Λίγες ημέρες μετά την παράσταση «Κομμώτριες/Μεταπολίτευση» στην οποία ο Χάρης Φραγκούλης κάνει μια υποδειγματική σύνδεση του χαρακτήρα που υποδύεται με το κοινό, είδα την πρόβα του στο θέατρο Θησείον για την παράστασή του «Αντιγόνη». Ο Χάρης έχει πάντα κάτι αδάμαστο, αλλά μου μοιάζει να έχει αποκτήσει και κάτι από το «παλιό», αυτό που αγαπάμε στους ανθρώπους που μεγαλώνοντας αφοσιώνονται με πίστη σε αυτό που θέλουν να υπηρετήσουν.
— Χάρη, πριν από λίγες μέρες παρακολούθησα μια πρόβα σου της «Αντιγόνης», που ανεβαίνει την επόμενη Δευτέρα, 6 Δεκεμβρίου, στο θέατρο Θησείον, και εξεπλάγην από αυτό που συμβαίνει, οπότε χρωστάς να μας πεις αυτή την ιστορία, πώς γεννήθηκε αυτή η παράσταση.
Αυτά είναι παιδιά που τα περισσότερα δεν είναι καν ηθοποιοί. Είναι δεκαοκτώ άνθρωποι απ’ τους οποίους δυο-τρεις είναι σε δραματικές σχολές, δυο-τρεις έχουν τελειώσει τις σπουδές τους σε δραματικές σχολές, αλλά κανένας δεν έχει παίξει επαγγελματικά. Οι υπόλοιποι είναι δικηγόροι, φαρμακοποιοί, φιλόλογοι, άνθρωποι με τους οποίους κάναμε ένα σεμινάριο πριν τον κορωνοϊό.
Όταν ξεκίνησε η πανδημία και σταμάτησαν όλα, εκείνοι ήθελαν να συνεχίσουμε και συνεχίσαμε σε σπίτια. Φυσικά δεν τους έπαιρνα χρήματα, αλλά όταν κάνεις κάτι και ανοίγεις μια πόρτα, σου ζητάει κάτι πίσω. Θέλω να πω, έγινε τόση δουλειά, αλλά εμείς δεν είχαμε ποτέ σκεφτεί να κάνουμε παράσταση.
Δεν μπορεί από επιλογή να μην είσαι αντιδραστικός ή από επιλογή να μην είσαι νάρκισσος, πάντα θα θέλεις να αγαπηθείς, πάντα θα θέλεις να έχεις ανασφάλειες και πάντα θα είσαι κομπλεξικός. Αν πιστεύεις ότι δεν θα ’σαι, είσαι μαλάκας.
— Αυτό που κάνατε το είχαν δει άλλοι;
Ήρθε ο Αντρέας (Κοντόπουλος) μετά από δυο τρεις μήνες, μου είπε «τι είναι αυτό, τι κάνετε;», μετά από άλλους δυο μήνες ήρθε η Ηλέκτρα (Νικολούζου), είπε «ωπ, τι γίνεται;», ήρθε ο Κορνήλιος (Σελαμσής), το ίδιο. Τέλος πάντων, δουλεύαμε, δουλεύαμε, και αυτά τα παιδιά έγιναν από «φαρμακοποιοί» αυτό που είναι ένας ηθοποιός. Δηλαδή απολύτως εκπαιδευμένοι και απολύτως αθώοι μαζί.
— Οι επαγγελματίες ηθοποιοί τι δεν έχουν από αυτό που περιγράφεις;
Είναι δύσκολο να το βρεις αυτό, γιατί κάτι μαθαίνει ένας ηθοποιός, κάτι ξέρει, και αυτό που ξέρει του στερεί. Αυτό που παλεύει ένας ηθοποιός, επαγγελματίας, όπως είμαστε εμείς, και ένας ενήλικας αντίστοιχα, είναι να επιστρέψει σε μια αθωότητα. Εκεί λοιπόν έγινε ένα κράμα, και άρχισα να αναρωτιέμαι και εγώ τι θα συμβεί, επειδή αυτό δουλεύτηκε πάρα πολύ και άρχισε να «ζητάει». Ζήταγε κοστούμια, μουσική, φώτα, και πέρασε έτσι πάνω από ένας χρόνος που δουλεύαμε. Ήρθε ο Μιχαήλ (Μαρμαρινός), το είδε και είπε «παιδιά, εδώ», εννοώντας ότι αυτό έπρεπε να παρασταθεί, για όλους μας, για τη δουλειά μας, δεν είναι ένα σεμινάριο, και έτσι μπήκαμε στο Θησείον.
Είναι μια αφήγηση στην οποία είμαι τόσο μέσα που δεν σκεφτόμουν ποτέ να κάνω παράσταση. Απλώς ήρθαν άνθρωποι που με αγαπούν και τους εμπιστεύομαι και δεν έχουν λόγο να με χαϊδέψουν και με προέτρεψαν να κάνουμε παράσταση. Ήρθε ο Κωνσταντίνος, ένας φίλος μου, και εδώ και μήνες κατασκευάζουμε πράγματα, ο Κορνήλιος έχει πέσει επάνω, έχει γίνει μια δουλειά όπως πρέπει να είναι. Έχει πολύ χρόνο πάνω της. Οι άνθρωποι αυτοί δουλεύουν με ένα κείμενο εδώ και ενάμιση χρόνο, σκέψου ότι στις σχολές σε τρία χρόνια βγαίνεις ηθοποιός.
— Όταν είδα την πρόβα δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι δεν είναι ηθοποιοί και μου έκανε εντύπωση με πόση επιμονή ασχολείστε με κάθε λέξη του κειμένου.
Μιλάμε για δουλειά, μερόνυχτα, ξημερώματα, τα έχουμε πιάσει όλα από την αρχή, είπα «ξεχάστε αυτά που ξέρατε».
— Να σε ρωτήσω, τα ξέχασες και εσύ αυτά που ήξερες;
Προσπαθώ, γιατί τα παιδιά νομίζουν ότι είμαι ένας τύπος που ξέρει πέντε πράγματα και τους τα μεταφέρει. Δεν μπορούν να καταλάβουν τι μου δίνουν πίσω. Γιατί δεν είναι απλά ένα παράτολμο εγχείρημα για να δυσκολέψω τον εαυτό μου. Πρέπει να πας στο κρύο. Πρέπει να πας εκεί που θα χάσεις τις δεξιότητές σου, εκεί που δεν θα διευκολυνθείς, θα είσαι άσχημος, άγαρμπος, βρόμικος.
Δηλαδή εκεί που μιλούσαμε γρήγορα, αρχίσαμε να τεντώνουμε τις λέξεις ξανά και ξανά, εκεί που λέγαμε όχι τις λέξεις αλλά την εντύπωση των λέξεων, πιάσαμε να τις ξαναμάθουμε. Τον τρόπο που λες τη λέξη «έρωτας» και τη λέξη «πολιτεία» και τη λέξη «αναρχία». Τον τρόπο που λες τη λέξη «αγάπη» και εννοείς ότι σφάζεις τον γιο σου ή την κόρη σου για να μη κάνουν φασαρία, να μην πάρουν την πόλη όσοι είναι απέξω. Μιλάμε για αποχωρισμό τεράστιο. Στη κανονική μας ζωή εμείς εννοούμε αγάπη όταν πάμε μαζί στην Αράχωβα να κάνουμε σνόουμπορντ.
Να το πω και αλλιώς: σκάει ένα χορικό στην «Αντιγόνη» που μιλάει για έρωτα, και λες, τι σχέση έχει αυτό εδώ; Έρωτας είναι ότι ο ένας αδερφός σκότωσε τον άλλο, έρωτας είναι να θάβεις ένα νεκρό κουφάρι που βρομάει; Ναι, αυτό είναι έρωτας, να πας σε αυτό που είναι ο άνθρωπος, σάπια νεφρά, αυτό που θα γίνει και αυτό που είναι ήδη, πριν να γίνει. Και να δεις αυτό που θα συμβεί από τώρα. Εμείς έπρεπε να εξαγνίσουμε τις λέξεις από την αρχή, λέξεις που μασάμε τις συλλαβές τους όταν τις λέμε.
— Τι σου έμαθε αυτό;
Τι σημαίνει να ξαναρχίσεις να περπατάς; Σε αυτή την εποχή που όλα τα ξέρουμε; Και σε αυτή την ηλικία; Γιατί αυτά τα παιδιά ήθελαν να εκφραστούν, όπως πάνε και δίνουν εξετάσεις σε μια σχολή για να εκφραστούν και δεν ξέρουν τι θα τους τύχει. Γιατί το θέατρο είναι το αντίθετο της έκφρασης. Είναι να μιλήσεις ακριβώς όταν δεν σου έρχεται, τις μέρες της παράστασης και μάλιστα και διπλές. Ο ποδοσφαιριστής γίνεται ποδοσφαιριστής επειδή παίζει μπάλα όταν δεν θέλει, όχι όταν θέλει. Αλλιώς παίζει στην αλάνα.
Αυτά έπρεπε να τα μάθουμε από την αρχή, να πούμε τις λέξεις με έναν ανοίκειο τρόπο και όχι όπως μας βγαίνουν. Όλα από την αρχή. Και μετά από ενάμιση χρόνο έχω καταλάβει ότι αυτό είναι λίγο. Και αφού ανέβει η παράσταση θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε, πιστεύω ακόμα και αφού τελειώσει.
— Είναι λίγος ο χρόνος που προετοιμάζετε στο θέατρο τέτοια κείμενα;
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς οι άνθρωποι ασχολούνται δυο μήνες με τα έργα και τελειώνουν με αυτά. Εγώ θα ήθελα πάλι να ασχοληθώ με τον «Οθέλλο», για χρόνια, θέλω να ασχολούμαι και ας μη συμβεί, και όσο ο καιρός περνάει, αυτό που σμιλεύεται είναι η ανεπάρκειά σου, δεν κλείνεις τρύπες, ανοίγεις πιο πολλές, όπως με το παρελθόν σου που νομίζεις ότι τις κλείνεις και τελικά έρχεται το παρελθόν και σου λέει «εδώ ήμουνα. Ξέρεις πώς να μιλάς, ξέρεις ποιος ήταν ο πατέρας σου;». Ποιο είναι το καινούργιο; Το καινούργιο είναι το πιο παλιό. Οπότε αυτά έπρεπε να διαπραγματευτούμε και είπαμε «Παναγία μου, τι μας έλαχε».
— Πάμε στην απόφαση, όχι για να παρουσιαστεί το έργο, αλλά για να καταπιαστείτε με αυτό το συγκεκριμένο. Πώς αποφασίσατε να κάνετε την «Αντιγόνη»;
Έχει έναν σπουδαίο λόγο, έχει μια σπουδαία μετάφραση του Παναγιωτόπουλου, έχει σύγκρουση, διαλόγους, έχει σπουδαίες αφηγήσεις των φυλάκων και των αγγελιαφόρων, έχει μορφή αφηγηματική, έχει μορφή διαλογική, έχει σπουδαία πράγματα που διακυβεύονται, το αν υπάρχω ή δεν υπάρχω, τι υπάρχει και δεν υπάρχει. Ανοίγει μια κουρτίνα ο Σοφοκλής και αποκαλύπτει στους ανθρώπους ότι δεν υπάρχουμε.
Αυτό το μυστικό είναι εξέγερση. Χαλίκι είμαστε, θα ξεχαστούμε. Η τέχνη που επιβραβεύεται είναι αυτή που επισημαίνει ότι θα υπάρχουμε για πάντα, ότι θα πάμε στη Σελήνη, ότι θα ζούμε μέχρι τα 150 ακόμα και με ορούς και χάπια. Όποιος αποκαλύπτει ότι είμαστε ήδη νεκροί –αυτό αποκαλύπτει η μεγάλη τέχνη– τον τσακίζουν.
Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που λέει η Αντιγόνη προς τον Κρέοντα: «Δεν ήξερα ότι υπάρχεις εσύ Κρέοντα και δεν υπάρχουν οι θεοί που είναι από παλιά, πριν από εμάς». Για όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους, αυτό είναι ένα φοβερό έδαφος για να χάσει κανείς την μπάλα. Και να πάθει μεγάλη ζημιά και να γίνει η ζωή του ανυπόφορα ωραία και ανυπόφορα ανυπόφορη. Για αυτά ασχολήθηκα με αυτό το κείμενο.
— Να ρωτήσω κάτι για την «Αντιγόνη»: όλοι την έχουμε κάνει στο σχολείο, δεν τη θυμάται κανένας, όλοι ξέρουμε ένα περίγραμμα, τα επιμέρους δεν τα θυμόμαστε και δεν έχουμε σταθεί να τα μελετήσουμε. Ξέρουμε πιο πολύ τίτλο, περίληψη και όχι το περιεχόμενο. Οι άνθρωποι που το δουλεύεις μαζί τους πώς το αντιμετώπισαν;
Με πίστη, αυτό έχει σχέση με το ότι τα παιδιά δεν είναι τυχαία παιδιά, έχουμε ένα πάρε δώσε, είχαμε κάνει σεμινάρια, δεν υπήρξε μια φολκλόρ αντιμετώπιση, αλλά φυσικά δεν ξέραμε τι μας περιμένει και εγώ ακόμα δεν ξέρω. Και γι’ αυτό ασχολούμαι. Και φυσικά αυτό το πράγμα δεν έχει σχέση με συναισθηματισμό, με μελό, είναι κατασκότεινο, ωστόσο γεμάτο φως, πενταβρόμικο και βουτηγμένο στον πυρήνα της ανοικειότητας. Αν με ρωτήσεις πού έχουμε φτάσει, έχει ανοίξει η κουρτίνα, έχει έρθει το βουνό.
— Όλη η διαδρομή στα έργα είναι οι λέξεις;
Η ιστορία όλη είναι οι λέξεις. Αυτές τις λέξεις πρέπει να πει. Όλη τη διαδρομή την περνάει κάποιος και μπορεί να ανασύρει και προσωπικά πράγματα, στην τελική πρέπει να πάρει δρόμο ο ίδιος, να διώξει τον εαυτό του, για να ειπωθούν οι λέξεις.
Αυτό το πακέτο πρέπει να συμβεί. Τόσο απλό και γι’ αυτό είναι φοβερά δύσκολο, για μένα, αδύνατον. Γιατί όταν κάποιος πει μια λέξη ολόκληρη, την εννοήσει, θα καταρρεύσει. Δεν θα το καταφέρεις ποτέ αυτό. Απλά έχει σημασία να μην την καπελώσεις, αλλά ούτε να είναι ψεύτικη. Καμιά φορά μου λένε «γιατί δεν το κόβεις αυτό;». Γιατί δεν κόβεις μια σάχλα, δεν το κάνεις λίγο πιο απλό, πιο μικρό;
— Γιατί δεν το κάνεις;
Γιατί δεν έχω φτάσει. Γιατί είμαι ακόμα σάχλας. Ήμουνα πολύ πιο σάχλας, δεν μπορώ να φτάσω κατευθείαν στην άλλη άκρη, δεν έχω ξεμπλέξει. Αυτοί οι σκηνοθέτες που φτάνουν κατευθείαν στο μίνιμαλ, στο έντιμο, δεν γίνεται να το καταλάβω. Πρέπει να περάσεις από το ντοκουμέντο της πραγματικότητάς σου και πρέπει να λερωθείς από αυτό.
Έχω δει όλη την Πίνα Μπάους, έχω διαβάσει Μπλανσό, τον Αντρέγιεφ, τον Χαρμς, έχω δει Μπρεσόν και Μπέργκμαν και Φελίνι, θα μπορούσα να το κάνω –χάλια δηλαδή–, οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει μια συρραφή, αλλά δεν γίνεται να μη σε δεις και να πεις «είμαι νάρκισσος». Δεν μπορεί να μην περάσεις μέσα από αυτό.
— Αυτό συνέβαινε και παλιότερα;
Σε όλες μου τις δουλειές συνέβαινε. Δεν υπάρχει δουλειά που να μην έχει από το λάθος μου, αλλά πρέπει να αντέξεις.
— Μέσα στα χρόνια είσαι λιγότερο αντιδραστικός; Σε ρωτάω γιατί μιλώντας βλέπω έναν άνθρωπο που μεγαλώνει και είναι προσηλωμένος σε αυτό που κάνει, διασπάται λιγότερο.
Ήμουνα αντιδραστικός, ναι, τώρα λιγότερο γιατί καταλαβαίνω κάτι περισσότερο και αυτό με απορροφά. Μπορώ να πω ότι σχετίζομαι με τη δουλειά μου τώρα και αυτό δεν έχει σχέση με το αν την κάνω ή όχι καλά. Σχετίζομαι.
Δεν μπορεί από επιλογή να μην είσαι αντιδραστικός ή από επιλογή να μην είσαι νάρκισσος, πάντα θα θέλεις να αγαπηθείς, πάντα θα θέλεις να έχεις ανασφάλειες και πάντα θα είσαι κομπλεξικός. Αν πιστεύεις ότι δεν θα ‘σαι, είσαι μαλάκας. Αλλά όμως αν απορροφάσαι από κάτι, κοιτάς κάτι επειδή το αγαπάς, δεν μπορείς να είσαι νάρκισσος εκείνη τη στιγμή, γιατί κοιτάς κάτι άλλο. Τόσο απλά.
Φυσικά θέλω να αγαπηθώ, φυσικά έχω ανασφάλειες και όλα αυτά, αλλά έχει βαθύνει η σχέση μου με το αντικείμενο, οπότε ο ίδιος μου ο εαυτός αυτές τις τρύπες του «εγώ» τις γράφει στα παλιά του τα παπούτσια. Δηλαδή, είναι σαν να σου εμφανίζεται ένα δεντράκι που το έχεις φτιάξει εσύ, το έχεις φυτέψει, έχει μεγαλώσει, επειδή έχεις ασχοληθεί τόσο πολύ με κάτι, με τις λέξεις. Οπότε τι να σε νοιάξει από τα γύρω γύρω; Αν αρέσεις, αν θα γίνεις δήμαρχος; Δεν μπορεί να ασχολείσαι με τα γύρω όταν θέλεις να πας στο μέσα, όταν φυτεύεις ένα δεντράκι και το φροντίζεις, το παρακολουθείς να μεγαλώνει, το βλέπεις επιτέλους.
— Ποιο είναι σοβαρό ζήτημα στο θέατρο;
Ο χρόνος είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, όπως το να σταθείς γενναία απέναντι στο αίσθημά σου. Μιλώντας για το θέατρο, το θέμα δεν είναι το μπράβο, το θέμα είναι πώς κοιτάει κάποιος. Ποιος αντιστέκεται εύκολα στην ανάγκη του να πει «εγώ ξέρω»; Γιατί από αυτήν τη φράση πιστεύεις ότι θα έρθει και ο ανδρισμός σου, η ομορφιά σου ή η θηλυκότητά σου ή ο ερωτισμός σου, η σοφία σου, η πνευματικότητά σου. Όμως, από την αντίστασή σου στην αθωότητα, στην άγνοια και τη γενναιοδωρία, στο να είσαι παιδί, δεν θα έρθει ποτέ τίποτα, το αντίθετο θα συμβεί.
— Πιστεύεις ότι αυτό συμβαίνει επειδή η αποτυχία είναι σαν στίγμα, δεν θεωρείται κομμάτι της δουλειάς;
Μα είναι κομμάτι της δουλειάς και πρέπει να γίνει, να συμβεί. Είναι προϋπόθεση σχεδόν. Δεν μπορείς να είσαι είκοσι χρονών, εκτός αν είσαι Μπετόβεν, και να κάνεις παραστάσεις με την ψευτοσοφία ογδοντάχρονου και την απλότητα που μπορεί, αν παλέψεις πολύ, να αποκτήσεις. Αφού είσαι είκοσι, ποιον κοροϊδεύεις; Πώς θα γίνει αν δεν είσαι βρόμικος, μικρός, χουλιγκάνος; Τώρα πια δεν είμαι τόσο μικρός, αν μιλάμε για μένα, αλλά δεν θα περάσω από αυτό; Αφού εγώ το κάνω.
— Χάρη, είσαι δώδεκα χρόνια στο θέατρο, τι έχει αλλάξει;
Κοίταξε, εγώ δούλεψα την πρώτη χρονιά που βγήκα, έπαιρναν τα θέατρα επιχορηγήσεις ακόμα και πήρα και τον μεγαλύτερο μισθό που έχω πάρει ποτέ, 1.200 ευρώ νομίζω. Από τότε δεν ξαναπήρα τέτοια λεφτά, τέλος. Θα μιλήσω για αυτό που μπορώ να αναγνωρίσω γύρω μου, ότι οι άνθρωποι είναι πιο πιεσμένοι και πιο θυμωμένοι, πιο βίαιοι, μαζί με αυτούς υπάρχει και μια νέα γενιά που δεν πέρασε την εποχή ΠΑΣΟΚ και είναι πιο κωλοπετσωμένη, και αυτό το λέω θετικά. Στο θέατρο, το πιο βασικό πράγμα που το θεωρώ κακό, σαν βασική αλλαγή, είναι ότι από την αποενοχοποίηση σε σχέση με τη μορφή έχουμε πάει στην απόλυτη αποενοχοποίηση.
Έτσι όπως τοποθετείται σήμερα η μορφή –από το να πω ένα ποίημα μέχρι να φτιάξω ένα έργο–, δεν απαιτεί τίποτα από εμάς. Αρκεί να μπορεί να συμβεί, εννοώ ότι κάποιου είναι δικαίωμά του και μπορεί να το κάνει, δεν σου υπαγορεύει η μορφή καμία απαίτηση, δεν υπάρχει σκέψη. Ο άνθρωπος είχε μια τάση όταν ήταν μικρός, όταν γίνεται κάτι να το σπρώχνει προς τα έξω –αυτό είναι το ένστικτο των ανθρώπων–, δεν σκέφτονται λοιπόν το δικό τους μερίδιο ευθύνης αλλά είναι με ένα δάχτυλο συνέχεια δείχνοντας προς τα έξω, τους γύρω.
Έρχονται παιδιά, θα στο πω πιο απλοϊκά, εκεί που κάνω προπονήσεις, που θέλουν να κάνουν αγώνες πυγμαχίας από τον πρώτο μήνα. Σε συνδυασμό με το να μην κάνουν προπονήσεις και να μη χτυπήσουν. Δεν γίνεται να συμβούν όλα αυτά μαζί, μιλάμε για κάτι τρελό. Ο άνθρωπος πια κινείται από το θυμικό, την επιθυμία του, όχι από την απαίτηση της μορφής του επαγγέλματος, για παράδειγμα, με το οποίο θέλεις να ασχοληθείς. Και από το «είναι δικαίωμά μου», στο οποίο έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη.
— Πιστεύεις ότι τα σόσιαλ μίντια έχουν συμβάλει σε αυτή την απελευθέρωση της επιθυμίας, του θυμικού, τελικά της αποενοχοποίησης;
Εννοείται. Τα σόσιαλ έχουν μια έκφραση του θυμικού χωρίς επεξεργασία, αλλά ποια είναι η παγίδα της; Ότι δεν έρχεται σε σχίσμα, σε τριβή με την πραγματικότητα, γιατί αν αυτή η έκφραση της επιθυμίας, η άμεση, ερχόταν με ευθύτητα, μπροστά, αυτό θα έφερνε συνέπειες και το τοπίο θα άλλαζε.
Το ότι εγώ μπορεί να πω οτιδήποτε για τον οποιονδήποτε και χωρίς κανένα κόστος είναι καθοριστικό. Οι άνθρωποι είναι εντελώς διαφορετικοί μπροστά σου και εντελώς διαφορετικοί στα σόσιαλ, εκεί έχουν εκπαιδευτεί αυτό που λένε να μην επιφέρει κανένα κόστος. Και δεν εννοώ να παίξεις ξύλο, αλλά και μόνο ότι υπάρχουν τα αληθινά μάτια του άλλου και η αληθινή του μύτη και η αληθινή του γλώσσα, αυτό τον κάνει να τραυλίζει, γιατί έχει συνηθίσει αυτό που λέει να μη φέρνει καμία αληθινή κόντρα. Είναι μπροστά στον υπολογιστή. Αυτό είναι ένα φαινόμενο συνταρακτικό.
Μετατοπίζεται το θέμα, κάθε θέμα στην ουσία του να «υπάρχει ψητό». Δεν έχει σημασία αν είναι μια φράση του Ιησού ή του διαβόλου, ή ενός κακοποιού ή ενός ποιητή, μπαίνει σε έναν πολτό. Και όταν μια ιστορική στιγμή και ένα μέσο είναι χυδαίο, κάθε γεγονός θα γίνει χυδαίο. Αν πω τα τσιτάτα του Μπουκόφσκι στο ίντερνετ, μπορεί να έχω άπειρο κοινό, αλλά θα γίνουν χυδαία. Το μέσο από το μήνυμα δεν είναι διαφορετικοί κόσμοι, το μέσο διαμορφώνει το μήνυμα.
Θα το πω και αλλιώς. Υπάρχουν η «Αντιγόνη» και ο «Οθέλλος» και το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας», αυτά δεν είναι αυθύπαρκτα, στα χέρια των ανθρώπων μπορεί να γίνουν διαμάντια ή σκουπίδια. Οπότε είναι ένα μέσο που βασίζεται στο θυμικό, στην απόλυτη διευκόλυνση του «οποιοσδήποτε, οτιδήποτε» με απόλυτη αμεσότητα, να δεις μια παράσταση και σε πέντε λεπτά να έχεις γράψει, χωρίς να έχεις βάλει ένα φρένο, να περιμένεις δυο ώρες. Και αν το πεις, θα σου πουν «δεν είμαστε ίσοι»;
— Είμαστε ίσοι;
Είμαστε, αλλά δεν έχουμε ούτε εσύ ούτε εγώ την ίδια εμπειρία με τον Μαρμαρινό στο θέατρο. Δεν γίνεται να μη μετριούνται οι άνθρωποι με τη διαδρομή τους. Τότε ας μας χειρουργήσει ένας δικηγόρος, γιατί μας χειρουργεί ένας γιατρός; Γιατί φτιάχνει το αμάξι ένας μηχανικός, όχι ένας γιατρός; Η ισότητα έχει σχέση με τη βαθιά γνώση ότι κάποιος άλλος ξέρει κάτι περισσότερο από εμάς και ότι πρέπει να τον ακούσουμε και ότι έχει κάτι να μας πει. Αυτό δεν είναι φιλοσοφία, είναι τα βασικά. Για να ξεκινήσουμε από κάπου.
«Αντιγόνη» του Σοφοκλή
Μετάφραση: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Σκηνοθεσία: Χάρης Φραγκούλης
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Λαμπρίδης, Ταξιάρχης Μπαλάσκας
Κοστούμια: Φωτεινή Ιατρού
Φωτισμοί: Skia Lighting
Επιμέλεια κίνησης: Ραλλού Καρέλλα
Εμψύχωση: Ηλέκτρα Νικολούζου
Σχέδιο στην αφίσα: Εύη Κεμερλή
Σχεδιασμός αφίσας: Φωτεινός Χιώλος
Βοηθοί σκηνοθέτη: Σέτα Αστραίου-Καρύδη, Ερατώ Καραθανάση
Παίζουν: Βάνια Αγγελάρα, Μαρία Αρζόγλου, Σέτα Αστραίου Καρύδη, Άντα Δημητρίου, Πολυξένη Θάνου, Ερατώ Καραθανάση, Ραλλού Καρέλλα, Γιώργος Κοκκίνης, Χριστόφορος Κώνστας, Λεωνίδας Μικρόπουλος, Μιχαηλία Μουσάκου, Δέσποινα Νικοπούλου, Σοφία Οικονόμου, Γιώργος Ορφανουδάκης, Τάσος Πάζας, Έλενα Παπαβασιλείου, Παναγιώτης Ρενιέρης, Γιάννης Σέπε, Ιωάννα Χαλά
Παραγωγή: Theseum com Ensemble
Θέατρο Θησείον
Τουρναβίτου 7, Ψυρρή. Τηλ 210 3255444
Πρεμιέρα: Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου
Παραστάσεις: Δευτέρα - Τρίτη 21:00
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.