Στο κέντρο, ένα ξύλινο παράπηγμα από εκείνα τα αυτοσχέδια μπαράκια που έβλεπες παλιότερα σε απομονωμένες παραλίες, πριν γίνουν όλα αστραφτερά και μοδάτα beach bars. Στη δεξιά του πλευρά είναι γραμμένο «Διατηρείτε τη θάλασσα και την ψυχή σας καθαρές». Πιο πέρα ένα στρογγυλό σκάμμα-δείγμα πλαζ με φυτεμένα στην άμμο τουριστικά σουβενίρ με αρχαιοελληνικά μοτίβα. Γύρω-γύρω ξεραμένες από την υπερβολική ζέστη καλαμιές.
Όταν ανοίγει το παράθυρο του μικρού παραπήγματος αποκαλύπτεται ένα ολόκληρο νοικοκυριό με εικονίσματα και διάφορα συμπράγκαλα. Εμφανίζεται μια νέα γυναίκα ντυμένη ελαφριά με ένα t-shirt που γράφει «I had a strange dream last night». Ακριβώς μπροστά της, αλλά έξω από το παράπηγμα, δύο άντρες στρώνονται για να παίξουν τάβλι σε ένα τραπεζάκι σκεπασμένο με πλαστικό διάφανο τραπεζομάντιλο με λεμόνια.
Είναι κατακαλόκαιρο με 48°C κάπου έξω από την Αθήνα· η μέρα ξεκινάει με αγαπημένο μουσικό πρόγραμμα. Ο ένας από τους δύο άντρες σηκώνεται και μας μιλάει ως δημοφιλής παραγωγός που βάζει τραγούδια – μελωδίες που ενώνουν όλη την πόλη και τις παραλίες σε μια χαλαρή, λαμπερή και αγαπημένη ατμόσφαιρα. Λέει χαρακτηριστικά: «Ο τόπος είναι τόσο φωτεινός που του συγχωρείς τα πάντα».
Ο «Καύσωνας» μιλάει για τον μύθο του ελληνικού καλοκαιριού, για ένα «εθνικό» brand κατά το οποίο οι πάντες προφανώς κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να (ανα)δείξουμε τον καλύτερό μας εαυτό, να νοικοκυρέψουμε οποιαδήποτε κακοτεχνία, να αποθεώσουμε την παραδοσιακή φιλοξενία. Τι κρύβουμε όμως;
Για λίγο περισσότερο από μία ώρα, όσο διαρκεί η παράσταση «Καύσωνας» στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, έρχονται, φεύγουν και μιλάνε πότε μεταξύ τους και πότε –συχνότερα είναι αλήθεια– στο κοινό. Νέοι άντρες και νέες γυναίκες λένε όλα όσα σκέφτονται σχετικά με τη ζέστη, τον ουρανό, τη θάλασσα και τον τόπο, έναν τόπο «ευλογημένο», όπως λέει ο ραδιοφωνικός παραγωγός. Αλλά πόσο πραγματικά ευλογημένος είναι, αφού μας αρέσει να τον αμφισβητούμε;
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Παναγόπουλος, που βασίστηκε σε διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου, εξηγεί: «Είμαστε μια γενιά μουδιασμένη. Έχουμε βρεθεί σε μια μεταβατική φάση και παρατηρούμε τα πράγματα με αμηχανία. Η τέχνη μας το εκφράζει αυτό και όλοι προσπαθούμε να αντιληφθούμε πού πηγαίνουμε. Αυτό με έχει απασχολήσει πολύ τα τελευταία χρόνια, όπως και άλλους σκηνοθέτες της γενιάς μου. Γεννημένος το 1983, ανήκω στους millennials, σε μια γενιά που βλέπει να είναι σε πιο δυσμενή κατάσταση από την προηγούμενη, τουλάχιστον οικονομικά. Αυτό διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα, η οποία, λόγω των φοβερών πληθυσμιακών μετακινήσεων, δεν έχει πια καθαρά εθνικά χαρακτηριστικά.
Βασικό χαρακτηριστικό της εποχής, οι προσδοκίες που μας είχαν καλλιεργήσει οι προηγούμενοι και η ανατροπή που συνέβη στο μεταξύ. Εμείς είχαμε όνειρα και στόχους και πρέπει ξαφνικά να προσγειωθούμε σε μια πραγματικότητα που δεν περιμέναμε ότι θα αλλάξει. Ίσως να χρειάζεται να γίνουν μικρά βήματα, να αφουγκραζόμαστε τι μας συμβαίνει τώρα. Έτσι, αυτή την παράσταση τη βλέπω περισσότερο ως μια συγχώρεση για να μαλακώσει το μέσα μου σε σχέση με τις προσδοκίες που είχα παλιά».
Ο «Καύσωνας» μιλάει για τον μύθο του ελληνικού καλοκαιριού, για ένα «εθνικό» brand κατά το οποίο οι πάντες προφανώς κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να (ανα)δείξουμε τον καλύτερό μας εαυτό, να νοικοκυρέψουμε οποιαδήποτε κακοτεχνία, να αποθεώσουμε την παραδοσιακή φιλοξενία. Τι κρύβουμε όμως; Ποια είναι η Ελλάδα τού σήμερα; Πόση εμπιστοσύνη μπορούμε να έχουμε σε πατροπαράδοτες αξίες και αρχαία μεγαλεία;
Προφανώς η παράσταση δεν δίνει απαντήσεις αλλά παραθέτει εικόνες και αποσπασματικές αφηγήσεις χαρακτηριστικών συμπεριφορών ντόπιων, τουριστών και σύγχρονων νομάδων, των αποκαλούμενων expats. Ο Γιάννης Παναγόπουλος συμπληρώνει: «Με αφορμή το ελληνικό καλοκαίρι μιλάμε για την πραγματικότητά μας. Προσπαθούμε να την αφουγκραστούμε, να την κατανοήσουμε και ίσως να τη συμπαθήσουμε. Άλλωστε, προσωπικά, ωριμάζοντας έχω πάψει να στέκομαι απέναντι, προσπαθώ να κατανοώ τα πράγματα».
Βασισμένος στα βιβλία «Δέρμα», κυρίως, και «Μπλε υγρό», με αφορμή το οποίο έχει δουλέψει και σε προηγούμενη παράσταση, δημιούργησε αυτήν τη θεματική ομπρέλα και μέσα από ένα συγκεκριμένο φίλτρο προσπαθεί να διερευνήσει από τι αποτελείται αυτή η μεταβατική φάση από τα ’90s, από τα οποία και ο ίδιος έχει αναμνήσεις ως ο μεγαλύτερος ηλικιακά της ομάδας του, μέχρι το 2020. Μιλά για το όνειρο ή τον εφιάλτη του Greek summer. Δεν είναι τυχαίο ότι ξεκινάει με μία από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του έργου, μια Αμερικανίδα που όλα τα βρίσκει υπέροχα και είναι έτοιμη να τα εξαγοράσει.
Η συγγραφέας Βίβιαν Στεργίου, η οποία συμμετείχε στη διασκευή των κειμένων της και στο δραματουργικό αποτέλεσμα, στο οποίο μέσα από αυτοσχεδιασμούς συνέβαλαν και οι ηθοποιοί, εξηγεί: «Το “Δέρμα”, στο οποίο βασίστηκε κυρίως αυτήν τη φορά ο Γιάννης, διαδραματίζεται σε διαφορετικές πόλεις και χώρες, αλλά εμείς εστιάσαμε στην Αθήνα. Εν τέλει, αναδείξαμε μόλις το 2% των θεμάτων που θίγονται σε αυτό.
Υπάρχει λ.χ. μια ώριμη συσχέτιση με την οικογένεια γιατί καθώς μεγαλώνεις και αρχίζεις να καταλαβαίνεις λίγο τα πράγματα, π.χ. τη φροντίδα της μητέρας και της γιαγιάς, αντιλαμβάνεσαι τι έκαναν οι προηγούμενες γενιές για σένα. Δηλαδή ότι όσο ωριμάζεις συνδέεσαι μέσα από το σώμα με την ενοχή και τη φροντίδα που σου έχουν δώσει. Όσον αφορά τη σύγχρονη ζωή, μπορεί να είσαι ένας πλούσιος expat και να ζεις στην Αμερική ή στην Ευρώπη και να σου φαίνεται πολύ φτηνή η Αθήνα, αυτό όμως δεν ισχύει για όλους».
Σε μια κορύφωση της παράστασης ένας Έλληνας από αυτούς που καβαλάνε το καλάμι της προσωπικής τους επιτυχίας δίνει οδηγίες στους συμπατριώτες του για το πώς να πλουτίσουν. Η Βίβιαν λέει: «Στο διήγημα μου “Ο Μέγας Αλέξανδρος στο Λονδίνο” εμφανίζεται ένας Έλληνας που μισεί την πατρίδα του, αλλά ταυτόχρονα έχει άποψη για το τι πρέπει να κάνουμε για να προοδεύσουμε και να μην είμαστε κολλημένοι. Είναι ο κλασικός Έλληνας που νιώθει ότι τα έχει καταφέρει και έχει την πεποίθηση, με κάποια δόση ξιπασιάς, ότι πρέπει να τα ξεπουλήσουμε όλα. Aυτή είναι μια θεματική που υποβόσκει διαρκώς, με αυτήν ξεκινάει η παράσταση.
Ο Γιάννης ήθελε πολύ να εστιάσει σε αυτήν τη διάσταση. Γενικότερα, καθώς δεν υπάρχει πολύς διάλογος, κυριαρχούν οι μονόλογοι γιατί όλοι οι χαρακτήρες είναι ατομικότητες ριγμένες σε αυτή την κατάσταση. Δεν υπάρχει ούτε σωματική ούτε λεκτική επικοινωνία, είναι μονάδες. Γι’ αυτό η αφήγηση είναι σπασμένη – συνεχώς σπάει και υπονομεύεται από άλλα στοιχεία. Ενώ παρακολουθείς τον διάλογο συμβαίνουν ταυτόχρονα άπειρα άλλα πράγματα στη σκηνή. Ουσιαστικά βλέπουμε πώς ο Γιάννης διάβασε τη δική μου αποσπασματική αφήγηση.
Εν τέλει όλα τα στοιχεία ενημερώνουν το ένα το άλλο. Βέβαια, σε αυτήν τη μορφή θεάτρου τα στοιχεία υποτάσσονται σε αυτό που θέλει να πει ο σκηνοθέτης κι έτσι όλοι προσαρμοστήκαμε σε μια κοινή γραμμή ώστε να έχουμε ένα συνεκτικό αποτέλεσμα. Κάτι που επίσης βγαίνει πολύ στην παράσταση είναι το ηδονοβλεπτικό στοιχείο, το ότι παρακολουθείς τους άλλους. Για μένα είναι πολύ σημαντικό το ότι παρατηρείς και καταγράφεις».
Εικόνες που σε στοιχειώνουν: μια «χορογραφία» αισθησιασμού με όλους τους ερμηνευτές μέσα σε ένα στενό δωμάτιο, που δεν ολοκληρώνεται ποτέ ερωτικά, καθώς κανένας δεν αγγίζει κανέναν, μια αλλόκοτη ανδρόγυνη μορφή ηλικιωμένου ανθρώπου που διασχίζει τον χώρο, ένας επιτάφιος που ξαφνικά εγκαθίσταται στο κέντρο της σκηνής, ένα βίντεο που προβάλλει εικόνες ενός μικρού κοριτσιού με την οικογένειά του σε παραθαλάσσια κατοικία και στη συνέχεια τον λυρικό του μονόλογο ως ενήλικης πια γυναίκας για το νόημα της ζωής, ένα ηλιοβασίλεμα από το παρελθόν, λαμπιόνια, εορταστικά σημαιάκια.
Με ένα διονυσιακό φινάλε με στοιχεία από την παγανιστική παράδοση και ένα αλογάκι της Παναγίας κλείνει αυτός ο αφιερωματικού χαρακτήρα χαιρετισμός στο ελληνικό καλοκαίρι της νιότης και του αβέβαιου αύριο.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Καύσωνας» εδώ