Υπήρξε για χρόνια «πότης» και δεν το κρύβει, ούτε νιώθει ότι πρέπει να απολογηθεί γι' αυτό. Και μπορεί πλέον να μην καπνίζει ούτε τσιγάρο «κανονικό», αναγνωρίζει όμως τους ορίζοντες που μπορεί να σου ανοίξει η σωστή χρήση της εν λόγω ουσίας, ορίζοντες που στη συνέχεια μαθαίνεις να διευρύνεις και δίχως αυτή. Δηλώνει υπέρμαχος της νομιμοποίησής της και τον εξοργίζει, λέει, γενικότερα η υποκριτική σεμνοτυφία, «δεξιά» ή «αριστερή», θρησκευόμενη ή μη, όλο αυτό το «πατερναλιστικό, αυταρχικό και βαθιά συντηρητικό Υπερεγώ του έθνους» που υπονομεύει κάθε πρόοδο σε αυτό τον τόπο. Χρησιμοποιεί δε το χασίς σαν «όχημα» στο ομώνυμο θεατρικό που ανεβάζει προσεχώς στο θέατρο Θησείον, προκειμένου να αναφερθεί σε όλο εκείνο το συνδεδεμένο με την ελεύθερη χρήση του κλίμα αμφισβήτησης, αντικονφορμισμού και χειραφέτησης της δεκαετίας του '60 που μπορεί να μην άλλαξε τον κόσμο και τις συνειδήσεις όσο ευαγγελίζονταν τα επαναστατημένα πνεύματα της εποχής, απελευθέρωσε όμως ένα τεράστιο δυναμικό και μια ζωτική, αναγεννητική ενέργεια που τον έκανε σίγουρα πιο ανοιχτό, πιο ελεύθερο, πιο δημιουργικό, πιο ενδιαφέροντα, αφήνοντας σοβαρή παρακαταθήκη για την επόμενη φορά που η ιστορία θα αποφασίσει να «απογειωθεί».
— Λίγα λόγια για το έργο Χασίς;
Θα έλεγα ότι μοιάζει με ένα πολυφωνικό τραγούδι στο οποίο συνυπάρχουν κείμενα των Άλεν Γκίνσμπεργκ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Όσκαρ Σμιτς, Ανρί Ντε Μονφρέ, Ηλία Πετρόπουλου και άλλων, καθώς και δικά μου. Η προσέγγισή μου δεν είναι φιλολογική αλλά βιωματική, αφορά μια πόρτα που αφότου «παραβιάστηκε» μένει πάντα ανοικτή επηρεάζοντας αισθητικές, πνευματικές και συναισθηματικές προσλαμβάνουσες. Συμπρωταγωνιστές μου ο Κορνήλιος Σελαμσής, που έχει και τη μουσική επιμέλεια, η Δήμητρα Βλαγκοπούλου και η Μαριλένα Ρασιδάκη. Όχι, δεν θεωρώ ότι στις μέρες μας μπορεί να «προκαλέσει» ένα τέτοιο έργο και να δημιουργήσει σκάνδαλο, αλίμονο, δηλαδή!
— Στο μεταξύ περιοδεύεις ανά την Ευρώπη με τo θεατρικό Empire του Milo Rau.
Ναι, πρόκειται για μια παραγωγή του βερολινέζικου θεάτρου Schaubühne, μια τριλογία για την ακρίβεια, το β' μέρος της οποίας, το Civil Wars, έχει ήδη παιχτεί κι εδώ. Το Empire αποτελεί το γ' μέρος. Πρόκειται ουσιαστικά για τέσσερις δραματοποιημένες βιογραφίες ηθοποιών από διαφορετικές εθνικότητες που συνδιαλέγονται μεταξύ τους - είμαστε εγώ, η Μάγια Μόργκεστερν (Ρουμανία), ένας Σύριος κι ένας Κούρδος ηθοποιός, πρόσφυγες στη Δύση οι δύο τελευταίοι.
Είμαι δεκατέσσερα χρόνια τώρα καθαρός από νικοτίνη, άρα και δυσανεκτικός σε οτιδήποτε καπνίζεται! Νεότερος όμως, και ιδίως τη δεκαετία του '80 στη Γερμανία υπήρξα συστηματικός χρήστης κάνναβης – δεν έχω κανένα θέμα να το κρύψω, ούτε αισθάνομαι τίποτα τύψεις ή μεταμέλεια, αυτά είναι αστεία πράγματα, μια χαρά περνούσα για τότε.
— Στην πραγματική σου βιογραφία πού θα εστίαζες;
Για να είμαι ειλικρινής, δυσκολεύομαι να εστιάσω κάπου όπως το θέτεις, θα έλεγα όμως ότι η ζωή μου χωρίζεται σε τρεις μεγάλες ενότητες: Θεσσαλονίκη όπου μεγάλωσα, Χαϊδελβέργη όπου σπούδασα κι έμεινα κάπου 15 χρόνια και ύστερα Αθήνα. Το Χασίς έχει πολλές αναφορές στη δεύτερη εκείνη περίοδο, τη «γερμανική» ας πούμε. Γιατί τότε ουσιαστικά «μυήθηκα» στην αντικουλτούρα, τότε πειραματίστηκα με την κάνναβη και άλλες ουσίες – εξ ου και η ιδέα για το θεατρικό -, τότε αποφάσισα να εγκαταλείψω τις σπουδές μου στην Πολιτική Επιστήμη και την Κοινωνιολογία για να καταλήξω αυτοδίδακτος ηθοποιός μέσα από μια σειρά συμπτώσεων.
— Ο Μπένγιαμιν παρομοίαζε την ευθυμία που προκαλεί το χασίς με έναν νου που χορεύει στις μύτες των ποδιών του. Εσύ, ωστόσο, δεν είσαι πια καν «κανονικός» καπνιστής.
Πράγματι, είμαι δεκατέσσερα χρόνια τώρα καθαρός από νικοτίνη, άρα και δυσανεκτικός σε οτιδήποτε καπνίζεται! Νεότερος όμως, και ιδίως τη δεκαετία του '80 στη Γερμανία, υπήρξα συστηματικός χρήστης κάνναβης – δεν έχω κανένα θέμα να το κρύψω, ούτε αισθάνομαι τίποτα τύψεις ή μεταμέλεια, αυτά είναι αστεία πράγματα, μια χαρά περνούσα για τότε. Η σχέση μου με όλα αυτά τα πράγματα είναι ειλικρινής κι εντελώς απενοχοποιημένη, άσχετα που δεν κάνω πια αυτή τη ζωή – και δεν την κάνω, γιατί αφενός άλλαξαν οι ανάγκες μου, αφετέρου έμαθα ωριμάζοντας να απολαμβάνω, να οραματίζομαι και να δημιουργώ με διαφορετικούς τρόπους - αν έπεφτα ξανά στα ίδια, θα ήταν σαν να γυρνούσα στο δημοτικό! Όπως εξάλλου έγραφε χαρακτηριστικά ο Ηλίας Πετρόπουλος, το χασίς το ξεσυνηθίζεις, την εμπειρία του όμως δεν την ξεχνάς ποτέ – και είχε απόλυτο δίκιο, αυτή άλλωστε είναι και η αξία της. Να πω όμως ότι η παράσταση δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στη συγκεκριμένη ουσία, αλλά τη χρησιμοποιεί περισσότερο σαν όχημα ώστε να αναδείξει όλη εκείνη την ατμόσφαιρα αμφισβήτησης και χειραφέτησης της δεκαετίας του '60 καθώς και του '70 μέχρι τα μέσα τουλάχιστον, ατμόσφαιρα που έλαβε διαστάσεις ιστορικού φαινομένου με παγκόσμιες διαστάσεις. Οι μπιτ ποιητές, οι ριζοσπάστες καλλιτέχνες και συγγραφείς, το ροκ εν ρολ, το αντιπολεμικό κίνημα, οι αγώνες των Αφροαμερικανών, των γυναικών, των γκέι, η διεύρυνση της συνείδησης, η οικολογία, ο κοινοτισμός, η συμβίωση, η μετωπική ρήξη με το παλιό, όλο αυτό το μεγάλο κύμα που άλλαξε κυριολεκτικά τον κόσμο δημιουργώντας νέες συνθήκες και δυνατότητες.
— Η προσωπική σου «ροκ» εμπειρία;
Προσωπικά, τη ροκ φάση την πρόλαβα νέος στο καλύτερο κομμάτι της, αυτό μεταξύ 1965-75. Ήδη από τα 13 μου άκουγα Cat Stevens και πρώιμους Bee Gees για να περάσω στην εφηβεία μου στους Who, που έγιναν η αγαπημένη μου μπάντα μαζί με τους Jethro Tull κι αργότερα στους Rolling Stones, από τους οποίους λάτρεψα το άλμπουμ Exile in Main Street. Κακώς βέβαια χρησιμοποιώ αόριστο, γιατί και τώρα ακόμα τέτοια ακούω! Θυμάμαι μάλιστα πιτσιρικάς την πρώτη προβολή του Woodstock στη Θεσσαλονίκη επί χούντας το '70. Νεολαία πολλή, αστυνομία απ' έξω και λάτρεις του τότε πρόσφατα χαμένου, Jimmy Hendrix να τον περιμένουν στον διάδρομο να εμφανιστεί στην ταινία κρατώντας αναμμένα κεριά. Από τη μια να βλέπεις αυτό το σκηνικό κι από την άλλη τα στρατιωτικά τζιπ με τις μεγάλες κεραίες να περιπολούν στο λιμάνι... Φανταζόμουν τότε τις ευρωπαϊκές και τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις σαν χίπικους παραδείσους όπου όλοι κυκλοφορούσαν με μακριά μαλλιά, χαϊμαλιά, σαλβάρια και παντελόνια καμπάνες, ζούσαν σε κοινόβια και δεν προλάβαιναν να πηγαίνουν σε συναυλίες και πάρτι! Εκεί βέβαια που βίωσα κανονικά τη ροκ κουλτούρα ήταν στα φοιτητικά μου χρόνια στη Χαϊδελβέργη. Είχα μάλιστα και φίλους χρήστες ουσιών που είχαν τραβήγματα με τις αρχές. Σήμερα είναι πλέον πιο φιλελεύθερες οι κοινωνίες αυτές στο πώς αντιμετωπίζουν τις ουσίες – ειδικά την κάνναβη - και τους χρήστες τους κι αυτό δεν συνέβη τυχαία.
— Στην Ελλάδα πάντως η νομοθεσία απέναντι στις ουσίες παραμένει σεμνότυφη, υποκριτική και σαδιστική.
Ναι, μην το συζητάς! Να γίνεται είδηση η σύλληψη κάποιου πολίτη για μερικά γραμμάρια «χόρτο», να διαπομπεύεται, να πληρώνει δικηγόρους και πρόστιμα, να φυλακίζεται ακόμα συντηρώντας έναν φαύλο κύκλο επειδή απλώς κάνει το κέφι του χωρίς να ενοχλεί κανέναν. Κι από την άλλη το αλκοόλ να κάνει θραύση, με όλα τα παρατράγουδα της κατάχρησής του και να συνταγογραφούνται τα Prozac, τα Zanax και τα Lexotanil με τις χούφτες. Απαράδεκτα πράγματα. Εννοείται ότι υποστηρίζω τη νομιμοποίηση της καλλιέργειας και κατοχής κάνναβης για προσωπική χρήση, καθώς και τη φαρμακευτική της αναγνώριση, θέλει και ρώτημα; Και μακάρι να τολμήσει η παρούσα ή κάποια άλλη προοδευτική κυβέρνηση να προωθήσει αυτά τα ζητήματα. Όμως, στη χώρα μας υπάρχει, βλέπεις, ένα βαθιά συντηρητικό, πατερναλιστικό, αυταρχικό «υπερεγώ» που υπονομεύει λυσσαλέα οποιαδήποτε πρόοδο. Το είδαμε και στην κόντρα Φίλη - Ιερώνυμου για τα Θρησκευτικά. Με ποιο δικαίωμα παρενέβη ο Αρχιεπίσκοπος και «τράβηξε αφτιά»; Ως πότε η Πολιτεία θα χρειάζεται την άδεια της Εκκλησίας για να νομοθετήσει; Η επιβίωση του χουντικού τρίπτυχου Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια με εξοργίζει! Εξίσου σκοταδιστικές είναι οι περί ουσιών – και όχι μόνο - αντιλήψεις κάποιων αριστερών όπως του ΚΚΕ. Το «κανακεύουν» κι αυτοί το παραπάνω τρίπτυχο με τον τρόπο τους. Σαρκάζω οποιονδήποτε αυτόκλητο κήνσορα της ηθικής θέλει να με βάλει στον «ίσιο» δρόμο!
— Μήπως όμως τελικά τα 60's και όλη η μυθολογία που κουβαλάνε ήταν μια γιγάντια ψυχεδελική παραίσθηση; Δηλαδή εντάξει, σίγουρα άλλαξαν νοοτροπίες, κατακτήθηκαν δικαιώματα, όμως ο κόσμος μας μάλλον χειροτέρευσε από τότε, πολλοί μάλιστα κατηγορούν εκείνη τη γενιά ότι είτε απέτυχε είτε «ενέδωσε», γενόμενη με τη σειρά της κατεστημένο.
Ναι, συνέβησαν αυτά, όμως δεν χαρακτηρίζουν παρά εκείνο το κομμάτι της γενιάς αυτής που δε συμμετείχε, που ήταν αντίθετο ή που αλλοτριώθηκε, δεν την απαξιώνουν συνολικά. Κατηγορούμε κι εμείς εδώ συχνά τη γενιά του Πολυτεχνείου για «ξεπούλημα» και όχι άδικα μέχρι έναν βαθμό, αδικούμε όμως έτσι ανθρώπους που αγωνίστηκαν με συνείδηση κι αξιοπρέπεια. Το πόσο κοσμογονικά ήταν όσα συνέβησαν τη δεκαετία του '60 το διαπιστώνουμε στην καθημερινότητά μας, άσχετα αν δεν το αντιλαμβανόμαστε πάντα. Εξακολουθούμε να έχουμε σαν καύσιμο το τεράστιο δυναμικό και τη ζωτική ενέργεια που απελευθερώθηκαν τότε. Τα κακά δεν αναιρούν τα καλά, το ότι το σύστημα κατάφερε να απορροφήσει και να προσεταιριστεί πολλές από εκείνες τις επαναστατικές ιδέες δεν τις ακυρώνει. Πολλοί τις διατήρησαν, τις έκαναν τρόπο ζωής – ταξιδεύοντας στην Ελβετία πρόσφατα για τις παραστάσεις του Empire διαπίστωσα ύστερα κι από συζητήσεις που είχα με συναδέλφους εκεί ότι υπάρχει στη χώρα των Άλπεων ένα μεγάλο εναλλακτικό κίνημα κληρονομιά των χρόνων εκείνων που είναι σχετικά άγνωστο και που ποτέ δεν ενσωματώθηκε, αντίθετα από άλλες Δυτικές χώρες. Δεν μπήκανε ποτέ π.χ. οι Ελβετοί Οικολόγοι στη βουλή, δεν έλαβαν κυβερνητικά αξιώματα όπως ο Κον Μπεντίτ κι ο Γιόσκα Φίσερ στη Γερμανία. Βλέπεις έπειτα ακόμα και φρικιά μεγάλης πια ηλικίας να συνεχίζουν να ζουν αντικομφορμιστικά, να διατηρούν μια σπίθα και μια ζεστασιά εφηβική στη διάθεση και το βλέμμα, βλέπεις 60ρες γυναίκες που χάρη στην ενέργεια που εκπέμπουν παραμένουν ελκυστικές κι ερωτεύσιμες! Είναι να μην τους χαίρεσαι τέτοιους ανθρώπους;
Info:
«Χασίς» του Ακύλλα Καραζήση
Θέατρο Θησείον, Τουρναβίτου 7, τηλ. 210 3255444
Πρεμιέρα 14/11
σχόλια