του Καυκάσου, σύμφωνα με τον Αισχύλο.
Οι αρχαίοι ήξεραν. Και τώρα, όμως, έχουμε ακόμα επιλογή: αν η πολιτική έχει γίνει βιοπολιτική, αν ο αγώνας κυριαρχίας διαδραματίζεται περισσότερο από ποτέ επί των σωμάτων, τότε αυτά είναι που καλούνται να συνθέσουν, με νύχια και με δόντια (κυριολεκτικά), το locus της αντίστασης.
Στην παράσταση του Καστελούτσι δεν υπάρχει κείμενο (εκτός από μερικές επιγραφές): όλα συμβαίνουν στα όρια των σωμάτων. Αυτά ακολουθούν εντολές, αυτά βασανίζονται, αυτά ματώνουν. Και στο τέλος αυτά παραδίδονται σε σπασμούς, σε ένα είδος ομαδικής επιληπτικής κρίσης.
Όμως ακριβώς επειδή κοπιάζουν, αλληλεπιδρούν, χτυπούν και χτυπιούνται, κάτι σημαντικό δείχνει να μετακινείται. Το labour που παράγεται επί σκηνής ενεργοποιεί παράλληλα το σώμα του θεατή – ως όλον, αλλά και κάθε όργανο χωριστά...
Ο Καστελούτσι δεν αφηγείται μια μονοσήμαντη ιστορία. Όπως είπε και ο ίδιος, δεν κάνει «θέατρο καταγγελίας» αλλά «θέατρο ομίχλης». Ανιχνεύει τις άρρητες διεργασίες, τις ροές, τις ανταλλαγές, τις μεταμορφώσεις. Τα υλικά της τέχνης του είναι τα Σώματα: κυρτωμένα ή ευθυτενή, ένστολα ή γυμνά, ανδρικά ή παιδικά, μαραμένα ή ανθηρά, τσακισμένα ή επιβλητικά.
Η Αισθητική του δεν αφορά το Κάλλος αλλά τις μετακινήσεις της σάρκας, τις αλληλουχίες των αισθήσεων, εκείνα τα ύψη και τα βάθη που είναι δύσκολο, ή μάλλον αδύνατον, να τους αντισταθείς, όσο κι αν σε φοβίζουν.
Μια αισθησιακή αποπλάνηση, ένας σπάνιος συνδυασμός ηδονής και ενόχλησης, ο οποίος περιέργως αποκτά διάσταση πολιτική. Και αυτός ο συνδυασμός είναι ο μόνος Νόμος που ο Καστελούτσι αναγνωρίζει.
Bros
Σύλληψη και σκηνοθεσία: Ρομέο Καστελούτσι
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση - Κεντρική Σκηνή
Ακόμα δύο παραστάσεις (sold out): Σάβ 1/10, 20:30 & Κυρ 2/10, 17:00