Γνωρίζει ότι με την άρνησή της αψηφά την επιθυμία της μητέρας της αλλά και των στενών συγγενών της, που περιμένουν με λαχτάρα να τη δούνε να πατάει τη σκανδάλη και να στέλνει μια σφαίρα στο κεφάλι του ακροδεξιού βουλευτή, τον οποίο η ίδια απήγαγε πριν από λίγες ώρες, οδηγώντας τον σε τούτη την απομονωμένη εξοχική κατοικία, όπου βρισκόμαστε σε όλη τη διάρκεια της δράσης αναμένοντας την εκτέλεσή του.
Μέχρι εδώ, τα έκανε όλα σωστά η Καταρίνα. Δεν είχε επιλογή άλλωστε: έπρεπε να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση –μια παράδοση την οποία εγκαινίασε πριν από εβδομήντα περίπου χρόνια η θρυλική προγιαγιά της, όταν αφάνισε τον σύζυγό της, επειδή ο τελευταίος επέτρεψε τον άδικο χαμό της εξεγερμένης αγρότισσας Καταρίνα Εουφέμια από έναν φασίστα.
Έκτοτε, κάθε απόγονος της γενναίας γιαγιάς, ανεξαρτήτως φύλου, βαπτίζεται «Καταρίνα» και καλείται μία φορά τον χρόνο ν’ ακολουθήσει το παράδειγμά της, τιμώντας και δικαιώνοντας όλες τις γυναίκες που έχασαν τη ζωή τους από τη λόγχη ενός φασίστα.
Ποια η σχέση βίας και δικαιοσύνης; Πώς μπορούμε να δώσουμε διέξοδο στη δίκαιη οργή που αγανακτεί με την αδικία; Δικαιολογείται η αφαίρεση μιας ζωής εν ονόματι υψηλών ιδανικών; Είναι θεμιτή η αγωνιστική βία ενάντια στη βία των καταπιεστών;
Τώρα, όμως, η νεαρή Καταρίνα, όρθια με το πιστόλι στο χέρι ενώπιον του ακινητοποιημένου θύματός της, καταλαμβάνεται από σφοδρές αμφιβολίες σχετικά με την ηθική εγκυρότητα της αιματηρής αποστολής της. Αδυνατεί να προχωρήσει όπως υπαγορεύει το αρχικό σχέδιο, κι ας δέχεται σθεναρές επικρίσεις για την αναποφασιστικότητά της, κι ας υφίσταται δυσβάσταχτη πίεση να αποδείξει ότι αξίζει να συγκαταλέγεται στον κατάλογο με τους ένδοξους συνεχιστές του προγονικού αγώνα ενάντια στους εχθρούς της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισότητας.
Να σκοτώσει ή να μη σκοτώσει αυτόν τον μισογύνη, ομοφοβικό, μισαλλόδοξο άνδρα που σπέρνει το μίσος με κάθε λογύδριό του;
Η ίδια η μητέρα της, που έχει ξεκάνει συνολικά επτά φασίστες, πασχίζει επίμονα να την πείσει για την υπέρτατη αξία μιας τέτοιας πράξης. «Αν αποδεχτούμε την ομορφιά του φόνου», υποστηρίζει εμφατικά, «γινόμαστε μέρος της Ιστορίας. Γινόμαστε μέλη μιας οικογένειας πολύ μεγαλύτερης απ’ τη δική μας... Ό,τι έχουμε σήμερα το οφείλουμε σ’ εκείνες τις γυναίκες που θυσιάστηκαν για χάρη μας. Εκείνες βρόμισαν τα χέρια τους, εκείνες ρίσκαραν τη ζωή τους».
Εμείς τι είμαστε διατεθειμένες να κάνουμε, ώστε να συντρίψουμε τα φίδια του φασισμού; «Άσε τις αμφιβολίες για τους άλλους», συνεχίζει, «άσε τους ακτιβιστές του καναπέ να βαυκαλίζονται ότι αρκούν οι διαδικτυακές υπογραφές τους». Εμείς προχωρούμε ακάθεκτες στη δράση...
Η κόρη εκφράζει με σθένος τις αντιρρήσεις της. «Εγώ πατάω τη σκανδάλη, όχι η Ισότητα, η Ελευθερία ή η Δικαιοσύνη», αντιτάσσει στα επιχειρήματα της μητέρας της. «Όταν σκοτώνεις, δεν επιβάλλεις δικτατορία; Όταν σκοτώνεις δεν προδίδεις τη λέξη ελευθερία;», τη ρωτά. «Την κληρονομιά μου θα την κάνω ό,τι θέλω εγώ... Δεν θα σωπάσω. Αλλά και δεν θα σκοτώσω», καταλήγει οπισθοχωρώντας και προτάσσοντας το σώμα της για να προστατέψει τον βουλευτή από τις σφαίρες των συγγενών της.
Ποια η σχέση βίας και δικαιοσύνης; Πώς μπορούμε να δώσουμε διέξοδο στη δίκαιη οργή που αγανακτεί με την αδικία; Δικαιολογείται η αφαίρεση μιας ζωής εν ονόματι υψηλών ιδανικών; Είναι θεμιτή η αγωνιστική βία ενάντια στη βία των καταπιεστών; Πότε πρέπει η ατομική συνείδηση να υποτάσσεται στους σκοπούς της συλλογικότητας και πότε να ορθώνει το ανάστημά της αψηφώντας τες;
Η παράσταση του Tiago Rodrigues δεν ευνοεί τις απερίσκεπτες απαντήσεις. Με αξιοσημείωτη προσήλωση στην πολυπλοκότητα των άνωθι ερωτημάτων, καθώς και με γνήσια διάθεση εξερεύνησής τους, ο Πορτογάλος σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του έστησαν έναν γοητευτικό σκηνικό «αγώνα» που μετουσιώνει σε θεατρική πράξη τις αρχές της διαλεκτικής, καλώντας τους θεατές σε διαρκή εγρήγορση και αναστοχασμό.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η δραματουργία της «Καταρίνας» προέκυψε, όπως διαβάζουμε, μέσα από την ομαδική μελέτη κειμένων για τον ολοκληρωτισμό, τη βία και την άνοδο της ακροδεξιάς στη σύγχρονη Ευρώπη. Ο θίασος δεν επικεντρώθηκε μόνο σε ομιλίες λαϊκιστών ηγετών, όπως ο Τραμπ και ο Μπολσονάρου ∙ στράφηκε, επίσης, σε έργα της Χάννα Άρεντ και του Σλάβοϊ Ζίζεκ, καθώς και σε κείμενα του Σοφοκλή, του Καμύ ή του Έντουαρντ Μποντ.
Οι θέσεις και οι ιδέες των στοχαστών αυτών σμιλεύτηκαν επιμελώς, εναρμονίστηκαν με τα σημερινά δεδομένα, δραματοποιήθηκαν ευφυώς και γέννησαν ένα έργο στα πρότυπα του επικού/διαλεκτικού θεάτρου του Μπρεχτ, ο οποίος, όπως αποδεικνύεται, προσφέρει εδώ το γόνιμο πρότυπο που εμπνέει τη μέθοδο, την αισθητική αλλά και την επιθυμία κοινωνικής αφύπνισης που χαρακτηρίζει το εγχείρημα.
Θα έλεγα, μάλιστα, ότι αυτό συνέβη σε τέτοιο βαθμό, ώστε εμποδίστηκε ενδεχομένως ένας τολμηρότερος, πιο «σύγχρονος» πειραματισμός με τη φόρμα, προκειμένου η τελευταία να αντικατοπτρίζει σε ακόμη βαθύτερο επίπεδο την ανατρεπτική διάθεση της παράστασης –και αυτό συνιστά, ίσως, το μοναδικό μειονέκτημά της.
Ακολουθώντας, λοιπόν, τις μπρεχτικές αρχές, η «Καταρίνα» με την επεισοδιακή δομή αλλά και με το αποστασιοποιημένο στιλ των ηθοποιών της αποτρέπει τη συγκινησιακή ταύτιση με τους ήρωες, επιδιώκοντας αντ’ αυτού τον ερεθισμό της κριτικής ικανότητάς μας: ωσάν άτυποι ένορκοι, καλούμαστε επιμόνως να εξετάσουμε τα δεδομένα, να συναισθανθούμε τα διλήμματα, να διακρίνουμε το πλέγμα των ηθικών αντιφάσεων, να βιώσουμε τις συγκρούσεις και τα αδιέξοδα, να πάρουμε, εν τέλει, θέση ως όντα πολιτικά, η λειτουργία των οποίων δεν περιορίζεται εντός της θεατρικής αίθουσας αλλά εκτείνεται και στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, αυτό που φλέγεται λίγα μέτρα πιο πέρα από τα κάθισματά μας.
Η παράσταση δε μας αφήνει στην «ησυχία» μας, δεν μας επιτρέπει να υιοθετήσουμε τον συνήθη «παθητικό» ρόλο του θεατή: προκαλεί την ενεργή συμμετοχή μας, επιθυμεί την αντίδρασή μας, εξαρτάται από αυτή, στέκεται ανοιχτό στην αναδιαπραγμάτευση των διακυβευμάτων του, και δεν ολοκληρώνεται παρά μόνο αφού πάρουμε κι εμείς τη δική μας θέση –παραμένει, δηλαδή, επί της ουσίας ανολοκλήρωτο, εφόσον, ιδανικά, η αναζήτηση απαντήσεων στα ερωτήματα που εγείρει θα συνεχιστεί και μετά την αποχώρησή μας από το θέατρο.
Δεν είναι μόνον η εξαιρετική λιτότητα των σκηνικών που δημιουργεί ανά πάσα στιγμή την εντύπωση ότι θα μπορούσαμε ν’ ανταλλάξουμε «ρόλους» με τους ηθοποιούς, δεν είναι μόνο το χαλαρό, ανεπιτήδευτο ύφος των (εξαιρετικών) ερμηνευτών, δεν είναι απλώς η επαναλαμβανόμενη υπενθύμιση ότι «είμαστε όλοι Καταρίνες», ούτε μόνον η επίμονη άρνηση των συμμετεχόντων να δώσουν λύση στο «δράμα», να αποφασίσουν εκ μέρους μας ποια είναι η ενδεδειγμένη πορεία δράσης, τι πρέπει να κάνει η ηρωίδα, να πατήσει τη σκανδάλη ή όχι.
Είναι και το δαιμόνια σκηνοθετημένο τέλος, όταν ο απελευθερωμένος βουλευτής (ο μόνος που επέζησε από το μακελειό του εξοχικού), σε ένα απολαυστικό κρεσέντο ειρωνείας, παρουσιάζεται πλέον ως ήρωας και, απευθυνόμενος σ’ εμάς, τους «ψηφοφόρους» του, υπόσχεται να κατατροπώσει τις ελίτ και τους υποστηρικτές της πολιτικής ορθότητας, να τσακίσει τους επαίτες της κοινωνικής ασφάλισης, να φιμώσει τους προδότες, να βάλει φράχτες στις γειτονιές των τσιγγάνων, να υποστηρίξει τους πατριώτες επιχειρηματίες, τα σώματα ασφαλείας και τις γνήσιες πορτογαλικές οικογένειες, να σκίσει το Σύνταγμα, να γράψει ένα καινούργιο και γενικώς να κάνει ό,τι χρειαστεί για τη δημιουργία της Καινούργιας Δημοκρατίας που οραματίζεται αυτός και το κόμμα του.
Όσο περνάει η ώρα –το ασυγκράτητο παραλήρημα διαρκεί είκοσι λεπτά, πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για τα θεατρικά δεδομένα– η υπομονή εξαντλείται, η αγανάκτηση κορυφώνεται, οι θεατές δυσανασχετούν, αρχίζουν να αισθάνονται άβολα, να διαμαρτύρονται, ν’ αντιδρούν επιθετικά, να γιουχάρουν. «Κατέβα!», φωνάζουν μερικοί εξ αυτών, ενώ άλλοι, νεότεροι και πιο θαρραλέοι αρχίζουν να εξαπολύουν εν χορώ συνθήματα: «Φασίστες κουφάλες / έρχονται κρεμάλες!». Μερικοί αποχωρούν, θεωρώντας ότι αυτός είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να διαμαρτυρηθούν απέναντι στον αφόρητο λόγο που τους «επιβάλλεται». Στην τέχνη, όπως και στη ζωή, τίποτε δεν είναι δεδομένο, σφραγισμένο, προαποφασισμένο: ανά πάσα στιγμή μπορούμε να αλλάξουμε πορεία –τη δική μας και κατ’ επέκταση των πραγμάτων–, αρκεί να το αποφασίσουμε.
«“Μπορεί να συμβεί έτσι, αλλά θα μπορούσε να συμβεί κι εντελώς διαφορετικά”– αυτή είναι η θεμελιώδης σκέψη ενός συγγραφέα του Επικού Θεάτρου», σημειώνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο βιβλίο του «Για τον Μπρεχτ». Σε αυτό το είδος θεάτρου, η κρίσιμη στιγμή είναι «η στιγμή όπου η μάζα αρχίζει να διαφοροποιείται συζητώντας και παίρνοντας υπεύθυνες αποφάσεις [...] η στιγμή όπου η ψευδής και απατηλή ολότητα που λέγεται “κοινό” αρχίζει να διαλύεται και να δημιουργείται ένας νέος χώρος για τον σχηματισμό ξεχωριστών τμημάτων εντός της –τμημάτων που αντιστοιχούν στην πραγματική κατάσταση». Και είναι τη στιγμή αυτή όπου «ο κριτικός θεάτρου υφίσταται τη διπλή συμφορά να βλέπει ν’ αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα να τερματίζεται ο ρόλος του»...