Πριν από πενήντα χρόνια ακριβώς, η Ξένια Καλογεροπούλου δημιούργησε την πρώτη παιδική της παράσταση, τον Πινόκιο. Στη συνέχεια, η δημιουργία της Μικρής Πόρτας θα άλλαζε οριστικά το τοπίο του παιδικού θεάτρου στην Ελλάδα.
Η Ξένια, όπως την αποκαλούν μικροί και μεγάλοι, κατάφερε να έχουμε ένα παιδικό θέατρο αξιώσεων, καθόλου διδακτικό, πολύ σύγχρονο, με ιστορίες γεμάτες ανατροπές, που κάνουν τη φαντασία των παιδιών να καλπάζει. Στη Μικρή Πόρτα δημιουργήθηκε μια σειρά παραστάσεων που άφησαν εποχή και σφράγισαν ανεξίτηλα τις παιδικές μνήμες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κάθε γενιά φέρνει τα παιδιά της στο Πόρτα – ο παλιός μικρός θεατής γίνεται γονιός και μέρος της αλυσίδας αυτής της παράδοσης.
Αυτόν τον χειμώνα συμπληρώνονται είκοσι πέντε χρόνια από μια θρυλική παράσταση, την Οικογένεια Νώε, ένα ιδιοφυές έργο που θεωρήθηκε επίτευγμα της ελληνικής δραματουργίας. Έκανε πρεμιέρα τον χειμώνα του 1996, όταν το θεατρικό τοπίο ήταν εντελώς διαφορετικό και ίσως με μεγάλη προχειρότητα φτιαγμένο.
Το έργο της Ξένιας Καλογεροπούλου και του Θωμά Μοσχόπουλου, που ανέβηκε και δεύτερη φορά το 2004, μιλάει για την οικολογία και την προστασία των ζώων, για το πόσα μας συνδέουν με τη φύση και πόσο απαραίτητη είναι για την ευημερία μας. Παράλληλα, δεν διστάζει να θίξει ζητήματα των σχέσεων μεταξύ γονιών και παιδιών, ανάμεσα σε αδέρφια, αλλά και τους προβληματισμούς των παιδιών σχετικά με την αρχή και το τέλος της ζωής.
Mια παράσταση για όλη την οικογένεια, πρωτοποριακή τότε, εξαιρετικά επίκαιρη σήμερα, καθώς η κλιματική αλλαγή εξακολουθεί να είναι κύριο θέμα συζήτησης και η ανθρωπότητα αναζητά ακόμα τις κατάλληλες λύσεις. Με χιούμορ και σασπένς, αγωνία και τρυφερότητα, το έργο δείχνει πως η Οικογένεια Νώε θα μπορούσε να είμαστε εμείς.
Μια παράσταση για όλη την οικογένεια, πρωτοποριακή τότε, εξαιρετικά επίκαιρη σήμερα, καθώς η κλιματική αλλαγή εξακολουθεί να είναι κύριο θέμα συζήτησης και η ανθρωπότητα αναζητά ακόμα τις κατάλληλες λύσεις. Με χιούμορ και σασπένς, αγωνία και τρυφερότητα, το έργο δείχνει πως η Οικογένεια Νώε θα μπορούσε να είμαστε εμείς.
«Γράφοντας τη μυθική αλλά και πολύ καθημερινή ιστορία της Οικογένειας Νώε, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με πολύ γνώριμα προβλήματα αλλά και παιδικές απορίες που μας απασχολούν ακόμα. Γιατί η φύση, που είναι τόσο σοφή, να φέρνει και καταστροφές; Και γιατί οι άνθρωποι να καταστρέφουν τη φύση; Γιατί το ένα ζώο να κινδυνεύει από το άλλο και, πολύ περισσότερο, τα ζώα από τους ανθρώπους; Γιατί να είναι τόσο δύσκολες οι σχέσεις ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, γονείς και παιδιά, νέους και γέρους, μικρά και μεγαλύτερα αδέλφια;
Στο ταξίδι της Οικογένειας Νώε όλοι χαίρονται και πονάνε, αγαπάνε και ζηλεύουν, τσακώνονται και φιλιώνουν, ελπίζουν και απογοητεύονται. Και αναρωτιούνται για ένα σωρό πράγματα, αλλά σπάνια παίρνουν ικανοποιητικές απαντήσεις.
Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, οι ήρωές μας ανακαλύπτουν τη δύναμή τους και τις αδυναμίες τους, προπαντός όμως ανακαλύπτουν ότι όλα αυτά που ζήσανε, και τα καλά και τα κακά, ήταν εξίσου πολύτιμα και μοναδικά. Και ότι στο τέλος του ταξιδιού τους θα τα θυμούνται όλα με τρυφερότητα και χιούμορ, ίσως και με νοσταλγία. Με αυτήν τη διάθεση γράψαμε την ιστορία τους», ανέφεραν τότε στο πρόγραμμα η Ξένια Καλογεροπούλου και ο Θωμάς Μοσχόπουλος.
Στην ιστορία, ο μόνος από την οικογένεια Νώε που δείχνει να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο που έρχεται είναι ο ίδιος ο Νώε. Τα παιδιά του ενοχλούνται από την έξαψή του να ολοκληρώσει το παράξενο μηχάνημα που κατασκευάζει.
Η σύζυγός του αγανακτεί με τα χτυπήματα που ακούγονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, λόγω των εργασιών που κάνει ο Νώε στην ταράτσα. Και όταν αρχίζει να βρέχει, τα σχολεία κλείνουν και τα σπίτια πλημμυρίζουν, αντικείμενα από το σπίτι εξαφανίζονται, καθώς ο Νώε τα μεταφέρει στην ταράτσα, μαζί με όσα ζώα μπορεί. Μόνο όταν ο κατακλυσμός έρχεται καταλαβαίνει η οικογένεια την αξία της επιμονής του Νώε.
Σήμερα, η πραγματικότητα που επέβαλε ο κορωνοϊός ανέδειξε την επικαιρότητα ενός ακόμα στοιχείου του έργου: τη σκληρή πραγματικότητα του αναγκαστικού εγκλεισμού. Ο κατακλυσμός αναγκάζει τους ήρωες να συμβιώσουν σε δύσκολες συνθήκες, καθώς η κρίση απειλεί τη συνοχή του κοινωνικού ιστού και οι εντάσεις ξεσπούν εύκολα. Τότε όμως είναι που οι ήρωες της παράστασης θα αρχίσουν να ανακαλύπτουν τον εαυτό τους και τη δύναμή τους και να συνειδητοποιούν πως όσα βιώνουν, είτε καλά είτε άσχημα, είναι εξίσου πολύτιμα.
«Είχαμε με τον Θωμά δυο θέματα που μας άρεσαν πάρα πολύ: την ιστορία της κιβωτού, που μας μάγευε και τη βρίσκω πραγματικά απίστευτη, και τα οικογενειακά ζητήματα, αν θα χωρίσει ή όχι ένα ζευγάρι, ένα παιδί που ζηλεύει το αδελφάκι του που είναι μωρό. Αν τα τοποθετούσαμε αυτά σε ένα τριάρι, θα ήταν τηλεοπτικό σίριαλ», λέει η Ξένια Καλογεροπούλου που, συμπληρώνοντας φέτος πενήντα χρόνια στο παιδικό θέατρο, θα ανακηρυχθεί διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών χάρη στην προσφορά της σε αυτό, ενώ ετοιμάζει το νέο της βιβλίο, έναν τόμο με όλες τις τις εμπειρίες και την πορεία της σε αυτό το είδος θεάτρου.
«Είπαμε, λοιπόν, να συνδυάσουμε αυτά τα θέματα, μας άρεσε η ιδέα. Πήγαμε τότε με τον Θωμά στην Κοπεγχάγη, σε ένα φεστιβάλ, για να δούμε διάφορα παιδικά έργα, και την τελευταία μέρα, που είχαμε βαρεθεί, σκεφτήκαμε "δεν αρχίζουμε να το γράφουμε τώρα;". Και μείναμε στο ξενοδοχείο, όπου και γράψαμε την πρώτη εικόνα.
Όσοι ήταν σε εκείνη την πρεμιέρα του 1996, μια κλασική πρεμιέρα για μεγάλους που έκανε το θέατρο Πόρτα, θυμάται το κοινό που έκλαιγε από συγκίνηση βλέποντας το έργο, το οποίο μιλούσε για τη ζωή και τον θάνατο, τη φύση.
«Θυμάμαι την πρώτη σχολική παράσταση που κάναμε, οπότε ήρθε μια δασκάλα και με έβρισε σχεδόν γιατί δεν είχαμε βάλει στο έργο τον Θεό. Την επόμενη ημέρα ήρθε ένα άλλο σχολείο, που είχε επικεφαλής έναν παπά και εκείνος ενθουσιάστηκε, είπε ότι "αυτό το έργο τα λέει όλα". Είχαμε διαφορετικές και πολύ έντονες αντιδράσεις, π.χ. ένα παιδί δεν μίλαγε στον πατέρα του επί μήνες επειδή ήταν γουναράς και το Χαχούτι, ένα συμπαθητικό ζώο, στο έργο το κάνανε παλτό.
Αυτός που έσκασε στο κλάμα στη διάρκεια της παράστασης ήταν ο Ζιλ Ντασέν, που ήταν μεγάλος θαυμαστής της δουλειάς μας και αυτό το έργο τον είχε συγκινήσει πολύ.
Ο Νώε λειτούργησε εξαιρετικά και σε μεγάλους και σε παιδιά και σήμερα το απευθύνουμε σε μια νέα γενιά θεατών. Το σημερινό ανέβασμα είναι μια πολύ ανανεωμένη εκδοχή όχι σε επίπεδο κειμένου αλλά στον τρόπο που ανεβαίνει, εικαστικά, και σε άλλες λεπτομέρειες, είναι πολύ καινούργιο πράγμα.
Μου άρεσε πολύ από τότε η εικόνα όλων των ανθρώπων μαζεμένων σε ένα καράβι: από κάτω τα δέντρα, τα βουνά και εκείνοι από πάνω. Το ότι χαίρονταν πολύ που χιόνιζε, αλλά δεν έβρεχε, γιατί το χιόνι δεν κάνει θόρυβο, όμως τελικά γίνεται κι αυτό νερό. Κάτι άλλο που σήκωσε πολλή συζήτηση είναι μια σκηνή στην οποία ο πατέρας, πιστεύοντας ότι το παιδί του, ο Ζαχαρίας, έχει κάνει κάτι, του δίνει κατά λάθος ένα χαστούκι.
Αυτό είναι ένα θέμα που συζητήθηκε πολύ, θυμάμαι το συζητούσαν πολύ και οι ηθοποιοί. Αυτό εννοώ λέγοντας ότι υπάρχουν πολλά θέματα, περιλαμβάνει τη γέννηση, τον θάνατο –πεθαίνει το Χαχούτι, υπάρχει ο παρ' ολίγον θάνατος του Νώε–, τις σχέσεις με τους γονείς, με τα παιδιά, ένα οικογενειακό χρονικό που αγαπήσαμε πολύ και εμείς και το κοινό», θυμάται η Ξένια Καλογεροπούλου.
«Ήμασταν σε μια φάση με την Ξένια πολύ παιχνιδιάρικη, ήταν το δεύτερο έργο που γράφαμε μαζί. Θυμάμαι ότι είχα διαβάσει την Ιστορία του κόσμου σε δέκα και μισό κεφάλαια και είχα προτείνει στην Ξένια να κάνουμε κάτι για την Κιβωτό και για το κομμάτι "ζώα-άνθρωποι", δυο κόσμους που συναντιούνται στη μέση, και θυμάμαι πως η δουλειά βγήκε αβίαστα, ήδη από τις πρόβες. Θυμάμαι αυτήν ακριβώς την αίσθηση, την αναζήτηση κάποιων νέων τρόπων δικών μου, τη χαρά και, φυσικά, την επιτυχία που είχε τελικά.
Σήμερα, που κάνουμε πρόβες, αυτήν τη χαρά ανακαλώ και παίρνω δύναμη, ανακαλύπτω ότι, εκτός από τη δυσκολία και το ζόρι, υπάρχει στη ζωή μας και αυτός ο κύκλος της χαράς που συχνά ξεχνάμε. Ξαναδιαβάζοντας το κείμενο, νιώθω ότι κάτι έρχεται από μια εποχή που οι δυσκολίες έμοιαζαν πιο μακρινές, και είναι σαν να έχει μαζευτεί ένα στοιχείο αισιοδοξίας που το χρειάζομαι τώρα, σαν να έχω κάνει ένα κομπόδεμα μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, μια παρακαταθήκη», λέει ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος.
«Σήμερα βιώνουμε τα στοιχεία του έργου, τον εγκλεισμό για να γλιτώσουμε μια μεγάλη καταστροφή, το φάγωμα μεταξύ μας, όταν είμαστε σε αυτή την κατάσταση. Σήμερα κοιτάζω όλα τα κομμάτια του έργου με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι πριν, δεδομένης της αγωνίας που προκαλεί η οικολογική καταστροφή αλλά και του πόσο ο μικρόκοσμος και ο μεγάκοσμος αντανακλούν ο ένας τον άλλον συνεχώς.
Τελικά το έργο έχει και μια ουτοπική ελπίδα, ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα τα βγάλουμε πέρα και θα πάμε παρακάτω. Είμαστε οι επιζώντες, τα ζώα που έχουν αποφασίσει να μείνουν στον πλανήτη.
Σε αυτή την καινούργια παράσταση δουλεύουμε μαζί με τη Σοφία Πάσχου, που βάζει κι αυτή τη δική της πινελιά, και το ξαναβλέπω κι εγώ διαφορετικά. Δουλεύουμε πολύ με τις εσωτερικές δυναμικές και τους ρυθμούς, τότε υπήρχε η όρεξη, η παιδικότητα, η αισιοδοξία η δική μου. Τώρα υπάρχει η γνώση, η νηφαλιότητα, ακόμα και μια τεχνική πιο ώριμη, και ψάχνω να βρω τους συνδέσμους επικοινωνίας μεταξύ των ηθοποιών, όσο εξελίσσεται η δουλειά, ώστε το έργο να φτάσει στο κοινό με σύγχρονο τρόπο».
«Οικογένεια Νώε» των Ξένια Καλογεροπούλου και Θωμά Μοσχόπουλου
Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος, Σοφία Πάσχου
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική: Νίκος Κυπουργός (πάνω σε θέματα του Λ.Β. Μπετόβεν)
Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος
Προβολές: Μαύρα Γίδια
Σχεδιασμός ήχου: Λευτέρης Δούρος
Παίζουν (με σειρά εμφάνισης):
Νώε: Παύλος Παυλίδης
Λία: Ελένη Δαφνή
Σίμος: Πολύκαρπος Φιλιππίδης
Ρούθ: Στέφη Ποuλοπούλου
Εύα: Μαρία Μοσχούρη
Χάμ: Άλκης Μπακογιάννης
Ζαχαρίας: Σπύρος Μαραγκουδάκης
Πρεμιέρα: 15 Οκτωβρίου
Κάθε Σάββατο στις 17:00 και Κυριακή στις 11:30
Προπώληση εισιτηρίων από 1 Σεπτεμβρίου
Πόρτα (Μεσογείων 59, Αθήνα, 210 7711333)