Στη σκηνή του θεάτρου Θησείον η Μαρία Μαγκανάρη, η Μαρία Σκουλά και η Αμαλία Καβάλη ξεκινούν να αφηγούνται τις ιστορίες τους, κρυφές και φανερές, ειπωμένες και ανείπωτες, ιστορίες πίστης και προδοσίας, στέκουν απέναντί μας σαν σύζυγοι, ερωμένες, φίλες, κόρες, μάνες, περήφανες αλλά και ταπεινωμένες, νικήτριες αλλά και ηττημένες, με τον φόβο να υπάρχει μέσα τους μαζί με τη λαχτάρα να ανακαλύψουν την αλήθεια. Να τη μιλήσουν, να την εκμυστηρευτούν, να ανοιχτούν και να συνωμοτήσουν μαζί μας κοιτάζοντάς μας κατάματα.
Αυτές είναι οι ηρωίδες των διηγημάτων της Ρούμενα Μπουζάροφσκα που τιτλοφορούνται «Ο άντρας μου», με τη συγγραφέα να μιλά για το φύλο της και το ανδρικό φύλο, περιγράφοντας την ανθρώπινη κατάσταση με όρους πατριαρχίας. Οι ιστορίες της, που ζωντανεύουν στη σκηνή σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη, χαρτογραφούν με χιούμορ και σκληρότητα τις δυναμικές των σχέσεων εντός του ζευγαριού και της οικογένειας, σε μια σύγχρονη, πατριαρχική βαλκανική κοινωνία που μοιάζει πολύ με τη δική μας.
Αποκαλύπτουν τόσο την πλάνη μας περί γυναικείας απελευθέρωσης όσο και τα αδιέξοδα των ανδρών: και τα δύο φύλα ασφυκτιούν μέσα στην παγίδα των παραδοσιακών ρόλων.
Αυτή η παράσταση μπορεί να έχει φτιαχτεί από γυναίκες, αλλά απευθύνεται και νεύει συμφιλιωτικά και στους άντρες. Σε μια περιοχή μεταφυσικής και ποίησης, άλλοτε τρομαχτικά και άλλοτε συγκινητικά, φανερώνει ολόλαμπρα το θείο δώρο της εξομολόγησης που λυτρώνει, εξανθρωπίζει και οδηγεί τους ανθρώπους σε πορείες κοινές.
Όλες οι ιστορίες περιλαμβάνουν μυστικά και ψέματα – γιατί όλες οι οικογένειες τα διαθέτουν σε περίσσεια. Δεν υπάρχει συγγένεια χωρίς ψέμα. Δεν υπάρχει γάμος χωρίς εξουσία. Ούτε αγάπη χωρίς μίσος. Αυτές τις σκοτεινές δυναμικές επιχειρούν οι τρεις ερμηνεύτριες να φέρουν ενώπιόν μας επί σκηνής, μέσω των γυναικείων σωμάτων που γίνονται, καθώς αφηγούνται, μνημεία των αποτυχημένων γάμων τους – μα και των αποτυχημένων κοινωνιών μας.
«Εκτός από ωραία λογοτεχνία, τα κείμενα αποτελούν ένα συναρπαστικό θεατρικό υλικό – το αισθάνθηκα από την πρώτη ανάγνωση. Ο “Άντρας μου” βλέπει την ανθρώπινη κατάσταση με όρους πατριαρχίας, όπως θα λέγαμε, όμως τα σημεία αυτής της κατάστασης που αναδεικνύει δεν είναι πάντα τα αναμενόμενα ή τα αυτονόητα. Έτσι, μας βοηθάει να αντιληφθούμε πως η πατριαρχία δεν οφείλεται στους “κακούς” άντρες, αλλά είναι μια κατάσταση πολύ σύνθετη, που έχει περάσει στο DNA τόσο των αντρών όσο και των γυναικών. Γι' αυτό και δεν αλλάζει εύκολα. Σαν τη Λερναία Ύδρα, κόβεις ένα κεφάλι, βγαίνουν δέκα.
Ο μισογυνισμός των ίδιων των γυναικών, ας πούμε, η υπόγεια, χειριστική επιθετικότητα, η εργαλειοποίηση της ίδιας τους της σεξουαλικότητας είναι θέματα που δύσκολα μπαίνουν στον διάλογο τον οποίο πολύ σωστά, εννοείται, και ευτυχώς, έχει ανοίξει το γυναικείο κίνημα. Νομίζω πως αν δεν τα δούμε όλα αυτά στην παρούσα φάση, θα έχει γίνει μισή δουλειά. Φυσικά, η Ρούμενα έχει τέτοιο βάθος και μερικές φορές τέτοιο εξωφρενικό χιούμορ στις αφηγήσεις της που κανένα κείμενό της δεν μένει στην καταγγελία. Η σύνδεση με τις ηρωίδες της και τις περιπέτειές τους είναι αβίαστη και βαθιά ανθρώπινη. Την ευχαριστώ από καρδιάς που μου εμπιστεύθηκε αυτά τα υπέροχα κείμενα – όπως ευχαριστώ και την Αλεξάνδρα Ιωαννίδου για την καταπληκτική μετάφρασή της» λέει η Μαρία Μαγκανάρη.
«Πώς είναι όταν συναντάς κάποιον και του κάνεις μια απλή, ειλικρινή ερώτηση κι εκείνος αρχίζει να μιλά επειδή υπάρχεις εκεί για να τον ακούσεις, και σου λέει την ιστορία του με τρόπο ασυγκράτητο, χειμαρρώδη, αφήνει τη σκέψη του να φανερώνεται ελεύθερη; Έτσι κάνουν και αυτές οι γυναίκες. Για να τις καταλάβουμε όμως θα ήταν καλό να ακούσουμε και τον ψίθυρο που υπάρχει κάτω από τις λέξεις, ή ανάμεσα, ή όταν για λίγο σιωπούν. Και με αυτόν τον τρόπο είναι εδώ. Και προχωρούν πλέον χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες γιατί αυτή, τώρα, είναι η στιγμή» λέει η Μαρία Σκουλά.
Στις επτά πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που θα δούμε στην παράσταση, που κάνει πρεμιέρα στο Θησείον στις 26 Ιανουαρίου, μιλούν γυναίκες που όλοι κάπως αναγνωρίζουμε, γυναίκες της «διπλανής πόρτας». Είναι όλες τους παντρεμένες και θυμωμένες, κάτι που φτιάχνει και τον άξονα τόσο του βιβλίου όσο και της παράστασης. Οι ιστορίες τους μιλούν για τη συζυγική αποξένωση, την απιστία, τα διάφορα είδη βίας εντός της οικογένειας, την καταπιεσμένη δημιουργικότητα, τη μητρότητα, την απώλεια και το πένθος, τον γυναικείο ανταγωνισμό αλλά και τη μεγαλειώδη γυναικεία αλληλεγγύη.
«Δουλεύοντας τις ιστορίες, αναρωτιέσαι με ποιους όρους μπορείς να μιλήσεις σήμερα για τον θεσμό του γάμου, της οικογένειας και της συγγένειας από τη γυναικεία σκοπιά» λέει η Μαρία Μαγκανάρη.
«Νομίζω πως η Μπουζάροφσκα αγγίζει τον πυρήνα της συγκρότησης της παραδοσιακής γυναικείας ταυτότητας και μάλιστα με έναν τρόπο που μας αφορά ιδιαίτερα, καθώς “διαβάζει” και περιγράφει και τη βαλκανική μας ιδιοσυγκρασία. Η πατριαρχία επιβιώνει με διαφορετικούς τρόπους στη Σκανδιναβία, για παράδειγμα, και με άλλους στην Ήπειρο ή την Κρήτη, γιατί και οι οικογένειες συγκροτούνται ίσως διαφορετικά εδώ και εκεί.
Οι ιστορίες του έργου βέβαια θα μπορούσαν να συμβούν οπουδήποτε, ωστόσο με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η βαλκανική ιδιαιτερότητα: μου είναι οικείο να ακούω τη μάνα να συμβουλεύει την κόρη να “μη διαλύσει το σπίτι της” λόγω της απιστίας του άντρα της, ή τη νύφη να πλένει τα πόδια της πεθεράς. Πιστεύω πως οι οικογένειες, ακόμα και στην καλύτερη εκδοχή τους, χτίζονται στη βάση μυστικών και ψεμάτων. Και είναι οι γυναίκες αυτές που παραδοσιακά σιωπούν. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να μην είναι θυμωμένες;
Να κάνω εδώ ένα μικρό σχόλιο για τον γυναικείο θυμό και την έκφρασή του: οι γυναίκες παραδοσιακά εκπαιδεύονται να καταπίνουν τον θυμό τους – σε πλήρη αντίθεση με τους άντρες, για τους οποίους ο θυμός είναι το κατεξοχήν αποδεκτό χαρακτηριστικό του φύλου τους. Αυτό το παρατηρώ ακόμα και στη θεατρική πρακτική: οι γυναίκες ηθοποιοί δυσκολευόμαστε στη σκηνική έκφραση του θυμού, σε πλήρη αντίθεση με τους άντρες (ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού), για τους οποίους ο θυμός είναι συνήθως το πρώτο συναίσθημα που εκφράζεται σε μια σκηνική σχέση».
«Τα κείμενα της Μπουζάροφσκα μάς θυμίζουν πως ανά στιγμές όλοι είμαστε μόνοι, ποταποί, ζηλιάρηδες, αφελείς, ευθυνόφοβοι, αισθανόμαστε λίγοι ή ελαττωματικοί, αδύναμοι, φοβητσιάρηδες, τρελοί, έχουμε κάνει πράγματα για τα οποία δεν είμαστε περήφανοι και δεν ξέρουμε γιατί… Και αναρωτιόμαστε γιατί, γιατί μπλέκουμε έτσι, αν μπορούμε να ξεμπλέξουμε, αν υπάρχει λύση ή –ακόμα πιο μεγαλόπνοα– αν υπάρχει ευτυχία.
Και κάπως είναι εντάξει που είμαστε όλοι έτσι, γιατί ακριβώς είμαστε όλοι έτσι, αφού όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εγγενή στην ανθρώπινη κατάσταση. Και είναι θέμα στιγμής και συγκυρίας πότε θα βρεθεί ο ένας μας στη θέση του άλλου» λέει η Αμαλία Καβάλη, που υποδύεται μια γυναίκα η οποία αναρωτιέται πού έκανε λάθος ως μητέρα και τι επιπτώσεις είχε, αν είχε, αυτό το λάθος και μια δεύτερη που ακολουθεί πάντα πιστά τις κοινωνικές επιταγές, έχοντας την ανάγκη του ανήκειν, κάτι που της δημιουργεί επιθυμίες που η ίδια δεν είχε στα αλήθεια και οδηγείται να κάνει πράξεις που δεν ήθελε.
«Κάθε φορά που επιχειρώ να πω αυτές τις ιστορίες αισθάνομαι ότι οφείλω να φροντίσω αυτά τα πρόσωπα περισσότερο από άλλα. Είναι σαν να αφηγούμαι ιστορίες κοντινών μου ανθρώπων και πρέπει να είμαι προσεκτική, χωρίς σκληρότητα. Να είμαι εκεί μαζί τους, χωρίς τίποτα να με εμποδίζει να ακολουθήσω το ταξίδι που μου προτείνουν. Και μετά ας έρθει όποια σκέψη» λέει η Μαρία Σκουλά, ενώ η Αμαλία Καβάλη βρίσκει το νήμα που ενώνει τις ιστορίες μεταξύ τους στα οικεία πρόσωπα που περιγράφει, γυναίκες που έχουμε γνωρίσει λίγο ή πολύ ή/και που έχουμε υπάρξει στη θέση τους λίγο ή πολύ.
«Όλες βρίσκονται σε μια στιγμή αλλαγής ή ανασκόπησης. Βρίσκω ιδιαίτερα ανακουφιστικό που καμία δεν είναι εξιδανικευμένη από τη συγγραφέα, παρουσιάζονται με τα τρωτά τους σημεία και αναμετρώνται με την απελπισία κάνοντας ή όχι κέφι μαζί της» λέει.
«Στις πρόβες αναζητήσαμε αυτές τις δραστηριότητες που παραδοσιακά αποκαλούνται γυναικείες είτε λόγω της ίδιας της φύσης (π.χ. γέννα, θηλασμός), είτε λόγω των κοινωνικών συνθηκών. Αυτές δημιουργούν μοτίβα – κάποια από αυτά εντάσσονται στην παράστασή μας: η παρασκευή φαγητού και η προσφορά του ως πράξη αλληλεγγύης αλλά και ως έκφραση αγάπης και έρωτα. Ή το ξεμάτιασμα και το διάβασμα του φλιτζανιού ως σύνδεση με τον άλλον ή ως ένδειξη φροντίδας.
Είμαι πολύ τυχερή που συνεργάζομαι με δύο υπέροχες ηθοποιούς, τη Μαρία Σκουλά και την Αμαλία Καβάλη, που φέρνουν πολύ γενναιόδωρα στην πρόβα τις εμπειρίες και τις βαθιές ψυχικές τους ποιότητες» λέει η Μαρία Μαγκανάρη, που τη γοήτευσαν κυρίως δυο πράγματα στα κείμενα της Μπουζάροφσκα, ο λαϊκός τους χαρακτήρας και η ποίηση που κρύβουν. Το ύφος των κειμένων εδώ είναι ρεαλιστικό, αλλά κάποτε γίνεται και μαγικό ή σουρεαλιστικά υπερβατικό μέσω του χιούμορ.
«Αυτές οι ποιότητες μ' ενδιαφέρει να αναδειχθούν στην παράστασή μας, όχι μόνο γιατί θα καθορίσουν το ύφος της, αλλά και γιατί φέρουν κάτι πυρηνικό και αρχετυπικό» λέει. «Σαν τις λαϊκές αφηγήσεις και τα παραμύθια, οι ηρωίδες βιώνουν διαδρομές με συμμάχους κι εχθρούς, με στόχο την κατανόηση της γυναικείας φύσης τους. Άλλοτε αποτυγχάνουν παταγωδώς, και άλλοτε καταφέρνουν να βρουν τη χαμένη τους φωνή. Νομίζω τελικά πως περί αυτού πρόκειται: πώς οι γυναίκες ανακτούν, ακόμα και στρεβλά, τη δύναμη που τους έχει βίαια αφαιρεθεί από τις πρακτικές αιώνων».
Θα το δείτε καθαρά στην παράσταση και το έχουμε ζήσει όλες: όπως σε κάθε σύστημα σχέσεων, έτσι και σε κάθε οικογένεια πολύ γρήγορα μοιράζονται ρόλοι. Τα παιδιά υφίστανται από πολύ νωρίς την κατηγοριοποίηση και διαμορφώνονται βάσει αυτής σε ενήλικες. Κάποιος είναι το «μαύρο πρόβατο», άλλος ο «ειρηνοποιός» ή ο κοινωνικός κ.ο.κ. Αλλά και ανάμεσα στους συζύγους καθιερώνονται ρόλοι και βέβαια ασκείται εξουσία.
Οι συζυγικές σχέσεις, όπως καταγράφονται στα περισσότερα διηγήματα της Μπουζάροφσκα, έχουν πολύ σκοτάδι και διέπονται από φόβο. Οι γυναίκες φοβούνται τους άντρες τους συχνά, χωρίς απαραίτητα εκείνοι να είναι εξόφθαλμα βίαιοι. Γιατί η βία εντός του γάμου δεν είναι μόνο σωματική. Ο εξαναγκασμός σε σιωπηλή συναίνεση, η επιβολή μέσω του οικονομικού ελέγχου ή της γέννησης παιδιών είναι πράγματα που βλέπουμε πολύ συχνά. Ο σύζυγος συχνά είναι αυτός απ' τον οποίο μια γυναίκα κρύβεται. Αντίθετα, οι σχέσεις εμπιστοσύνης στα διηγήματα εμπλέκουν και αφορούν γυναίκες.
«Αν και ο τίτλος του έργου δημιουργεί την προσδοκία πως θα μιλήσουν για τους άντρες τους (κάτι που τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο γίνεται, βέβαια), στην παράστασή μας επιλέγουμε να επικεντρωθούμε στις σχέσεις μεταξύ γυναικών: η σχέση μάνας-κόρης, η σχέση με τη φίλη αλλά και με την αντίζηλο καθρεφτίζουν αποκαλυπτικά τις αφηγήτριες του έργου μας.
Πριν και πάνω απ' όλες τις σχέσεις, στον πυρήνα της παράστασής μας βρίσκεται η σχέση μητέρας-κόρης που έτσι κι αλλιώς έχει το μεγαλύτερο βάρος στον καθορισμό της όποιας γυναικείας ταυτότητας. Ο τρόπος που αναδεικνύονται οι σκιές και τα σκοτάδια αλλά και το βάθος αυτής της σχέσης από την Μπουζάροφσκα είναι βαθιά συγκινητικός» λέει η Μαρία Μαγκανάρη.
Η πρόβα έχει προχωρήσει και εκεί στη σκηνή, στη μικρή κουζίνα, στο τραπέζι της σάλας, στα τέρατα του φόβου που ξεπηδούν στον ιδιωτικό μας χώρο, στον χώρο του μυαλού και του νεροχύτη, κάπου σε ένα κομματάκι ή σε όλα βλέπουμε τον εαυτό μας. Να κλαίει, να χαίρεται, να φοβάται και να επαναστατεί. Αυτή η παράσταση μπορεί να έχει φτιαχτεί από γυναίκες, αλλά απευθύνεται και νεύει συμφιλιωτικά και στους άντρες.
Σε μια περιοχή μεταφυσικής και ποίησης, άλλοτε τρομαχτικά και άλλοτε συγκινητικά φανερώνει ολόλαμπρα το θείο δώρο της εξομολόγησης που λυτρώνει, εξανθρωπίζει και οδηγεί τους ανθρώπους σε πορείες κοινές. Οι ιστορίες των γυναικών που δεν έχουν φωνή βρίσκουν τον δρόμο τους μέσα από τη φωνή των γυναικών ηθοποιών, βρίσκουν τελικά φωνή μέσα μας.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Ο άντρας μου» εδώ