Μπορούμε σήμερα να συνδεθούμε με το τραγικό; Μπορούμε να το προσεγγίσουμε με την ίδια ένταση, με την ίδια προσήλωση, όπως οι Αρχαίοι και οι Ελισαβετιανοί;
Είμαστε, άραγε, ικανοί να κατανοήσουμε την πολυεπίπεδη σημειολογία των μύθων που εκείνοι δημιούργησαν; Να εξιχνιάσουμε την πολυσημία των λέξεων που εκείνοι επινόησαν; Μπορούμε να πιούμε νερό από την ίδια πηγή; Να συμμεριστούμε το δέος τους για το άπειρο και απερινόητο του Θεού και της Φύσης για την ακατάλυτη ένταση μεταξύ της ελευθερίας και του πεπρωμένου, τον αρχέγονο τρόμο τους απέναντι στο γυμνό γεγονός της ύπαρξης; Έχουμε το θάρρος να εισέλθουμε μαζί τους στο σπήλαιο της οδύνης και της γνώσης, στη μαύρη τρύπα του «τίποτα»;
«Το αρχαίο δεν είναι ένα γάντι που φοριέται από το μοντέρνο κατά βούληση», σημειώνει ο Τζορτζ Στάινερ στο εμβληματικό βιβλίο του Ο θάνατος της τραγωδίας. Στα έργα του Σοφοκλή, του Σαίξπηρ ή του Ρακίνα το τραγικό ήταν συνυφασμένο με μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία, που ήταν κοινή για όσους συμμετείχαν σε ένα θεατρικό γεγονός. Δεν είναι απλώς ότι συγγραφείς, ηθοποιοί και θεατές μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν τις ίδιες τελετουργικές παραδόσεις ή ήταν πιο εξασκημένοι από εμάς στην παραγωγή και αφομοίωση ενός πυκνού, περίτεχνου ποιητικού λόγου μέγιστης εντάσεως και πολυπλοκότητας· είναι ότι για εκείνους τους θεατές η τραγική πράξη ενεργοποιούσε δυνάμεις ανώτερες από τον άνθρωπο. Η μικρή ιδιωτική εμπειρία είχε τη θέση της στη μεγάλη αλυσίδα των όντων (την ελισαβετιανή scalae naturae), στη γενική κοσμική τάξη που ρύθμιζαν οι θεοί.
Μου είναι, συνεπώς, δύσκολο να καταλάβω, έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση του Εθνικού, πώς μπορεί να ανεβάσει κανείς τον Βασιλιά Λιρ περιφρονώντας κατάφωρα την τραγική διάσταση αυτής της, κατά τον Μπλουμ, «πιο τραγικής απ’ όλες τις τραγωδίες του Σαίξπηρ».
Η τραγωδία είναι «εκείνη η μορφή τέχνης που προϋποθέτει το αβάσταχτο βάρος της παρουσίας του Θεού», καταλήγει ο Στάινερ. Αν το ειδικό αυτό βάρος εκλείψει, όπως έχει συμβεί στην εποχή μας, τι συνεπάγεται μια τέτοια απώλεια για τη σχέση μας με τα εν λόγω κείμενα; Μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με τον τραγικό πυρήνα τους ή/και, ακόμη δυσκολότερα, να τον αναβιώσουμε επί σκηνής; Ή μήπως το τραγικό είναι πλέον ανέφικτο ως θεατρική εμπειρία και μόνο το γκροτέσκο μπορεί να παρει τη θέση του, όπως υποστηρίζει ο Γιαν Κοτ στο περίφημο δοκίμιό του για τον Βασιλιά Λιρ;
Νομίζω πως, όσο κι αν πέρασαν οι αιώνες, όσο κι αν το θέατρο κατάντησε διασκέδαση, όσο κι αν αλλοιώθηκαν οι κοινοί αισθητικοί κώδικες, όσο κι αν εξαχνώθηκε το μυστήριο των λέξεων, όσο κι αν χάθηκε το θεϊκό νόημα ή η ποίηση έπαψε να είναι υπόθεση συλλογική, υπάρχει ακόμα η δυνατότητα, αλλά, προπαντός, η επιθυμία να εξερευνήσουμε και να συνδεθούμε με το τραγικό. Ίσως γιατί εμείς –ή κάποιοι από εμάς– δεν σταματήσαμε ποτέ να πιστεύουμε σε φαντάσματα νεκρών βασιλιάδων, σε διψασμένες για αίμα Ερινύες, σε μάγισσες με προφητικά καζάνια. Ίσως γιατί ακόμη περιφερόμαστε τρελοί και αόμματοι μέσα στην καταιγίδα, φέροντας «τραύματα βαθιά μέχρι τον νου» μας. Ίσως γιατί ακόμα μας αφορά ο σπαραγμός, ο διαμελισμός, η μεταποίηση του υπαρξιακού τρόμου σε τέχνη, «το μέγα θέατρο της τρέλας», που λέει εδώ ο Σαίξπηρ.
Μου είναι, συνεπώς, δύσκολο να καταλάβω, έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση του Εθνικού, πώς μπορεί να ανεβάσει κανείς τον Βασιλιά Λιρ περιφρονώντας κατάφωρα την τραγική διάσταση αυτής της, κατά τον Μπλουμ, «πιο τραγικής απ’ όλες τις τραγωδίες του Σαίξπηρ». Η πρόθεση του σκηνοθέτη, όπως την περιγράφει στο πρόγραμμα της παράστασης, να υιοθετήσει για το έργο μια ερμηνεία ριζοσπαστική, η οποία να «αποκρούει στερεότυπα – τα όποια στερεότυπα έχουν κατά καιρούς αφήσει τη σκόνη τους πάνω στο ερμηνευτικό και παραστασιακό επίστρωμα του έργου», αναδεικνύεται στην πράξη άκρως παραπλανητική και παραπλανημένη.
Ναι, καμία αντίρρηση, να διώξουμε τη σκόνη, να παραμερίσουμε τους γέροντες με τις λευκές γενειάδες και τις παραδοσιακές «καταιγίδες», αλλά να βάλουμε στη θέση τους τι; Ποιοι είναι όλοι αυτοί που μπαινοβγαίνουν φουριόζοι στη σκηνή, επιδεικνύοντας τα μοδάτα κοστούμια, τα φιδίσια παλτά και τα τατουάζ τους, παίζοντας τους μαφιόζους και τραβώντας πιστόλια χωρίς να πείθουνε κανέναν; Ουδέποτε ανεγείρεται ένας κόσμος με νόημα ή, έστω, διεστραμμένη γοητεία ενώπιόν μας∙ όλη η αγωνία και η μέριμνα διοχετεύεται στην κατασκευή μιας ασυνήθιστης, αντισυμβατικής όψης που θα ξενίσει τον θεατή ανατρέποντας τις προκατασκευασμένες αντιλήψεις του περί της αναπαράστασης σαιξπηρικών έργων. Φαίνεται ότι το βασικό ερώτημα-πρόκληση που τέθηκε εδώ δεν ήταν «τι μπορώ να πω για τον Λιρ σήμερα;» αλλά «πώς θα κάνω τον Λιρ να φαίνεται μοντέρνος;». Το αποτέλεσμα αυτής της συλλογιστικής είναι ένα κούφιο περίβλημα –το δέρμα ενός φιδιού χωρίς το σώμα του. Το εκδιωγμένο, ντροπιασμένο, βασανισμένο σώμα του Λιρ δεν υπάρχει πουθενά.
Δύο εικονολήπτες ακολουθούν κατά πόδας τους ηθοποιούς, επιλέγοντας κάθε στιγμή την καταλληλότερη γωνία λήψης και προβάλλοντας την εικόνα στην τραχιά, πλαστική επιφάνεια του «τοίχου» που βρίσκεται στο βάθος, απέναντί μας, σαν ένα είδος «πειραγμένης» κινηματογραφικής οθόνης. Δυστυχώς, η υπερχρησιμοποιημένη αυτή μέθοδος (πόσες παραστάσεις του καλοκαιριού δεν βασίστηκαν στην ίδια λογική;), έτσι όπως υιοθετείται εδώ, αφήνει τον θεατή σε σύγχυση, μονίμως αποπροσανατολισμένο, να μην ξέρει πού να πρωτοκοιτάξει –τους ηθοποιούς στη σκηνή ή στην οθόνη;–, καθιστώντας αδύνατη την όποια ουσιαστική σύνδεση με τα πρόσωπα και τα συναισθήματά τους.
Πράγματι: μπορεί η live κινηματογράφηση να πολλαπλασιάζει τις οπτικές πληροφορίες ή να κατευθύνει το βλέμμα μας σε λεπτομέρειες που δεν θα γινόντουσαν αντιληπτές διά γυμνού οφθαλμού (γκρο πλαν σε δύο στόματα που συνωμοτούν ή σε δύο μάτια που ανοίγουν διάπλατα), ακόμη και να αποκαλύπτει δράσεις που λαμβάνουν χώρα εκτός σκηνής (όπως η «αυτοκτονία» του Γκλόστερ)∙ τίποτε από όλα αυτά, όμως, δεν εκτελείται με τρόπο που να γεννά ρυθμό, να καλλιεργεί ατμόσφαιρα, να ερεθίζει την αισθητική μας ή να αιφνιδιάζει τις προσδοκίες μας, ακολουθώντας κάποια γόνιμη στρατηγική σχολιασμού ή ακόμη και εναντίωσης στην κανονικότητα της αφηγηματικής ροής. Αντ’ αυτού, τη φορτώνει με μια υπερπροσφορά ανούσιων δεδομένων, βραχυκυκλώνοντάς την με το προαιώνιο άγχος: Πώς να γεμίσουμε το κενό; (Όπως όπως...)
Κατά συνέπεια, παρατηρείται το εξής παράδοξο: παρόλη την έμφαση στην εικόνα, εμείς δεν σχηματίζουμε καμία «εικόνα», ούτε κινηματογραφική ούτε θεατρική, αλλά μένουμε μετέωροι σε έναν αφιλόξενο, ψυχρό και ανερμάτιστο ενδιάμεσο «χώρο», όπου ο λόγος δεν εξασφαλίζει καμία ηδονή και οι ερμηνείες καμία συγκίνηση. Κι επαναλαμβάνω το ερώτημα: γιατί να επιλέξει κανείς τον Λιρ, αν δεν ενδιαφέρεται για το συναίσθημα; Γιατί να επιλέξει αυτή την τραγωδία, όπου τόσο η περίσσεια της αγάπης όσο και η ακρότητα των αντιθέτων της, του μίσους, της ντροπής, της αχαριστίας, αγγίζουν ύψη πρωτοφανή και ανυπέρβλητα;
Μια κόρη που λατρεύει τον πατέρα της εκδιώκεται αδίκως∙ ένας γιος το ίδιο∙ όλοι οι ιεροί οικογενειακοί δεσμοί θρυμματίζονται ανεπανόρθωτα∙ παιδιά κλοτσούν τους γέροντες γονείς τους κι αυτοί αποτρελαίνονται εν μια νυκτί∙ καμία ανακούφιση, καμία ελπίδα, καμία διέξοδος δεν μοιάζει εφικτή, το σκοτάδι απειλεί να μας καταπιεί, κι όμως εδώ, σε τούτη την παράσταση, τίποτε από όλα αυτά δεν αποδίδεται, τίποτε από όλα αυτά δεν ταρακουνά το θυμικό μας. Πόσο αδιάφορους μας αφήνουν, μεταξύ άλλων, οι περίφημες σκηνές της καταιγίδας; Αυτή η κάθοδος στην κόλαση της υπαρξιακής απογύμνωσης εδώ εκτυλίσσεται σε έναν φθαρμένο καναπέ στα παρασκήνια, σαν να μην τρέχει τίποτα.
Έχοντας κληθεί να ερμηνεύσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε εξαιρετικά σύντομο διάστημα, δηλαδή μετά την αποχώρηση του Λεωνίδα Κακούρη, ο Γιάννης Νταλιάνης έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει και ίσως να μην τον διανύσει ποτέ. Προς το παρόν, η προσπάθειά του εξαντλείται σε σχήματα εξωτερικά. Υπάρχει, βέβαια, μια στιγμή, η επανασύνδεση του Λιρ με την Κορντέλια (Ιωάννα Κολλιοπούλου) στο τέλος του έργου, όταν ραγίζει ελαφρώς το γενικότερο μονωτικό περίβλημα της παράστασης και οι δύο ηθοποιοί μεταδίδουν κάτι από την αβάσταχτη συγκίνηση της ύστατης συνάντησης πατέρα - κόρης.
Αξιομνημόνευτες ως αδελφές-οχιές η Αλεξία Καλτσίκη (Γκόνεριλ) και η Ανθή Ευστρατιάδου (Ρίγκαν), ενώ με θέρμη αποδίδει την αυξανόμενη θετική δύναμη του Δούκα του Όλμπανι ο Παντελής Δεντάκης.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.