Η Μαρία Μαγκανάρη ανεβάζει στο θέατρο Πορεία το έργο του Τενεσί Ουίλιαμς Η νύχτα της Ιγκουάνα. Η σκηνοθέτις που μας χάρισε έναν εξαιρετικό Θείο Βάνια άρχισε να μελετά συστηματικά έργα κλασικών συγγραφέων από το καλοκαίρι του 2018, όταν αισθάνθηκε ότι είχε κλείσει ο κύκλος των παραστάσεων που βασίζονταν κυρίως σε συρραφές λογοτεχνικών κειμένων.
Αυτός ο κύκλος ξεκίνησε το 2012 με τον Μεσοπόλεμο, φτιαγμένο από έργα της περιόδου του ελληνικού Μεσοπόλεμου και αγνοημένα λογοτεχνικά έργα. Εννέα χρόνια αργότερα, αισθάνεται ότι θέλει να δει κάτι πιο ολοκληρωμένο, όχι τις ραφές και την άσκηση, να φτιάξει έναν κόσμο ολοκληρωμένο και να παρακολουθήσει τον ήρωα και τη διαδρομή του χωρίς να τα σχολιάσει, χωρίς να είναι με το ένα πόδι έξω και το άλλο μέσα.
Τη συναντήσαμε για να συζητήσουμε μια διαδρομή που ξεκινά από τη Φιλοσοφική Σχολή και φτάνει στο σήμερα και στις σκοτεινές και ακατανόητες πτυχές των ηρώων του Αμερικανού συγγραφέα.
— Είναι μεγάλο άλμα η απόφαση να ασχοληθείς με τα μεγάλα κείμενα;
Ναι, είναι, ωστόσο έχουν μεσολαβήσει ο Βάνιας και η Νόρα που είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο της αναζήτησής μου. Είχα διαβάσει άλλα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς και μου έκανε μεγάλη εντύπωση η Νύχτα της Ιγκουάνα, παρόλο που δεν είναι το καλύτερό του έργο. Ο Ουίλιαμς το δούλευε πάρα πολλά χρόνια, αρχικά ξεκίνησε ως διήγημα, μετά έφτασε να παιχτεί στο θέατρο με την Μπέτι Ντέιβις, έγινε και ταινία.
Από το 1948 έως το 1961 γνώρισε διαδοχικές γραφές. Ήδη όταν το δούλευε είχε δοκιμαστεί ψυχικά, πάλευε με ουσίες, είχε κάνει πολλή ψυχανάλυση. Είναι φανερή η επιρροή του Γιουνγκ και της θεωρίας της σκιάς στο κείμενο, κάτι που με ενδιέφερε και στη σκηνοθεσία. Υπάρχει ο ποιητικός ρεαλισμός του Ουίλιαμς, αλλά «ξεκουρδίζεται» και πάει πιο πέρα. Εδώ το μεταφυσικό στοιχείο είναι ιδιαίτερο και σε αυτό το έργο φαίνονται και το ψυχικό του ταξίδι και ο πόνος του.
— Η δυσκολία σε αυτό το έργο ποια είναι;
Το έργο το μετέφρασα επειδή έχω ανάγκη τη στενή επαφή με το κείμενο από την αρχή, και έκανα και μια διασκευή ‒ δεν έχει κοπεί κάτι κεντρικό, αλλά, για να το διατυπώσω ευγενικά, έχει κοπεί λίγη φλυαρία. Το συγκεκριμένο έργο έχει μια γλώσσα πολύ κοντά στην αργκό και πρέπει να βρεις κάτι αντίστοιχο στην καθομιλουμένη σήμερα που να φέρει κάτι από εκείνη την εποχή, αυτό που είχε στο μυαλό του ο συγγραφέας, με το οποίο όμως να μπορεί να επικοινωνήσει ένας άνθρωπος σήμερα.
Η δυσκολία, λοιπόν, είναι να βρεθεί μια γλώσσα που να μιλιέται και να μπορεί να αποδώσει την ανάγκη του για κάτι ποιητικό που συναντά και το μεταφυσικό και είναι πολύ έντονη σε αυτό το έργο.
Ο καθένας φτιάχνει μια εικόνα για τον εαυτό του, αλλά από τα σαράντα και μετά πρέπει να αρχίσει να την γκρεμίζει για να δει τι συμβαίνει πραγματικά. Και το ποιος είσαι δεν μπορεί να απαντηθεί τόσο εύκολα
— Ξενάγησέ μας σε αυτή την ιστορία και στο περιβάλλον της, που δεν το συναντάμε στα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς.
Η ιστορία συμβαίνει σε ένα ξενοδοχείο στο πουθενά, στο Μεξικό, άρα έξω από την Αμερική, σε ένα τοπίο μέσα στη φύση, σε έναν λόφο, συγκεκριμένα στο Κόστα Βέρντε. Είναι πληθωρικότατη η φύση στο τοπίο αυτό, η βλάστηση είναι οργιώδης και στο έργο ο Ουίλιαμς βάζει τον άνεμο να φυσάει, τη θάλασσα να ακούγεται, πουλιά, μια καρύδα που πέφτει.
Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό γιατί το Μεξικό λειτουργούσε όντως ως μια Εδέμ για Αμερικανούς και Ευρωπαίους που έκαναν ένα ταξίδι ζωής ‒ κάποιοι για να βρουν έμπνευση και να γράψουν. Ορισμένοι έμειναν εκεί για πάντα, όπως ο Χαρτ Κρέιν, που εκεί έβαλε τέλος στη ζωή του.
Είναι ένας τόπος-χώρος περίεργος, αυτό που περιγράφει η φιλόσοφος Τζούλια Κρίστεβα ως «chora». Στο Μεξικό φτάνουν όσοι δεν μπορούν να ενταχθούν στο κυρίαρχο σύστημα. Είναι περιπλανώμενοι που βρίσκουν μια μήτρα, ένα μέρος για να επιστρέψουν, μακριά από τον πολιτισμό και του κανόνες στους οποίους δεν χωράνε.
— Και οι κάτοικοι αυτού του τόπου τι ιδιαίτερο έχουν;
Αυτό το ξενοδοχείο το διευθύνει η Μαξίν, μια υπερσεξουαλική, πληθωρική, σχεδόν σεξομανής Αμερικάνα, όπως την περιγράφει με μια σεξιστική, κατά τη γνώμη μου, ματιά ο Τενεσί Ουίλιαμς.
Σε αυτόν τον τόπο-ουτοπία μένει ο Σάνον, ένας αποσχηματισμένος ιερέας που έχει μια βασική αδυναμία: κάνει σχέσεις με κορίτσια αποπλανώντας τα και αυτός είναι ο λόγος της απομάκρυνσής του από την Εκκλησία. Δουλεύει ως ξεναγός και όταν ξεκινά το έργο έχει προσεγγίσει ήδη ένα ανήλικο κορίτσι, κάτι που έχει κάνει το γκρουπ των ταξιδιωτών να τον «καταδιώκει», απειλώντας τον ότι θα του απαγορεύσει την επιστροφή στις ΗΠΑ.
Υπάρχει και ένα φοβερό ντουέτο, η Χάνα με τον παππού της. Η κοπέλα είναι ζωγράφος και ο παππούς της από τους πιο γνωστούς ελάσσονες ποιητές. Εκείνη κάνει σκίτσα των ανθρώπων που συναντά στα ξενοδοχεία κι εκείνος απαγγέλλει κι έτσι βγάζουν το ψωμί τους ‒ μάλιστα, έχουν γυρίσει τον κόσμο εκατό φορές. Αυτά είναι τα πρόσωπα που συναντιούνται σε μια κομβική στιγμή της ζωής τους.
Το έργο ξεκινά μεσημέρι και τελειώνει τη νύχτα. Σε αυτό το διάστημα γίνονται συζητήσεις που αποτελούν καθρέφτη της ψυχαναλυτικής διαδικασίας και ο ήρωας φτάνει στην εξής συνειδητοποίηση: «Αυτό που νομίζεις ότι είσαι, δεν είσαι, δέξου τη σκιά σου, αυτό που κουβαλάς».
— Αυτό συνδέεται και με το προσωπικό κομμάτι Τενεσί Ουίλιαμς, η αποδοχή του εαυτού που δεν συμβαίνει ποτέ.
Είναι ένα προσωπικό κομμάτι του Ουίλιαμς και ο λόγος που περνά τόσο δύσκολα είναι ότι δεν συμβαίνει αυτή η αποδοχή, η συμφιλίωση. Στη σκηνή, ωστόσο, βάζει κάτι άλλο, επιλέγοντας ένα φινάλε συμφιλιωτικό: δείχνει ότι ο ήρωας αυτός δεν είναι για τα μεγάλα αλλά για κάτι άλλο και αυτό το κάτι άλλο έχει να κάνει με το σώμα, με το σεξ, με κάτι πιο ζωώδες από εκείνο που ήθελε να παρουσιάζει ως τότε.
Αυτό προκύπτει μέσα από τη συζήτηση, γιατί ο Ουίλιαμς λέει ότι αν έχεις τη δυνατότητα, έστω και για μια νύχτα, να μπεις στη διαδικασία, αυτό μπορεί κάπου να σε οδηγήσει. Εκεί κλείνει ένας κύκλος, με τον ήρωα να μένει για πάντα στο Κόστα Βέρντε.
— Πώς συνδέεσαι προσωπικά με αυτό τον κορμό του έργου που είναι περίπλοκος και δύσκολος;
Σε αυτό το έργο με τράβηξε το ότι κανένα πρόσωπο, εκτός ίσως από τον παππού, που πεθαίνει στο Κόστα Βέρντε, έχοντας κλείσει τον κύκλο του, δεν μπορεί να βρει την ισορροπία μεταξύ σώματος και πνεύματος, καλού και το κακού, σκοταδιού και το φωτός. Όλα τα πρόσωπα έχουν κενά, κανένας δεν είναι πλήρης, στέρεος. Ο ήρωας είναι αντιήρωας, είμαι σε συνεχή κόντρα μαζί του, και τον λυπάμαι και τον φτύνω.
— Αν δεν αποδεχτείς έναν χαρακτήρα και σου δημιουργεί αυτή την αμφιθυμία, πόσο δύσκολο είναι να τον στήσεις, να τον διδάξεις και να τον σκηνοθετήσεις;
Είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον και δεν μου έχει συμβεί ποτέ σε αυτή την έκταση. Είναι κι αυτή μια διαδικασία ωρίμασης, γιατί δεν με ενδιαφέρει να κρίνω ή να σηκώσω το λάβαρο του φεμινισμού απέναντι σε έναν ήρωα που λέει σε μια γυναίκα τη φράση «είσαι μια πραγματική κυρία», βλέποντας τη γυναίκα είτε ως παρθένα, είτε ως σεξομανή, είτε ως λολίτα, είτε ως μέγαιρα. Με δυσκολεύει αυτό, αλλά δεν έχει νόημα να ηθικολογήσεις ούτε να το φέρεις στα μέτρα μιας εποχής.
— Επομένως, πώς αντιμετωπίζεις σήμερα το έργο; Τι έχει μετατοπιστεί από τότε που ξεκίνησε.
Ξεκινήσα να το δουλεύω πριν από τις καραντίνες και το #ΜeΤoo και τώρα βρισκόμαστε την εποχή μετά από αυτά. Ο προβληματισμός αυτός υπήρχε. Μάλιστα, στο πρώτο θέμα που είχαμε κάνει στη LiFO το 2013, όταν είχα κάνει το Αλεξάντερπλατς, μιλούσαμε για την αντιστροφή της βασικής συνθήκης του κειμένου, είχα δώσει τον λόγο αποκλειστικά σε γυναίκες, τις γυναίκες του περιθωρίου και της ζωής του ήρωα.
Σήμερα όλοι έχουμε «δηλητηριαστεί», με την καλή έννοια, από αυτό που συνέβησαν, τα αντανακλαστικά μας είναι διαφορετικά, αλλά αυτό υπάρχει και στο έργο. Το ενδιαφέρον με τον ήρωα του Ουίλιαμς είναι ότι φέρει ένα παιδικό τραύμα, μπαίνει στο έργο τραυματισμένος και σωματικά και ψυχικά, γι’ αυτό υπάρχει όλη αυτή η οργή που σχετίζεται με το σεξ. Πάει με μικρά κορίτσια τα οποία γοητεύει, στη συνέχεια τα χτυπάει και τους ζητάει να προσευχηθούν γιατί σιχαίνεται αυτήν του την πλευρά.
Ο Ουίλιαμς δεν μιλάει για το γκέι στοιχείο, αλλά σιχαίνεται αυτήν του την πλευρά που δεν μπορεί να αποδεχτεί. Με αφορά προσωπικά σε αυτή την ιστορία, με ένα διαφορετικό τρόπο βέβαια, επειδή το ότι θέλω να είμαι σε όλα καλή και να το αποδείξω φτιάχνει μια εικόνα που δεν είμαι εγώ. Και δεν ξέρω αν σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό το αντιμετωπίζει ο καθένας αυτό, εγώ πάντως προσπαθώ να δω ποια είμαι χωρίς όλο αυτό το γύρω γύρω, οπότε συνδέομαι πολύ με τις «τρύπες» των ηρώων.
Ο καθένας φτιάχνει μια εικόνα για τον εαυτό του, αλλά από τα σαράντα και μετά πρέπει να αρχίσει να την γκρεμίζει για να δει τι συμβαίνει πραγματικά. Και το ποιος είσαι δεν μπορεί να απαντηθεί τόσο εύκολα. Ο Σάνον φέρει κάτι από την οικογένειά του, αυτό τον βασανίζει. Ποιος δεν το κάνει αυτό; Εγώ έχω διαμορφώσει όλη μου τη ζωή σε αντίθεση με αυτό που ήταν οι δικοί μου.
— Ας πάμε στη δική σου ιστορία, στο σπίτι, εκεί όπου ξεκίνησαν όλα.
Μεγάλωσα στη Νέα Φιλαδέλφεια με άλλες δυο αδελφές, είμαι η μεσαία. Πήγαμε σε δημόσια σχολεία, σπούδασα στα Γιάννενα στη Φιλοσοφική. Ο πατέρας μου είναι από τη Νάξο, από εννιά χρονών στην Απείρανθο. Οικοδόμος στο επάγγελμα, ανέβαινε στο βουνό να χτίσει μάντρες, τον θυμάμαι να βάζει μουσική και να χορεύει μόνος του. Η μάνα μου είναι από την Κρήτη και η μουσική σ’ αυτά τα μέρη ήταν καθοριστική.
Εγώ τη ρίζα μου δεν τη εντοπίζω στη Νέα Φιλαδέλφεια αλλά στο νησί μου. Οι γονείς μου δεν διάβαζαν, αλλά ήταν πολύ εκτιμητέο το να σπουδάσεις, γιατί αυτό σήμαινε κοινωνική άνοδο. Είμαστε η πρώτη γενιά που σπουδάσαμε, γιατί υπήρχε ενθάρρυνση, αλλά να πω και το ωμό, ότι ο πατέρας μου, όταν έβλεπε τους καλούς βαθμούς, έλεγε: «Ωραία, ευτυχώς που έχετε καλούς βαθμούς, να γλιτώσετε το εργοστάσιο».
Ένα πράγμα που θυμάμαι από μικρή ηλικία είναι ότι δεν άντεχα αυτό το μικροαστικό κομμάτι της καταγωγής μου, την έννοια το «βολέματος» και την αγωνία να μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα, γι’ αυτό και έχω μια άλλη σχέση με το χρήμα. Ακόμα και το επάγγελμα που διάλεξα το δείχνει αυτό και, βέβαια, ήθελα από έφηβη να είμαι οικονομικά ανεξάρτητη.
Δεν φοβόμουν τη δουλειά και μέχρι σήμερα έχω κάνει καμιά σαρανταριά δουλειές, και πριν από το θέατρο και παράλληλα. Υπάρχει κόσμος που με ρωτάει σήμερα «πού σε ξέρω» και απαντάω «με ξέρεις από τα μπαρ που έχω σερβίρει». Ήταν μια δουλειά που αγάπησα πολύ, δεν είχα ποτέ κόμπλεξ ότι με κατατάσσει κάπου, μάλιστα μέσω αυτής γνώρισα υπέροχους ανθρώπους.
— Όλα αυτά τα χρόνια αυτή η δουλειά, εκτός θεάτρου, τι σου έμαθε;
Δεν θα πήγαινα ποτέ να δουλέψω σε ένα μαγαζί που δεν μου αρέσει, έτσι ποτέ δεν δουλέψα σε ένα θέατρο που δεν μου αρέσει, και αυτό το λέω με βεβαιότητα. Αισθάνομαι ότι υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που με ενδιαφέρουν και μπορώ να τα κάνω και για να βιοποριστώ και για να περάσω καλά.
Και έχει σημασία να διαλέγεις με ποιους θες να είσαι. Είναι δύσκολο στη δουλειά μας, γιατί χτίζεις ένα σπίτι που μετά πρέπει να το γκρεμίσεις, αλλά είναι τρομερό πλεονέκτημα να μπορείς να διαλέξεις τους συγγενείς σου, γιατί εγώ αυτή την περίοδο πιο πολύ χρόνο περνάω με το καστ της Ιγκουάνα παρά με την οικογένειά μου.
— Η επιλογή είναι το πιο σημαντικό όταν συγκροτείς έναν θίασο;
Πιστεύω πολύ στην επιλογή, ότι έχεις το δικαίωμα σε αυτήν, και δεν μου αρέσει ο ντετερμινισμός, παρότι τοποθετούμαι ιδεολογικά στην αριστερά, που λέει ότι όλα είναι κοινωνική κατασκευή. Έχει μεγάλη σημασία να είσαι ανοιχτόμυαλος. Αυτήν τη ζωή καλούμαστε να ζήσουμε και πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτήν εδώ και τώρα. Δεν μπορεί να περιμένεις να είναι ιδανικά τα πράγματα, γιατί αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Είναι ένα στοίχημα που βάζω, αν και η δουλειά με κάνει μονομανή.
Έχει μεγάλη σημασία να βρίσκεις έναν τρόπο, ακόμα και την περίοδο που ετοιμάζεις μια δουλειά, να μπορείς να απολαύσεις μια κουβέντα, στιγμές με τους ανθρώπους τους δικούς σου, κάτι που δεν μου είναι εύκολο και με ζορίζει, επειδή θέλω να είμαι 100% στην παράσταση, και για να γίνει αυτό πρέπει να κοπώ χίλια κομμάτια.
— Αν φύγεις για λίγο και σταθείς στο απέναντι πεζοδρόμιο, δεν θα δεις και πιο καθαρά τη δουλειά σου;
Αυτή είναι η πιο σοφή αντίδραση, αν μπορείς να το κάνεις. Το θέατρο είναι η πιο γλυκιά παγίδα, γιατί όταν πας εκεί και κλείνει η πόρτα, νομίζεις ότι αυτός είναι ολόκληρος ο κόσμος. Δεν καταλαβαίνω ότι πολλές φορές, όταν μια πρόβα δεν έχει πάει καλά, κάνω σαν να έχει έρθει η συντέλεια του κόσμου, ενώ στον έξω κόσμο γίνεται της τρελής.
— Ποιο είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της δουλειάς σου; Η μελέτη που προηγείται ή η σύνδεσή σου με τον ηθοποιό;
Ξεκινά με ένα κομμάτι μοναχικό που είναι η επαφή, η σύνδεση με το κείμενο. Η μελέτη του θεατρικού κειμένου και των θεωρητικών κειμένων που το συνοδεύουν μού αρέσει πολύ. Μου αρέσει να βρίσκω υλικό ακόμα και στις μεγάλες βιβλιοθήκες του κόσμου, αισθάνομαι σαν ντετέκτιβ, ότι έχω βρει κάτι που δεν έχει βρει κανείς ‒μπορεί να είναι ουτοπία αυτό‒ κι αυτό με συνεπαίρνει και διευρύνει τη φαντασία μου.
Στη συνέχεια, ανοίγει αυτός ο κύκλος, που αρχικά είναι πολύ προσωπικός, και μετά αρχίζουν οι πρόβες, οπότε ανεβάζω πολύ στροφές και ιδανικά θα ήθελα να κοιμάμαι στο θέατρο, να είμαι εκεί με το 100% μου. Είναι κάτι πολύ ενεργοβόρο, αλλά έχω ανάγκη να εκτονώσω ένα πολύ μεγάλο κομμάτι μου.
— Τους πιέζεις τους ηθοποιούς σου;
Θα πρέπει να ρωτήσεις τους ίδιους, αλλά μια θεωρία που πρόσφατα έχω αναπτύξει από αυτήν τη λίγη εμπειρία που έχω ‒γιατί κι εγώ είμαι ηθοποιός‒ είναι ότι δεν μπορώ να εφαρμόσω τον ίδιο τρόπο και το ίδιο σύστημα με όλους, εφόσον δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Όταν το καταλάβουν αυτό οι σκηνοθέτες, κερδίζουν και σε χρόνο και σε άλλα πολλά.
Εσένα σε ενδιαφέρει να εμπλακεί ο ηθοποιός, αλλά δεν εμπλέκονται όλοι με τον ίδιο τρόπο στη διαδικασία: άλλοι σωματικά, άλλοι με περισσότερη ανάλυση, άλλοι χρειάζονται περισσότερο. Το ασυγχώρητο όμως, αυτό που δεν επιτρέπω, είναι να μην εμπλακεί, γιατί έτσι δεν υπάρχει περιθώριο να προχωρήσουμε.
— Πόσο σε έχει βοηθήσει η ψυχοθεραπεία στη σκηνοθεσία, τη θεωρείς σημαντική;
Κάνω χρόνια ψυχοθεραπεία, με έχει βοηθήσει πολύ και μου έχει σώσει τη ζωή. Το λέω ανοιχτά και αναφέρομαι ειδικά στον τομέα της σκηνοθεσίας, όπου τη συνιστώ ανεπιφύλακτα, γιατί έχει κοινή διαδρομή η ψυχοθεραπεία με το θέατρο.
Είναι πολύ κομβικό αυτό που συμβαίνει στην πρόβα να μπορείς να το μεταβολίσεις, να μην το παίρνεις προσωπικά, γιατί όλοι σε βλέπουν σαν τον πατερούλη ή τη μητερούλα, είσαι το βλέμμα, ο καθρέφτης. Έχει σημασία λοιπόν το πώς είμαι εκεί παρούσα, το βλέμμα μου στην πρόβα, ο τρόπος που την κοιτάζω. Είναι η κεντρική διαδικασία μιας παράστασης κι αν αυτό δεν λειτουργήσει είναι όλα χάλια. Όποια έρευνα κι αν έχω κάνει εγώ πριν, όσο κι αν έχω δουλέψει, δεν θα βγει τίποτα. Έχει σημασία να πάρω αυτή την απόσταση, γιατί η δουλειά είναι πάνω από εμάς.
— Μαρία, έχει βάλεις έναν στόχο στη ζωή σου;
Κάνω ένα έργο του οποίου ο συγγραφέας, όπως αισθάνομαι, είχε ένα βασικό πρόβλημα, δεν μπορούσε να συνδεθεί πραγματικά με τους άλλους. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα έργα του εκτυλίσσονται σε δωμάτια ξενοδοχείων ‒ άλλωστε και ο ίδιος πέρασε τη μισή ζωή του σε αυτά, χωρίς σπίτι, χωρίς ρίζα. Μου δημιουργεί πολύ μεγάλη θλίψη αυτή η αίσθηση που είχα της αδυναμίας του να συνδεθεί, γι’ αυτό λέει «συνδέσου έστω για μια νύχτα».
Αν έχω βάλει έναν στόχο στη ζωή μου, είναι η σύνδεσή μου με τους ανθρώπους. Δίπλα σε αυτόν βάζω και τη σύνδεση με τον εαυτό μου. Η χαρά μου είναι ο τρόπος που συνδέομαι με τους ανθρώπους. Ό,τι δουλειά έκανα, κάνω και θα κάνω στο μέλλον είναι προς αυτή την κατεύθυνση.
Η νύχτα της Ιγκουάνα
Του Τενεσί Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη.
Θέατρο Πορεία, Τρικόρφων 3-5, Πλατεία Βικτωρίας
Από 20/10
Τετ. 19:00, Πεμ. & Παρ. 21:00, Σάβ. 19:00 & 21:00, Κυρ. 18:00
Παίζουν: Ιωάννης Παπαζήσης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Σύρμω Κεκέ, Γιώργος Μπινιάρης, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Βίκυ Κατσίκα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.