Ποιος είναι ο «αποτυχημένος»; Ο άτολμος, ο δειλός, αυτός που δεν εμφανίζεται ενώπιον του κοινού και αφήνει το ταλέντο του να φθίνει, να μαραίνεται, να σβήνει; Ο μιμητής, αυτός που αντιγράφει τις ιδέες και τον θάνατο των άλλων; Ο προδότης της οικογένειας; Ο αθεράπευτα ερωτευμένος με τη δυστυχία του; Ο αδυσώπητος επικριτής του εαυτού του; Ο αυτόχειρας που ομολογεί δημόσια την αποτυχία του; Αυτός που παραλύει, όταν αντικρίζει την εικόνα της άπιαστης τελειότητας; Αυτός που εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια, συνειδητοποιώντας ότι ποτέ δεν θα φτάσει στην κορυφή;
Ή μήπως ο αποτυχημένος γεννιέται αποτυχημένος; Μήπως είναι εκ προοιμίου, «ήδη πάντοτε ο αποτυχημένος»; Μήπως περιμένει όλη τη ζωή του, μόνο και μόνο για να επαληθεύσει εκείνο το αρχικό πόρισμα, εκείνη την πρωταρχική ασυνείδητη απόφαση, αναζητώντας το συμβάν, το πρόσωπο, τη συνθήκη που θα επικυρώσει τη ματαιότητα της ύπαρξής του; Μήπως έρχεται μια στιγμή, μια τυχαία φαινομενικά στιγμή, που τον σπρώχνει ξαφνικά στο δωμάτιο τριάντα τρία, στον πρώτο όροφο του Μοτσαρτέουμ, στις τέσσερις το απόγευμα, όταν στο δωμάτιο αυτό παίζει πιάνο ο Γκλεν Γκουλντ; Γιατί πώς θα μπορούσε να ακούσει τον Γκλεν Γκουλντ και να μην κεραυνοβοληθεί; Πώς θα μπορούσε να συνεχίσει την καριέρα του ως δεξιοτέχνης πιανίστας, πώς θα μπορούσε να ονειρεύεται την παραμικρή διάκριση ή καταξίωση όταν έχει δει με τα μάτια του, όταν έχει ακούσει με τ’ αυτιά του, όταν έχει κλονιστεί σύγκορμος από την απαράμιλλη ερμηνεία μιας ιδιοφυΐας;
Ο Έκτορας Λυγίζος αποδεικνύεται μετρ του ειρωνικού ύφους ως αφηγητής, παρασύροντάς μας σε μια συναρπαστική περιπέτεια αυτοσαρκαστικών στροφών, επιταχύνσεων και παύσεων.
Αυτό ακριβώς συνέβη στον Βερτχάιμερ πριν από εικοσιοκτώ χρόνια. «Το 1953, ο Γκλεν Γκουλντ εκμηδένισε τον Βερτχάιμερ», λέει ο αφηγητής του Αποτυχημένου, καθώς στέκεται πνιγμένος στις αναμνήσεις στο φουαγέ ενός βρομερού αυστριακού πανδοχείου, όπου ο φίλος του πέρασε τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του. Τώρα που ο Βερτχάιμερ είναι νεκρός, τώρα που ο Βερτχάιμερ απαγχονίστηκε, ο αφηγητής επιχειρεί μια αναδρομή σε όλα τα σημαδιακά γεγονότα του κοινού βίου τους, από τότε που γνωρίστηκαν ως σπουδαστές στο Ζάλτσμπουργκ –τρεις φιλόδοξοι νεαροί πιανίστες, ο αφηγητής, ο Βερτχάιμερ και ο Γκλεν Γκουλντ– μέχρι σήμερα, που οι δύο τελευταίοι είναι πλέον νεκροί και ο πρώτος αναλογίζεται εμμονικά τα αίτια αποτυχίας του αυτόχειρα, ίσως, όμως, τελικά και της δικής του.
Σκέφτεται, αναλύει, θυμάται, ξετρυπώνει λεπτομέρειες, τα εκατοντάδες ζευγάρια παπούτσια που είχε ο Βερτχάιμερ στην έπαυλή του στη Βιέννη, τα χιλιάδες χαρτάκια που χρησιμοποιούσε όταν έγραφε, την απέχθειά του για τα ταξίδια, την αδιαφορία του για την πατρική περιουσία, την απόλυτη ανημπόρια του να ακολουθήσει την καριέρα που είχε ονειρευτεί, την καταλυτική, σαρωτική επίδραση που άσκησε πάνω του η συνάντηση με τον Γκλεν Γκουλντ· τα σκέφτεται όλα αυτά και μονολογεί, μονολογεί ακατάπαυστα, σχεδόν χωρίς να βάζει ποτέ τελεία στις προτάσεις του, αφήνοντας τη μια λεπτομέρεια και πιάνοντας την άλλη, εξετάζοντας το ένα περιστατικό και πηγαίνοντας στο επόμενο, μόνο και μόνο για να επιστρέψει λίγο αργότερα, στην ίδια λεπτομέρεια, στο ίδιο περιστατικό, να το κοιτάξει από μια διαφορετική γωνία, να φέρει στο φως μια άλλη πλευρά: ατελείωτες παραλλαγές, η υγρασία στους τοίχους, η μισητή Βιέννη, οι ανεπαρκείς δάσκαλοι μουσικής, ο άξαφνος γάμος της αδελφής, οι αναπάντητες επιστολές, το ταξίδι στο Λιντς, το γέλιο του Γκλεν, ο φθόνος, ο ανταγωνισμός, η διαδικασία αλληλοακύρωσης μεταξύ των υποτιθέμενων φίλων, οι πρόβες θανάτου, η πορεία προς την εκμηδένιση...
Πότε άρχισε; Πώς συνεχίστηκε; Ήταν προδιαγεγραμμένη η κατάληξη ή υπήρχε περιθώριο διαφυγής; Ξανά και ξανά: η πιθανότητα που ισοπεδώθηκε, η δυνατότητα που στραγγαλίστηκε, το μέλλον που ακυρώθηκε, όλα είναι ταυτόχρονα το αντίθετό τους, οι άνθρωποι είναι συγχρόνως δυστυχισμένοι κι ευτυχισμένοι, ο Βερτχάιμερ ήταν φίλος μας, αλλά πρακτικά δεν ήταν ποτέ φίλος μας, τίποτα δεν θ’ αλλάξει / τα πάντα θ’ αλλάξουν.
Η απελπισμένη, ψυχαναγκαστική αν όχι παραληρηματική φύση των συλλογισμών του αφηγητή θυμίζει, στην αρχή, το παραλήρημα ενός τρελού, τον δραματικό μονόλογο ενός διαταραγμένου, αν όμως ακούσει κανένας πιο προσεκτικά θα καταλάβει ή, μάλλον, θα διαισθανθεί ότι υπάρχει πάντα κάτι που δεν φανερώνεται, κάτι που κρύβεται στο μεταίχμιο μεταξύ ειρωνείας και σοβαρότητας, ένα νόημα που αναβάλλεται, και ότι αυτός ο λεκτικός χείμαρρος, μέσα από την υπερβολή των νοημάτων και την ακρότητα των συντακτικών σχημάτων του, μέσα από την πληθώρα των παρεκκλίσεων και την πυκνότητα των περιδινίσεών του, δεν ενσαρκώνει παρά την ψυχική και γλωσική αντίσταση σε μια αλήθεια που δεν αντιμετωπίζεται, σε μια αλήθεια τρομακτική, σε μια αλήθεια που παραμένει ανείπωτη, μετέωρη, όπως ακριβώς και το τέλος του μυθιστορήματος, που φυσικά δεν είναι τέλος αλλά άνω τελεία.
Και είναι από αυτή την αέναη άνω τελεία που αρχίζει η παράσταση του Έκτορα Λυγίζου, με τον ίδιο ημιεγκλωβισμένο στην περιστρεφόμενη πόρτα του επαρχιακού πανδοχείου –έτσι όπως τον αναπαριστούν με έναν υπεκφεύγοντα, neo-vintage ρεαλισμό η ευφυής σκηνογραφία της Μυρτώς Λάμπρου, οι καίριες ενδυματολογικές επιλογές της Άλκηστης Μάμαλη και ο «χλωμός», νοσταλγικός φωτισμός του Δημήτρη Κασιμάτη–, να εισέρχεται και να εξέρχεται ταυτόχρονα, αναποφάσιστος, απορροφημένος· έκανε καλά ή δεν έκανε που σταμάτησε εδώ, μήπως έπρεπε να επιστρέψει απευθείας στη Βιέννη, βήματα διστακτικά προς τη ρεσεψιόν, πόσα ατελείωτα λεπτά της ώρας μέχρι να φτάσει στη ρεσεψιόν, να ακουμπήσει κάτω τη βαλίτσα ή όχι ακόμη, να πατήσει το κουδούνι να καλέσει την ξενοδόχα, τον άκουσε ή όχι, να το ξαναπατήσει;
Στο μεσοδιάστημα ένας χείμαρρος από αναμνήσεις και ισχυρισμούς και παράδοξα έχει πλημμυρίσει τον εγκέφαλό του, έχει αποσυντονίσει τις κινήσεις του, αλλά ενόσω συμβαίνει αυτό, η δραστηριότητα αυξάνεται στο πανδοχείο, οι νεκροί εμφανίζονται, παίρνουν τις θέσεις τους, ο Γκλεν στο παλιό πιάνο (ήταν πάντα ήδη εκεί), ο Βερτχάιμερ στο πρώτο booth της τραπεζαρίας, ακόμη και η αλλοπαρμένη, ρυπαρή ξενοδόχα έρχεται κι αυτή να εξυπηρετήσει τον απρόσμενο επισκέπτη, τώρα όλοι μαζί επιδίδονται σε πάσης φύσεως χορωδιακές περιπτύξεις, ο ένας συμπληρώνει τον άλλο, φράσεις και νοήματα που μοιράζονται στα δύο ή στα τρία, μικροί μονόλογοι μέσα στον μεγάλο μονόλογο, μια πολυεπίπεδη παρτιτούρα που υπηρετείται λεκτικά και σωματικά με υπέρτατη ακρίβεια από τους ηθοποιούς, με κεκαλυμμένη χάρη, με ελαφράδα, συνθέτοντας ένα εύπλαστο τοπίο ήχων, μελωδιών, φωνών, χειρονομιών, που μεταδίδουν αβίαστα τη συνειρμική μανία του αφηγητή, τον νοητικό και ψυχικό στροβιλισμό του, αλλά και την αίσθηση των πολλαπλών εαυτών, των παραλλαγών σε ένα μοτίβο, όπως το συναποτελούν υπογείως (είτε είναι «αποτυχημένοι» είτε άκρως «επιτυχημένοι») οι τρεις ήρωες-εραστές της μουσικής, της μοναξιάς και της υπέρβασης.
«Είναι συγχρόνως το πιο βαρύ κείμενο του κόσμου αλλά και το πιο ελαφρύ», σχολιάζει εύστοχα ο σκηνοθέτης το μυθιστόρημα του Μπέρνχαρντ στο πρόγραμμα της παράστασης. Ενώ, όμως, η ανάλαφρη, σκωπτική διάσταση του Αποτυχημένου αποδίδεται άψογα σε όλο το μεγαλείο της, είναι η άλλη, η πιο σκοτεινή πλευρά του, που διερευνάται λιγότερο και παραμελείται. Κι αυτό καθίσταται ιδιαιτέρως αισθητό όταν, λίγο πριν από το τέλος, ακούμε την περιγραφή των τελευταίων ημερών του Βαρτχάιμερ στο κυνηγετικό περίπτερο, όπου έπαιζε λυσσαλέα Μπαχ στο ξεχαρβαλωμένο πιάνο του, τρέποντας τους καλεσμένους σε άτακτη φυγή (μόνο και μόνο για να τους ξανακάνει το ίδιο μόλις επέστρεφαν). Η συγκίνηση που αναβλύζει από τη συναρμογή μουσικής, λόγου και ερμηνείας εκείνη τη στιγμή της παράστασης λειτουργεί λυτρωτικά από τη μία, από την άλλη αποκαλύπτει φευγαλέα το ράγισμα που καραδοκεί, την άβυσσο που παραμονεύει και που τόση ώρα κρατιόταν σε απόσταση ασφαλείας χάρη στην περιπαικτική διάθεση του αφηγητή και στα «φαρσικά» ή κωμικά στοιχεία της σκηνικής δράσης.
Ο Έκτορας Λυγίζος αποδεικνύεται μετρ του ειρωνικού ύφους ως αφηγητής, παρασύροντάς μας σε μια συναρπαστική περιπέτεια αυτοσαρκαστικών στροφών, επιταχύνσεων και παύσεων. Ο τρόπος ομιλίας του, δε, θυμίζει τόσο έντονα τον Λευτέρη Βογιατζή, ώστε αισθανόμαστε πράγματι ότι ξύπνησαν οι νεκροί.
Ο Γιάννης Νιάρρος πλάθει έναν cool και ελαφρώς σνομπ Γκουλντ, επιλέγοντας σοφά μια «επιφανειακή» αναπαράσταση του μυθικού καλλιτέχνη, η οποία διατηρεί γαργαλιστικά την αδιαπέραστη αινιγματικότητά του. Εκκινώντας από διάθεση ευφρόσυνης παρωδίας, ο Άρης Μπαλής συρρικνώνει τελικά τον Βερτχάιμερ σε μια τυποποιημένη και ανέμπνευστη περσόνα –αυτή του χαριτωμένου, μελό «γκρινιάρη» νάρκισσου–, επιλογή που αφήνει ελάχιστα περιθώρια στη φαντασία μας σχετικά με τούτον τον «αποτυχημένο».
Η Αμαλία Μουτούση, τέλος, ως άξεστη και σέξι ξενοδόχα με βαθύ ντεκολτέ και λογοδιάρροια, αποκαλύπτει μια αναπάντεχη, δαιμόνια κωμική πλευρά της που χαρίζει άκρατη απόλαυση στον θεατή.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.