Στάθη, βλέπω ότι έχεις κόψει το τσιγάρο. Ετοιμάζεσαι για την Επίδαυρο;
Για να ρυθμίσω τη φωνή μου και να μη χάνω ανάσα, είπα στον εαυτό μου, Πρωταπριλιά κιόλας, σαν ψέμα, «το κόβω». Γιατί το ανοιχτό θέατρο έχει άλλες απαιτήσεις και θέλω να βγάλω ασπροπρόσωπο και τον εαυτό μου και τον Αργύρη.
— Πρώτη φορά συνεργάζεστε με τον Αργύρη Ξάφη;
Ναι, ο Αργύρης είναι ένας από τους πιο γήινους της γενιάς μας. Δεν έχει τουπέ, γι' αυτό είπα «ναι», αλλιώς δεν είχα καμία πρεμούρα να κάνω αρχαία τραγωδία. Για μένα είναι οι άνθρωποι αυτοί που με κάνουν να παίρνω αποφάσεις. Όπως και στην τηλεόραση, για τη «Σκοτεινή θάλασσα», με ρώτησε ο Γρηγόρης Καραντινάκης «έρχεσαι;» και είπα «γιατί όχι; Τον εμπιστεύομαι». Έτσι είπα «ναι» και στον Ξάφη.
— Μπήκες μεγάλος στη δραματική σχολή του Κώστα Καζάκου, έτσι;
Μπήκα στη σχολή στα είκοσι πέντε μου. Ο Κώστας είναι μεγάλος θεωρητικός, μπορεί να σου πει τα πάντα και αν είχες όρεξη να ακούσεις, μάθαινες. Ειδικά την πρώτη χρονιά κάναμε μόνο αυτοσχεδιασμό, δεν παίρναμε κείμενο, όπως παίρνουν τώρα στις σχολές, κι αυτό έχει μια σημασία. Ο Καζάκος είχε μια διαφορετική θεώρηση, κάναμε ατελείωτο αυτοσχεδιασμό.
Ξέρεις, πολλοί ηθοποιοί δεν ξέρουν τι να κάνουν το σώμα τους, αν πάθουν κάτι πάνω στη σκηνή, δεν ξέρουν να αυτοσχεδιάσουν, κι αυτό είναι φοβερό. Θέλουν να είναι σαν τα πιόνια του σκακιού που πάνε από δω και από κει. Για μένα το πιο απελευθερωτικό επάνω στη σκηνή δεν είναι να πάω στη σωστή θέση αλλά να ξέρω πού πάω και γιατί, να έχω έναν στόχο, να μην κινούμαι αυθαίρετα στον χώρο απλώς για να κινούμαι, και αυτά σου τα δίνει ο αυτοσχεδιασμός. Με βοήθησε πάρα πολύ.
Μου αρέσουν τα ελληνικά έργα. Δεν γίνεται να μην έχουμε δική μας παραγωγή, πρέπει να δραστηριοποιηθούμε, να αγωνιστούμε για το ελληνικό έργο και κάτι θα βγει. Δεν μπορεί να υπάρχουν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και Ευριπίδης και μετά σχεδόν τίποτα.
— Πώς αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
Έβλεπα πολύ κινηματογράφο. Θέατρο δεν είχα δει καθόλου και δεν με ενδιέφερε. Ο κινηματογράφος είναι ένα λαϊκό μέσο και τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας μου εκεί πήγαιναν. Είμαι η γενιά του Τζεντάι.
Ένα πράγμα που με έκανε λίγο να αλλάξω, να δω διαφορετικά τα πράγματα, ήταν μια επανέκδοση των Μόντι Πάιθονς, η «Ζωή του Μπράιαν». Τότε είπα «όπα, τι είναι αυτό;». Και άρχισα να τους ψάχνω μέχρι που τα είδα όλα και πέρασα και σε άλλες ταινίες, στο «Μπραζίλ», και είπα «αυτό το πράγμα μού αρέσει, μπορώ να το κάνω». Και στον «Πολίτη Κέιν», που είδα νωρίς και πολύ αργότερα κατάλαβα όλα όσα σημαίνει. Σήμερα πιστεύω ότι μερικές ταινίες, όπως και μερικά βιβλία κυρίως, πρέπει να τα διαβάζεις μεγάλος.
— Ψαχνόσουν, εν τω μεταξύ, να κάνεις κάτι άλλο;
Όχι, ήμουν ένα παιδί λαϊκό που βιοποριζόμουν από την πρωινή μου δουλειά, που ήταν μηχανάκι.
— Μου το είχε πει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μια φορά που συζητούσαμε. Τη ρώτησα «ποιος είναι αυτός ο ηθοποιός μαζί σου;» και μου απάντησε «είναι ο Σταμουλακάτος, καλός ηθοποιός, και να τον προσέξεις. Δουλεύει σκληρά για να μπορεί να ζήσει, είναι κούριερ».
Στην Καρυοφυλλιά χρωστάω πολλά, ήταν η προσωπική μου δασκάλα, ένα πρόσωπο που θαυμάζω. Όταν κάναμε το «Κίεβο», αν το πιστεύεις, μου κρατούσε τα λόγια, να τα μάθω, κάθισε να μου κάνει φροντιστήριο για τον ρόλο.
— Πέρασες ζόρικα με τη δουλειά. Πώς τα κατάφερνες;
Όταν παντρεύτηκα, γύρω στο 2010-11, ήταν δύσκολα τα πράγματα, μέσα στην κρίση. Είπα δεν γίνεται, χρειάζομαι κι άλλη δουλειά. Και αποφάσισα να το κάνω. Δούλευα τότε σε μια εταιρεία κούριερ στο Χαλάνδρι και περνάω από το «Κέρδος», την οικονομική εφημερίδα, βλέπω έναν τύπο να βγαίνει και να πετάει εφημερίδες. Και τον ρωτάω «θέλετε άτομα;». Μου λέει «ναι, ψάχνουμε άτομα για ορισμένα δρομολόγια, αλλά εμείς δουλεύουμε στις πέντε το πρωί». Και πήγα εκεί και δούλεψα για έναν χρόνο, μέχρι να κλείσει σχεδόν.
Όταν με προσέλαβαν, ξυπνούσα τεσσερισήμισι, έπαιρνα τις εφημερίδες και μέχρι τις εξίμισι έπρεπε να τις έχω μοιράσει όλες σε ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο που το μαθα μέσα σε τρεις μέρες. Όσοι έχουν κάνει αυτήν τη δουλειά ξέρουν τι είναι να μαθαίνεις ένα δρομολόγιο – πακέτο. Οπότε, μέχρι τις εφτάμισι τα είχα μοιράσει όλα και οκτώ και τέταρτο έπιανα δουλειά στο Χαλάνδρι, όπου δούλευα μέχρι τις δυόμισι. Μετά πήγαινα για πρόβα μέχρι τις έξι και στη συνέχεια έπαιζα στο θέατρο. Έφτανα σπίτι σχεδόν μεσάνυχτα, καθόμουν στον καναπέ με τα ρούχα και λιποθυμούσα. Η γυναίκα μου στην αρχή μού έλεγε «μην κοιμάσαι με τα ρούχα», μετά το κατάλαβε και σταμάτησε, με έβλεπε ότι ήμουν πτώμα.
— Η γυναίκα σου σε ακολουθεί σε αυτή την περιπέτεια, σε στηρίζει.
Ναι, είμαστε πολλά χρόνια μαζί και με στηρίζει. Εγώ κατέβηκα από το μηχανάκι, «ξεκαβάλησα», όπως λένε, πριν από ενάμιση χρόνο. Είπα μέχρι «εδώ, δεν αντέχω άλλο». Η πλάτη μου με πονάει αφόρητα και επειδή μου ήρθαν καλά τα πράγματα με το «Στέλλα κοιμήσου», που έβαζα κάποια λεφτά στην άκρη, είπα «στοπ».
— Όταν τέλειωσες τη σχολή, μπήκες αμέσως στη δουλειά. Πώς έγινε αυτό;
Όταν τελείωσα τη σχολή, ήμουν χαρούμενος, αλλά αναρωτιόμουν «και τώρα τι γίνεται;», αυτό που συμβαίνει σε όλους μας. Με πήρε το ίδιο βράδυ μια συμμαθήτριά μου και μου είπε ότι στο Επί Κολωνώ γινόταν μια οντισιόν για έναν μικρό ρόλο. Πήγα αμέσως και η Ελένη Σκότη μετά μου άλλαξε και ρόλο, μου έδωσε έναν μεγαλύτερο. Εκεί έμεινα έντεκα χρόνια και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Ήταν μια ομάδα και δεν ένιωσα ποτέ κανένα άγχος, ήταν σαν να ήμουν εκεί από χρόνια, σαν να ζούσα εκεί.
— Και αυτό σού άνοιξε την πόρτα και για τον κινηματογράφο.
Μου άνοιξε την πόρτα για το σύμπαν του Οικονομίδη, που μέχρι τώρα είμαστε μαζί.
— Όταν είδα στο «Στέλλα Κοιμήσου», την πρώτη δουλειά του Οικονομίδη στο θέατρο, την έκρηξή σου, νόμιζα ότι θα πάθεις καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια της παράστασης. Πώς το κάνεις αυτό;
Θα σου πω μια ιστορία. Ήρθε κάποια στιγμή ο γιατρός του Εθνικού να μου πάρει την πίεση και με ρώτησαν αν αισθανόμουν καλά, γιατί όταν τέλειωνε η παράσταση ανέβαιναν οι παλμοί μου. Μου είπε ο άνθρωπος να παίρνω καμιά ασπιρίνη. Τρόμαξαν κι άλλοι ότι θα πάθω κάτι.
Ο Γιάννης έκανε το εξής: όταν ξεκίνησαν οι πρόβες, οι αυτοσχεδιασμοί της οικογένειας, εγώ καθόμουν και κοίταζα. Με είχε σε μια άκρη και δεν έκανα τίποτα, αλλά παρατηρούσα, έβλεπα και τα επεξεργαζόμουν όλα. Μετά από καιρό μού είπε: «Τώρα, μπες και κάν' τα ρημαδιό όλα». Μου έδωσε τις σωστές οδηγίες και βγήκε αυτό το αποτέλεσμα.
Η παράσταση αυτή έγινε γιατί είχε στον νου του κάτι πολύ συγκεκριμένο. Αντλώντας έμπνευση από τον πατέρα στη «Στέλλα Βιολάντη», δεν έφτιαξε έναν πλούσιο έμπορο από τα Επτάνησα εκείνης της εποχής αλλά έναν πλούσιο σημερινό, λαμόγιο, ναρκέμπορα, πάλι με μια θέση ισχυρή. Ένα από τα καθάρματα της εποχής.
— Έναν τύπο όπως αυτόν που κάνεις τώρα και στη «Σκοτεινή θάλασσα», του υποκόσμου, σε μια επαρχιακή πόλη, με παρόμοια χαρακτηριστικά. Τι ξέρεις γι' αυτούς του τύπους;
Εμένα οι γονείς μου ήταν προλετάριοι, άνθρωποι του μεροκάματου, δεν μου πέρασαν ποτέ την πονηριά, μου πέρασαν την επιβίωση. Αυτό που κατάλαβα γι' αυτόν τον ρόλο και άλλους παρόμοιους είναι ότι οι πιο σκοτεινοί τύποι δεν εμφανίζονται ποτέ, δεν τους γνωρίζουμε, δεν παρουσιάζονται πουθενά, δεν υπάρχει ούτε η φωτογραφία τους. Ζουν στο σκοτάδι, κι αυτοί οι παρασκηνιακοί είναι πραγματικά οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι. Δεν χρειάζεται να βγουν έξω στο φως, όλοι τούς προσκυνάνε μέσα στο σκοτάδι.
— Τι εμπειρία ήταν η «Σκοτεινή θάλασσα»;
Δεν είχα κάνει τηλεόραση γιατί και δεν έτυχε, και δεν ήθελα, και μερικά σενάρια ήταν χάλια. Ήμουν ευχαριστημένος με το θέατρο, έκανα και σινεμά, γενικώς δεν είχε κάτσει μέχρι τώρα και δεν με πείραζε.
Ήξερα πως σκηνοθέτης είναι ο Γρηγόρης Καραντινάκης, ήξερα τη δουλειά του, και βλέπεις τι κάνει και τώρα. Είναι κινηματογράφος η σειρά και αυτή είναι και η καταλυτική της διαφορά σε σχέση με τις άλλες, τις καθημερινές σειρές, όπου οι ηθοποιοί παίρνουν τα λόγια την προηγούμενη μέρα και αν τα μαθαίνεις και τα λες κάπως ωραία, είσαι οk. Δεν υπάρχουν ούτε χαρακτήρες ούτε τίποτα. Και Θεός να είσαι και να γράφεις, δεν αντέχεις.
Ενώ στη «Σκοτεινή Θάλασσα» βλέπεις χαρακτήρες, είναι όλα προσεγμένα και ο ίδιος ο ηθοποιός έχει να σκεφτεί τι κάνει, μιλάει με τον σκηνοθέτη. Ο οποίος έχει τους ηθοποιούς που ήθελε, είναι ένας κι ένας, τους επέβαλε με έναν τρόπο. Έτσι ένας ηθοποιός σε μια τέτοια σειρά το παλεύει αλλιώς, τον ενδιαφέρει. Και αυτό ισχύει και για τον Ξάφη, που σκηνοθετεί τον «Άιαντα».
— Πάμε στον «Αίαντα», λοιπόν, και τον σκηνοθέτη του.
Ο Ξάφης είναι και ο ίδιος ηθοποιός, γνωρίζει τα βάσανα, τις ανασφάλειες του επαγγέλματος, δεν είναι απλώς ένας σκηνοθέτης που, με έναν τρόπο, είναι λίγο αποστασιοποιημένος, θέλει μόνο να του κάνεις τη δουλειά. Είναι μια μέθοδος κι αυτή, βέβαια, και σωστή από μια άποψη. Εγώ, όμως, είμαι μιας άλλης σχολής. Είναι οι ηθοποιοί-σκηνοθέτες, που ξέρουν τι περνά ένας ηθοποιός, και οι σκηνοθέτες που δεν λέω ότι δεν φέρονται καλά, αλλά έχουν μια άλλη στάση.
Ο Αργύρης –έχω δει δουλειές του και μου είναι οικείος– θα μπορούσε να είναι αδελφός, φίλος, να ακουμπήσεις πάνω του και αυτό μου φαίνεται πολύ σημαντικό. Επίσης, ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα είναι ότι πρόκειται για παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. Δεν παίρνεις πολλά λεφτά, αλλά τουλάχιστον πας να παίξεις για τη φανέλα. Να τα λέμε κι αυτά, με αυτά τα χρήματα δεν ζεις.
— Τι είναι αυτός ο ήρωας;
Έχω κάτι από τον Αίαντα, όταν θυμώνω μπορεί να τα διαλύσω όλα και να χάσω το δίκιο μου.
— Εσύ σαν χαρακτήρας πώς είσαι γενικά;
Στη ζωή μου μάλλον αδιάφορος, ήρεμος, δεν έχω εξάρσεις, δεν είμαι ισχυρογνώμων, γιατί δεν ξέρω αν έχω δίκιο πραγματικά κι αυτό με κρατάει. Τον εγωισμό μου τον έχω, όπως όλοι οι άνθρωποι, δεν το συζητάω. Όταν όμως πιστεύω ότι έχω αδικηθεί, μανιάζω, κι αυτό παθαίνει και ο Αίαντας, χάνει το δίκιο του.
Ο Ξάφης είπε κάτι καλό: με τον Οδυσσέα ξεκινάει η εποχή της διπλωματίας, αν είσαι διπλωμάτης και έχεις από πάνω τους θεούς, θα τα καταφέρεις. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει περάσει ο Οδυσσέας ως πρότυπο, είναι πολυμήχανος, πονηρός, ξέρει να ελίσσεται. Ο Αίαντας είναι άλλος τύπος, είναι αυτός που πήγε να πάρει το σώμα του νεκρού Αχιλλέα με τα παλικάρια του, και τους πήραν όλους τους αντιπάλους φαλάγγι. Ο Αίαντας έφτιαξε το ριζικό του, δεν υπολόγισε θεούς.
— Ο Αίαντας είναι σαν ένας προφήτης της εποχής, ένας παρατηρητής τρομερά απογοητευμένος απ' ό,τι βλέπει γύρω του, που αποφασίζει να βάλει τέλος;
Ναι. Κι εμείς θα μπορούσαμε να αυτοκτονήσουμε, δεν είναι κόσμος αυτός, αλλά μας σώζει το ένστικτο της επιβίωσης, η αγάπη για τη ζωή. Ο μεταφραστής λέει ότι αυτό ίσως είναι το πιο «γιαπωνέζικο έργο» και εννοεί ότι αφορά τον ήρωα που νιώθει την ήττα και αυτοκτονεί. Ο Αίαντας ακολουθεί ένα ριζικό, θέλει να διαλέξει μόνος του το τέλος του. Είναι περίπλοκος, δεν μπορείς να καταλάβεις αν ζητάει συγγνώμη, αν τα εννοεί αυτά που λέει, αμφιβάλλεις.
— Πιστεύει ότι η περίπτωσή του έχει κάτι άλυτο στον κόσμο των ηρώων;
Είναι περίπλοκο, σκέφτεσαι «είσαι ο ήρωας που πήγε στον Τρωικό Πόλεμο, πέρασες δέκα χρόνια εκεί, στη μάχη, έκανες τεράστια πράγματα, γιατί πρέπει να σου αποδώσουν και τιμές»;
— Γιατί να μη σου τις αποδώσουν;
Δηλαδή, αν δεν του τις έδιναν, τι θα γινόταν;
— Ας πάμε στους αθλητές. Δεν είναι κρίμα ένας αθλητής, ένας πρωταθλητής, να πεινάει; Να μην έχει όλες τις τιμές;
Δυστυχώς, αυτός πληρώνει το τίμημα όσων μας διέλυσαν το 2004 και δυστυχώς το πληρώνουν και όλοι οι επόμενοι, που δεν έχουν ούτε προνόμια, ούτε τίποτα. Φαντάζομαι ότι, επιστρέφοντας στη Σαλαμίνα, και ξέροντας όλοι τα κατορθώματά του, θα του απέδιδαν τιμές του Αίαντα. Τον πείραξε πιο πολύ ότι με έναν πλάγιο τρόπο η διπλωματία σαν να νίκησε την ανδρεία. Τον ενόχλησαν η ζήλια και οι ίντριγκες γιατί σε καιρό πολέμου γίνονταν αυτά ανάμεσα στους αρχηγούς, στους πολεμιστές και στους «ήρωες».
— Αυτό δεν είναι και ένα ανδρικό στερεότυπο;
Φυσικά, είναι το «θέλω να με αναγνωρίσεις». Ο σημερινός μάτσο άντρας βαράει σφαλιάρες. Έχει, βέβαια, ένα σοβαρό μελανό στοιχείο ο Αίαντας και αυτό είναι η Τέκμησσα. Της σκοτώνει τον πάτερα, την απάγει, κάνει παιδί μαζί της και την απαξιώνει συνέχεια, δεν της απευθύνεται καν. Της λέει απλώς «φέρε το παιδί να το δω, αν στην πραγματικότητα είναι παιδί δικό μου και εγώ είμαι ο πατέρας του».
— Δεν είχαν καμία αξία οι γυναίκες στην εποχή του, ήταν σκεύη.
Εκεί είναι το μελανό σημείο του, που, ενώ εκείνη του λέει ότι τον αγαπά, τον συγκρατεί και προσπαθεί να τον επαναφέρει, μάλλον η τρέλα του τον εμποδίζει να την ακούσει. Προσπαθώ να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος μπορεί να συμπεριφερθεί μέσα σε μια παραφορά, μια τρέλα. Έχει θυμό ακόμα και την ώρα που πεθαίνει, εκστομίζει τρομερές κατάρες. Ειλικρινά, ένας άνθρωπος της εποχής μας εκπλήσσεται, σοκάρεται σχεδόν από αυτό.
— Εσύ πλησιάζεις τον ρόλο και μέσα από αυτές τις αμφισβητήσεις;
Είμαι στην πορεία και ειλικρινά δεν ξέρω ακόμα τι πρόκειται να ξεδιπλωθεί μπροστά μου. Διαβάζω πολύ και διαρκώς σημειώσεις, προσπαθώ κι εγώ να καταλάβω όλα τα γύρω από το κείμενο που σου ξεκλειδώνουν αυτό τον χαρακτήρα.
Για παράδειγμα, ανάμεσα σε αυτά που διαβάζω είναι μια αντιπαραβολή της σχέσης του Έκτορα και της γυναίκα του με του Αίαντα και της Τέκμησσας. Και αναρωτιέσαι τι είχε στο κεφάλι του. Την πολεμική αγωγή του; Είναι ένας στρατιώτης, ουσιαστικά ισάξιος του Αχιλλέα, αθάνατος κι αυτός, μόνο αν τρυπηθεί στο πλευρό θα πεθάνει.
Ο Αίαντας πήγε «σοβαρά» στον πόλεμο, με δώδεκα πλοία, έχει φάει χρόνια από τη ζωή του πολεμώντας, έχει γίνει «λίγο σκύλος». Αποκτηνώνεσαι όταν ζεις για χρόνια μέσα στον πόλεμο, βλέπεις μπροστά και λες «πάω να σκοτώσω». Γενικά, έχουμε πολέμους, όπως ο Πελοποννησιακός, που κρατάνε πολύ, δεν υποχωρεί κανένας κι αυτό φτιάχνει και μια πάστα ανθρώπων, που, μεταξύ άλλων, θέλουν να τους παραδεχτούν οι δικοί τους.
— Αυτή η ματαίωση είναι κάτι που ζούμε και σήμερα, δεν είναι έτσι; Δεν παλεύουμε να μας αποδεχτούν οι δικοί μας, οι συνάδελφοί μας, π.χ. όταν δουλεύεις σε ένα θέατρο; Δεν σου έχει συμβεί ποτέ;
Ναι, βέβαια. Κοίταξε να δεις, έχω δει ματαιωμένους ανθρώπους στη ζωή μου που ζούνε βράζοντας στο ζουμί τους, που νιώθουν ότι είναι αδικημένοι. Εγώ, από την άλλη, δεν έζησα καμία ματαίωση, είχα φοβερή μάνα, από την οποία πήρα καλές κουβέντες και την αποδοχή, δεν πρόλαβα να γίνω όπως αυτά τα παιδιά που δεν τους ενδιαφέρει τίποτα. Είχα το ένστικτο της επιβίωσης, να βγάλω λεφτά δικά μου, γιατί έπρεπε να ζήσω κι αυτό με έσωσε, γιατί το μεροκάματο είναι κάτι πρακτικό. Και έκανα αυτό που ήθελα στη ζωή μου. Είχα ένα όνειρο, να γίνω ηθοποιός, και έγινα. Αυτά με έσωσαν. Και όσες φορές έχω αδικηθεί, στενοχωρήθηκα, αλλά προχώρησα, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο.
Στα είκοσι πέντε σου έχεις άλλες φιλοδοξίες, όταν περνάνε τα χρόνια πατάς στα πόδια σου. Είμαι πενήντα χρονών και είπα: «Τι θέλω; Να παίζω». Και το κάνω. Δεν μπορώ να γίνω είκοσι πέντε, να γυρίσω πίσω, οπότε, αν καταφέρεις να ηρεμήσεις και είσαι προσγειωμένος, πας καλά.
— Τα ελληνικά έργα τα αγαπάς πολύ. Θα κάνεις πάλι τον χειμώνα ελληνικό έργο;
Έχω να κάνω δύο ταινίες, και θα δουλέψω στα «Αξύριστα Πηγούνια» του Γιάννη Τσίρου στο μικρό Χορν. Μου αρέσουν τα ελληνικά έργα, δεν γίνεται να μην έχουμε δική μας παραγωγή. Πρέπει να γίνει κάτι, να αγωνιστούμε για το ελληνικό έργο και κάτι θα βγει. Δεν μπορεί να υπάρχουν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης και μετά τίποτα σχεδόν.
Το θέατρο για μένα είναι για τους λαϊκούς ανθρώπους, το είχε καταλάβει καλά ο Τσαρούχης όταν έκανε τις «Τρωάδες» στο γκαράζ της Καπλανών. Έτσι πρέπει να κάνουμε πράγματα, να μιλιούνται, εικόνες στις οποίες βλέπουμε γνώριμα πράγματα. Ωραίος είναι ο ποιητικός λόγος, αλλά χρειάζεται και ο καθημερινός, να ξεκινήσουμε όχι από το ταυ αλλά από το άλφα. Τα πάντα αφορούν τους ανθρώπους. Πρέπει να έρθει κάποιος που να έχει όρεξη και πείσμα και έμπνευση και να πει «πάμε να το στήσουμε αυτό». Έτσι θα βγουν έργα ελληνικά που θα μείνουν.
— Με τον κινηματογράφο ή με το θέατρο συνδέεσαι περισσότερο;
Αν μπορούσα να κάνω ταινίες που να είναι καλές και να ζω από αυτές, μπορεί να σταματούσα για λίγο το θέατρο. Είναι κάτι μαγικό ο κόσμος του κινηματογράφου, με συνεπαίρνει. Είναι τόσο περίπλοκο πράγμα. Και η τηλεόραση μερικές φορές τον φτάνει, και εννοώ το BBC, όπου βλέπεις δουλειές που είναι ένα επίπεδο πάνω απ' όλες τις άλλες.
— Στη πανδημία, έμαθα, έκανες μαστορική.
Πολλή. Έβαψα τη μάντρα του σπιτιού μου, έβαψα όλο το σπίτι μου, μου αρέσει η χειρωνακτική εργασία. Ξέρεις, έγινε και άλλη μια ιστορία στην πανδημία, με τους κούριερ. Ξαφνικά οι άνθρωποι που ήταν αόρατοι, έγιναν ορατοί. Για χρόνια δουλεύαμε στις γαλέρες και κανένας δεν μας πρόσεχε. Είχαμε ατυχήματα, εγώ έχω χάσει τέσσερις-πέντε ανθρώπους σε αυτήν τη δουλειά. Τουλάχιστον κάτι διορθώθηκε.
Εγώ όλα αυτά τα χρόνια που δούλεψα ακόμα και σε πιτσαρία, έμαθα και κάτι άλλο: να παρατηρώ τους ανθρώπους μέσα σε λίγα λεπτά, όσο σου μισάνοιγαν την πόρτα του σπιτιού τους και κρατούσε το πάρε-δώσε μας. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι ανθρώπους είδα, τι τύπους, από τα καλύτερα μέχρι τα χειρότερα. Από τον τύπο που έβγαζε το παιδί του στην πόρτα να πάρει την παραγγελία για να μη δώσει φιλοδώρημα μέχρι αυτόν που ήθελε να σου μιλήσει γιατί δεν είχε κάποιον άλλο να τα πει. Κι αυτό είναι μια προίκα, σαν να βγάζεις άλλο ένα σχολείο.
Το κουβαλάω και στη δουλειά μου σήμερα, την παρατήρηση, το άλφα και το ωμέγα των ηθοποιών, το να έχεις παραστάσεις και να προσπαθείς να καταλάβεις τι συμβαίνει πίσω από τις γραμμές. Αυτό αξίζει πάνω απ' όλα.
«Αίας» του Σοφοκλή
Μετάφραση: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Σκηνοθεσία: Αργύρης Ξάφης
Δραματουργική επεξεργασία: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, Αργύρης Ξάφης
Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Χορογραφία: Χαρά Κότσαλη
Παίζουν (αλφαβητικά): Δημήτρης Ήμελλος (Οδυσσέας), Δέσποινα Κούρτη (Αθηνά), Τάσος Μικέλης (Ευρυσάκης), Γιάννης Νταλιάνης (Μενέλαος), Εύη Σαουλίδου (Τέκμησσα), Στάθης Σταμουλακάτος (Αίας), Χρίστος Στυλιανού (Τεύκρος), Νίκος Χατζόπουλος (Αγαμέμνων)
Χορός: Ασημίνα Αναστασοπούλου, Δημήτρης Γεωργιάδης, Αφροδίτη Κατσαρού, Ερατώ Καραθανάση, Φάνης Κοσμάς, Λάμπρος Κωνσταντέας, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Ειρήνη Μπούνταλη, Φώτης Στρατηγός
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
29/07 έως 30/07/2022, στις 21:00