Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με την ταινία του Παζολίνι όταν σπούδαζα κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου. Οι σκληρές εικόνες και η ρεαλιστική αναπαράσταση της βίας ήταν αδύνατο να με αφήσουν ανεπηρέαστη. Αυτό όμως που με σόκαρε ακόμα περισσότερο είναι ότι, μελετώντας το παζολινικό έργο, ανακάλυψα το αποτρόπαιο τέλος του ίδιου του δημιουργού του, λίγους μήνες μετά το τέλος των γυρισμάτων της ταινίας. Το κατακρεουργημένο σώμα του Παζολίνι, με τα κομμένα δάχτυλα και τα σημάδια από ρόδες αυτοκινήτου, δεν σου αφήνει περιθώριο να αναπνεύσεις. Ό,τι συμβαίνει στην ταινία αναπαρίσταται τώρα στην πραγματικότητα, μόνο που εδώ δεν μεσολαβεί το ανακουφιστικό «ψεύδος» της τέχνης αλλά το μη αναστρέψιμο σκοτάδι του θανάτου.
Τριάντα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια χώρα όπου ο φασισμός γίνεται εξουσία, για πρώτη φορά στην Ευρώπη και στον κόσμο ήδη από το 1922, και με τον νεοφασισμό προ των πυλών, ο Ιταλός καλλιτέχνης, με το έργο του, και ακολούθως με τον μαρτυρικό του θάνατο καταρρίπτει ρηξικέλευθα την πεποίθηση ότι ο ολοκληρωτισμός είναι κάτι μακρινό, παρελθοντικό και οριστικά ξεπερασμένο. Σε κοινωνίες όπου σημειώνονται εγκλήματα η καρδιά του θηρίου εξακολουθεί να χτυπά. Ο Παζολίνι με το Σαλό δεν σου αφήνει χρόνο για λύπη. Δεν τον ενδιαφέρει να φτιάξει έναν ρομαντικό επικήδειο για τα θύματα του φασισμού, ούτε καν έναν προφητικό επικήδειο για τον ίδιο τον εαυτό του. Θέλει να προλάβει τον θρήνο. Γι’ αυτό σε καλεί να θυμώσεις, να οργιστείς. Γιατί αν οργιστείς με τις μεθόδους, αν αντιμετωπίσεις την επικινδυνότητα του φαινομένου, προτού μετασχηματιστεί σε επιδημία, δεν θα υπάρξουν θύματα για να θρηνήσεις.
Είναι αυτονόητο ότι με απασχολεί η αντίδραση του κοινού, και αυτό δεν αφορά μόνο το Σαλό αλλά κάθε απόπειρα σκηνικής δραματουργίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρώ ότι έχει επιτευχθεί κάτι σημαντικό: ακόμα και εάν κάποιος δεν έχει δει την ταινία, μπορεί να παρακολουθήσει και να κατανοήσει θεματικά την παράσταση.
Η θεατρική μεταφορά της ιστορίας αποτέλεσε μια έντονη εμπειρία, εμποτισμένη με δημιουργική αγωνία και έμπνευση. Κινηματογραφική εικόνα και σκηνική αναπαράσταση είναι δύο εντελώς διαφορετικά είδη τέχνης, επομένως βασική πρόθεση, τόσο δική μου όσο και του σκηνοθέτη Άρη Μπινιάρη, με τον οποίο συνυπογράφουμε το κείμενο της παράστασης, ήταν να διατηρήσουμε ανέπαφο τον θεματικό πυρήνα του σεναρίου, κάνοντας όμως τις απαραίτητες μετατροπές στην επιλογή, σύνθεση και τελική διαμόρφωση των σκηνών ώστε να έχουμε ένα παραστάσιμο γεγονός.
Δραματουργικά, οι τρεις κύκλοι της ταινίας διατηρούνται, εξελίσσονται όμως σ’ έναν ενιαίο χώρο, καταργώντας έτσι την επιλογή απομόνωσης και πραγμάτωσης κατ’ ιδίαν σκηνών, κάτι που συμβαίνει στην ταινία. Καθώς η έννοια της θεατρικής διασκευής δεν προϋποθέτει τη μίμηση του κειμένου-πηγή αλλά τη γόνιμη μεταφορά του σε ένα νέο είδος, υπήρξε μια συνολική αξιολόγηση τόσο των διαλόγων όσο και των δράσεων. Σκοπός μας ήταν να αναδείξουμε το μείζον θέμα του φασισμού (όπως υπάρχει και στην κινηματογραφική σύλληψη του Παζολίνι) και να φέρουμε στο προσκήνιο όλες τις επιμέρους προεκτάσεις του: την κατάχρηση εξουσίας από τους δυνατούς, την εξαθλίωση και φρικτή εξόντωση των αδύναμων, την καταστροφή, την επιβολή και το μίσος ως διαχρονικά πάγια τακτική του ολοκληρωτισμού.
Είναι αυτονόητο ότι με απασχολεί η αντίδραση του κοινού, και αυτό δεν αφορά μόνο το Σαλό αλλά κάθε απόπειρα σκηνικής δραματουργίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρώ ότι έχει επιτευχθεί κάτι σημαντικό: ακόμα και εάν κάποιος δεν έχει δει την ταινία, μπορεί να παρακολουθήσει και να κατανοήσει θεματικά την παράσταση.
Κατά τη γνώμη μου, το να μιλάμε για ρεαλιστική αναπαράσταση της βίας στη σκηνή είναι αβάσιμο. Η εγγύτητα με τους θεατές, ο παροντικός χρόνος της θεατρικής πράξης και η αδιαπραγμάτευτη προστασία των ηθοποιών οδηγούν σε φορμαλιστικές θεατρικές πρακτικές και σε λεπτομερειακή οργάνωση των σκηνικών δράσεων. Το μεγάλο στοίχημα είναι εάν η φορμαλιστική οργάνωση της υποτιθέμενης ρεαλιστικής απεικόνισης θα πετύχει τη σπαρακτική ένταση της παζολινικής εικονοπλασίας. Αν η βία σοκάρει στη σκηνή είναι γιατί υπάρχει ακόμα γύρω μας, γιατί άλλοτε ελλοχεύει και άλλοτε εκτινάσσεται μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες, γιατί υφέρπουσες ακροδεξιές και φασιστικές ιδεολογίες τραντάζουν ακόμα συθέμελα τον ευρωπαϊκό κόσμο που επιβίωσε από τον ναζιστικό όλεθρο.
Παρακολουθώντας τις τελευταίες μέρες την πρόβα του Σαλό στον σκηνικό της χώρο, με τα επιμέρους πεδία της παράστασης (κοστούμια, φωτισμούς κ.ά.) σε εξέλιξη και τους ηθοποιούς σε σκηνική απαρτία, συνειδητοποιώ ότι στον ίδιο χώρο με εκείνους που είναι προορισμένοι να αφανιστούν είναι παρόντες και οι φρουροί τους, δραματικά πρόσωπα όχι πολύ μεγαλύτερα σε ηλικία από τα θύματά τους. Υπηρέτες της φασιστικής εξουσίας επιβεβαιώνουν κάθε στιγμή την ισχύ της, «επικυρώνουν» έτσι την ύπαρξη του καθεστώτος. Γιατί δεν θα υπήρχε φασισμός αν δεν υπήρχαν φασίστες. Κάθε μέρα η Ιστορία γράφεται απ’ όλους μας, σε ποια μεριά όμως θα επιλέξεις να σταθείς είναι μια απόφαση που βαραίνει τον καθένα ξεχωριστά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.