Οι προηγούμενες δουλειές του Χρήστου Παπαδόπουλου είχαν κάνει πρεμιέρα πρώτα στην Αθήνα και στη συνέχεια περιόδευσαν – και περιοδεύουν ακόμη. Το «Larsen C» ακολούθησε αντίστροφη πορεία: πρεμιέρα τον Δεκέμβριο στο Παρίσι, ευρωπαϊκή περιοδεία με σχεδόν είκοσι παραστάσεις (Μπορντό, Στρασβούργο, Ρώμη, Ρέτζιο, Μαδρίτη, Βουλγαρία) και τώρα έφτασε η στιγμή της Αθήνας να ανακαλύψει το νέο, εκθαμβωτικό δημιούργημα του Έλληνα χορογράφου στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Αντίστροφη πορεία ίσον διαφορετική ψυχολογία; «Το γεγονός ότι είμαστε τόσο καιρό σε περιοδεία και κανείς δικός μας –η οικογένειά μας, οι φίλοι μας, το ελληνικό κοινό, που το αισθανόμαστε πάντα ως “δικό μας”– δεν ήξεραν ακριβώς τι κάνουμε ήταν λίγο περίεργο. Κάθε φορά η πρεμιέρα στη χώρα σου είναι, κάπως, η αφετηρία. Από την άλλη, οφείλω να ομολογήσω ότι, επειδή στην Ελλάδα έχουμε πάντα το περισσότερο άγχος, τώρα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι, το έργο έχει ωριμάσει, τα παιδιά είναι πιο σίγουρα μέσα σε αυτό».
Πολύ προσγειωμένα μου ακούγονται αυτά που λέει ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ένας καλλιτέχνης που τα τελευταία χρόνια έχει εκτοξευθεί με τα έργα του στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια των σημαντικών του σύγχρονου χορού, κι όμως, όσο μιλάμε, λίγο μετά τη γενική δοκιμή του «Larsen C» στη Στέγη, φαίνεται να διατηρεί τα πατήματά του στην (αθηναϊκή) γη – πόσο ειλικρινές και το ενδιαφέρον του για το ελληνικό κοινό.
Τι σημαίνει να μην είναι λειτουργικό το σώμα μας; Να αρχίζει το χέρι να είναι ένας εξωγήινος με δική του βούληση; Και είτε να θέλεις να πας προς αυτό είτε να μη θέλεις. Άρχισα να αντιμετωπίζω το σώμα σαν έναν άγνωστο χώρο, που έπρεπε τα καπρίτσια του να τα παρατηρήσω, να τα τιθασεύσω και να παίξω με αυτά.
«Μα εννοείται ότι με ενδιαφέρει η Ελλάδα και με ενδιαφέρει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Η επαφή με τον τόπο σου είναι που σε τροφοδοτεί πραγματικά. Εδώ δεν έχω δυνατότητα πολλών παραστάσεων ή παραστάσεων σε άλλη μέρη – πέρα από την Αθήνα, οι επιλογές που έχουμε είναι η Καλαμάτα, άντε και η Θεσσαλονίκη, όπου μπορείς κάποιες φορές να προγραμματίσεις κάτι στα Δημήτρια. Δεν μπορείς να πας να παίξεις στο Αγρίνιο ή στα Χανιά.
Τελευταία μου φορά ήταν το 2018, με το “Ιόν”, πάλι για 5 παραστάσεις στη Στέγη. Από εκεί και πέρα η επαφή μου με το κοινό είναι ανύπαρκτη, ενώ, ας πούμε, στη Γαλλία, που είναι ο νούμερο ένα προορισμός μας, ακόμα περιοδεύουμε το “Elvedon”. Αναγνωρίζω περισσότερο το γαλλικό κοινό πια απ’ ό,τι το ελληνικό, κι αυτό το λέω με μεγάλη στενοχώρια. Ο κόσμος νομίζω πως θα ανταποκρινόταν. Στη Γαλλία είχαμε πάει στην Ντουέ, που είναι μια πόλη φάντασμα, και αναρωτιόμασταν ποιος θα έρθει να μας δει. Είχαν ένα συγκλονιστικό θέατρο και κάναμε τρεις παραστάσεις sold out. Κι ο προγραμματισμός τους, εντελώς αβανγκάρντ – μου έλεγε ο υπεύθυνος ότι σκοπός τους πλέον είναι να δείξουν στο κοινό το επόμενο βήμα από τον Τσερκάουι».
Παρακολουθώντας νωρίτερα το ωριαίας διάρκειας «Larsen C» αποκόμισα κατ’ αρχάς μια αίσθηση τρομερής ισορροπίας ανάμεσα στο κινησιολογικό και το εννοιολογικό κομμάτι του χορού. Με τη ζυγαριά να γέρνει συχνά προς τη μία ή την άλλη πλευρά, ειδικά προς το conceptual κομμάτι, στα πρόσφατα έργα σημαντικών δημιουργών, το να βλέπω ξανά μια παράσταση που καταφέρνει αφενός να δημιουργεί εικόνες, αλλά και να τραβά τον θεατή μέσα σε αυτές, χωρίς να τις επιδεικνύει απλώς σαν ταμπλό-βιβάν, αφετέρου να ασχολείται ταυτόχρονα, με αγάπη και σπουδή, με τα σώματα των ερμηνευτών και την κίνησή τους, μου θύμισε γιατί αγαπώ τόσο αυτή την παραστατική τέχνη.
«Όταν μου γεννιέται μια ιδέα για το ποιος θα είναι ο πυρήνας της επόμενης παράστασης, αρχίζω να δημιουργώ κινησιολογικούς περιορισμούς σε σχέση με αυτή την ιδέα. Για παράδειγμα, στο “Ιόν” ήθελα να δημιουργήσω ένα περιβάλλον με τα όντα μέσα σε αυτό να μην υπόκεινται στη βαρύτητα και στην τριβή. Έπρεπε να απομακρυνθούν από την αίσθηση της βαρύτητας, οπότε η φτέρνα δεν θα έπρεπε να ακουμπά ποτέ στο πάτωμα. Αυτομάτως, με αυτό τον τρόπο αποκλείεις πολλά, δημιουργείς ένα μικρό πλαίσιο, σχεδόν πατροναριστικό για τους ερμηνευτές, που στη συνέχεια αρχίζει να διαστέλλεται, να το κατανοούμε και να ξαναγίνεται μεγάλος ο χώρος του.
Εδώ σκεφτόμουν πώς η ιδέα της αλλαγής μιας παραμέτρου μπορεί να αλλάξει όλη την αντίληψή μας για κάτι. Πώς γίνεται αυτό στο σώμα; Πώς μπορούμε να κουνήσουμε μια βεβαιότητα; Τι σημαίνει να μην είναι λειτουργικό το σώμα μας; Να αρχίζει το χέρι να είναι ένας εξωγήινος με δική του βούληση; Και είτε να θέλεις να πας προς αυτό είτε να μη θέλεις. Άρχισα λοιπόν να αντιμετωπίζω το σώμα σαν έναν άγνωστο χώρο, που έπρεπε τα καπρίτσια του να τα παρατηρήσω, να τα τιθασεύσω και να παίξω με αυτά. Κάπως έτσι δημιουργείται κάθε φορά ο κινησιολογικός μου κώδικας και ελπίζω πως αυτός αντανακλά και την ιδέα».
Στο «Larsen C», που λαμβάνει το όνομά του από τον τεράστιο παγετώνα της Ανταρκτικής, του οποίου μάλιστα ένα τεράστιο κομμάτι-παγόβουνο πρόσφατα αποκολλήθηκε, υπάρχει μια διαρκής μετατόπιση: από τη ρευστότητα της κίνησης στο διακεκομμένο αυτής, από τη μονάδα στο σύνολο και πάλι πίσω στο σόλο, από το απλό ηχοτοπίο σε πλήρεις techno μουσικές συνθέσεις και μετά σε τελετουργικά εμβατήρια. Κάτι προστίθεται ή αφαιρείται διαρκώς.
«Η περιπλάνηση στην αλλαγή της πεποίθησης είναι άρρηκτα δεμένη με την έκπληξη. Υπάρχει συνεχώς μια νέα πληροφορία που στρεβλώνει την αρχική πρόθεση. Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε και στο σώμα, που βρίσκεται διαρκώς σε ταραχή. Και η μουσική στο πρώτο μέρος υποδηλώνει μια συνθήκη, μια ενέργεια, αλλά δεν φαντάζεσαι ότι στη συνέχεια θα προστεθεί ένα περίεργο όργανο που θυμίζει τζαζ ή ότι θα καταλήξει σε εκκλησιαστικούς ήχους έχοντας περάσει από ένα techno party».
Εντυπωσιακό οπτικά είναι και το ίδιο το υλικό των κοστουμιών που ντύνουν τα σώματα των ερμηνευτών: ένα μαύρο βινύλ ύφασμα που επιτρέπει τις πιο περίεργες τσακίσεις και σκιάσεις κάτω από τον αριστοτεχνικά σχεδιασμένο φωτισμό της παράστασης. «Ήθελα ένα ευμετάβλητο υλικό που να φανερώνει διαφορετικές πτυχές. Περάσαμε από πολύ ποπ δοκιμές αλλά καταλήξαμε σε αυτό που μπορούσε να δώσει διαφορετικά χρώματα σε σχέση με το φως και να υποστηρίζει την κάθε μικροκίνηση του σώματος».
Αφετηρία, τελικά, για το «Larsen C» δεν ήταν ο παγετώνας, αλλά η ιδέα της αντίληψης των πραγμάτων. Στο αρχικό στάδιο προετοιμασίας του έργου, ο Χρήστος χρησιμοποιούσε ως παράδειγμα το παγόβουνο, που πάντα κρύβει κάτω από την κορυφή του έναν τεράστιο όγκο που δεν γίνεται αντιληπτός. «Μ’ έναν τρόπο, μέσα στην κινησιολογική μας έρευνα, προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε μια συνθήκη στην οποία η φαντασία και η πραγματική κίνηση που ενυπάρχει βαθιά μέσα στις αρθρώσεις είναι τόσο τεράστια, ενώ αυτό που εντέλει γίνεται αντιληπτό είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι.
Επίσης ο παγετώνας είναι μια τεράστια μάζα νερού που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, αλλά εμείς δεν την αντιλαμβανόμαστε. Το ίδιο και η τράπεζα πάγου, ή απόληξή του, αυτή η τεράστια έκταση που θεωρούσαμε ότι είναι αμετάβλητη, αλλά ξαφνικά σπάει και διαλύεται. Αυτές οι σκέψεις ήρθαν και κλείδωσαν μέσα από τη διαδικασία της έρευνας».
Επόμενος στόχος του Χρήστου Παπαδόπουλου είναι να καταφέρει να δουλεύει με λιγότερο άγχος. «Ενώ θα περίμενε κανείς ότι το άγχος, λόγω εμπειρίας, φορά τη φορά, θα μειωνόταν, τελικά αυξάνεται. Προχωρώντας είναι όλο και πιο δύσκολο να είσαι ειλικρινής. Γιατί έχεις την ανασφάλεια ότι μπορεί να επαναλαμβάνεσαι, αν εμβαθύνεις σε κάτι, ότι δημιουργείς μια συνταγή, γιατί η έκθεση γίνεται μεγαλύτερη, όπως και οι απαιτήσεις. Νιώθω ότι είναι όλο και πιο δύσκολο να μένω πιστός στην αρχική μου ιδέα. Η ευχή μου είναι παραμένω καθαρός σε αυτό που θέλω να πω και να πετάω κάθε φορά τα περιττά.
Επίσης με όλο αυτό το άγχος και τη σπουδαιότητα που παίρνει κάθε φορά η δουλειά μας, νιώθω πως, ειδικά στη δημιουργική διαδικασία, σε περίοδο προβών, η υπόλοιπη πραγματικότητα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και γινόμαστε κάπως εγωιστές. Ο κόσμος γύρω μας καταστρέφεται και το σημαντικό για εμάς είναι μόνο η δουλειά μας. Θέλω να βγαίνω από αυτή τη λούπα, να μην είναι η αρχή και το τέλος της ζωής μου η δουλειά και η πρόβα».
Larsen C
Σύλληψη & Χορογραφία: Χρήστος Παπαδόπουλος
Χορεύουν: Αντώνης Βαής, Χαρά Κότσαλη, Γεώργιος Κοτσιφάκης, Σωτηρία Κουτσοπέτρου, Μαρία Μπρεγιάννη, Αλέξανδρος Νούσκας Βαρελάς, Ιωάννα Παρασκευοπούλου
Μουσική & Ηχητική Σύνθεση: Γιώργος Πούλιος
Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Κοστούμια: Άγγελος Μεντής
Δραματουργία: Αλέξανδρος Μιστριώτης
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Κεντρική Σκηνή
Έως 3/4
Παρ., Σάβ., Κυρ. 20:30