Οι πρώτες μέρες για μένα, όπως και για όλους μας, ήταν μια πολύ γερή ανατροπή. Καταρχάς εγώ ανήκω στην ομάδα των ανθρώπων που έχασαν τη δουλειά τους. Όλοι οι παραστατικοί καλλιτέχνες, όπως και οι άνθρωποι της εστίασης και πολύς άλλος κόσμος, χάσαμε τη δουλειά μας. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να σου πω ότι ορθώς έγινε (το κλείσιμο των θεάτρων), και μπορεί να καθυστέρησε και καναδυό μέρες, αλλά έγινε ορθότατα.
Από κει και πέρα, εκτός από τις πρώτες μέρες που ήταν μέρες προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα και ανάλωσης στις πληροφορίες, στα δίκτυα, στις ειδήσεις και σε όλο αυτό τον χαμό, έβαλα ένα φρένο, ένα τέρμα, και μπήκα σε ρυθμό εργασίας. Διέκοψα κοινωνικά δίκτυα, διέκοψα οποιαδήποτε επαφή με ειδήσεις και τη δική μου συμμετοχή σε οτιδήποτε, και στρώθηκα στη δουλειά.
Βάσει προγράμματος, έχουμε να κάνουμε μια παράσταση στο Παλλάς, το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή. Με μία έννοια μου δίνεται πολύς περισσότερος χρόνος και πολύ νωρίτερα για να εργαστώ πάνω σε αυτό, χωρίς βεβαίως να ξέρουμε αν η παράσταση θα πραγματοποιηθεί, αν το θέατρο θα ξαναμπεί σε λειτουργία και πότε, αλλά δεν έχω και κάτι άλλο να κάνω, οπότε κάνω αυτό. Όλη την ημέρα δουλεύω πάνω σε αυτό, μαζί με τους συνεργάτες μου. Θα γίνει νέα διασκευή και τη φτιάχνουμε τώρα.
Έχει ενδιαφέρον το συγκεκριμένο (κείμενο) γιατί, παρουσιάζοντας την κοινωνία της Ελλάδας χονδρικά από το '20 μέχρι το '50, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι σ' αυτήν τη χώρα οι προηγούμενες γενιές από εμάς, οι παππούδες και οι προπαππούδες έχουν περάσει πράγματα τρομερά: Βαλκανικούς πολέμους, Μικρασιατικές καταστροφές, Α' Παγκόσμιο, Β' Παγκόσμιο, εμφυλίους, μια σειρά από δυσκολίες στις οποίες και τα άτομα και οι κοινότητες και ολόκληρη η κοινωνία ξαναστάθηκαν όρθιοι. Και μάλιστα έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί ενώ γίνονται τρομερά πράγματα στον περίγυρο τον πολιτικό της εποχής του «Στεφανιού», ταυτόχρονα οι άνθρωποι έχουν τα δικά τους προβλήματα, τις δικές τους καθημερινές ασχολίες. Δεν είναι δηλαδή το σύνολο της ενασχόλησής τους οικουμενικό και κοινωνικό.
Τώρα λοιπόν που κάτι μας βάζει, όχι μόνο όλους τους Έλληνες αλλά και όλους τους πολίτες του πλανήτη, κάτω από την ίδια σκεπή του ίδιου προβλήματος, ίσως για πρώτη φορά τόσο δυναμικά και τόσο σαφώς, είναι ίσως μια καλή ευκαιρία να συναισθανθούμε ότι αυτό που ζούμε είναι ίσως το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε, αλλά δεν είναι το τέλος του κόσμου.
Τώρα λοιπόν που κάτι μας βάζει, όχι μόνο όλους τους Έλληνες αλλά και όλους τους πολίτες του πλανήτη, κάτω από την ίδια σκεπή του ίδιου προβλήματος, ίσως για πρώτη φορά τόσο δυναμικά και τόσο σαφώς, είναι ίσως μια καλή ευκαιρία να συναισθανθούμε ότι αυτό που ζούμε είναι ίσως το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε, αλλά δεν είναι το τέλος του κόσμου.
Φυσικά και δεν είναι το τέλος του θεάτρου, όπως η βιντεοκασέτα δεν ήταν το τέλος του σινεμά – ακόμα και το Netflix δεν είναι το τέλος του σινεμά. Δεν τελειώνει ούτε το θέατρο ούτε η ζωή του ανθρώπου τόσο εύκολα, αν δεν καταστραφούμε ολότελα από κάτι άλλο. Το θέατρο θα προχωρήσει, όταν έρθει η ώρα, με τους τρόπους και τα μέσα που μπορεί.
Αντιλαμβάνομαι και παρατηρώ με μεγάλη μου χαρά τις προσπάθειες που γίνονται και διεθνώς (με την παρουσίαση βιντεοσκοπημένων παραστάσεων), αλλά και στην Ελλάδα, αυτό το πράγμα που νομίζω ότι εδώ το ξεκίνησε ο Αργύρης Ξάφης με τρομερό δυναμισμό. Θα ήθελα κι εγώ να το κάνω, αν είχα εύκολη πρόσβαση στις παραστάσεις που έχω κάνει. Το θέατρο όμως εκ των πραγμάτων περιλαμβάνει θεατή και ηθοποιό την ίδια στιγμή στον ίδιο χώρο, ως ζωντανή τέχνη. Ενώ μπορεί να μεταδώσει κάποια στοιχεία από την αισθητική και τη φόρμα του, μέσω κάμερας, σε έναν απομακρυσμένο θεατή, επί της ουσίας αυτό δεν λειτουργεί, κατά τη γνώμη μου. Οι θεατρικές παραστάσεις δεν έχουν οριστική μορφή, έχουν μια οριστική συμφωνία μεταξύ των συντελεστών, αλλά απαιτούν την παρουσία των θεατών την ίδια στιγμή στον ίδιο χώρο για να μπορούν να λειτουργούν πραγματικά.
Είχα γράψει ένα post ακριβώς την ημέρα που ανακοινώθηκε το κλείσιμο των θεάτρων, μία ώρα πριν, θέτοντας μια ερώτηση κυρίως προς τους συναδέλφους και συντελεστές των θεάτρων, σε σχέση με το αν αυτό που κάνουμε είναι το ηρωικό και το σωστό ή μήπως όχι. Εγώ πίστευα ότι έπρεπε ήδη να έχουμε κλείσει. Οι άνθρωποι του θεάτρου έχουν όμως μια πολύ ωραία και ευγενική επιθυμία να παραμένουν λειτουργικοί και τα θέατρα να μη σταματούν, ακόμα και στις χειρότερες των περιστάσεων. Εκεί λοιπόν ανέφερα τη μία περίπτωση που μου έρχεται εύκολα στο μυαλό, το βομβαρδιζόμενο Λονδίνο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου τα θέατρα έπαιζαν. Αντιστοίχως τα θέατρα δεν σταμάτησαν ούτε εδώ, στην Κατοχή, δεν σταμάτησαν ποτέ, όπως δεν σταμάτησε η ζωή, ούτε τα πάρτι, όλες οι κοινωνικές χαρές των ανθρώπων. Η διαφορά ποια είναι; Ότι εδώ, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό που ζούμε, είναι ίσως η πρώτη φορά που τα θέατρα πρέπει να σταματήσουν. Υποθέτω ότι στις αντίστοιχες πανδημίες του 1918 ή στη βουβωνική πανώλη, ενώ οι άνθρωποι δεν γνώριζαν για τα μικρόβια και τους ιούς, είχαν καταφέρει να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι η εγγύτητα και η συνάθροιση διογκώνει το πρόβλημα, οπότε φαντάζομαι ότι σε εκείνες τις περιόδους πάλι θα υπήρχαν θέατρα κλειστά.
Θα ξανανοίξουν τα θέατρα. Θέλω να πιστεύω ότι στη χώρα μας, όπου μοιάζει να κινούμαστε με βραδύτερους ρυθμούς και άρα σωστότερους –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτό θα είναι το τέλος της όλης ιστορίας–, θα μπορέσουμε να χαρούμε τον ήλιο σε ένα ύστερο καλοκαίρι. Θα ξαναρχίσει η ζωή. Δεν είναι το τέλος του κόσμου.
Αύριο στο LIFO.gr διαβάστε τις σκέψεις της Λένας Κιτσοπούλου.
σχόλια