Στη συνέντευξη Tύπου για την ανακοίνωση του θερινού και του χειμερινού προγράμματος του Εθνικού θεάτρου, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής Γιάννης Μόσχος, ο πρώτος που αναδείχθηκε μέσα από μια διαδικασία επιλογής, έδειξε τις προθέσεις του: συμπερίληψη, συνέχεια και διάθεση συνεννόησης. Ψύχραιμος και πολύ προσεκτικός, καλλιτέχνης μέσα από την κοινότητα, σε αυτή την πρώτη του συνέντευξη από την ανάληψη των καθηκόντων του δείχνει τον τρόπο που θα προχωρήσει, με βήματα προσεκτικά, μαζί με όλους τους ανθρώπους του Εθνικού, στους οποίους αναφέρθηκε ξεχωριστά στην παρουσίαση του προγράμματος, οδηγώντας το σε λιμάνια απάνεμα και το κοινό σε περιοχές κάπως ανεξερεύνητες, αλλά φιλικές.
— Γιάννη, έχεις κλείσει πέντε μήνες στην καλλιτεχνική διεύθυνση. Πώς είναι τα πράγματα;
Είμαι σε μια περίοδος προσαρμογής ακόμα, διότι πρόκειται για έναν οργανισμό μεγάλο και πολύπλοκο, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν λειτουργούμε με πολύ γρήγορους ρυθμούς.
— Τι είναι λοιπόν το πρώτο που σκέφτηκες ότι πρέπει να καταλάβεις σε σχέση με τη λειτουργία του Εθνικού;
Καταρχάς, έχει πολλούς εργαζόμενους, γύρω στους τριακόσιους, είναι μια δομή σύνθετη, οπότε έπρεπε να καταλάβω πώς λειτουργεί σε διοικητικό επίπεδο για να βρω έναν τρόπο να γίνονται πιο απλά τα πράγματα, κι αυτό είναι δύσκολο γιατί το Εθνικό δεν μπορεί να λειτουργήσει με όρους ιδιωτικού οργανισμού. Το θέατρο χρειάζεται αμεσότητα στην αντιμετώπιση των πρακτικών θεμάτων, μια ευελιξία στην εκτέλεση των πραγμάτων, αλλά οι μηχανισμοί ενός δημόσιου φορέα προκαλούν καθυστερήσεις. Από την άλλη πρέπει να υπάρχει διαφάνεια και έλεγχος, εφόσον διαχειριζόμαστε δημόσιο χρήμα.
— Έχοντας την εμπειρία της σεζόν που πέρασε και ένα ρεπερτόριο που ολοκληρώθηκε στη θητεία σου, τι έχεις να πεις;
Πήγε σχετικά καλά η σεζόν. Όπως ξέρουμε, κάθε παράσταση είχε τη δική της δυναμική, αλλά ήταν και μια χρονιά πολύ δύσκολη εξαιτίας του κορωνοϊού. Το άνοιξε-κλείσε των σκηνών ήταν συνεχές, ειδικά τα Χριστούγεννα έκλεισαν όλες οι σκηνές, όλο το Εθνικό ήταν κλειστό, με αποτέλεσμα να μειωθούν πολύ τα έσοδα, να γίνονται συνεχείς αλλαγές στις παραστάσεις, να μετατίθενται οι πρεμιέρες. Ήταν σαν σταυρόλεξο με συνεχείς ανατροπές που δεν σταμάτησαν καθόλη τη διάρκεια της χρονιάς. Στην αρχή, όταν ήρθε αυτό το τσουνάμι ματαιώσεων, κλονίστηκα. Μετά μαθαίνεις να δουλεύεις σε αυτό το μοτίβο. Γενικά, προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου.
— Το κατάφερες;
Έτσι θέλω να πιστεύω, πάντως ό,τι κι αν συμβαίνει μέσα σου, όταν έχεις να κάνεις με ανθρώπους, πρέπει να το διαχειρίζεσαι με ψυχραιμία.
— Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που έχεις συναντήσει μέχρι τώρα;
Ο συντονισμός των πραγμάτων. Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να φτάσει η πληροφορία σωστά σε όλους και να συντονιστούν όλοι, ακόμα και σε απλά πράγματα. Για παράδειγμα, ένα ποτήρι πρέπει να βρεθεί αύριο σε συγκεκριμένο σημείο, οπότε πρέπει να βεβαιωθείς ότι έχουν ενημερωθεί όλοι. Μπορεί να φαίνεται απλό, αλλά δεν είναι.
Το να ορίσεις καλλιτεχνικά και διοικητικά έναν τόσο μεγάλο οργανισμό, τον μεγαλύτερο θεατρικό οργανισμό της χώρας για την ακρίβεια, και να τον εκσυγχρονίσεις στο μέτρο που μπορείς είναι μια φιλοδοξία μου, δεν το κρύβω.
— Όταν μπήκες στον οργανισμό δούλευαν όλα ρολόι;
Όλα αυτά τα χρόνια δουλεύει καλά κι εγώ θέλω να δουλεύει ακόμα καλύτερα. Αν με ρωτάς τι θα βελτίωνα, θα ήταν αυτό που είπα και πριν, να περνάει η πληροφορία σε όλους πλήρης, κι εγώ το αναζητώ ακόμα, δεν είναι εύκολο. Θα μου πεις, με αυτό ασχολείσαι εσύ; Όχι, υπάρχει ένας μηχανισμός, αλλά είναι χρήσιμο να έχεις την εποπτεία του. Και το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς εν τέλει είναι το πρακτικό. Πέρα από τα προγραμματισμένα, είναι πολλά που προκύπτουν κάθε μέρα και από πολλές πλευρές. Είναι μεγαλύτερος ο όγκος εργασίας απ’ ό,τι περίμενα.
Προφανώς δεν είσαι αφελής, όταν παίρνεις αυτήν τη θέση δεν πιστεύεις ότι θα κάνεις μόνο το καλλιτεχνικό πρόγραμμα και θα ασχολείσαι μόνο με τα καλλιτεχνικά ζητήματα, αλλά αν δεν βρεθείς σε αυτήν τη θέση, δεν μπορείς να φανταστείς τον όγκο των υποχρεώσεων με τις οποίες πρέπει να ασχοληθείς. Έτσι περνάει η μέρα μου.
— Όταν πήγες, βρήκες έλλειμμα;
Όταν κλείσαμε το 2021 ήταν ισολογισμένα όλα. Έλλειμμα υπάρχει πάντα στο Εθνικό, υπό την έννοια ότι η πάγια επιχορήγηση είναι έξι εκατομμύρια, που δεν καλύπτει τις ανάγκες. Το υπουργείο μάς δίνει φυσικά και έκτακτες επιχορηγήσεις, αλλά αυτό εξαρτάται από τη χρονιά. Τα χρόνια της πανδημίας έτσι συνέβη, γιατί το Εθνικό δεν έκλεισε και απασχολήθηκαν όλοι οι άνθρωποι, τα συμβόλαια των ηθοποιών τηρήθηκαν κατά γράμμα, όπως προβλέπει η συλλογική σύμβαση.
Κάθε χρονιά υπάρχουν διαφορετικές ανάγκες και αυτό εξαρτάται από τα έσοδα. Ας πούμε, τώρα, με την ενεργειακή κρίση, είδαμε τεράστιες διαφορές στους λογαριασμούς μας. Για παράδειγμα, στην κατανάλωση ρεύματος ενός θεάτρου δεν μπορείς να κάνεις οικονομία, όπως δεν μπορείς, και δεν πρέπει, να αυξάνεις την τιμή του εισιτηρίου ‒ δεν μπορείς να λειτουργήσεις με όρους ελεύθερης αγοράς. Μακάρι να μπορούσαμε να τη μειώσουμε. Συμπερασματικά, η οικονομική στενότητα είναι πάντα ένα πρόβλημα που ορίζει όλα τα σχέδια, δημιουργεί μια ανησυχία. Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε δεν υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας, αλλά θα υπάρξει σύντομα, αν δεν δοθούν έκτακτες επιχορηγήσεις για να αντιμετωπίσουμε τα μειωμένα έσοδα και τις αυξήσεις που έχει προκαλέσει σε όλα τα επίπεδα η ενεργειακή κρίση.
Τα περιορισμένα οικονομικά δεδομένα που έχει το Εθνικό είναι ένας σημαντικός παράγοντας που καθορίζει τις επιλογές, πρέπει να είσαι εντός των προϋπολογισμών και δυστυχώς αναγκάζεσαι να κάνεις πράγματα που δεν θέλεις, π.χ. κόβεις από τις παραγωγές, συμπιέζεις τις αμοιβές του ανθρώπινου δυναμικού ή δεν δίνεις τις αυξήσεις που κρίνεις δίκαιες.
— Οι αμοιβές πώς είναι;
Για τους ηθοποιούς κυμαίνονται από 1.112 έως 1.600 ευρώ μεικτά, αναλόγως της εργασιακής εμπειρίας καθενός, και το οικογενειακό επίδομα 105 ευρώ, για όσους το δικαιούνται.
— Δεν θα έπρεπε να αυξηθούν;
Ναι, όχι μόνο των ηθοποιών αλλά και των εργαζομένων που είναι στο ενιαίο μισθολόγιο, όπως και των συντελεστών, που είναι συμπιεσμένες. Για να είμαστε δίκαιοι, οι αυξήσεις δεν μπορεί να αφορούν μία κατηγορία εργαζομένων αλλά όλες. Είναι επιτακτική πλέον ανάγκη να αυξηθεί η τακτική επιχορήγηση του Εθνικού.
— Εσύ γιατί ήθελες να γίνεις διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου;
Ήταν κάτι που είχα σκεφτεί και παλιότερα, πριν γίνει η προκήρυξη. Το ήθελα. Το να ορίσεις έναν τόσο μεγάλο οργανισμό καλλιτεχνικά και διοικητικά, τον μεγαλύτερο θεατρικό οργανισμό της χώρας για την ακρίβεια, και να τον εκσυγχρονίσεις στο μέτρο που μπορείς είναι μια φιλοδοξία μου, δεν το κρύβω.
— Όταν μιλάς για εκσυγχρονισμό πώς τον εννοείς, καλλιτεχνικά;
Πρώτα απ’ όλα, δεν θέλω ούτε να αδικήσω ούτε να κρίνω κανέναν προηγούμενο διευθυντή και καμία διεύθυνση. Γι’ αυτό κρατώ και όσα καλά και χρήσιμα έχουν γίνει. Το Εθνικό το σκέφτομαι ως ένα θέατρο που μπορεί να διαμορφώσει όλες τις τάσεις αλλά να φροντίσει και το μέσο κοινό. Το Εθνικό είναι ένα μεγάλο θέατρο, ένα λαϊκό θέατρο, κι αυτό είναι καλό. Δεν απευθύνεται μόνο στους εμπειρογνώμονες. Οπότε για μένα είναι σημαντικό να μπορείς να προσανατολίσεις το μέσο κοινό σε πιο σύγχρονους τρόπους θέασης των παραστάσεων, δεδομένου ότι έχει μάθει σε έναν πιο παραδοσιακό τρόπο θεατρικό.
Οφείλω να σου πω ότι έχω το παράδειγμα του Γιάννη Χουβαρδά στη διοίκηση και το όραμα και όντως αισθάνομαι ότι την περίοδο που ήταν διευθυντής έγινε μια σημαντική μετακίνηση σε επίπεδο και καλλιτεχνικό και κοινού. Είδαμε πιο καινούργια πράγματα.
— Σήμερα το κοινό είναι πιο ανοιχτό σε καινούργια πράγματα ή είναι πιο συντηρητικό;
Εν πολλοίς, μάλλον είναι πιο συντηρητικό, αλλά δεν είναι και ακριβώς μετρήσιμο αυτό. Η αίσθησή μου είναι ότι το κοινό δεν έχει προχωρήσει πολύ, δεν έχει ανοίξει σε πιο τολμηρά πράγματα τα οποία εμείς, που είμαστε μέσα στο θέατρο, μπορεί να θεωρούμε αυτονόητα.
— Το κοινό καθορίζει μια καλλιτεχνική επιλογή; Το «απευθύνομαι στο μεγάλο κοινό» δημιουργεί μια δέσμευση;
Εγώ δεν θέτω τέτοια ζητήματα, δεν λέω σε κάποιον «σκηνοθετείς στο Εθνικό τώρα», αλλά μπορώ να μιλήσω για τον εαυτό μου, που έχω σκηνοθετήσει εδώ. Ναι, συνειδητά ή υποσυνείδητα έλαβα υπόψη μου ότι απευθύνομαι στο μεγάλο κοινό. Ίσως και να αυτολογοκρίνεσαι με έναν τρόπο, πάντως δεν νομίζω πως είναι σκόπιμο να παραβλέπεις και να αγνοείς το κοινό.
— Έχεις δει κάποια μοντέλα εθνικών θεάτρων των οποίων ο τρόπος λειτουργίας και παραγωγής σού άρεσε;
Τα τελευταία χρόνια πήγαινα συχνά στη Γερμανία, με αυτό το τοπίο έχω κάποια σχέση, που είναι βέβαια πολύ διαφορετικό και μακάρι να είχαμε τη δυνατότητα να το ακολουθήσουμε. Θα πω κάτι πολύ χαρακτηριστικό για τη λειτουργία των θεάτρων εκεί: υπάρχει ένα ρεπερτόριο είκοσι έργων, για παράδειγμα, κάθε μέρα παίζεται άλλη παράσταση, σε ορίζοντα τριετίας και πενταετίας. Αυτό προϋποθέτει και μόνιμους θιάσους και πάρα πολύ μεγάλες τεχνικές δυνατότητες. Αισθάνεσαι φτωχός επαρχιώτης βλέποντας την τεχνική και την οικονομική τους δυνατότητα.
Είναι καθαρό ότι υπάρχει χρηματοδότηση αξιοσημείωτη και υπολογίσιμη που ενισχύει και τη φαντασία και τη δυνατότητα κάθε σκηνοθέτη να δει επί σκηνής αυτό που έχει οραματιστεί. Αυτή η ευκολία βέβαια δημιουργεί μια άλλου τύπου δυσκολία, ωστόσο το να πένεσαι δεν είναι πάντα δημιουργικό. Αυτή είναι μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική.
Το Εθνικό είναι ένα μεγάλο θέατρο, ένα λαϊκό θέατρο, κι αυτό είναι καλό. Δεν απευθύνεται μόνο στους εμπειρογνώμονες. Οπότε για μένα είναι σημαντικό να μπορείς να προσανατολίσεις το μέσο κοινό σε πιο σύγχρονους τρόπους θέασης των παραστάσεων, δεδομένου ότι έχει μάθει σε έναν πιο παραδοσιακό τρόπο θεατρικό.
— Ποιο είναι το καλό που μπορεί να πάρουμε από αυτά τα συστήματα;
Το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο σε μικρή κλίμακα, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί φυσικά σε όλες μας τις σκηνές. Δεν έχουμε τεχνική δυνατότητα, ούτε τους κατάλληλους χώρους αποθήκευσης, οπότε πρέπει να επινοήσουμε τρόπους.
Εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Έλληνας καλλιτέχνης, λόγω της οικονομικής στενότητας, είναι πολύ ευρηματικός. Σκεφτόμαστε την επόμενη θεατρική περίοδο να δοκιμάσουμε το εναλλασσόμενο στο Τσίλερ, να δούμε πώς θα λειτουργήσει και αν πετύχει, να το διατηρήσουμε. Αλλά πάντα τα οικονομικά σταθμίζουν τις επιλογές μας.
— Επηρεάζουν και την επιλογή των έργων;
Με έναν τρόπο, ναι. Ας πούμε, δεν μπορείς να βάλεις ένα πειραματικό θέαμα στην Κεντρική Σκηνή, αυτό θα έκανε κακό και στην παράσταση., Ταιριάζει περισσότερο στις μικρότερες σκηνές, οι οποίες θα το υποδεχτούν καλύτερα.
— Εσύ θα σκεφτόσουν, όπως έκανε το Εθνικό παλιότερα, να επεκταθείς και σε άλλες σκηνές;
Νομίζω ότι τώρα δεν υπάρχει αυτή η ανάγκη. Είναι χρήσιμο να αποκτήσουμε έναν χώρο για την εφηβική σκηνή που τώρα στριμώχνουμε στο Ρεξ. Θεωρώ ότι είναι ένα πολύ ενδιαφέρον τοπίο που πρέπει να αναπτύξουμε και να του δώσουμε περισσότερο χώρο.
— Με προβληματίζει εδώ και χρόνια το εφηβικό θέατρο. Τι έργα βάζεις σε μια σκηνή για εφήβους;
Αυτό το κομμάτι δεν το γνωρίζω καλά, αλλά από τις συζητήσεις μας με τη Σοφία Βγενοπούλου, την υπεύθυνη της εφηβικής σκηνής, καταλαβαίνω ότι οι έφηβοι έχουν περισσότερο ανάγκη να συνομιλήσουν με την πραγματικότητα που βιώνουν παρά με τη θεατρική μεταφορά. Ας πούμε, ο τύπος της δραματουργίας που έκαναν η Σοφία Μαυραγάνη στην «Τάξη» και η Σοφία Βγενοπούλου στον «Μπίντερμαν», που μπόλιασαν τα έργα με καινούργια πράγματα, με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αφορούσε τους εφήβους.
Υπάρχουν δύο άξονες στους οποίους μπορούμε να κινηθούμε: τα πολύ καινούργια έργα, που σχετίζονται με την πραγματικότητα που βιώνουν τα παιδιά, και τα κλασικά, που χρειάζονται μια διασκευή για να μεταφερθούν στη σύγχρονη πραγματικότητα. Αν πιστέψουν τα παιδιά ότι το θέατρο είναι βαρετό, το έχεις χάσει το παιχνίδι, έχεις χάσει αυτούς που προσδοκάς να γίνουν το επόμενο θεατρόφιλο κοινό.
— Ποια πιστεύεις ότι είναι τα μεγαλύτερα κολλήματα, για να μην πω παθογένειες, που αντιμετωπίζει το θέατρο σήμερα;
Νομίζω ότι δεν έχουμε την κουλτούρα της συνεργασίας, αυτό είναι ίδιον της φυλής μας. Οι θεατρικές σκηνές είναι πάρα πολλές σε σχέση με το κοινό που έχουμε κι αυτό δεν το λέω ως διευθυντής του Εθνικού, γιατί από αυτήν τη δεξαμενή της ελεύθερης αγοράς προέρχομαι, εκεί εργαζόμουν τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Υπάρχουν δυσκολίες, δεν είναι όλοι ανοιχτοί σε συνεργασίες, έχουν μάθει να λειτουργούν κατά μόνας. Νομίζω ότι στις νέες γενιές τα πράγματα είναι καλύτερα, οι νεότεροι είναι πιο ανοιχτοί και μαθημένοι να συνεργάζονται. Είναι θέμα χαρακτήρα και νοοτροπίας.
— Στη μονιμότητα των ηθοποιών πιστεύεις;
Όχι, γιατί αποκλείεις τους υπόλοιπους κι αυτό το μοντέλο δεν έχει λειτουργήσει καλά ούτε στο Εθνικό ούτε στο Κρατικό.
— Θα ήθελες όμως να μπορείς να κλείσεις έναν ηθοποιό για τρία χρόνια;
Η ιδέα του ensemble είναι χρήσιμη, αλλά στην παρούσα κατάσταση δεν νομίζω ότι είναι σκόπιμο, σε ένα τοπίο πολύ δύσκολο για τους ηθοποιούς. Είναι δίκαιο να έχουν όλοι την ευκαιρία να περάσουν από το Εθνικό, όμως δεν το κρίνω ηθικά σκόπιμο να γίνει τώρα.
— Να μιλήσουμε για την ποσόστωση ανδρών - γυναικών;
Είναι ένα ζήτημα που έχει προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις σχετικά με το αν είναι αν είναι σκόπιμο ή όχι. Δεν ξέρω αν είναι εύκολο να ορίσει κανείς με ακρίβεια την ποσόστωση γυναικών - αντρών που πρέπει να υπάρχει στην τέχνη, αλλά σίγουρα η συμπερίληψη των γυναικών με αφορά και θα την υποστηρίξω. Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα οι γυναίκες δημιουργοί δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες. Οι γυναίκες είναι λιγότερες σε ηγετικούς ρόλους, το τοπίο δεν τον επιτρέπει. Άρα οφείλει κανείς, πιστεύοντας σε μια καλλιτέχνιδα, να της δώσει την ευκαιρία, όπως και σε non binary άτομα και τρανς. Ήρθε η ώρα να ανοίξει ο χώρος.
— Πέρσι, τη χειμερινή σεζόν, σκηνοθέτησαν έξι γυναίκες σε σύνολο έντεκα παραγωγών. Ήταν σωστή η επιλογή;
Φυσικά. Ήταν και μια δήλωση του θεάτρου μετά απ’ όσα είχαν συμβεί. Τη βρίσκω πολύ σωστή.
— Ας μιλήσουμε για τις επόμενες παραγωγές, όπου αρχίζουν οι δικές σου επιλογές, ξεκινώντας από την Επίδαυρο.
Η «Μήδεια» του Μποστ είναι μια επιλογή κάπως τολμηρή για την Επίδαυρο, αλλά νομίζω ότι έχει νόημα να παιχτεί αυτό το συγκεκριμένο κείμενο, να μην πάμε πάλι σε ακόμα έναν Αριστοφάνη. Θέλω, βέβαια, να σημειώσω ότι τα τελευταία χρόνια σκηνοθέτες όπως ο Μαρμαρινός και ο Καραντζάς έχουν κάνει ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις σε έναν «κουρασμένο» πλέον Αριστοφάνη. Ο «Αίας», η δεύτερη παραγωγή μας για το καλοκαίρι, είναι ένα εξαιρετικό έργο, επιλογή της Έρις Κύργια, που θεώρησα καλή, γι’ αυτό την κράτησα.
— Η Επίδαυρος σάς δυσκολεύει;
Είναι ένα μέρος όπου θες να πας, όπως και το θεατρόφιλο κοινό. Δημιουργεί προσδοκίες μεγάλες. Αν πεις, όμως, ότι είναι βραχνάς, είσαι αχάριστος. Ας πούμε ότι είναι ζόρικο να μπορείς να προτείνεις κάθε χρόνο κάτι που θα ανανεώσει το ενδιαφέρον ενός μεγάλου κοινού. Ο κόσμος πάει πιο δύσκολα σήμερα και λογικά είναι μεγάλο έξοδο που θα συνδυάσει με μια εκδρομή ‒ αυτό το ταξίδι αυθημερόν με δικό του μέσο γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Θέλουμε να ενθαρρύνουμε αυτήν τη μετακίνηση, κάνουμε κάποια πακέτα προσφορών στα εισιτήρια, κάποιες εκπτώσεις, αλλά θα βάλουμε και πούλμαν ‒η ανακοίνωση θα βγει εντός των ημερών‒ με συνοδεία ενός θεατρολόγου που θα κάνει και μια εισαγωγή στις παραστάσεις.
— Αρχαίο δράμα θα δοκίμαζες να κάνεις τη χειμερινή περίοδο;
Μου έχει περάσει η σκέψη να το δοκιμάσουμε, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Κάτι πρέπει να φύγει από το κλασικό ρεπερτόριο και είναι αλήθεια ότι όσες φορές έχει επιχειρηθεί ‒ίσως γιατί το κοινό έχει συνδέσει το αρχαίο δράμα με το ανοιχτό θέατρο‒, ασχέτως της ποιότητας των παραστάσεων, δεν έχει προτιμηθεί από το κοινό, με εξαιρέσεις φυσικά, όπως η περίπτωση της «Αντιγόνης» του Λευτέρη Βογιατζή, αλλά εκεί αναφερόμαστε και σε μια άλλη εποχή.
— Τον χειμώνα έκανες μια ωραία παρουσίαση, πήρες καλές κριτικές, έδωσες και ένα πρώτο στίγμα σου. Τι σε ενδιαφέρει περισσότερο;
Αρχικά, με ενδιαφέρει ο πλουραλισμός των φωνών, των καλλιτεχνών, η προσπάθεια να εισχωρήσουμε σε πιο σύγχρονες αναγνώσεις των κλασικών, να ανοιχτούμε σε θεάματα μεικτά που δομούνται για μια παράσταση και με πρωτότυπες συλλήψεις. Σημαντική είναι για μένα η επανίδρυση της Πειραματικής, ώστε να κάνουν ένα πρώτο βήμα μέσα σε ένα πλαίσιο οι νέοι σκηνοθέτες και να έχουν μια συνέχεια.
Το ρεπερτόριο αντανακλά και το δικό μου γούστο, που είναι ποικίλο. Θα ήθελα να υπάρχει όλη η γκάμα, από τα κλασικά έργα, που σήμερα τα εθνικά θέατρα είναι τα μόνα που έχουν τη δυνατότητα να ανεβάσουν γιατί είναι πολυπρόσωπα και πολυέξοδα, μέχρι τα πιο σύγχρονα, εξού και η «τακτοποίηση» των σκηνών όπως την ανακοινώσαμε στη συνέντευξη Τύπου. Ένα άλλο τοπίο, που δεν είναι τόσο πρόσφορο στη θεατρική αγορά και θέλω να προτείνουμε, είναι τα άπαιχτα καινούργια έργα των τελευταίων είκοσι-τριάντα χρόνων.
— Από την εμπειρία σου το κοινό τι διαλέγει να δει; Το έργο, τους πρωταγωνιστές, τη δουλειά ενός σκηνοθέτη;
Το έργο. Είναι το πρώτο για το οποίο θα μιλήσει, πέρα από την ωραία παράσταση. Είναι πολύ σημαντικό, νομίζω, κι αυτό το λέω ως κάποιος που έχει μεγαλώσει και γαλουχηθεί σε ένα θέατρο λόγου με αμιγή θεατρικά έργα, που η θεατρική του ζωή είναι συνυφασμένη με τους θεατρικούς συγγραφείς.
Το θέατρο έχει αλλάξει πολύ βέβαια, έχει μετακινηθεί. Πλέον έχουμε ένα θέατρο σκηνοθετών που τους ενδιαφέρει να κάνουν δικά τους θεάματα από μια ιδέα, από ένα συμπίλημα κειμένων. Αυτή είναι μια τάση όχι μόνο ελληνική, τη βλέπουμε και πανευρωπαϊκά, να την ακολουθεί και η νεότερη γενιά.
— Παραδοσιακά μπορώ να πω ότι ο καλλιτεχνικός διευθυντής επιλέγει να σκηνοθετήσει στην Κεντρική Σκηνή. Εσύ έχεις διαλέξει να σκηνοθετήσεις ένα άπαιχτο έργο του Κούσνερ στη Μικρή Σκηνή. Προφανώς είναι μια συνειδητή επιλογή.
Ναι, θεωρώ πώς είναι καλό να δοθούν οι μεγάλες σκηνές σε άλλους συναδέλφους και δεν σκοπεύω να κάνω παράσταση ούτε στην Κεντρική Σκηνή ούτε στην Επίδαυρο. Θέλω να αφήσω χώρο σε άλλους συναδέλφους μου κι αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι κρίνω τους προηγούμενους που το έκαναν ούτε ότι θέλω να χαθώ μέσα στα διοικητικά. Σκοπεύω να κάνω ακόμα μία παράσταση μέσα στην τριετία σε μία από τις μικρότερες σκηνές, χωρίς αμοιβή φυσικά, κάτι που έχουν κάνει και προηγούμενοι διευθυντές.
— Είσαι αισιόδοξος τελικά. Τι ονειρεύεσαι, πώς θα ήθελες να είναι τα πράγματα σε μια τριετία, ποιο θα ήθελες να είναι το δικό σου βήμα;
Το ένα είναι να προανατολίσουμε το κοινό σε πράγματα λιγότερο παραδοσιακά σε σχέση με αυτό που αντιλαμβάνεται, και αυτό να συμβεί σε έναν ρυθμό που δεν θα το τρομάξει. Το δεύτερο είναι να μπορέσουμε να ανοιχτούμε στη διεθνή σκηνή, κάτι που επιθυμούμε και δυστυχώς σκοντάφτουμε στο οικονομικό, καθώς οι όροι μιας συμπαραγωγής είναι δυσβάσταχτοι, δεδομένης της δυνατότητας που έχουμε αυτήν τη στιγμή. Ωστόσο, το να εξάγουμε παραστάσεις είναι σημαντικό.
— Τα θέατρα που αναφέραμε πριν, τα γερμανικά, συνεργάζονται στενά με τον δήμο στον οποίο υπάγονται. Εσείς πώς συνεργάζεστε με τον δήμο;
Συνεργαζόμαστε σε αρκετά μικρά πρότζεκτ, υπάρχει υποστήριξη, αλλά θέλουμε να έχουμε και πιο στενή σχέση. Ελπίζω να το διαβάσει αυτό και να το δει θετικά και ο δήμαρχος Αθηναίων.
— Λίγες ημέρες πριν από τη συνέντευξη Τύπου διαβάσαμε και τη διαμαρτυρία των εργαζομένων για την κατάσταση γύρω από το Εθνικό με τους τοξικοεξαρτημένους, τις διαρκείς κλοπές, μια ανησυχητική ανομία εν γένει. Τι σκοπεύετε να κάνετε;
Είναι μια δύσκολη κατάσταση, η αλήθεια είναι ότι και ο δήμαρχος ενδιαφέρθηκε, αλλά έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες, δεν είναι αποκλειστικά δική του ευθύνη. Και στον υφυπουργό Πολιτισμού απευθυνθήκαμε, που έχει βοηθήσει πολύ και ο ίδιος προσωπικά. Έχει βελτιωθεί όντως η κατάσταση, αλλά δεν έχει λυθεί, γιατί είναι πολύ δύσκολο το θέμα πρακτικά. Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να μετακινηθούν. Η κατάσταση γύρω από το Εθνικό είναι μέρος ενός συνολικού προβλήματος που πρέπει να επιλυθεί και δεν αφορά τελικά μόνο αυτή την περιοχή.
— Τα τελευταία χρόνια, και με την υπόθεση Λιγνάδη, το γόητρο του Εθνικού έχει πληγεί. Θα ανακτήσει την αξιοπιστία και τη δημοφιλία του;
Νομίζω πως ναι. Θα τις ανακτήσει αρχικά από το έργο του, από τις παραστάσεις. Νομίζω πως το κοινό δεν έχει επηρεαστεί τόσο από αυτή την τραυματισμένη εικόνα, το είδαμε με έναν τρόπο από τη φετινή προσέλευση. Εξακολουθεί να έχει εμπιστοσύνη στον θεσμό και αυτή την εμπιστοσύνη πρέπει και να την ενθαρρύνουμε και να την επιβεβαιώσουμε. Γι’ αυτό και το να υιοθετήσω πράγματα που έχουν κάνει οι προηγούμενοι καλλιτεχνικοί διευθυντές, επιτυχημένες, καλές ιδέες, μου φαίνεται και σωστό και έξυπνο. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι έχω καλύτερες ιδέες από τους άλλους γύρω μου. Εξάλλου, αυτό το νόημα είχε, και θα έχει, ένας τέτοιος θεσμός και αυτό υπηρετώ κι εγώ με τη σειρά μου, τη συνέχεια.