Σχεδόν είκοσι χρόνια μετρά στο θέατρο ο Γιάννης Κλίνης, το 2002, μου λέει, κόλλησε το πρώτο του ένσημο και οι θεατρόφιλοι γνωρίζουν όλα αυτά τα χρόνια πολύ καλά έναν ηθοποιό που κινείται προσεκτικά και αθόρυβα, κάνοντας κάθε χρόνο εξαιρετικές ερμηνείες, με καταπληκτική, χαμαιλεόντεια ικανότητα μεταμόρφωσης, με μια αβίαστη κωμική φλέβα που τραβά το βλέμμα όπου κι αν στέκεται στη σκηνή, και δεν εννοώ μόνο τους δύο γυναικείους ρόλους που υποδύεται αυτό το καλοκαίρι.
Στα 45 του, ο Γιάννης Κλίνης είναι μια ήρεμη δύναμη στο θέατρο, ένα πρόσωπο ευγενικό, συγκροτημένο, που γοητεύεται από τη φύση και τη σοφία της, δεν έχει social, ούτε το άγχος της διασημότητας, δεν αγαπά την τεχνολογία, έχει με το ζόρι κινητό, αλλά δεν συμπαθεί καθόλου τους κοσμοκαλόγερους, απλώς αναζητά χρόνο για να σκεφτεί, να οργανώσει το βήμα της υποκριτικής του, να προετοιμαστεί, έτσι δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχει κάνει τηλεόραση όλα αυτά τα χρόνια.
— Γιάννη, αυτό το καλοκαίρι, σε δύο εντελώς διαφορετικές παραστάσεις κάνεις γυναικείους ρόλους και θα ήθελα να ξεκινήσουμε από αυτό.
Είναι τυχαίο γεγονός; Εντελώς τυχαίο, μάλιστα προέκυψε πρώτα η πρόταση του Έκτορα Λυγίζου για το Σχολείο Γυναικών, μια παράσταση που ήταν να γίνει το περσινό καλοκαίρι, και μετά ο ρόλος της Γιάννας στην επιθεώρηση του Φοίβου Δεληβοριά και του Δημήτρη Καραντζά.
Πρώτα, λοιπόν, προέκυψε η Ζορζέτ κι αυτό έγινε σε συνδυασμό με την Ευαγγελία Καρακατσάνη, που θα έκανε τον Γκριζάλ. Ήθελε ο Έκτορας να κάνει αυτό το μπέρδεμα των φύλων, ούτως ώστε να μην είναι κάτι αυτονόητο και το μάτι του θεατή να «ανησυχήσει», να «αμφιβάλει», να παίξει με τα φύλα. Ήταν ένα κλείσιμο του ματιού χωρίς άλλη υπερβολή, χωρίς να μπλέκει τους άλλους ρόλους σε αυτό, χωρίς καρικατούρες. Ήταν να κάνει άλλο έργο –εκεί δεν θα έπαιζα γυναίκα–, αλλά τελικά πρότεινε τον Μολιέρο κι έτσι έγινα Ζορζέτ με μεγάλη μου χαρά.
Στην Κρήτη, όπου πέρασα την καραντίνα, δέκα μήνες ήμουν με το πινέλο, με τον πηλό. Έκανα πράγματα για την οικογένεια, για φίλους. Όταν όμως ξεκινάει το θέατρο, τα ξεχνάω όλα γιατί είναι πρωταθλητισμός, δεν χωράει άλλο πράγμα, τρέχω κατοστάρια.
— Πώς νιώθεις με τους γυναικείους ρόλους;
Μέσα από αυτούς τους γυναικείους ρόλους νιώθω μια ελευθερία και δεν κρίνω τον εαυτό μου, δεν βάζω μια κάμερα να δω τι κάνω. Σε άλλους ρόλους το κάνω, εδώ, δεν ξέρω για ποιον λόγο, δεν συμβαίνει αυτό. Ίσως γιατί δεν με απασχολεί, δεν προσπαθώ να μιμηθώ μια γυναίκα, την παρατηρώ.
Ας πούμε, για τον ρόλο της Γιάννας είδα κάποια βιντεάκια, αλλά δεν κάνω μια μίμηση, δεν κάνω το «Your face sounds familiar». Πιο πολύ με ενδιαφέρει η συμπεριφορά και να υπάρχει μια ελαφρότητα στον χαρακτήρα, χωρίς να προσβάλλω μια προσωπικότητα. Νομίζω ότι και ο Δημήτρης και ο Έκτορας την έχουν αναγνωρίσει αυτή την ελαφρότητα και μια ευελιξία, δηλαδή ξέρουν ότι δεν σκέφτηκα ποτέ ότι ένας τέτοιος ρόλος θα με μειώσει ως ηθοποιό, το αντίθετο.
Μάλιστα και στις Νεφέλες του Καραντζά στην Επίδαυρο το 2019 ήμουν ο μόνος άνδρας-Νεφέλη στον Χορό. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι ο ρόλος είναι ανδρικός ή γυναικείος, άλλωστε κάποτε όλους τους ρόλους τους έπαιζαν άντρες. Έχουμε δει τη συγκλονιστική Μήδεια του Χίρα, για παράδειγμα, μια ερμηνεία-πρότυπο.
— Πιστεύεις ότι στο θέατρο, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, οι ρόλοι μπορούν να παίζονται από άνδρες ή γυναίκες, ανεξάρτητα από το φύλο του ρόλου;
Ναι, γιατί έχει πολύ μεγάλη σημασία η ματιά του σκηνοθέτη, η καθοδήγηση, κι εγώ νιώθω μεγάλη ασφάλεια, έχω σχεδόν τυφλή εμπιστοσύνη και στον Έκτορα και στον Δημήτρη, δεν φοβάμαι με κανέναν από τους δυο –αυτό είναι πολύ σημαντικό–, σχεδόν δεν ρωτώ τι θα κάνω. Υπάρχει μια συνεργασία, στο πλαίσιο της οποίας έχω το θάρρος να πω τη γνώμη μου, να επέμβω, να προτείνω, χωρίς να δημιουργηθεί καμία τριβή, και για να οργανώσω έναν τέτοιο ρόλο παίρνω πολλά πράγματα και από μένα, εγώ είμαι η πηγή έμπνευσης γι’ αυτό που θα κάνω.
— Θέλω να πάμε λίγο πίσω, στην «Ελένη» του Καραντζά, στην Επίδαυρο, όπου είχες τον πρώτο ρόλο ως Ελένη σε μια παράσταση όπου το κείμενο ήταν μοιρασμένο σε άνδρες και γυναίκες…
Ξέρω τι θα μου πεις. Θυμάμαι αυτά που είχαν γραφτεί, «πώς είναι δυνατόν ένας γενειοφόρος να λέει τον ρόλο της Ελένης» και σκεφτόμουν, βρε παιδιά, αφηγηματικό θέατρο κάνουμε, έτσι ήταν η φόρμα του έργου. Πες «δεν μου άρεσε γι’ αυτόν και γι’ αυτόν τον λόγο», όχι ένας άνδρας λέει λόγια ενός γυναικείου ρόλου. Βέβαια, από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και φέτος κάτι πάει να γίνει, υπάρχει μια μεγαλύτερη αποδοχή που με συγκινεί, όχι μόνο γιατί είχαμε να βρεθούμε πολύ καιρό με το κοινό αλλά και λόγω περισσότερων πραγμάτων.
— Όπως;
Με όλα αυτά που έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό με τις κακοποιήσεις και το #ΜeΤoo, ειδικά στην επιθεώρηση, τα χειροκροτήματα και την αποδοχή του κόσμου, ειλικρινά, δεν τα περίμενα να είναι τόσο μεγάλα όταν μιλάμε γι’ αυτά τα θέματα. Θα μπορούσαμε να έχουμε γιουχαΐσματα, που δεν έχουμε. Υπάρχουν κάποιοι που ενοχλούνται και φεύγουν, αλλά η συμμετοχή του κόσμου, όταν θίγουμε τα κόμπλεξ, τον συντηρητισμό, είναι πολύ ενθαρρυντική και με χαροποιεί ιδιαιτέρως αυτό.
— Ο κόσμος είναι θυμωμένος νομίζεις;
Ο κόσμος είναι πολύ θυμωμένος, κι εγώ είμαι θυμωμένος γιατί νιώθω ότι με κοροϊδεύουν μέσα στα μούτρα μου. Είμαι σε μια χώρα όπου με κυβερνούν πολιτικοί που με έχουν απογοητεύσει και δεν το χωράει το μυαλό μου, σαν να μου ξερνάνε διαρκώς ψέματα και αναρωτιέμαι γιατί υπάρχουν αυτοί ακόμα στη δημόσια σφαίρα.
Ειλικρινά, ξέρω ότι ένα κομμάτι της ευθύνης αναλογεί σ’ εμάς και είμαι μουδιασμένος, δεν ξέρω πώς να απαντήσω. Δεν θέλω να επαναστατήσω, ούτε να διώξω ένα κατεστημένο για να έρθει ένα άλλο, αλλά πραγματικά υπάρχουν φορές που πιστεύω ότι ένας πολίτης με λογική και έγνοια θα τα έκανε καλύτερα τα πράγματα. Ο καθένας κοιτάει την πάρτη του κι αυτό είναι το πιο αποκαρδιωτικό.
— Αυτό αφορά πολύ και τη δική σας κοινότητα, την καλλιτεχνική.
Πολύ. Δεν μου αρέσει καθόλου όταν συναντώ ανθρώπους στη δουλειά μου τόσο εγωιστές, γι’ αυτό μου αρέσουν οι συλλογικές, οι ομαδικές δουλειές. Δυστυχώς, βρίσκεις μεγάλη αλαζονεία και μεγάλες και ανεξήγητες βεβαιότητες.
Ο Covid έφερε κάποιες αλλαγές, όχι σε πολλούς όμως, μην το πιστεύουμε αυτό. Για κάποιους είναι σαν να μη συνέβη τίποτα, επαναλαμβάνουμε τα ίδια, «εγώ είμαι ο πρωταγωνιστής», «εσύ θα πάρεις παραπάνω», τα ίδια, δυστυχώς. Και υπάρχει και μια αγωνία αδικαιολόγητη, τι θα γίνει σε ένα επόμενο βήμα πριν καλά-καλά ευχαριστηθούν αυτό που κάνουν, ενώ δεν ξέρουμε αν θα ζούμε αύριο. Άσ’ το, κι αυτό που είναι να έρθει, θα έρθει.
— Πιστεύεις ότι τα πράγματα πρέπει να τα κυνηγάς ή έρχονται;
Έρχονται τα πράγματα. Δεν εννοώ να είσαι αδρανής, αλλά εμένα, στη ζωή μου, μου έχουν έρθει τα πράγματα. Πώς; Αποφεύγοντας κάποια άλλα. Λέγοντας όχι σε κάποια, άνοιξαν κάποιες άλλες πόρτες μπροστά μου. Έτσι, έφυγα από το ΚΘΒΕ, έσπασα το συμβόλαιό μου, όταν πια δεν μπορούσα να αναπνεύσω, και είπα «θα κατέβω στην Αθήνα». Και εκεί, στο καμαρίνι, ήταν μια εφημερίδα ανοιγμένη που έγραφε ότι ο Λευτέρης Βογιατζής έκανε οντισιόν για την Αντιγόνη και είπα «ωραία, αυτό είναι».
Κατέβηκα Αθήνα αποφασισμένος και σίγουρος για το βήμα μου και ήμουν δυο χρόνια στην Αντιγόνη. Το ίδιο συνέβη και με τα εικαστικά, είπα «τέλος» και τα άφησα.
— Πες μου αυτή την ιστορία.
Πρώτα πέρασα στην Καλών Τεχνών, στο Αριστοτέλειο, είχα μεγάλη αγάπη για τη ζωγραφική. Πέρασα ωραία, πήρα μέρος σε εκθέσεις, υποτροφίες, πούλησα έργα, ζούσα από τη δουλειά μου και θα μπορούσα να είμαι ευχαριστημένος. Αλλά ήταν πολύ μοναχικό από τη μια και από την άλλη με ενδιέφερε να δημιουργήσω χωρίς να έχω την ανάγκη αντικειμένων.
Κάποια στιγμή τα πινέλα και οι καμβάδες μού έγιναν βάρος, ήθελα να δημιουργώ μόνο με το σώμα μου, είχα περάσει και στην περφόρμανς που παρουσίαζα σε κάποιες εξεταστικές. Η Καλών Τεχνών με βοήθησε πολύ και στο να διαμορφώσω αντίληψη για τη δουλειά μου στο θέατρο. Μπήκα μεγάλος στη δραματική του ΚΘΒΕ, ήμουν 25 χρονών, κι αυτό με έκανε να μην παίρνω τα πράγματα τόσο στα σοβαρά, βαριά και προσωπικά.
— Αυτό έχει να κάνει με τον χαρακτήρα;
Όχι, έχει να κάνει με τα χρόνια που περνάνε και παιδεύεσαι σιγά-σιγά, και μαθαίνεις.
— Μετάνιωσες που άφησες τα εικαστικά, τα λαχταράς καθόλου;
Δεν μετάνιωσα, αλλά τα λαχταράω. Στην Κρήτη, όπου πέρασα την καραντίνα, δέκα μήνες ήμουν με το πινέλο, με τον πηλό. Έκανα πράγματα για την οικογένεια, για φίλους. Όταν όμως ξεκινάει το θέατρο, τα ξεχνάω όλα γιατί είναι πρωταθλητισμός, δεν χωράει άλλο πράγμα, τρέχω κατοστάρια.
— Έχεις βαρεθεί ποτέ σε παράσταση;
Όχι, μπορεί να έχω πάει κουρασμένος, αλλά όταν βγαίνω στη σκηνή, δεν υπάρχει μισό λεπτό που να μην είμαι 100% μέσα, δεν μπορώ αλλιώς. Εμένα μου αρέσει όλη η διαδικασία: θα πάω πολύ νωρίτερα, θα βαφτώ, θα πλύνω τα ρούχα μου, αν δε μας τα πλένουν, θα τα αρωματίσω, θα κάνω το ζέσταμά μου, θα πάρω τον χρόνο μου. Θέλει φροντίδα η δουλειά μας και την οφείλω στον εαυτό μου. Αλλά με ενδιαφέρει το νοιάξιμο στη δουλειά, θέλω αγάπη και φροντίδα από αυτούς με τους οποίους δουλεύω, φτάνει πια η κακοτροπιά.
— Το έχεις αντιμετωπίσει;
Βέβαια το έχω αντιμετωπίσει. Συνειδητά έχω φύγει από δουλειά και επίσης συνειδητά έχω κάτσει κι έχω πει: «Δεν θα ξαναγίνει αυτό το πράγμα, δεν θα το επιτρέψω στον εαυτό μου να το ανεχτεί».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.