Έχουμε φτάσει στο θέατρο Κιβωτός, στην τρίτη μόλις παράσταση, και το θέατρο είναι γεμάτο. Οι «Παίχτες» του Γκόγκολ που σκηνοθετεί ο 32χρονος Γιώργος Κουτλής «δουλεύουν» από στόμα σε στόμα και ήδη όλοι έχουν να λένε για τη δαιμονική ενέργεια των ηθοποιών στη σκηνή.
Ο Γιώργος είναι παιδί μιας γενιάς καλλιτεχνών που έρχονται με μεγάλη φόρα και όταν συναντιόμαστε στο θέατρο λίγες μέρες μετά δεν μπορώ παρά να ξεκινήσω από την αυτονόητη απορία μου, πώς συνέβη και τον ακούσαμε για ένα έργο που σκηνοθέτησε, έκανε ελάχιστες παραστάσεις και κατέβηκε λόγω του lockdown που σφράγισε τα θέατρα για πολλούς μήνες.
— Λοιπόν Γιώργο, εσένα σε ακούσαμε ‒μας έλεγαν να δείτε αυτή την παράσταση του Κουτλή στην Πειραματική‒ πριν προλάβουμε να δούμε την παράστασή σου. Δηλαδή, αν το σκεφτείς, είναι κάπως παράξενο, έγινες γνωστός για μια παράσταση που παίχτηκε πόσο; Πόσοι την είδαν;
Το έργο έκανε δεκατρείς παραστάσεις και δύο γενικές στην πρώην Πειραματική που εκείνη την περίοδο λεγόταν, νομίζω, «Ερευνητική». Ήμουν μια επιλογή του Τσινικόρη και του Αζά, έπεσα πάνω στην αλλαγή διεύθυνσης, ήμασταν στα τελευταία σχέδια της Πειραματικής.
Δεν έχω ιδέα πώς συνέβη αυτό, δουλέψαμε τότε με ανθρώπους που είχαν πολλή αγάπη και πάθος και τα καλά πράγματα μαθαίνονται από στόμα σε στόμα. Υπήρχαν άνθρωποι που δούλευαν χρόνια στον χώρο, ο Μπερικόπουλος, η Σαουλίδου, ο Μαλκότσης, και όταν δουλεύεις καλά μαζί τους και περνούν κι εκείνοι καλά, το λένε. Είναι ένα έργο που μου έδωσε πολλές ευκαιρίες. Δυστυχώς, το είδαν τετρακόσιοι άνθρωποι και έχω ακόμα άχτι ότι κάπου πρέπει να ξαναπαιχτεί αυτή η παράσταση.
Ένα κλασικό έργο είναι σαν ένα χωράφι στο οποίο έχουν σκάψει πάρα πολλοί. Όπως λένε οι αγρότες, ή πρέπει να το αφήσεις για αγρανάπαυση ή πρέπει να φέρεις από αλλού χώμα για να μπλεχτεί. Μόνο έτσι είναι γόνιμο. Αυτό συνέβη. Το επόμενο έργο που θα κάνω είναι ένα σύγχρονο ελληνικό έργο ‒ αυτό το συστήνεις, δεν το πειράζεις σχεδόν καθόλου. Εδώ κάνουμε Γκόγκολ στο 80%. Αν έχουν καταφέρει τα παιδιά να ακούγεται σαν να είναι σημερινό έργο, αυτό είναι το κέρδος μας.
— Ήταν ένα ρωσικό έργο, όπως και τώρα, οι «Παίχτες», και αναπόφευκτα θα σε ρωτήσω για τη σχέση σου με τη Ρωσία και τα ρωσικά έργα.
Η σχέση με τη Ρωσία ξεκινά από τη σχέση μου με το θέατρο, δηλαδή θα πάμε σε μια άλλη ιστορία.
— Ας την πάρουμε από την αρχή λοιπόν.
Στο σχολείο που πήγαινα είχαμε μια ενεργή θεατρική ομάδα στην οποία συμμετείχα, μετά πήγα στη Νομική, ήμουν και σε ερασιτεχνικές ομάδες, έκανα και κάποιο μάθημα στο Θέατρο των Αλλαγών, ψαχνόμουνα. Περνούσα καλά με το θέατρο, αλλά το είχα ως χόμπι.
— Το σπίτι σου σε υποστήριζε;
Ο πατέρας μου είναι δικηγόρος, η μητέρα μου νευρολόγος. Την καλλιτεχνική ανησυχία τη στήριζαν, αλλά δεν είχαν καταλάβει ακόμα ότι θα το κυνηγήσω. Οπότε, στο τρίτο έτος της Νομικής έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Ωδείο Αθηνών.
Ο πατέρας μου μού είπε: «Κάνε ό,τι θες, αλλά κάν’ το σοβαρά». Αυτό. Είχαν τον φόβο τους, το άγχος, αλλά με στήριξαν ατελείωτα. Δηλαδή έλεγα: «Αν δεν πάω εγώ στη Ρωσία, που με στηρίζουν και έχω τη δυνατότητα σε σχέση με άλλα παιδιά, που δυσκολεύονται πάρα πολύ, ποιος θα πάει;». Με κινητοποίησε αλλιώς αυτή η στήριξη.
— Στη δραματική σχολή πώς ήταν η εμπειρία;
Στη δραματική γνώρισα πολλούς σημαντικούς ανθρώπους, ανάμεσά τους την Κατερίνα Ευαγγελάτου ‒η μοναδική φορά που δούλεψα ως ηθοποιός ήταν σε παράστασή της‒ και τον Δημήτρη Ήμελλο, που με συγκλόνισε. Είναι ένας Δάσκαλος με δέλτα κεφαλαίο, τον θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους παιδαγωγούς στη χώρα μας. Κατάλαβα ότι και οι δύο είχαν πάρει κάτι πολύ σημαντικό από τη Ρωσία, όπου είχαν κάνει σπουδές, και ένιωθα κι εγώ ότι ήθελα να πάω στην πηγή.
Πάντα ήξερα ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, το θέατρο δεν μου άρεσε και πολύ, έβλεπα με μανία ταινίες και σειρές. Αργότερα μπήκα στη διαδικασία του θεάτρου και ερωτεύτηκα την «κουζίνα» του και όταν ήμουν στο τελευταίο έτος στη δραματική του Ωδείου, άρχισα μαθήματα ρωσικών, πήγα στρατό, αμέσως μετά έδωσα εξετάσεις στο Γκίτις, τη ρωσική ακαδημία θεατρικής τέχνης στη Μόσχα, και με πήραν.
Οπότε εκεί ξεκινά και η σχέση μου με τη Ρωσία. Πήγα στην αρχή στο προπτυχιακό, στο τμήμα Σκηνοθεσίας, και, χρησιμοποιώντας το πτυχίο της Νομικής, μπόρεσα να κάνω και μεταπτυχιακό, γιατί οι δικές μας θεατρικές σπουδές δεν αναγνωρίζονται έξω. Πήγα για έναν χρόνο αρχικά, αλλά μετά δεν έφευγα με τίποτα. Έμεινα τέσσερα γεμάτα χρόνια.
— Έβγαλες δύο σχολές, είδες τις διαφορές στην εκπαίδευση. Ποιες είναι αυτές;
Νομίζω ότι εκεί υπάρχει μεγάλη παράδοση και μεθοδολογία, δυο πράγματα που λείπουν απολύτως από την Ελλάδα. Στην Ελλάδα υπάρχουν τρομερές προσωπικότητες, μεγάλοι παιδαγωγοί, οι οποίοι όμως δεν έχουν την ιστορία, την παράδοση, τη μεθοδολογία για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οργανωμένα. Σε βομβαρδίζουν με πληροφορίες, πολλές από τις οποίες είναι μαγικές, αλλά χωρίς την προοπτική της τριετούς ή τετραετούς εκπαίδευσης, χωρίς πρόγραμμα σπουδών.
Στη Ρωσία είναι επιστήμη. Υπάρχουν χιλιάδες προβλήματα και ανοργανωσιές, είναι μύθος ότι είναι όλα τέλεια, αλλά επειδή λειτουργούν χρόνια ως πανεπιστημιακή σχολή, έχουν οδηγό. Δηλαδή, εγώ, διδάσκοντας τώρα στο Ωδείο Αθηνών, αυτό προσπαθώ να κάνω. Έχω φτιάξει ένα πρόγραμμα σπουδών για τα παιδιά με μια προοπτική τετραετίας, μια μέθοδο για να μπορέσεις να πας σε βάθος.
Στις εδώ σχολές, βέβαια, ερχόμαστε σε επαφή με ένα μεγαλύτερο εύρος γνώσης και οι ηθοποιοί μπορούν να κάνουν πολλά και διαφορετικά πράγματα, αλλά τα παιδιά δεν προλαβαίνουν να εμβαθύνουν. Είναι θέμα οργάνωσης της εκπαίδευσης. Έχουμε πολύ σοβαρούς καλλιτέχνες στις σχολές, αυτό το τονίζω. Και θέλω να πω πόσο με έχει ευεργετήσει ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης που ως διευθυντής του Ωδείου Αθηνών μού έχει δώσει τη δυνατότητα να προτείνω και να δοκιμάσω πράγματα. Αυτό είναι πολύ θαρραλέο και με κάνει να αισθάνομαι και το Ωδείο σπίτι μου.
— Στη Ρωσία κατάλαβες ότι θέλεις να γίνεις σκηνοθέτης;
Εκεί κατάλαβα ότι το να σκηνοθετώ με γεμίζει ολοκληρωτικά. Στη σχολή διαβάζαμε πολλά έργα και ανάμεσα σε αυτά το «Παίζοντας το θύμα», την πρώτη μου δουλειά στην Πειραματική. Είχα διαβάσει τον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ και από κοντά και τους «Παίχτες». Έτσι συνδέονται όλα. Δεν έχω κάποια αδυναμία στα ρωσικά έργα, απλώς υπάρχουν πολλά αξιόλογα και υψηλής ποιότητας έργα που δεν ανεβαίνουν συχνά εδώ ή δεν έχουν μεταφραστεί καν στα ελληνικά.
— Θέλεις να μεταφράζεις τα έργα που κάνεις;
Με βοηθά πολύ η μετάφραση, γιατί μελετώ τα έργα και σε επίπεδο ρυθμικό, νοηματικό, μαθαίνω το έργο καλά. Έχουν ένα εξοχικό οι γονείς μου, το να πάω εκεί με ένα υπολογιστή και να μεταφράζω είναι ξεκούραση, έτσι μπορώ να εμβαθύνω και να στοχαστώ πάνω στο κείμενο.
— Οπότε πώς πας στο επόμενο βήμα, πώς γνωρίστηκες με τους «Παίχτες»;
Στο τελευταίο έτος μου στη σχολή στη Ρωσία έκανα πρόταση στην Πειραματική, με πήραν και τους ευγνωμονώ γι’ αυτή την ευκαιρία. Εκείνη την περίοδο είχα αρχίσει να μεταφράζω τους «Παίχτες», χωρίς να υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Ήθελα απλώς να το κάνω με το που θα γύριζα.
Πριν από την πρώτη καραντίνα ο Γιάννης Νιάρρος έκανε το σόου του στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο και τον βοηθούσε ο Βασίλης Μαγουλιώτης, που είμαστε φίλοι και συνοδοιπόροι και για μένα είναι μια σημαντική καλλιτεχνική προσωπικότητα και ως δραματουργός και ως ηθοποιός. Τα συζητάμε όλα και πολύ, εδώ και πολλά χρόνια. Εγώ μόλις είχα γυρίσει και μέσω του Βασίλη γνώρισα τον Γιάννη. Τον Ηλία Μουλά και τον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο ‒κολλητοί του Γιάννη χρόνια‒ τους ήξερα από τη σχολή και κάναμε παρέα, ταιριάζαμε κι έτσι ήρθε και έδεσε.
Όταν, λοιπόν, ήταν σε συζητήσεις ο Γιάννης για το τι θα ήθελε να κάνει, πρότεινε αυτήν τη δουλειά μ’ εμάς. Έχει βοηθήσει πολύ ο Γιάννης για να γίνει όλο αυτό. Στην ουσία, αυτή η δουλειά είχε συμφωνηθεί πριν από την παράσταση την Πειραματική, αλλά πέσαμε από τη μια ματαίωση στην άλλη με το κλείσιμο των θέατρων. Επιμείναμε, το βάλαμε προτεραιότητα και καταφέραμε να το κάνουμε. Θέλαμε να δουλέψουμε πολύ μαζί, αγαπιόμασταν και νιώθαμε ότι υπάρχει ένας ηλεκτρισμός μεταξύ μας που έπρεπε να εκτονωθεί.
— Θα σκεφτόσασταν ποτέ να κάνετε ομάδα;
Εμένα με ενδιαφέρει η λογική της ομάδας, όχι με αποκλειστικούς όρους όμως, γιατί αυτό είναι κάπως ασφυκτικό. Νομίζω ότι το να προσπαθείς να χωρέσεις ηθοποιούς σε μια διανομή χωρίς να ταιριάζουν μόνο και μόνο επειδή είστε ομάδα δεν είναι πολύ λειτουργικό. Πάντως, ομολογώ ότι ψάχνω έργα που να μας χρειάζονται όλους. Θα δουλέψουμε ξανά μαζί σίγουρα, γιατί έχουμε μια επικοινωνία βαθιά και ειλικρινή που θέλουμε να συνεχιστεί.
— Έχεις κάνει και μια μεγάλη παραγωγή στην Εσθονία, σωστά;
Ναι, στο ρωσικό θέατρο της Εσθονίας, στο Τάλιν (Vene Τeater). Όταν ήμουν στο τέταρτο έτος στη σχολή κάναμε εργαστήρια και επέλεξαν οι καθηγητές μας τέσσερις από εμάς να πάμε και να δουλέψουμε με ηθοποιούς τους θέατρου στην Εσθονία, να διαγωνιστούμε, ανεβάζοντας μία σκηνή.
Πήγαμε, κέρδισε η σκηνή μου και χωρίς καν να με ξέρουν μου έδωσαν την κεντρική σκηνή του θεάτρου για να κάνω παράσταση, με όποιον ηθοποιό ήθελα. Ήταν βουτιά στα βαθιά. Έκανα ένα κλασικό ρωσικό έργο του Οστρόφσκι, μια πολιτική σάτιρα, που έχει γίνει εδώ από τον Κακλέα με τίτλο «Το ημερολόγιο ενός απατεώνα» και από τους C for Circus με τίτλο «Γκλουμ».
— Θέλω να σου πω ότι από τη φωτογράφιση φαινόταν ότι η παράσταση θα έχει έναν δικό της χαρακτήρα. Πόση σημασία δίνεις στην εικόνα;
Νομίζω ότι γίνονται πολλά φασόν στην Ελλάδα, χωρίς καλλιτεχνικό μεράκι. Κάποιοι ίσως βαριούνται ή δεν έχουν χρόνο, πάντως αυτό που συχνά δείχνουμε στο χαρτί, στα τρέιλερ, ως αισθητική είναι πολύ χαμηλό. Το καταλαβαίνω εν μέρει, γιατί ένας σκηνοθέτης είναι τρελαμένος στη διαδικασία της πρόβας και όταν του ζητάνε να ασχοληθεί με αυτά δεν αντέχει και λέει «δεν είναι η δουλειά μου, έχω τις πρόβες». Αλλά στην πραγματικότητα είναι κι αυτό μέρος της δουλειάς μας. Δηλαδή ως σκηνοθέτης είμαι για όλα υπεύθυνος, για ό,τι πάει λάθος φταίω εγώ, το εννοώ αυτό.
Ό,τι συνέβη στη φωτογράφιση αφορούσε και τη διαδικασία με την οποία δουλεύαμε. Δηλαδή, τα πιο πολλά από αυτά που κάνουμε επί σκηνής τα συζητούσαμε με την ομάδα ‒ πιο πολλά μυαλά, πιο πολλές ιδέες.
Είμαι πολύ της ανοιχτής και της συλλογικής διαδικασίας, με κατευθυντήριες γραμμές και μια τελική επιλογή από εμένα, αλλά η παράσταση έχει φτιαχτεί παρέα. Είναι δύσκολη διαδικασία, αλλά θέλω να νιώθουν οι άλλοι άνετα για να μπορούν να εκφραστούν καλλιτεχνικά. Έτσι ξεκινήσαμε πρόβες και έτσι προχωρήσαμε.
Στην πρώτη πρόβα που δοκιμάσαμε να διαβάσουμε το κείμενο μαζί με ζωντανή μουσική, τα παιδιά, αντί να διαβάζουν, σηκώθηκαν και άρχισαν να παίζουν. Πολύ υλικό που έχει φτάσει και στην παράσταση γεννήθηκε από τα παιδιά ενστικτωδώς στις πρώτες πρόβες. Υπήρχε η βασική ιδέα και η κατευθυντήρια γραμμή, αλλά δουλέψαμε με δοκιμές και αποτυχίες, βλέποντας τι αντέχει και τι όχι επάνω στη σκηνή. Με αυτόν τον τρόπο και οι ηθοποιοί «πονάνε» την παράσταση και οι παραστάσεις είναι πολύ πιο παιγνιώδεις.
— Πώς λειτουργεί το «χαλάω ένα έργο και το ξαναφτιάχνω από την αρχή»;
Δεν το χάλασα ποτέ. Εκεί που σπούδασα μας έμαθαν ότι είναι πιο σημαντικό το έτος που ανεβαίνει ένα έργο από το έτος που γράφτηκε. Ένα κλασικό έργο είναι σαν ένα χωράφι στο οποίο έχουν σκάψει πάρα πολλοί. Όπως λένε οι αγρότες, ή πρέπει να το αφήσεις για αγρανάπαυση ή πρέπει να φέρεις από αλλού χώμα για να μπλεχτεί. Μόνο έτσι είναι γόνιμο. Αυτό συνέβη.
Το επόμενο έργο που θα κάνω είναι ένα σύγχρονο ελληνικό έργο ‒ αυτό το συστήνεις, δεν το πειράζεις σχεδόν καθόλου. Εδώ κάνουμε Γκόγκολ στο 80%. Αν έχουν καταφέρει τα παιδιά να ακούγεται σαν να είναι σημερινό έργο, αυτό είναι το κέρδος μας.
— Μου έλεγες ότι έχεις κλείσει τις δουλειές σου για τον επόμενο ενάμιση χρόνο και μου έκανε εντύπωση.
Δεν ξέρω αν θα ακουστεί σωστά αυτό που θα πω, αλλά είμαστε ένας λαός πολύ παρορμητικός και όντως έκανα δύο πράγματα τα οποία λειτούργησαν και υπάρχει ένας ενθουσιασμός. Εγώ πρέπει να συνεχίσω να κάνω τη δουλειά μου με αγάπη και πάθος και να μην ξεχνάω ότι είμαι προνομιούχος που ήρθαν έτσι τα πράγματα και δεν αγχώνομαι για το αν θα έχω δουλειά το επόμενο διάστημα.
— Ποιο πιστεύεις ότι είναι το πιο σοβαρό σου εφόδιο;
Δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ποιοι σε έχουν βοηθήσει και σε κάθε δουλειά ευγνωμονώ τους ηθοποιούς και τους συντελεστές μου. Αν κάνεις σωστές επιλογές σε αυτό το δυναμικό, έχεις κάνει τον μισό δρόμο, σε σώζουν.
Η θέση του σκηνοθέτη είναι πολύ δύσκολη, θέλει μεγάλες αντοχές, υπομονή και να βάζεις πίσω το εγώ σου. Είναι πολύ δύσκολο να παραδέχεσαι την άγνοιά σου ή το λάθος σου και να μη φοβάσαι ότι θα χάσεις την εμπιστοσύνη της ομάδας. Εγώ πάω με την αγάπη, αυτό θέλω να υπάρχει, είμαστε όλοι μαζί. Είχα στήριξη από την οικογένειά μου, νιώθω αγάπη και στοργή, έχω φίλους κολλητούς από το δημοτικό, η γυναίκα μου με αγαπά. Όλο αυτό μου δίνει τεράστια δύναμη.
Έτσι κι αλλιώς, ό,τι και να γίνει, εγώ, όταν φεύγω από εδώ, από την πρόβα, ξέρω ότι όλοι αυτοί που ανέφερα είναι δίπλα μου. Κι αυτή την ατμόσφαιρα προσπαθώ να φέρω και στην πρόβα και αν νιώθω περήφανος για τις πρόβες που έχω κάνει είναι γιατί έχουμε αγάπη γι’ αυτό που κάνουμε και αγάπη μεταξύ μας, αυτό είναι το πρωταρχικό.
— Ανήκεις σε μια γενιά που ανοίγει το στόμα της και μιλά και δεν ανέχεται κακές συμπεριφορές. Είναι έτσι;
Υπάρχουν χιλιάδες παθογένειες στη δουλειά μας, όπως και σε άλλους τομείς, απλώς στον δικό μας χώρο γίνεται μεγάλο εμπόριο ονείρων, ανασφάλεια και εξάρτηση από τον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί η αγορά, οπότε υπάρχει και μεγάλη εκμετάλλευση. Κάποια αρχή, έγινε άλλα έχουμε ακόμη δρόμο.
— Τι βλέπεις στη θεατρική κατάσταση της χώρας, τι μας λείπει;
Η μεγάλη έλλειψη, κατά την αίσθησή μου, είναι ότι δεν υπάρχει στήριξη, στόχευση ή οργανωμένο πλάνο από την πολιτεία πάνω στη θεατρική τέχνη, συνεπώς ο καθένας μας, ακόμα και «επιτυχίες» να κάνει, δεν κάνει τίποτα ουσιαστικό. Κάνω εδώ κάτι, μετά θα πάω κάπου αλλού και μετά κάπου αλλού και ούτως καθεξής.
Ο πολιτισμός δεν μπορεί να είναι μόνο εμπορεύσιμο και κερδοφόρο προϊόν, είναι όπως η παιδεία, και πρέπει να στηρίζεται. Τίποτα δεν είναι συγκροτημένο και δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα για το Αμόρε και τον Βογιατζή συζητάμε, με όλες τις παθογένειες που μπορεί να είχαν.
Τα θέατρα άφησαν ιστορία, είχαν ύφος, ενώ τα τελευταία χρόνια περιφέρουμε δεξιά και αριστερά τη ματαιοδοξία μας. Αυτό φοβάμαι και για εμένα τον ίδιο, δεν θέλω να μου συμβεί. Το πρόβλημα είναι πώς θα συνομιλήσουμε οι καλλιτέχνες και σε μεγάλο βαθμό οι σκηνοθέτες, που μιλάμε μεταξύ μας πολύ λιγότερο απ’ όσο οι ηθοποιοί, και πώς θα γίνει η καλλιτεχνική και θεατρική παιδεία στη χώρα καλύτερη, να υπάρξει πλάνο.
Για μένα και η σταθερή βάση κάθε καλλιτέχνη έχει σημασία, όπως και η ύπαρξη ενός φόρουμ, η συνομιλία, η επικοινωνία, για να μπορούμε όχι μόνο να μεταφέρουμε ο ένας στον άλλο τυπικά συγχαρητήρια αλλά και να συνομιλούμε ουσιαστικά πάνω στο αντικείμενό μας.
— Πες μου ένα βασικό πρόβλημα στη μεταξύ σας συζήτηση.
Φοβόμαστε να πούμε τη γνώμη μας για να μην παρεξηγηθεί ο άλλος. Εγώ στη σχολή έμαθα στην εξής διαδικασία: όλοι μαζί, καθηγητές και μαθητές, βλέπαμε τη δουλειά κάποιου και μαζί την ξεμοντάραμε και την ξεκοκαλίζαμε. Δεν είναι προσωπικό, είναι δουλειά. Ο καθένας έλεγε ανοιχτά την εντύπωσή του, αλλά μέσα από αυτό ξεκινά, ακόμα και αν διαφωνείς με την άποψη του άλλου, μια επικοινωνία και μπορεί να μάθει ο ένας από τον άλλο. Έτσι μπορεί να αρχίσει μια συζήτηση καλλιτεχνική και δημιουργική, ωφέλιμη.
— Νομίζεις ότι οι καλλιτέχνες ανέχεστε εύκολα την κακή κριτική;
Υπάρχει πρόβλημα, νομίζω, στο να μιλήσω ευθέως σε έναν άλλο καλλιτέχνη. Επαναλαμβάνω ότι το θέμα είναι επαγγελματικό. Όπως οι γιατροί μαζεύονται πάνω από μια πληγή και συζητούν, έτσι και η δική μας δουλειά είναι επιστήμη, επιστήμη πάνω στο φαινόμενο που λέγεται ζωή.
Προφανώς δεν μου αρέσει αν γίνεται κάποιος προσβλητικός, αλλά, ρε γαμώτο, είμαστε σοβαροί, μορφωμένοι άνθρωποι και δεν πρέπει να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Όταν πεις αυτό που νομίζεις στον άλλο με εκτίμηση και θαυμασμό και δεν τον μειώνεις, δεν πας να το παίξεις έξυπνος, μπορείς να κάνεις μια τίμια συζήτηση. Εμένα αυτό μου λείπει πολύ.
— Τώρα που σας δίνουν κάποια χρήματα τι συμβαίνει; Δεν σας βοηθά αυτό;
Παίρνεις 15.000, δεν φτάνουν για να κάνεις μια παραγωγή, το ξέρουμε όλοι, άρα πρέπει να βρω παραγωγό, να του δώσω τα χρήματα, να φοβάμαι ότι μπορεί και να τα φάει, να μπλέξω στην ιστορία της παραγωγής, χωρίς να είμαι παραγωγός, χωρίς να το θέλω ή να το έχω σπουδάσει, αυτός είναι ένας φαύλος κύκλος. Εγώ θα έπρεπε να κάνω τη δουλειά μου και τρώω τόσο χρόνο στα γύρω-γύρω που φτάνω στην πρόβα και είμαι ξοδεμένος.
Η πολιτεία θα έπρεπε να φροντίζει οι καλλιτέχνες να μη φτάνουν σε αυτή την κατάσταση ‒ και δεν είναι καλή η κατάσταση στη χώρα στον πολιτισμό. Υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες, αλλά αυτή η ανοργανωσιά δεν οδηγεί πουθενά. Αυτό, αν δεν αλλάξει, αν δεν σταματήσουν οι παραγωγές να είναι φαστ-φουντ, δεν θα οδηγηθούμε πουθενά. Αν δεν δημιουργηθεί μια σταθερά, ανεπηρέαστη από το πόσες φορές θα αλλάξει η κυβέρνηση ή οι επικεφαλής, που πάντα αλλάζουν όλα όσα βρίσκουν από τους προηγούμενους, δεν θα καταφέρουμε τίποτα.
Ως παρατηρητής και νέος στο επάγγελμα νομίζω ότι αυτό το φαινόμενο δεν είναι λειτουργικό και δεν μπορεί να βγάλει καλλιτέχνες με ουσία και βάθος. Αυτό είναι κάτι που η γενιά μου αλλά και οι επόμενοι που θα έρθουν με πολύ ταλέντο, φόρα και ορμή εύχομαι να καταφέρουμε να το διεκδικήσουμε και να το αλλάξουμε.
«Οι παίχτες» του Ν.Β. Γκόγκολ
Σκηνοθεσία - μετάφραση - διασκευή: Γιώργος Κουτλής
Δραματουργική επεξεργασία: Βασίλης Μαγουλιώτης
Σκηνικά: Άρτεμις Φλέσσα
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Χορογραφία: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιάκωβος Μηνδρινός
Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης
Παίζουν: Γιάννης Νιάρρος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ηλίας Μουλάς, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Γιώργος Τζαβάρας και Γιώργος Μπουκαούρης, guest star ο Χρήστος Στέργιογλου
Θέατρο Κιβωτός
Πειραιώς 115, 210 34 27 426
Κάθε Δευτέρα & Τρίτη, 21:00