Έκανε διαδικτυακή πρεμιέρα πριν από δύο χρόνια, μέσα από τη GNO TV, αλλά ποτέ ζωντανά, στη σκηνή. Το 2022 ταξίδεψε στην Κοπεγχάγη, καθώς πρόκειται για συμπαραγωγή με τη Βασιλική Όπερα της Δανίας και την Όπερα του Γκέτεμποργκ, όπου θα παρουσιαστεί το 2023, και σύντομα θα κάνει πρεμιέρα στη Σκηνή Σταύρος Νιάρχος, σε αναβίωση της Αϊλίν Μπόζοκ. Παρακολουθήσαμε πρόβα και διαπιστώσαμε ότι η σκηνοθετική άποψη του Βρετανού σκηνοθέτη Τζον Φούλτζεϊμς προτείνει μια προσέγγιση ιδιαίτερα τολμηρή αλλά και προσαρμοσμένη στο σήμερα, όχι αποκλειστικά σε αισθητικό επίπεδο.
Ο Ντον Τζοβάνι, η εμβληματική όπερα του Μότσαρτ, βασίζεται στο διάσημο στην εποχή του θεατρικό έργο «Ο διαφθορέας της Σεβίλλης ή Ο πέτρινος επισκέπτης» του Τίρσο ντε Μολίνα. Ο Λορέντσο ντα Πόντε, που έγραψε το ποιητικό κείμενο, δανείστηκε στοιχεία από τον Δον Ζουάν του Μολιέρου, ενώ κάποιες ποιητικές φράσεις πρόσφερε ακόμα και ο Τζάκομο Καζανόβα, ο οποίος ήταν παρών στην παγκόσμια πρεμιέρα του στις 29 Οκτωβρίου του 1787 στο Θέατρο των Τάξεων στην Πράγα. Ο θρίαμβος της πρώτης παράστασης δεν επαναλήφθηκε στη Βιέννη τον Μάιο του 1788, αλλά η όπερα συνέχισε να ανεβαίνει σε όλη την Ευρώπη και οι αντιδράσεις ήταν διαφορετικές από πόλη σε πόλη. Η συζήτηση δεν έχει τελειώσει ακόμα όσον αφορά τόσο την ταυτότητα της όπερας, καθώς ο Ντα Πόντε τη χαρακτήρισε «dramma giocoso», δηλαδή παιγνιώδες δράμα, όσο και το φινάλε ‒ η μεταφυσική διάσταση και η ηθική δικαίωση από εποχή σε εποχή τύγχαναν διαφορετικής αποδοχής. Πάντως, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα ήταν σαφές ότι ο Ντον Τζοβάνι είναι μια όπερα η οποία αναμειγνύει τραγικά και κωμικά στοιχεία. Μέχρι τις μέρες μας συνεχίζονται οι φιλοσοφικές αναζητήσεις και συζητήσεις, καθιστώντας τη μία από τις πλέον εμβληματικές όπερες όλων των εποχών.
Έντονη δραματικότητα, συγκρούσεις, σεξουαλική παρενόχληση στα όρια του βιασμού, συμπλοκές και φυσικά η κορύφωση με την περίφημη σκηνή της πύρινης κόλασης.
Η εκδοχή του Φούλτζεϊμς δεν μας μεταφέρει στην Ευρώπη του δέκατου όγδοου αι. αλλά τοποθετεί το έργο σε ένα σύγχρονο ξενοδοχείο, όπου κόσμος πολύς μπαινοβγαίνει, ενώ φιλοξενούνται και γαμήλια γλέντια. Εκεί ο ακόλαστος και απερίσκεπτος μέγας εραστής γυναικών Ντον Τζοβάνι θα αποπειραθεί να ρίξει στο κρεβάτι του κάποιες γυναίκες, αναστατώνοντας τη ζωή τους. Με σκηνή σε κρεβάτι, άλλωστε, ξεκινάει και η αφήγηση της παράστασης, μετά από μια νύχτα οργίου, για να ακολουθήσει η σκηνή της συνάντησης του Ντον Τζοβάνι και της Ντόνα Άννα και της θανάσιμης συμπλοκής με τον πατέρα της.
Την επιλογή του ξενοδοχείου ο σκηνοθέτης τη δικαιολογεί, γράφοντας σε σημείωμά του, πως τα ξενοδοχεία είναι «μέρη όπου υπάρχει τόσο οικειότητα όσο και ανωνυμία. Πρόκειται τόσο για ιδιωτικούς όσο και για δημόσιους χώρους, μεγάλο κομμάτι της λειτουργίας των οποίων προσανατολίζεται σε αυτό που συμβαίνει αφού πέσει το σκοτάδι». Σε αυτόν τον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο, λοιπόν, παρακολουθούμε τη δράση, η οποία ξεκινάει από τον διάδρομο με τα δωμάτια δεξιά και αριστερά, και το ασανσέρ, που είναι η έξοδος και η είσοδος των χαρακτήρων, συνεχίζει στο λόμπι (όπου χάρη στην προβολή, μέσω βίντεο, των παραθύρων του ξενοδοχείου, γινόμαστε ακούσιοι παρατηρητές της προσωπική ζωής των ενοίκων), φτάνει μέχρι το ψυγείο με τα σφαχτάρια στο υπόγειο και καταλήγει στη σουίτα του Ντον Τζοβάνι, όπου τα όργια παίρνουν και δίνουν.
Έντονη δραματικότητα, συγκρούσεις, σεξουαλική παρενόχληση στα όρια του βιασμού, συμπλοκές και φυσικά η κορύφωση με την περίφημη σκηνή της πύρινης κόλασης: πολλά εφέ, εναλλαγές σκηνικών χώρων και κοστουμιών, κωμικές πινελιές από τον υποτακτικό Λεπορέλο, που δεν εγκρίνει τις συνήθειες του κυρίου του, αλλά και από τις απερισκεψίες του ίδιου του Ντον Τζοβάνι, του οποίου η εμμονή στην ανέμελη ζωή και στο κυνήγι των απολαύσεων τον κάνει να μην έχει καμία επίγνωση των συνεπειών.
Στο διάλειμμα της πρόβας μιλήσαμε με τον πρωταγωνιστή της παράστασης, τον βαρύτονο Διονύση Σούρμπη, ο οποίος έχει ερμηνεύσει άλλες δύο φορές τον ρόλο, στο Ηρώδειο το 2014, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, και λίγο μετά στην Ιταλία, σε σκηνοθεσία του διάσημου σκηνοθέτη της όπερας Γκρέιαμ Βικ. Είπε για το ρόλο του:
«Μήπως αυτό το πρόσωπο το ενδιαφέρει μόνο να διασκεδάζει και όχι να πράττει ταυτόχρονα; Τον βλέπουμε στη δεύτερη πράξη να κάνει καντάδα στην καμαριέρα της Ντόνα Ελβίρα. Θέλει να την κάνει να κατέβει και ο συνθέτης του δίνει πάρα πολύ σοφά ένα μαντολινάκι. Εγώ θεωρώ ότι δεν του το έδωσε τυχαία, το έκανε για να δείξει την αδυναμία αυτού του ανθρώπου. Αλλιώς θα τον έβαζε να τραγουδάει μαζί με μια ολόκληρη ορχήστρα, όπως στην πρώτη πράξη. Δεν του λείπει το σεξ αλλά η αγάπη. Του λείπει η ψυχική σύνδεση με έναν άνθρωπο, κάτι που δεν είχε ποτέ. Δεν τον βλέπουμε ποτέ να το πετυχαίνει αυτό. Του αρέσει να είναι έξω καρδιά και να τα κάνει όλα λίμπα, άνω κάτω. Πίσω από όλο αυτό υπάρχει ένας ψυχισμός πάρα πολύ ευαίσθητος, του Ντον Τζοβάνι. Αυτή είναι η δική μου άποψη.
Από την πρώτη φορά μέχρι σήμερα ποια είναι η εξέλιξή σου σε σχέση με το ρόλο; Σου μαθαίνει κάτι καινούργιο κάθε φορά;
«Έχει αλλάξει πολύ μέσα μου ο ψυχισμός αυτού του ρόλου, έχω αγαπήσει τον Ντον Τζοβάνι. Από κει που έλεγα είναι ένας παλιάνθρωπος που δεν έχει ιερό και όσιο, κανένα συναισθηματικό κόσμο, για μένα πια δεν ισχύει αυτό. Είναι ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευαίσθητος, που δεν έλαβε ποτέ αγάπη και ψάχνει να τη βρει. Ή βρίσκεται σε αδιέξοδο και του συμβαίνει όλο αυτό. Ως Διονύσης τον έχω αγαπήσει πολύ ψυχικά. Φυσικά, στο τέλος πάντα έρχεται η ώρα της κρίσης. Ούτε τότε κάνει πίσω, δεν τον νοιάζει να πληρώσει ‒ δεν ξέρει και τι θα πληρώσει. Θέλει να το ζήσει μέχρις εσχάτων, δεν τον νοιάζει».
Το φινάλε είναι όσο εντυπωσιακό είναι και το ξεκίνημα, πάντα υπό την αξεπέραστη μουσική του Μότσαρτ, που όχι μόνο επιβιώνει ανά τους αιώνες αλλά κερδίζει κάθε νέα γενιά. Το ίδιο το έργο εξακολουθεί να προκαλεί συζητήσεις και εν μέρει να οδηγεί σε δυσεπίλυτα αινίγματα. Αυτός ήταν ο λόγος που έπρεπε να επικοινωνήσουμε και με τον Τζον Φούλτζεϊμς στο Λονδίνο. Ιδού η δική του σκοπιά:
«Ο Ντον Τζοβάνι είναι δολοφόνος και βιαστής. Σκοτώνει τον Κομεντατόρε και αποπειράται να βιάσει την Τσερλίνα. Δεν πρόκειται απλώς για κάποιον που αποπλανεί γυναίκες. Είναι εγκληματίας, πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη. Οπωσδήποτε το φινάλε μοιάζει υπεραπλουστευτικό. Προσπαθήσαμε να το αποδώσουμε από την πλευρά των χαρακτήρων που τραγουδάνε. Είναι όλοι εκείνοι που αποζητούν απελπισμένα την κανονικότητα και την αποκατάσταση της τάξης, γιατί ο Τζοβάνι είναι μια δύναμη που οδηγεί στο χάος και δεν αντιμετωπίζεται. Οπότε, σκέφτομαι το έργο σε σχέση με το δικό τους μέλλον και λιγότερο ως ένα παγκόσμιο ηθικό ερώτημα. Γιατί εν τέλει καταλαβαίνουμε τον κόσμο μέσα από τους συγκεκριμένους χαρακτήρες. Κατά μία έννοια ο Τζοβάνι είναι μια ιδέα, ερχόμαστε σε επαφή μαζί του μόνο συσχετίζοντάς τον με πραγματικούς ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο τον βλέπουμε. Και αυτός είναι ο λόγος που έχει σημασία να ανεβαίνει αυτό το έργο σήμερα. Μέσα από αυτό βλέπουμε και τον δικό μας κόσμο. Αν οι αξίες του Μότσαρτ δεν συγχρονίζονταν με τις δικές μας, αν το λιμπρέτο του Ντα Πόντε δεν αποτύπωνε και την εποχή μας, δεν θα το ανεβάζαμε. Θα θεωρούσαμε ότι είναι παλιό, ότι δεν έχει τίποτα να μας πει».