Το 1936, όταν ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, ο ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης θεάτρου Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα αναχώρησε από τη Μαδρίτη για τη Γρανάδα με σκοπό να αποχαιρετήσει τον πατέρα του.
Συνελήφθη το ξημέρωμα της 19ης Αυγούστου 1936: παραστρατιωτικοί του πολιτικού κινήματος CEDA τον πυροβόλησαν λόγω των αριστερών φρονημάτων του και τον έριξαν σε ανώνυμο τάφο στην περιοχή Φουεντεγράνδε δε Αλφακάρ στα περίχωρα του Βιθνάρ, κοντά στη Γρανάδα.
Τα λείψανα του εμβληματικού μέλους της γενιάς του ’27, μιας ομάδας που αποτελούνταν κυρίως από ποιητές που εισήγαγαν στην ισπανική λογοτεχνία τις αρχές ευρωπαϊκών κινημάτων, όπως ο συμβολισμός, ο φουτουρισμός και ο σουρεαλισμός, δεν βρέθηκαν ποτέ.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1931, είχε διοριστεί διευθυντής της θεατρικής εταιρείας Teatro Universitario la Barraca και είχε αναλάβει την ευθύνη να διαδώσει τις θεατρικές της παραγωγές στις πιο απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές της χώρας.
Εκείνη την περίοδο γράφει τα πιο γνωστά θεατρικά του έργα. Ο «Ματωμένος γάμος», η «Γέρμα» και «το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» είναι τραγωδίες στις οποίες η λαϊκή πνοή συνδέεται με τη λυρική φωνή του ποιητή.
Ο Λόρκα εμπνεύστηκε το έργο από έναν γάμο που κατέληξε σε τραγωδία στην επαρχιακή πόλη Νίχαρ της ανατολικής Ανδαλουσίας και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Diario de Málaga» με τίτλο «Οι ιδιοτροπίες μιας γυναίκας προκαλούν μια αιματηρή τραγωδία, η οποία κοστίζει τη ζωή σε έναν άνδρα».
Ο «Ματωμένος Γάμος», έργο που αποθεώνει τον ποιητικό ρεαλισμό που τόσο πιστά υπηρετεί ο Λόρκα, είναι ένα από τα αριστουργήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας και ένα από τα πιο πολυμεταφρασμένα ισπανικά έργα. Είναι και το πιο διάσημο έργο του από τότε που ανέβηκε για πρώτη φορά στη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 1933, ένα κείμενο αξεπέραστο μέχρι σήμερα, εκρηκτικό και ζωτικό, όπου το αγροτικό έπος συναντάει την μπαλάντα και η κραυγή του προδομένου έρωτα μπλέκει με τις μυστηριακές φωνές της φύσης και την προπατορική απειλή του αίματος.
Με τη δραματουργία του Λόρκα να αποτελεί έναν ζωντανό οργανισμό στο μεγάλο θέατρο του κόσμου, οι ισπανικές παραδόσεις, οι συγκινήσεις, τα πάθη και οι γιορτές μεταμορφώνονται σε τραγωδία με θέμα την κοινωνική καταπίεση, με τον ισπανικό κάμπο και το τραχύ έδαφος της Ανδαλουσίας να γίνεται αρένα έρωτα και θανάτου, τους άνδρες να πεθαίνουν πριν γεράσουν και τις γυναίκες να απομένουν θλιβερές, λαβωμένες εκπρόσωποι του στείρου καθολικισμού και της σκληρής συντήρησης που χαρακτήριζε την προπολεμική Ισπανία σε μία από τις πιο σημαντικές περιόδους καμπής της χώρας.
Όπως σε όλα τα έργα του Λόρκα, ο «Ματωμένος Γάμος» έχει στο επίκεντρό του ρήξεις που αγγίζουν τις βαθιές μας επιθυμίες και τους φόβους μας, ενώ σε έναν μοναδικά άγριο τόπο ο μαγνητισμός του φεγγαριού, η καθαρότητα του αίματος και ο πόνος της καρδιάς συγκροτούν ένα μοναδικό σύνολο συναισθημάτων, σκέψεων και όψεων της κοινωνίας.
Εδώ, σε μία από τις πιο φημισμένες, αριστοτεχνικές και δυνατές τραγωδίες της ισπανικής μυθοπλασίας, ο ποιητής σκύβει στη ρίζα της φυλής του για να ανασύρει τα πάθη και τα κρυμμένα ένστικτα, να αποδείξει πόση δύναμη έχει το αρχέγονο, με τον θάνατο να ελλοχεύει ως τελική έκβαση της πάλης μεταξύ της αστείρευτης ορμής του πάθους και των απονεκρωμένων θεσμών.
Ύπαιθρος της Ανδαλουσίας. Ο γάμος μόλις έχει τελειώσει και οι καλεσμένοι χορεύουν, γλεντώντας το ευχάριστο γεγονός. Αλλά η Νύφη, με το άνθινο στεφάνι ακόμη στα μαλλιά, εγκαταλείπει τον γαμπρό. Καλπάζει με τον πρώην αρραβωνιαστικό της, τον Λεονάρντο, πάνω στο άλογο, αγκαλιασμένοι σαν ξωτικά, ενώ ο γαμπρός τούς κυνηγά στο σκοτεινό δάσος, όπου αναζητούν καταφύγιο.
Η φύση θα προδώσει τους άνομους εραστές και το έργο της εκδίκησης θα ολοκληρωθεί, επιβεβαιώνοντας τη μοίρα που θέλει τα παλικάρια να πεθαίνουν από ένα «άψυχο μαχαίρι που διψάει» και τις γυναίκες να γερνούν μόνες, περιμένοντας καρτερικά το τέλος. Οι δυο άντρες σκοτώνονται και η Νύφη, παρθένα, αλλά ατιμασμένη, θα κλειστεί για πάντα μέσα στο σπίτι, όπως και η Μάνα του Γαμπρού, που ο θάνατος έχει πάρει όλους τους άντρες της οικογένειάς της.
Ο Λόρκα εμπνεύστηκε το έργο από έναν γάμο που κατέληξε σε τραγωδία στην επαρχιακή πόλη Νίχαρ της ανατολικής Ανδαλουσίας και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Diario de Málaga» με τίτλο «Οι ιδιοτροπίες μιας γυναίκας προκαλούν μια αιματηρή τραγωδία, η οποία κοστίζει τη ζωή σε έναν άνδρα».
Ο Λόρκα παίρνει μια οικογενειακή σκηνή με τον δικό της συμβολισμό, που συνωμοτεί ενάντια στο πεπρωμένο, νεαρές καρδιές γεμάτες αγάπη, έρωτα και επιθυμία για ζωή, και τις βάζει απέναντι στον θάνατο, σε ένα τελετουργικό που ενώνει την προφητεία με την τέλεση, το βάρος της αγάπης με τη λύτρωση του θανάτου που τρία χρόνια αργότερα θα μας στερούσε την αιώνια μαγεία ενός από τους μεγάλους συγγραφείς.
Το έργο, που παρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινό το 1947 σε μια ιστορική παράσταση του Κάρολου Κουν σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου, με σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη, μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και τη νεαρή Έλλη Λαμπέτη στον ρόλο της Νύφης, ανέβηκε ξανά στο Εθνικό Θέατρο πολλά χρόνια αργότερα, το 1981, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού.
Η Μαρία Μαγκανάρη είναι η σκηνοθέτις που υπογράφει τη νέα παράσταση του Εθνικού Θεάτρου και αφηγείται στη LiFO την πρώτη της επαφή με το έργο του Λόρκα και τον τρόπο με τον οποίο κοιτάζει σήμερα αυτό το εμβληματικό έργο.
«Πριν από αρκετά χρόνια, ενώ προετοιμαζόμουν για να δώσω εξετάσεις στη δραματική σχολή με τον μονόλογο της Νύφης απ’ τον “Ματωμένο Γάμο”, άκουσα μια ιστορία απ’ τη μητέρα της μητέρας μου, τη γιαγιά μου τη Μαρία.
Στη μετεμφυλιακή Κρήτη, το 1949, ένα κορίτσι είκοσι χρονών “κλέβεται” από τη μητέρα του άντρα που την είχε ερωτευτεί. Καθώς ο νεαρός ήταν ντροπαλός, η μεγάλη γυναίκα (μετέπειτα πεθερά του κοριτσιού) αναλαμβάνει η ίδια να παρασύρει το κορίτσι στο σπίτι της και να το κρατήσει εκεί μέχρι που να μην μπορεί να “επιστραφεί” στο πατρικό του. Το κορίτσι δεν ήθελε να παντρευτεί αυτόν τον άντρα και έκλαιγε τρεις μέρες. Έψαχνε τρόπο να δραπετεύσει, δωροδοκώντας έναν γείτονα ‒ μάταια.
Οι γονείς της στο τέλος συναίνεσαν στον γάμο ‒ δεν θα μπορούσαν να την πάρουν πίσω, γιατί θα γινόταν βεντέτα. Το κορίτσι έμεινε, παντρεύτηκε και έκανε με αυτόν τον άνδρα πέντε παιδιά. Το κορίτσι ήταν η γιαγιά μου η Μαρία που, μέχρι σήμερα, στα ενενήντα τέσσερά της, μου αφηγείται ξανά και ξανά αυτήν την ιστορία.
Έχω σκεφτεί συχνά τους ωκεανούς δακρύων που έχουν χυθεί από κορίτσια και γυναίκες που οδηγούνται διαχρονικά σε ένα πεπρωμένο που δεν έχουν επιλέξει. Κι ακόμα κι αν η ιστορία της γιαγιάς μου δεν είναι η ιστορία που αφηγείται ο Λόρκα στον “Ματωμένο Γάμο”, διαισθάνομαι έναν κοινό πυρήνα ανάμεσά τους: τη στέρηση του αυτοπροσδιορισμού και την ενστικτώδη αναζήτηση της αυτοδιάθεσης. Δεν είμαι ακόμα σίγουρη αν ο “Ματωμένος Γάμος” μιλάει για τον ακραίο έρωτα ή για την ακραία, ουτοπική, ελευθερία.
Ο Λόρκα έλεγε πως ποτέ δεν ξέχασε κάποιες εικόνες απ’ την παιδική του ηλικία: γυναίκες να πεθαίνουν πάνω στη γέννα ή άλλες, “γεροντοκόρες” αυτές, να εισπράττουν την περιφρόνηση της μικρής τους κοινωνίας. Η συμπόνια του προς αυτές ήταν βαθιά και γνήσια. Ταυτιζόταν μαζί τους, ίσως γιατί κατέτασσε τον εαυτό του στη μεριά των αδυνάτων λόγω του τρόπου που η κοινωνία αντιμετώπιζε τη σεξουαλικότητά του.
Ο “Ματωμένος Γάμος”, παρότι έργο γραμμένο από άνδρα, αφουγκράζεται όσο λίγα τη θηλυκότητα. Τη θηλυκότητα ως αρχέγονη δύναμη, όπως μας έρχεται μέσω του μύθου και της ποίησης. Που είναι φύση. Που έχει προαισθήματα και βλέπει όνειρα. Που γεννά και νανουρίζει, μα και που καταστρέφει και καταστρέφεται. Που μοιρολογεί και ενίοτε τιμωρεί. Που είναι δυνάμει ο στυλοβάτης αλλά και η καταστροφή ενός σπιτιού ή μιας κοινωνίας. Που εμπεριέχει τη δημιουργία ζωής μα και τον θάνατο.
Αν οι γυναίκες στον “Ματωμένο Γάμο” παλεύουν με τους τοίχους που ορθώνονται γύρω τους, ούτε κι οι άντρες δείχνουν να τη γλιτώνουν. Κανείς δεν καταφέρνει να αποδράσει απ’ τη γραμμή του αίματος. Καθένας τους δρα σε σχέση με το πώς είχαν δράσει οι εξ αίματος συγγενείς του πριν απ’ αυτόν.
Σαν υπνωτισμένοι όλοι, άνδρες- γυναίκες, ακολουθούν τελικά “τη μοίρα της γενιάς τους”. Λες και το αίμα, που τόσο συχνά αναφέρεται στο έργο, μεταφέρει σκέψεις και συμπεριφορές που η προηγούμενη γενιά κληροδοτεί στην επόμενη. “Στο τέλος, ό,τι κι αν κάνουμε, νικά πάντα η φύση (μας)”, μοιάζει να μας λέει ο Λόρκα. Είναι αδύνατο να γίνουμε κάτι περισσότερο απ’ αυτό που είμαστε.
Ο “Ματωμένος Γάμος” μιλάει για την ανθρώπινη περιπέτεια μ’ έναν τρόπο συγκινητικό. Κι εμείς, ακόμα σήμερα, αναρωτιόμαστε για την ταυτότητα των επιλογών μας στη ζωή: είναι αληθινά δικές μας ή τις κουβαλάμε στο αίμα μας σαν το χρώμα των μαλλιών και των ματιών μας;»
Ματωμένος Γάμος
Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου
Σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη
Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Μάρθα Μαυροειδή
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Γοζαβίνου
Παίζουν (αλφαβητικά): Βαγγέλης Αμπατζής, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Νόνη Ιωαννίδου, Συρμώ Κεκέ, Μαρία Κεχαγιόγλου, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Πέτρος Μάλαμας, Νικόλας Παπαγιάννης, Γιάννης Σαμσιάρης, Μαρία Σκουλά
Εθνικό Θέατρο
Κτίριο Τσίλερ - Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»
11/2-17/4
Πέμ.-Σάβ. 21:00, Τετ. & Κυρ. 19:30