Τι πιο ταιριαστό κινηματογραφικό ντεμπούτο για έναν γνήσιο Λευκαδίτη από το ρόλο του Επτανήσιου αστυνομικού Φάντε στη Βαβυλωνία του 1970, τη μεταφορά του έργου του Δημητρίου Βυζαντίου- μοναδική ευκαιρία της ανάδειξης του σπάνιου υποκριτικού και μουσικού ταλέντου του Ηλία Λογοθέτη.
Είχε προηγηθεί η μακρά του θητεία στο Θέατρο Τέχνης, στο οποίο μπήκε κυριολεκτικά εν μια νυκτί, προσπερνώντας τις εξετάσεις και χωρίς ουσιαστικά να φοιτήσει, γιατί απήγγειλε δυο σονέτα και άφησε άφωνη την επιτροπή. Την ιδιαίτερη πατρίδα του τη θεωρούσε μάνα που τον γέννησε και μητριά που τον παράτησε, ή, αν το δούμε αλλιώς, τον άφησε ελεύθερο να πάρει τον δρόμο του (αν έμενε εκεί, μάλλον θα γινόταν κουκουτσάς, ή θα πουλούσε παγούρια, όπως είχε δηλώσει).
Οι σπουδές στην Πάντειο δεν τον συγκίνησαν, κι όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ούτε και το θέατρο, όσο οι τρεις μεγάλες του αγάπες, τα μαθηματικά, ο έρωτας και η όπερα. Τα δυο πρώτα παρέμειναν στην καρδιά του, το τρίτο έγινε απωθημένο που δεν ήθελε να σκαλίζει. Τον χώρο που τον έκανε γνωστό και υπηρέτησε για πάνω από μισό αιώνα ανέκαθεν τον θεωρούσε ένα μοναχικό βάσανο, και με την τάση για ερημιτισμό, κατάφερε να περιφρουρήσει τη θεατρική ταλαιπωρία για να μην καταντήσει αγυρτεία, ενδεχομένως εννοώντας την ευκολία και τον ευτελισμό.
Μπορεί ο Ηλίας Λογοθέτης να αισθανόταν συχνά μετέωρος σε μια no man’s land, αλλά στην τελευταία φάση της καριέρας του βρήκε το ιδανικό καταφύγιο στις λέξεις, τις ανάσες και τον ρυθμό του Γεωργίου Βιζυηνού.
Το πέτυχε θριαμβευτικά, με τέτοια άνεση επί σκηνής που καμιά φορά απορούσες για το αν προσπαθούσε πραγματικά ή του προέκυπτε φυσικά- εννοείται πως με κόπο και σπουδή δούλευε κάθε ρόλο, όντας μεγάλος θιασώτης των προβών και της καλλιτεχνικής ζύμωσης. Ένας άνθρωπος με θεόσταλτη αντίληψη των έργων και των χαρακτήρων που αναλάμβανε αποδείχθηκε ένας από τους λιγότερο σνομπ εργάτες στο διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο που διέσχισε από τη δεκαετία του 60 ως τις μέρες μας.
Θαύμαζε τους γίγαντες του ελληνικού θεάτρου και του παλιού εγχώριου σινεμά, κι όχι μόνο τους προφανείς και προβεβλημένους, αλλά τον Αλέκο Λειβαδίτη, τον Κούλη Στολίγκα, τον Χατζηχρήστο και τον Μπουρνέλη. Με τους περισσότερους πρόλαβε να συνεργαστεί, τους τιμούσε, τους σεβόταν, χάζευε την τεχνική τους και μνημόνευε πάντα την έμπρακτη και πνευματική γενναιοδωρία τους. Αν και πίστευε πως δεν έκανε αρκετό, ή σπουδαίο σινεμά, έπαιξε δίπλα στον Θανάση Βέγγο, σε φαρσοκωμωδίες και μπαλαφάρες, στα Παιδιά της Χελιδόνας, όπου και τιμήθηκε για δεύτερη φορά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αν και δεν πίστευε στην ουσιαστική εγκυρότητα των βραβείων, σε ταινίες του Περράκη, του Ινδαρέ, του Μπουλμέτη, του Λυκουρέση και του Πανουσόπουλου στο Τοπίο στην Ομίχλη και το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού του φίλου του και «μοναχικού δημιουργού» Θόδωρου Αγγελόπουλου, με τον οποίο δεν το έφερε η μοίρα να συνεργαστούν στο φιλμ που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Κι ενώ έπαιξε σε πάρα πολλές σειρές, κλέβοντας την παράσταση πολύ πρόσφατα στον τελευταίο κύκλο του Έτερος Εγώ του Σωτήρη Τσαφούλια, στο θέατρο άφησε αληθινά την σφραγίδα του, παίζοντας σχεδόν τα πάντα, από αρχαίο δράμα και κωμωδία μέχρι επιθεωρήσεις και μιούζικαλ. Το διαπεραστικό γαλανό βλέμμα και οι αξέχαστες παύσεις που ξαναγεννούσαν τα κείμενα και έδιναν γόνιμο χώρο για ανατροπές και εκρήξεις δεν άφησαν ασυγκίνητο ούτε και τον Χάρολντ Πίντερ, όταν ο Νομπελίστας συγγραφέας παρακολούθησε τον Σπούνερ που έπλασε στη Νεκρή Ζώνη και τον συνεχάρη δυο φορές στο φινάλε, διερωτώμενος πώς, αν και «μεσόγειος» συνέλαβε συναισθηματικά τον καθαρά βρετανικό τύπο του φλύαρου καλεσμένου σε μια ατελείωτη βραδιά μέθης, υποτιθέμενης ποίησης και διαρκούς αυταπάτης.
Μπορεί ο Ηλίας Λογοθέτης να αισθανόταν συχνά μετέωρος σε μια no man’s land, αλλά στην τελευταία φάση της καριέρας του βρήκε το ιδανικό καταφύγιο στις λέξεις, τις ανάσες και τον ρυθμό του Γεωργίου Βιζυηνού. Πρώτα στο Μόνον της Ζωής του Ταξίδιον, την υπέροχη ταινία του Λάκη Παπαστάθη και κυρίως στο Αμάρτημα της Μητρός μου, που ανέβηκε επί σειρά ετών, κάτω από την επιμέλεια της συζύγου του, ηθοποιού και σκηνοθέτιδος Μαρίας Ζαχαρή. Κατοικώντας εντός του Βιζυηνού, και μετά τον Κουν, τον Πίντερ και τον Γιάννη Χρήστου, (η φιλία τους τον συνέδεσε με το στέρεο σύμπαν των αριθμών και το μυστήριο της μεταφυσικής), βρήκε έναν σταθμό που τον γέμισε, στην ανάπαυλα των διαβασμάτων του και των αδιάκοπων συναντήσεών του με κείμενα, μεταφράσεις, παραστάσεις και ποιήματα.
Λόγιος και αιθέριος, ο σπουδαίος ερμηνευτής Ηλίας Λογοθέτης έφυγε από τη ζωή στα 84 του χρόνια.