ΕINAI ENTYΠΩΣΙΑΚΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ότι φέτος οι περισσότερες δημοφιλείς σειρές της ελληνικής τηλεόρασης έχουν μεταφέρει το σκηνικό τους στην ελληνική ύπαιθρο. O «Σασμός» (Alpha) και η «Γη της Ελιάς» (Mega) ήρθαν να συνεχίσουν και να ανταγωνιστούν τις «Άγριες μέλισσες» (ΑΝΤ1). Η επιτυχία που γνωρίζουν, τουλάχιστον στις ηλικίες που παραμένουν ακόμη πιστές στον τηλεοπτικό τους δέκτη, είναι αξιοσημείωτη.
Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι κι άλλες παραγωγές, είτε στο κωμικό είδος («Χαιρέτα μου τον πλάτανο», ΕΡΤ) είτε σε αυτό της περιπέτειας-μυστηρίου («Κομάντα και Δράκοι», Mega), μεταφέρουν επίσης τη δράση σε κάποια μορφή επαρχίας, καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια γενικευμένη τάση που αξίζει την προσοχή μας.
Καταρχάς, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η ύπαιθρος, πιο συγκεκριμένα η αντιδιαστολή μεταξύ επαρχιακού και αστικού τρόπου ζωής, είναι ένα αρκετά διαχρονικό θέμα κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής μυθοπλασίας στην Ελλάδα. H ύπαιθρος και οι άνθρωποί της έχουν πρωταγωνιστήσει, από τον Κώστα Χατζηχρήστο στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο ως χαρακτηριστικό επαρχιώτη που δυσκολεύεται και παλεύει να προσαρμοστεί στις συνθήκες της αστικοποίησης μέχρι τα σκληροτράχηλα τοπία και τις φυσιογνωμίες της Ηπείρου στην εμβληματική για το νέο ελληνικό κινηματογράφο «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Η κινηματογραφική παρουσία της υπαίθρου έδινε αφορμή είτε για κωμικές (Παλιός Ελληνικός Κινηματογράφος) είτε δραματικές (Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος) απεικονίσεις το φαινόμενου της (εσωτερικής ή εξωτερικής) μετανάστευσης, της μεταπολεμικής συνθήκης αναγκαστικής μετακίνησης και αλλαγής του τρόπου ζωής.
Το γεγονός ότι αυτές οι σειρές συναντούν το τηλεοπτικό κοινό και δίνουν εργασία σε πολλούς καλλιτέχνες είναι προφανώς μια θετική εξέλιξη. Όπως και το ότι πειραματίζονται ως έναν βαθμό με την αστυνομική πλοκή και περιπέτεια κι έτσι διαφοροποιούνται αρκετά από απλές μελοδραματικές σαπουνόπερες εσωτερικού χώρου.
Το παρελθόν των εικόνων της υπαίθρου στην ελληνική τηλεόραση είναι επίσης πλούσιο, ειδικά από την έναρξη της λειτουργίας των ιδιωτικών καναλιών και ύστερα. Και εδώ υπάρχει ο χονδρικός διαχωρισμός μεταξύ δραματικής και κωμικής αφήγησης που οδηγεί σε κάπως διαφορετικές σημασίες της ελληνικής επαρχίας.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι σειρές της Μιρέλλας Παπαοικονόμου («Μη φοβάσαι τη φωτιά», «Απών», «Έτσι ξαφνικά») και αργότερα του Χριστόφορου Παπακαλιάτη («Η ζωή μας μια βόλτα», «Να με προσέχεις») που μεταφέρουν στη νησιωτική Ελλάδα, σε μέρη με συνήθως πλούσιο αστικό παρελθόν και τουριστικό παρόν (Σύρος, Κέρκυρα, Χανιά), ερωτικές ιστορίες σύγχρονων κατά βάση πρωταγωνιστών που θα μπορούσαν κάλλιστα να ζουν και στις μεγάλες πόλεις.
Εκεί το περιβάλλον της ελληνικής επαρχίας πιο πολύ σηματοδοτεί έναν τουριστικό αναχωρητισμό σε συνθήκες ζωής πολύ πιο καλαίσθητες από αυτές στη μεγαλούπολη παρά κάποιο κριτικό σχόλιο σε έναν παρωχημένο τρόπο ζωής. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει σε μεγάλες κωμικές τηλεοπτικές επιτυχίες, όπως το «Καφέ της Χαράς», όπου ο επαρχιωτισμός ταυτίζεται απολύτως με τον συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας και σατιρίζεται γι’ αυτό.
Οι παραπάνω απεικονίσεις της υπαίθρου δεν φαίνεται να αποτελούν τον οδηγό των φετινών σειρών. Αντίθετα, αυτές φαίνεται να συνεχίζουν και να εξελίσσουν μια άλλη αφηγηματική επιλογή που έχει επίσης εμφανιστεί αρκετές φορές στο είδος του αισθηματικού δράματος.
Εδώ η ελληνική επαρχία, κυρίως για λόγους νατουραλιστικής δραματοποίησης του σεναρίου, γίνεται το σκηνικό μιας αξεδιάλυτα σύγχρονης και οπισθοδρομικής κοινωνίας (π.χ. «Άγγιγμα ψυχής», «Πειρασμός», «Τζιβαέρι», «Της αγάπης μαχαιριά»). Η γραφικότητα ή η αγριότητα της φύσης και των κατοίκων της υπαίθρου ενισχύουν τα περίπλοκα ερωτικά πάθη, τις εμπλοκές του κουτσομπολιού, τις ψυχικές πιέσεις και τα ηθικά διλήμματα. Η παραδοσιακή κοινωνία του κάμπου, της Μάνης, της Κρήτης και η βίαια επίλυση των διαφορών προσφέρει το κατάλληλο έδαφος για κλιμάκωση τόσο της ερωτικής επιθυμίας όσο και του κινδύνου που αυτή συνεπάγεται.
Αυτόν τον δρόμο ενός εσωτερικού εξωτισμού φαίνεται να ακολουθούν οι επιτυχίες των νέων καθημερινών σειρών. Σίγουρα σε αυτό συνέβαλε η επιτυχία της σειράς «Άγριες μέλισσες», με τη διαφορά ότι οι φετινές σειρές δεν μεταφέρονται στο αυταρχικό και πατριαρχικό παρελθόν του θεσσαλικού κάμπου, όπως έκανε η σειρά του Αντ1, αλλά στο απολύτως σύγχρονο παρόν Κρήτης και της Μάνης, που σκιαγραφούνται με επίμονα στοιχεία τοπικιστικών, παραδοσιακών και βίαιων αξιών.
Κάτι ανάλογο όμως δεν επιχειρούσαν και οι τουρκικές σαπουνόπερες που μονοπώλησαν την τηλεθέαση, όταν η εγχώρια παραγωγή, λόγω οικονομικής κρίσης, μειώθηκε στο ελάχιστο; Εκεί δεν είδαμε με πολύ εμφατικό τρόπο κοινωνίες ταυτόχρονα αγκιστρωμένες στο παρελθόν και εκτεθειμένες σε υπερσύγχρονες προκλήσεις;
Χρειάζεται προφανώς πολύ πιο προσεχτική μελέτη και εξέταση του περιεχομένου των σειρών αυτών και του τρόπου που τις προσλαμβάνει το κοινό τους για να μπορέσει να καταλήξει κανείς με ασφάλεια εάν έχουμε να κάνουμε με μια λαγνεία γύρω από την παράδοση ή ένα δραματοποιημένο τρόπο υπέρβασής της.
Όμως η συνταγή που ο Μανούσος Μανουσάκης πρώτος εισήγαγε στην ελληνική τηλεόραση («Η αγάπη ήρθε από μακριά», «Μη μου λες αντίο») και την είδαμε να γίνεται αγαπητή ακόμη και μέσα από την τουρκική μυθοπλασία φαίνεται να κυριαρχεί. Η συνταγή που δείχνει τα προβλήματα και τη δύναμη της αγάπης σε έναν κόσμο αγκυλωμένο από την παράδοση και τις οικογενειακές διαιρέσεις ή που κάνει δειλά βήματα εκσυγχρονισμού.
Το γεγονός ότι αυτές οι σειρές συναντούν το τηλεοπτικό κοινό και δίνουν εργασία σε πολλούς καλλιτέχνες είναι προφανώς μια θετική εξέλιξη. Όπως και το ότι πειραματίζονται ως έναν βαθμό με την αστυνομική πλοκή και περιπέτεια και έτσι διαφοροποιούνται αρκετά από απλές μελοδραματικές σαπουνόπερες εσωτερικού χώρου.
Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι για ποιον λόγο αυτός ο ιδιόμορφος αισθητικός αναχρονισμός που καλλιεργούν συναντά τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Για ποιον λόγο η τηλεοπτική μυθοπλασία που συναντά επιτυχία στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα προτάσσει έναν οπτικοακουστικό αναχρονισμό σε σκηνές βεντέτας, αντιμετωπίζει ηδονοβλεπτικά μαυροπουκαμισάδες και τσεμπέρια και φιλοτεχνεί μια επιστροφή στις ρίζες, αναζητώντας τη χαμένη αυθεντικότητα και αναπτύσσοντας κυρίως ηθικοπλαστικούς διαλόγους. Μήπως η ύπαιθρος, από αφορμή να απεικονιστούν μεταπολεμικά οι συνέπειες της κοινωνικής κινητικότητας σήμερα, γίνεται έμμεση μαρτυρία ενός τραύματος κοινωνικής ακινησίας ή της δυσκολίας μετάβασης σε κάτι νέο;
Αν βάλουμε, πάντως, στην εξίσωση το δραματικό φαινόμενο των «γυναικοκτονιών» που συνεχίζουν να αυξάνονται, ίσως αυτές οι σειρές να μας λένε πολύ περισσότερα από αυτά που δείχνουν.