Μια αυτοσχέδια σκηνή έχει στηθεί στο αγρόκτημα του Σόριν: οι ήρωες του Γλάρου, μελαγχολικοί, ανήσυχοι, απορροφημένοι στις σκέψεις τους, συγκεντρώνονται σιγά σιγά γύρω της. Τους έχει καλέσει όλους ο Τρέπλιεφ, καθώς απόψε θα παρουσιάσει το πρώτο θεατρικό έργο του. Θα το ερμηνεύσει η Νίνα, με την οποία ο νεαρός συγγραφέας δηλώνει παράφορα ερωτευμένος.
«Όπου να ’ναι θ’ αρχίσει»: η μαυροφορεμένη Μάσα ανυπομονεί για την έναρξη της παράστασης. «Όπου να ’ναι θ’ αρχίσει»: ο Τρέπλιεφ κοιτάζει όλο αγωνία το ρολόι του. Θ’ αρχίσει ή έχει ήδη αρχίσει; Ποιο έργο παρακολουθούμε; Ποιανού συγγραφέα; Ποιοι είναι οι «θεατές» και ποιοι οι «ηθοποιοί»;
Ο Τσέχοφ βασανίζεται από το ερώτημα της όρασης: τι βλέπει ένας καλλιτέχνης και τι το κοινό του; Πώς μεταφέρει αυτό που βλέπει στη σελίδα ή στη σκηνή; Η θεατρική πραγματικότητα της εποχής τον απογοητεύει ξανά και ξανά. Μελοδράματα και φάρσες: «αυτό είναι όλο;» αναρωτιέται. Αληθοφανή σκηνικά, δραματικές εξάρσεις και προσποιητή αφοσίωση στα μεγάλα ιδανικά της τέχνης;
Η αγανάκτηση του νεαρού Τρέπλιεφ αντανακλά εν μέρει εκείνη του δημιουργού του: «Κατά τη γνώμη μου, το σημερινό θέατρο δεν είναι παρά ρουτίνα και σύμβαση. Όταν ανοίγει η αυλαία και βλέπω αυτά τα περίφημα ταλέντα, αυτούς τους αρχιερείς της τέχνης, να προσπαθούν να μας δείξουν πώς τρώνε οι άνθρωποι, πώς πίνουν, πώς περπατάνε, πώς ερωτεύονται, πώς φοράνε τα σακάκια και τις γραβάτες τους... Όταν τους βλέπω, μ’ αυτές τις φτηνές εικόνες και μ’ αυτές τις φτηνές φράσεις, να αγωνίζονται να βγάλουν κάποιο ηθικό δίδαγμα... τότε το βάζω στα πόδια, σαν τον Μοπασάν που έτρεχε μακριά από τον πύργο του Άιφελ, γιατί τον αρρώσταινε η χυδαιότητά του».
Αυτή την πορεία απομάγευσης του Τρέπλιεφ ακολουθεί η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά, η οποία επιχειρεί να αποδώσει όχι μόνο τον ψυχικό κυματισμό αλλά και τον δημιουργικό εγκλωβισμό του τσεχοφικού ήρωα.
Δεν αρκεί, φυσικά, η νεανική οργή, ακόμα και η δικαιολογημένη, για να μετουσιωθεί η ζωή σε τέχνη. Τότε λοιπόν, τι; Τι είδους αρετές πρέπει να διαθέτει κανείς για να γίνει Τολστόι;
Όλοι στο έργο ονειρεύονται μια τέτοια υψηλή θέση, όλοι τη θαυμάζουν ή τη ζηλεύουν, κανένας όμως δεν μοιάζει να την έχει κατακτήσει ή, έστω, να γνωρίζει πώς. Και σίγουρα όχι ο Τρέπλιεφ, όσο κι αν υψώνει τη γροθιά του, όσο κι αν διαισθάνεται την έλλειψη αυθεντικότητας που διαπνέει το κυρίαρχο, «εμπορικό» θέατρο που τον απωθεί, όσο κι αν καταφεύγει –ειδικά στην αρχή– σε μεγαλόσχημες δηλώσεις που μαρτυρούν την άγουρη, αδοκίμαστη ακόμη συνείδησή του.
«Χρειαζόμαστε νέες φόρμες», επιμένει στην πρώτη πράξη, λίγο προτού αποτολμήσει την παρθενική συγγραφική εμφάνισή του ενώπιον κοινού. Θα χρειαστεί να υπομείνει πολλά –το σφυροκόπημα του χρόνου, την οδύνη του ανεκπλήρωτου έρωτα, την αγωνία της γραφής, τη βάσανο της κριτικής– για να φτάσει, λίγα χρόνια αργότερα, στην τέταρτη πράξη του έργου, να καταλάβει ότι οι «νέες φόρμες» δεν σημαίνουν τίποτα από μόνες τους, αποκομμένες από τον παλμό μιας βαθιάς επιθυμίας. Ούτε, όμως, η συνειδητοποίηση αυτή θα σταθεί αρκετή να στηρίξει την εύθραυστη ύπαρξή του.
Αυτή την πορεία απομάγευσης του Τρέπλιεφ ακολουθεί η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά, η οποία επιχειρεί να αποδώσει όχι μόνο τον ψυχικό κυματισμό αλλά και τον δημιουργικό εγκλωβισμό του τσεχοφικού ήρωα. «Πώς θα ήταν η παράστασή μας αν τη σκηνοθετούσε ο Τρέπλιεφ;» είναι σαν να αναρωτιούνται οι συντελεστές. Το αποτέλεσμα του εν λόγω πειράματος παρουσιάζει σίγουρα ενδιαφέρον.
Από την πρώτη στιγμή, από την ώρα που εισερχόμαστε στην αίθουσα, ο Αινείας Τσαμάτης/Τρέπλιεφ βρίσκεται ήδη στη σκηνή, μετακινεί έπιπλα, τακτοποιεί αντικείμενα, κατεβαίνει στην πλατεία, δρασκελίζει τα σκαλιά, στέκεται σε διάφορα σημεία, μας κοιτάζει διερευνητικά, επιδεικνύει όλα τα «συμπτώματα» του σκηνοθέτη που ταλανίζεται από υπερένταση τη βραδιά της πρεμιέρας του έργου του.
Και αυτή η συνειδητή ακύρωση των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ «θεάτρου» και «ζωής», όπως την υπαγορεύει το κείμενο του Τσέχοφ, θα συνεχιστεί σε όλο το πρώτο μέρος. Οι ηθοποιοί επιβεβαιώνουν διαρκώς την παρουσία μας: κάθε φορά που βγαίνουν από τα παρασκήνια μας κοιτάζουν –πότε με έκπληξη, πότε με ανησυχία–, μοιάζει λες και η σκηνή έχει χάσει τα όριά της, σε λίγο θα μας καταπιεί, όλο και κάποιο μέλος του θιάσου βγαίνει μπροστά μας ή κάθεται δίπλα μας, μας απευθύνεται επιτακτικά, πού θα πάει αυτή η κατάσταση, πάει ο «τέταρτος τοίχος», έπεσε για τα καλά, κι εμείς «ανοχύρωτοι», με τα φώτα διαρκώς αναμμένα και στραμμένα πάνω μας, βιώνουμε έναν υπόκωφο εκνευρισμό από αυτό το αδιάκοπο πάρε-δώσε, πήγαινε-έλα, κοίτα με να σε κοιτώ, ευρήματα γνωστά, που όχι μόνο αποσπούν την προσοχή μας αλλά φαντάζουν και ιδιαιτέρως τετριμμένα ως τέτοια.
Μήπως, αναρωτιέται κανείς αναδρομικά, τα εν λόγω «ευρήματα» έχουν σκοπό να φανερώσουν ακριβώς αυτό; Ότι, δηλαδή, η μοδάτη επιτήδευση, η αυτοαναφορικότητα, η κατάρριψη των ρόλων (ηθοποιοί-θεατές), τα χειλόφωνα, τα παράξενα, «προχωρημένα» (κινηματογραφικά) φώτα, καμία ουσία, καμία πρωτοπορία δεν εξασφαλίζουν από μόνα τους; Αν αυτές είναι οι «νέες φόρμες» που ονειρεύεται ο Τρέπλιεφ, τότε δεν αρκούν, όπως θα ανακαλύψει και ο ίδιος, αφού σπάσει αμέτρητες φορές το κεφάλι του.
Προσκολλημένος στον μητρικό μαστό, ο ήρωας δεν θα καταφέρει ποτέ να απογαλακτιστεί ψυχικά και να ανοίξει τα φτερά του καλλιτεχνικά. Η τέταρτη πράξη, το τελευταίο μέρος της παράστασης, θα αναπαραστήσει ακριβώς αυτό: την οπισθοδρόμηση του Τρέπλιεφ, την οριστική φυλάκισή του στις «παλιές» φόρμες, στο πλέον συμβατικό θέατρο, με κανονικά δωμάτια, τέσσερις τοίχους, παλιομοδίτικους ανέμους και φώτα «θεατρικά». Αυτός είναι ο ρεαλισμός που μας ανέθρεψε, το «θέατρο της μαμάς» από το οποίο δεν θα ξεφύγουμε ποτέ, όσο κι αν φωνάζουμε ή γκρεμίζουμε επιδεικτικά την αυλαία.
Πόσο συναρπαστικά, πόσο απολαυστικά, πράγματι, ενσαρκώνει η Θεοδώρα Τζήμου αυτήν τη διάσταση της αποπλάνησής μας! Είναι η Αρκάντινα, η ναρκισσίστρια ηθοποιός, η ντίβα, η σαρωτική αυτοθαυμαζόμενη προσωπικότητα που γνωρίζει πολύ καλά πώς να ανεβάζει την πιο μελοδραματική, grande «παράσταση», όλα τα παλιά, δοκιμασμένα «κόλπα», ένα φιλί στα μαλλιά, μια γονυκλισία, μεγάλες χειρονομίες και ενσυνείδητοι θεατρινισμοί που θα σαγηνεύσουν τον γιο της ή τον εραστή της (αλλά κι εμάς), καθηλώνοντάς τους διαπαντός στην ίδια θέση υποταγής, θαυμασμού και παράλυσης.
Εξαιρετικός ο Αινείας Τσαμάτης ως αιωνίως ανικανοποίητος και πικραμένος Τρέπλιεφ που δεν μπορεί να ησυχάσει λεπτό έτσι όπως τον διαπερνά ολόκορμα η στέρηση της αγάπης, η ερωτική απόρριψη και η αυτοαμφισβήτηση με αποτέλεσμα να περιφέρεται ολοένα πιο νευρικός, αναζητώντας ένα νόημα που δεν θα του χαριστεί ποτέ.
Αφοπλιστικός στην απλότητά του ο Μανώλης Μαυροματάκης ως Τριγκόριν, ευθύβολοι η Νατάσα Εξηνταβελώνη ως Μάσα και ο Φιντέλ Ταλαμπούκας ως γιατρός Ντορν, συμπαθής, με αυτό το υπερεκφραστικό πρόσωπο του «βωβού» σινεμά, ο Δρόσος Σκώτης ως Σόριν. Η Νίνα της Δήμητρας Βλαγκοπούλου αναδύεται ίσως υπερβολικά ηλεκτρισμένη, νευρωτικά υπερχειλίζουσα, προκαλώντας έτσι τον συγκινησιακό μετεωρισμό του θεατή.
Ο Γλάρος του Δημήτρη Καραντζά σφυρηλατεί μερικές κορυφαίες στιγμές σύνδεσης με το έργο, σκηνές υποδειγματικές, λεπτομέρειες λαμπρές: η μπεκετική σιωπή της Αρκάντινα-Τζήμου, που στέκεται για ώρα κοιτάζοντάς μας και καλώντας μας να την κοιτάξουμε κι εμείς, ενεργοποιώντας πληθώρα μεταθεατρικών συνάψεων στον θεατρικό μας εγκέφαλο∙ η πλάτη του Τσαμάτη-Τρέπλιεφ, που κάθεται «έξω» από το παλιό δωμάτιο, περιεργαζόμενος όσα γίνονται «μέσα», δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο καθρέφτισμα μεταξύ ορώντα και ορώμενου (εμείς που κοιτάζουμε αυτόν που κοιτάζει κ.ο.κ.)∙ το μικρό κομμάτι ασπρόμαυρου καρό πατώματος που απλώνεται και καταλαμβάνει συμβολικά όλον τον «χώρο» της σκηνής, όταν αυτή παραδίδεται στις «παλιές» φόρμες (έξοχη η σύλληψη του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη), συνθέτουν μερικά από τα αξέχαστα σημεία του μωσαϊκού της παράστασης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συνολικό σκηνοθετικό σχέδιο «διαβάζει» το κείμενο του Τσέχοφ δυναμικά, πρωτότυπα, ευρηματικά, ευνοώντας νέες δυνατότητες ανακάλυψής των νοημάτων του. Νομίζω, όμως, ότι ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να σηματοδοτήσει εναργέστερα το πλαίσιο μέσα στο οποίο ξεδιπλώνονται όλες αυτές οι προθέσεις, έτσι ώστε να μπορεί και ο θεατής να συμμετάσχει γόνιμα στο «παιχνίδι» μεταξύ του «παλιού» και του «νέου», που τόσο γοητευτικό μπορεί να αποδειχθεί και τόσες χαρές να εξασφαλίσει, αν στηθεί σωστά.
Χωρίς αυτή την επεξεργασία, χωρίς αυτήν τη μέριμνα, περνάμε, δυστυχώς, το πρώτο μέρος της παράστασης ελαφρώς χαμένοι, αμήχανοι, νιώθοντας διαρκώς ότι κάποιος μας κλείνει το «μάτι» και μας τραβά απ’ το «χέρι»...
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.