Γεννήθηκα σε μια κλινική στα Εξάρχεια, Πρωτομαγιά. Η μητέρα μου δήλωσε τη γέννησή μου μέρες αργότερα, γιατί τότε πλήρωναν τη δήλωση μιας γέννησης. Με τη μητέρα μου μείναμε σε πολλά μέρη της Αθήνας. Είμαι παιδί του έρωτα. Ο μπαμπάς μου, κρεοπώλης, ερωτεύτηκε τη μαμά μου ‒μένανε στη Νίκαια, πρόσφυγες‒, τα ’φτιαξαν, βγήκα εγώ. Δεν με αναγνώρισε ποτέ ο πατέρας μου, αλλά δεν είχα και ποτέ κανένα κόμπλεξ, ούτε τότε ούτε τώρα. Το ανακάλυψα όχι πολύ μικρός, από μια φίλη της μάνας μου και όταν αργότερα έπρεπε να βγάλω ταυτότητα, οπότε έπρεπε να έχω και ένα πατρώνυμο, τότε κατάλαβα τη σοβαρότητα του πράγματος.
• Μέσα το μικροαστικό περιβάλλον όπου είχα μεγαλώσει ήταν λίγο δύσκολο για ένα παιδάκι να είναι αγνώστου πατρός. Όμως αυτό που με έσωσε ήταν ότι ήμουν πνεύμα ζωντανό και ζωηρό, το ψώνιο μου ήταν να χορεύω και να τραγουδάω κι αυτό όλα τα άλλα τα άφηνε πίσω.
• Βέβαια, στις γειτονιές όπου μέναμε, Αγία Βαρβάρα, Αιγάλεω, ήταν ζόρικα τα πράγματα, έτσι η μάνα μου με έβαλε σε ιδιωτικό. Όταν ήμουν σπίτι ντυνόμουνα, χόρευα, έκανα σόου και άκουγα στο ραδιόφωνο τις εκπομπές για το θέατρο. Θυμάμαι μια γυναίκα εκεί, σαν τη Νίτσα Μαρούδα με στενή φούστα, τόσο στενή που δεν μπορούσε να ανέβει στο λεωφορείο, που μου έμαθε τσατσά. Και ότι εγώ ονειρευόμουν να πάω σε μια σχολή που διαφήμιζαν τότε τα λαϊκά περιοδικά, τη σχολή Ζουρούδη, και να γίνω χορευτής.
Εγώ εμφανιζόμουν σε ένα οικογενειακό κοινό, δεν ήθελα να με απομυθοποιούν η κάθε κυρία και ο κάθε κύριος που τους γοήτευα την ώρα που χόρευα. Οι εποχές ήταν άλλες, δεν ήθελα να σκέφτονται το φύλο μου, δεν θα άλλαζε τίποτα ούτε στη δική μου ζωή ούτε στη δική τους.
• Στη γειτονιά είχα το στίγμα, αν θέλεις, γιατί δεν έπαιζα ξιφομαχίες σαν τα άλλα αγόρια, ούτε ποδόσφαιρο. Αλλά είχα δύναμη και θυμάμαι ότι κάποιον που με είχε ενοχλήσει τον χτύπησα με ένα battement χορευτικό, σαν τη Μάρθα Καραγιάννη. Τώρα που το συζητάμε, σκέφτομαι αυτήν τη σύγχυση, το ψυχολογικό μπέρδεμα ενός παιδιού που έχει θηλυπρέπεια και παράλληλα μια επιθυμία να ασχοληθεί με τα καλλιτεχνικά, αλλά δεν μπορεί να βρει εύκολα άκρη, ούτε ξέρει τι να κάνει. Τις έτρωγα και από τη μάνα μου, που δεν ήθελε το παιδί της να βγει πούστης, αλλά μόλις έφευγε, εγώ πάλι τα ίδια, έκανα τα σόου μου.
• Ήμουν δώδεκα χρονών και άρχισα να δουλεύω, στην αρχή με έναν ηλεκτρολόγο, που δεν μου άρεσε καθόλου, μετά σε ένα κουρείο με έναν σκυθρωπό κουρέα στην Ομόνοια, εκεί όπου ήταν το Εφετείο, και μετά σε ένα καφενείο στο Αιγάλεω. Εκεί μου άρεσε πολύ γιατί είχε τζουκ μποξ και σέρβιρα, ήμουν με κόσμο και με αγαπούσαν γιατί ήμουν χαριτωμένο παιδί. Όλη αυτή η ελευθερία μου άρεσε. Απέναντι από το καφενείο ήταν ένας κινηματογράφος. Το μεσημέρι, που έφευγε το αφεντικό να ξεκουραστεί, εγώ πήγαινα και «με το ένα μάτι» έβλεπα ταινίες. Για να το πω και κάπως μελοδραματικά είμαι ένα θύμα του ελληνικού κινηματογράφου, γιατί αυτό είχαμε ως φαντασίωση για τη ζωή. Εκεί υπήρχε και ένα θέατρο, το θέατρο Χαρμπή, και κάθε Κυριακή γινόταν αρπαχτή, δηλαδή έπαιζαν στα αθηναϊκά θέατρα οι πρωταγωνιστές και ανάμεσα σε δύο παραστάσεις, μέχρι να βγει το νούμερό τους, έρχονταν, έκαναν ένα νούμερο και φεύγανε ‒ βγάζανε λεφτά. Εκεί, σε αυτό το θέατρο είδα για πρώτη φορά τα Κόκκινα Φανάρια, την παράσταση, με την Γκέλυ Μαυροπούλου, τον Στέφανο Στρατηγό τη Μαρίκα Κρεββατά που έκαναν «περιοδεία» στο Αιγάλεω με αυτό το έργο. Μετά είδα την ταινία, όπως την είδαμε όλοι μας.
• Έπειτα έπιασα δουλειά σαν μπογιατζής στην Αθήνα, στην Παπαδιαμαντοπούλου, εκεί όπου έχει φτιάξει τρεις πολυκατοικίες ο Στάικος. Έπαιρνα μεροκάματο σαράντα πέντε δραχμές που ήταν καλά λεφτά τότε και με τον τρόπο αυτό πήγα στη σχολή Ζουρούδη. Ξύπναγα έξι παρά τέταρτο, οκτώ ήμουνα στη δουλειά, σχόλαγα και περίμενα μέχρι τις τέσσερις να ανοίξει η σχολή για να κάνω μάθημα ρυθμικής και μετά των αρχαρίων ‒ εκεί μου έκανε μαθήματα η Χλόη Λιάσκου. Τέλειωνα νύχτα και πήγαινα σπίτι μου να κοιμηθώ. Μετά, κάποια στιγμή δεν είχα δουλειά, δεν μπορούσα να πληρώσω τη σχολή και με αναζήτησε η δασκάλα μου, της άρεσε η φωνή μου, έλεγε «η φωνή σου μοιάζει στου Δημήτρη Χορν». Μετά ήρθε και με είδε ο Μανώλης Καστρινός, που του άρεσαν πάντα τα ψηλά παιδιά, και βγήκα ως χορευτής στο Ακροπόλ.
• Η δασκάλα μου μού έδωσε μια υποτροφία και πήγα στην Ελβετία. Με το τρένο ταξίδεψα και με τριακόσια ελβετικά φράγκα στην τσέπη μου. Η Σάσα Καστούρα μου είχε δώσει τρεις χρυσές λίρες, τη μία τη φύλαξα και τις άλλες δύο τις έκανα φράγκα. Η Σάσα Καστούρα και ο Κώστας Καφάσης ήταν δυο πλάσματα που μου άνοιξαν τον κόσμο των βιβλίων και τους χρωστάω πολλά ως προς αυτό. Στο εξωτερικό πέρασα καλά, έναν χρόνο στη Λοζάνη, μετά έκανα μια ακρόαση και με έκλεισαν ως πρώτο χορευτή στο Φράιμπουργκ, μετά στη Βέρνη και τέλος στο Παρίσι, όπου έμεινα πέντε χρόνια. Σε αυτή την οντισιόν στο Φράιμπουργκ ο χορογράφος ήταν Γερμανός με βαμμένα μαύρα μαλλιά, γιατί δεν του άρεσαν τα ξανθά. Εγώ, που είχα μαζί μου μια κασέτα του Sweet Charity, γιατί είχα ξετρελαθεί με τις χορογραφίες Bob Fosse, ζήτησα να χορέψω ένα κομμάτι, το έκανα πολύ καλά και με πήρε.
• Στην Ελλάδα επέστρεψα γιατί δεν μου άρεσε η ιδέα να πεθάνω εμιγκρές. Θυμάμαι δυο Γιουγκοσλάβους χορευτές που είχαν μεγαλώσει και είχαν γίνει μπεκρήδες και ένα καλοκαίρι, επιστρέφοντας στη Γαλλία από διακοπές στη Γιουγκοσλαβία, ούτε Γάλλοι ήταν ούτε Γιουγκοσλάβοι, κι αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Γύρισα πίσω και για ένα ακόμα πράγμα, γιατί συνειδητοποίησα ότι η ζωή των φίλων μου στην Ελλάδα συνεχιζόταν και μου έλειπαν.
• Επέστρεψα το 1978 και με πήρε ο Γιάννης Φλερύ σε ένα βαριετέ που έκανε με τον Θέμη Ανδρεάδη, τη Σπεράντζα Βρανά, τη Νινή Ζαχά και τη Νίτσα Μόλλυ. Λεγόταν Μετρό και εγώ χόρευα με τη Λίντα Άλμα. Ήταν μια εποχή που λες και γέννησε αυτές τις προσωπικότητες στο θέατρο, που είχαν μια οντότητα. Ας πούμε, η Λίντα Άλμα ήταν μια γυναίκα με ένα καταπληκτικό σώμα που δεν την έλεγες και όμορφη, αλλά είχε προσωπικότητα. Όταν χόρευε, δεν παρίστανε τη σέξι, ήταν. Θα σου το εξηγήσω με σημερινούς όρους, που διάφορες παριστάνουν τις σέξι. Ας πούμε, η Μπιγιονσέ είναι εκπαιδευμένη να παριστάνει τη σέξι, αλλά η πιο σέξι είναι η Σακίρα.
• Όταν χορεύαμε με τη Λίντα, ο Φλερύ έλεγε στον Καφάση «είναι αδερφή, βρε παιδί μου, μη φαίνεται αδερφή». Και τα έλεγε αυτά ο Γιάννης, που μια φορά είπε στον Χατζηχρήστο: «Άκου να σου πω, Χατζηχρήστο, αν είσαι εσύ μια φορά βεντέτα, εγώ είμαι τρεις: σαν χορευτής, σαν χορογράφος και σαν πούστης». Κι εγώ τότε είχα μουστάκι, μαλλί αλά Ροδόλφο Βαλεντίνο, δεν είχαν δει χορευτή με τέτοιο στυλ. Αλλά χόρευα καλά και το άλλο μεγάλο μου ατού ήταν ότι χόρευα «αγορίστικα». Αυτό οφειλόταν σε μια ψυχική δύναμη αργότερα μου το λέγανε, δεν το καταλάβαινα. Ακόμα και τώρα, όταν έχω μούσι ή μουστάκι, έχω μεγαλύτερη δύναμη, το πρόσωπό μου γράφει. Είμαι σαν τα μοντέλα, μεταμορφώνεται εύκολα το πρόσωπό μου. Ίσως επειδή είχα το κόμπλεξ του γκέι, δεν ήθελα ποτέ να δίνω το δικαίωμα να λένε «άντε ο μωρέ, ο παλιόπουστας». Δεν ήμουν όμορφος, όμορφος ήταν ο Σειληνός, αυτό ήταν το πρότυπο, αλλά είχα έναν τύπο. Η Σπεράντζα μου έλεγε «είσαι αστέρι».
• Εγώ δεν έκρυψα ποτέ ότι είμαι γκέι, αλλά δεν υπήρχε και λόγος να βγεις να κάνεις δήλωση, το θεωρώ ανοησία. Αυτές οι συζητήσεις που κάνουμε σήμερα μπροστά σε ένα ανοιχτό κασετόφωνο δεν μπορούσαν να γίνουν τότε. Δεν το έκρυψα ποτέ και δεν μπορούσα να κάνω και όλες αυτές τις αηδίες που κάνουν σήμερα, που πάνε και παντρεύονται ή γυρνάνε με γκόμενες. Δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό το πράγμα, δεν γίνεται δηλαδή. Από την άλλη, εγώ εμφανιζόμουν σε ένα οικογενειακό κοινό, δεν ήθελα να με απομυθοποιούν η κάθε κυρία και ο κάθε κύριος που τους γοήτευα την ώρα που χόρευα. Οι εποχές ήταν άλλες, δεν ήθελα να σκέφτονται το φύλο μου, δεν θα άλλαζε τίποτα ούτε στη δική μου ζωή ούτε στη δική τους.
• Καμιά φορά συζητάμε γιατί δεν βγήκαμε να ομολογήσουμε τι είμαστε και πάντα λένε ότι το έκανε ο Μαρίνος. Εκείνος όμως το έκανε για συγκεκριμένο λόγο, επειδή πήγαιναν και τον κράζανε στα προγράμματα που έκανε, και πλάκωναν την πελατεία στο ξύλο. Έτσι βγήκε και το δήλωσε ο Γιώργος, ή έλεγε «να βγει έξω αυτός, αλλιώς δεν συνεχίζω». Εκείνα τα χρόνια ήταν πριν από τη Μέδουσα. Στην τελική, το δήλωσε γιατί είπε «όποιος έρθει θα ξέρει με τι έχει να κάνει». Εγώ αυτά τα έμαθα από τον Ιωαννίδη, που ήταν ο επιχειρηματίας του Μαρίνου. Δεν είχαν την επίγνωση ότι αυτό που έκανε ο Μαρίνος ήταν κάτι ανεπανάληπτο και άκρως καλλιτεχνικό, ένα θέαμα με τρομερή δύναμη, με ένα κλικ, από κει που αυτοσαρκαζόταν, έκανε μια φοβερή ανατροπή και σε πήγαινε στο δράμα. Μεγάλος καλλιτέχνης, μεγάλος αρτίστας ο Μαρίνος.
• Πάντως, μιλώντας για εκείνα τα χρόνια, η σιωπή έκρυβε πολλούς εραστές. Η ηδονή για μένα δεν έχει φύλο. Το μυαλό, ο εγκέφαλος, δημιουργούν το φύλο. Αν παρατηρήσεις, σε όλες τις πριμιτίφ κοινωνίες, όταν ερεθίζονται, δεν τους ενδιαφέρει το φύλο. Όταν γεννήθηκε το ΑΚΟΕ και έγινε μια δήλωση ‒και καλώς έγινε‒, τα πράγματα άλλαξαν. Γιατί εκείνη την εποχή ήταν πολλοί οι στρέιτ άντρες που πήγαιναν με άντρες και επειδή οι γυναίκες είχαν πολύ περιορισμένη σεξουαλική ζωή. Όταν μπήκαν σε κουτιά με ετικέτες, άρχισαν μερικοί άντρες να σκέφτονται «βρε, μήπως είμαι γκέι;» κι αυτό δεν τους άρεσε. Γιατί όλοι οι γκέι το αρσενικό ονειρεύονται. Στον μονόλογό μου το λέω: «Πού να τα ζήσουν αυτά οι τωρινοί; Όλη η Αθήνα ήταν μες στην καύλα». Σκέφτομαι ότι όλα αυτά έχουν αλλάξει με τα χρόνια, γιατί εμείς έτσι μεγαλώσαμε, κάπως σαν το υποκατάστατο της γυναίκας στα μάτια του αρσενικού. Εμείς, ως γενιά, δεν μπορούσαμε να πάμε με κάποιον που μας έμοιαζε, είχε τον ίδιο ναρκισσισμό, την ίδια ματαιοδοξία, τα ίδια ρούχα, μας έλκυε το αντίθετο. Έτσι ήταν η εποχή. Φαντάσου ότι ο Τραϊφόρος, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, την περιέγραψε αυτή την κατάσταση, την κρυφή ζωή της Αθήνας, «και αργά από κάποιο στενό για βολτίτσα προβάλλει ο Ζανώ». Ο γκέι, λοιπόν, ήταν μια καρικατούρα, ο Φίφης, αλλά, πες μου, σε ποια άλλη χώρα του κόσμου ο γκέι θα ήταν μια καρικατούρα και θα τον αγαπούσαν; Σε καμιά. Θα μπορούσε η Φτερού να είναι σε άλλη χώρα από την Ελλάδα; Αυτό έχει να κάνει με το DNA μας. Τη Φτερού τόσα χρόνια την αγαπούσαν και την είχαν όλοι δικό τους άνθρωπο, δεν τον κυνηγούσαν, δεν τον πετροβολούσαν, τον έβλεπαν ως βιοπαλαιστή που είναι «έτσι». Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει και τα αντίθετα, οι αγριότητες.
• Ερωτεύτηκα, ναι, αλλά ερωτευόμουν με αυτή την ανασφάλεια ότι θα καταστραφώ, ότι δεν θα μπορέσω να το ξεπεράσω, γιατί η επιβίωση είχε για μένα τη μεγαλύτερη σημασία. Έπρεπε να συντηρώ τη μητέρα μου, την Ελευθερία. Όταν της έφαγαν την περιουσία από το πατρικό της σπίτι γιατί είχε ένα εξώγαμο, με πήρε αγκαλιά και δεν θέλησε ποτέ να με δώσει για υιοθεσία κι εγώ αυτό της το χρωστούσα πάντα. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, μπορούσε ένα βρει έναν και να «κουκουλωθεί», όπως το έλεγαν τότε, αλλά εκείνη αποφάσισε να μη βάλει κανέναν πατριό στο σπίτι. Ως παιδί έπαιρνα πολλή αγάπη και αυτό της το ανταπέδωσα. Θεωρώ ότι η μάνα μου συμπεριφέρθηκε με έναν underground τρόπο, δεν δέχτηκε να συμβιβαστεί, ξενοδούλευε για να μεγαλώσει το παιδί της. Επίσης, παρά τον φόβο της ότι θα γίνω γκέι, καμάρωνε και της άρεσε που έγινα τελικά χορευτής και ήμουν αναγνωρίσιμος και επειδή ήταν έξυπνη γυναίκα, δεν συζητήσαμε ποτέ την προσωπική μου ζωή.
• Εμένα σήμερα μου λείπει το ότι δεν υπάρχει αυτό το λαϊκό θέατρο που λέγεται επιθεώρηση, όλη αυτή η πιάτσα της Αλεξάνδρας, και με λυπεί που η εποχή μας μοιάζει με τον Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ. Αυτό σκέφτηκα όταν είδα την ταινία του Κακογιάννη. Μου λείπει και το περιβάλλον του θεάτρου τότε, που ήταν πιο αξιοκρατικό και πιο σοβαρό. Όλοι, και οι κωμικοί, η Βλαχοπούλου, ο Σταυρίδης, ήταν αυστηροί άνθρωποι, επαγγελματίες, έμπαιναν στο θέατρο, στο στούντιο και έκαναν τη δουλειά τους. Έλειπε όλη αυτή η σάχλα, τα κολλητιλίκια, τα «αγάπη μου, τι κάνεις» και όλες αυτές οι μπούρδες που λένε, τα «είμαστε μια οικογένεια». Νομίζω ότι αυτοί οι παλιότεροι άνθρωποι ήταν και πιο ανθρωποκεντρικοί, δηλαδή έπαιρναν μια ευθύνη, κοίταζαν τον περίγυρό τους, τους ενδιέφερε το σύνολο περισσότερο από τον εαυτό τους. Σε αυτό διαφέρει εκείνη η εποχή από την τωρινή.
• Εγώ είχα καημό να είμαι στο θέατρο γιατί διάβαζα ότι ο Μπαρίσνικοφ έκανε τον Πύργο του Κάφκα και έλεγα «γιατί να είμαι στα νυχτερινά κέντρα στο πρώτο πρόγραμμα, που θα περάσει η μπογιά μου και θα μου δώσουν μια κλοτσιά», και ζήλευα. Όταν, λοιπόν, διάβασα ότι ο Βολανάκης έκανε τον Βολπόνε, που είχε έναν ρόλο ερμαφρόδιτου, πήρα την Αλίκη, που είχε κάνει με τον Βολανάκη την Αντιγόνη, και της το είπα. Εκείνη που είπε να πάω από το θέατρο, όπου με έδειξε λέγοντας: «Βρε Μίνω μου καλέ, να ο ερμαφρόδιτος που ζητάς». Έτσι πήρα τον ρόλο. Όσο με βοήθησε η Βουγιουκλάκη όταν ήμουν άγνωστος δεν το έκανε κανένας.
• Μετά το θέατρο δούλευα στα κέντρα και δεν μπορώ να πω ότι ήταν πάντα το καλύτερό μου, αλλά με αυτά τα χρήματα έκανα το σπίτι μου, με το θέατρο δεν υπήρχε περίπτωση. Αλλά είχα και μια πλευρά τυχοδιωκτική, δεν είχα πρόγραμμα καριέρας, δεν έκανα κινήσεις στη σκακιέρα. Έπαιρνα απόσταση από αυτά τα πράγματα και σήμερα, που δεν είμαι νέος, μπορώ να πω ότι διατήρησα την ψυχική μου υγεία, δεν μπλέχτηκα, ούτε με ναρκωτικά, ούτε με τζόγο, βαριόμουνα. Το πάθος μου ήταν η καλλιτεχνία και το εκμεταλλευόντουσαν αυτό, φαινόταν, το μόνο μου ατού ήταν η καλή μου δουλειά και η καλή μου συμπεριφορά ‒ δεν μετέφερα κουτσομπολιά, και αυτά τα βαριόμουνα. Ήθελα να είμαι ανεξάρτητος, γι’ αυτό είμαι μοναχικός άνθρωπος. Πολλοί δεν θέλουν να με ενοχλήσουν, φοβούνται να με πλησιάσουν.
• Στα Κόκκινα Φανάρια κάνω την Κατερίνα, μια λεκανατζού, μια γυναίκα που δεν είναι πόρνη, και αφηγούμαι για πρώτη φορά τι ήταν η περίφημη Χαβάη. Στη Χαβάη πήγα έφηβος για πρώτη φορά. Ήμασταν ανήσυχοι, μεγαλωμένοι στη μεγάλη πόλη, γυρίζαμε σαν τα μικρά σκυλάκια που μυρίζουν παντού. Επισήμως ήταν κέντρο διασκέδασης, είχε και τζουκ μποξ. Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι ήταν εκεί που σήμερα βρίσκονται τα καμαρίνια του Περοκέ, στο υπόγειο. Μεγάλο μαγαζί, με υπερυψωμένα τραπέζια, όπου έμπαιναν οι αδερφές ‒μη με παρεξηγείς που το λέω έτσι, έτσι το λέγαμε τότε‒ με το μαλλί κρεπαρισμένο, πουκάμισα πολύχρωμα με τους γιακάδες σηκωμένους, μακιγιαρισμένοι ‒όπως το λέω στα Κόκκινα Φανάρια, όλο αυτό είναι αλήθεια‒ και το μαγαζί ήταν τίγκα από τεκνά. Εκεί ζούσαν από αυτό, κάνανε βίζιτες. Υπήρχε στην ατμόσφαιρα ένας περίεργος φόβος που σου είχαν περάσει στο μυαλό οι αδερφοί Κατελάνοι, οι ιδιοκτήτες, που λέγανε ότι ήταν πρωτοπαλίκαρα του παρακράτους, αλλά μου έκανε εντύπωση το ότι υπήρχε και ένα τεράστιο πορτρέτο του Γεωργίου Παπανδρέου ‒ σκεφτόμουν μήπως ήταν μπλόφα. Όλα αυτά δεν τα ξέραμε, ήταν πολύ κρυφά. Ήταν ένα χάι μέρος και μιλάμε για πολύ ωραία αγόρια. Λέω για μια που τη φωνάζαμε Σεχραζάτ, αγόρι, Κρητικιά πολύ όμορφη, δεν είχε αρχίσει το τρανς τότε, γυναίκειο το κεφάλι και όλο το άλλο αγόρι, αυτή ούτε καν μακιγιαριζόταν, κούκλα, έκανε και δέκα βίζιτες κάθε βράδυ. Γιατί το κορίτσι ήταν κλειδωμένο στο σπίτι. Εκεί πρώτη η Ντενίτσα, που έμοιαζε με την Κιμ Νόβακ, έβαλε γυναικεία και ήταν και μια Μπελίντα. Μετά άρχισε όλη αυτή η μεταμόρφωση, οι ορμόνες. Οι πλαστικές ήταν στα σπάργανα εκείνη την εποχή.
• Θεωρώ πολύ σημαντική για την πορεία και την καριέρα ενός ανθρώπου τη συγκυρία μιας εποχής. Εγώ ήμουν τυχερός γιατί το ελληνικό θέατρο μετά τη χούντα χρειαζόταν κάτι πιο φρέσκο και πιο μορφωμένο και πιο θεαματικό. Ο Χάρης Μανταφούνης κι εγώ φέραμε τις έντεχνες χορεύτριες, δεν υπήρχαν μέχρι τότε, έβαζαν κορίτσια από τα κλαμπ να χορεύουν. Και αυτά σε μια καριέρα τα εισπράττεις τελικά.
Ο Δημήτρης Παπάζογλου παίζει στην παράσταση «Κόκκινα Φανάρια», σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη, στον Τεχνοχώρο Cartel.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.