Ο Οθέλλος έχει παρουσιαστεί με ηθοποιούς όλων των εθνικοτήτων, με blackface και χωρίς. Έχει ανεβεί ως αντι-αποικιοκρατική κριτική, ως θέατρο διαμαρτυρίας εναντίον του απαρτχάιντ, ως κριτική της εκμετάλλευσης των μαύρων σε έναν κόσμο λευκών, ως φεμινιστικό «μάθημα για την καταστροφή των γυναικών από τους άνδρες», ως σπουδή στην «κοινοτοπία του κακού» – για να θυμηθούμε την περίφημη φράση της Χάνα Άρεντ¹.
Πιο πρόσφατα, μάλιστα, επιστρατεύτηκε ως πλατφόρμα αμφισβήτησης των κατασκευασμένων ταυτοτήτων, των τρόπων που ερμηνεύουμε αυτά που βλέπουμε –το χρώμα και το φύλο των ανθρώπων– αλλά και αυτά που ακούμε: πώς δηλαδή θυματοποιούμαστε προθύμως από ψευδείς πληροφορίες, επιτρέποντάς τους άκριτη πρόσβαση στο θυμικό μας και την αφύπνιση των ταπεινότερων ενστίκτων μας.
Ο Σαίξπηρ είναι, βλέπετε, τόσο γενναιόδωρος, ώστε ευνοεί πάσης φύσεως αναγνώσεις των έργων του, οι πιο επιτυχημένες εκ των οποίων λειτουργούν ως καθρέφτες της φύσης και της εποχής μας.
Δεν είναι υποχρεωτικό, βέβαια, να έχει κανείς κάποια πολιτική ή κοινωνιολογική «ατζέντα» ανεβάζοντας τον Οθέλλο. Καλό όμως είναι σε κάθε περίπτωση να ξέρει τι θέλει να πει και για ποιον λόγο επιλέγει το συγκεκριμένο έργο ως όχημα έκφρασης των ανησυχιών και της καλλιτεχνικής του αγωνίας.
Τα κωμικά και φαρσικά στοιχεία που πλημμυρίζουν την παράσταση, ακόμη και όταν αποδεικνύονται ανούσια ή άστοχα, φέρουν έναν αέρα φρεσκάδας και χιούμορ που «σκουντάει», αλλά δεν υπερσκελίζει τελικά το σοβαρό δραματικό μέρος.
Αναζητώντας τον πυρήνα της αγωνίας αυτής, βρέθηκα αντιμέτωπη με πολλές δυσκολίες στη διάρκεια της παράστασης του Θεάτρου Τέχνης.
Ο Οθέλλος του Χάρη Φραγκούλη και της ομάδας του αντικατοπτρίζει προφανώς την αισθητική, τα βιώματα και τις αναφορές των συντελεστών της, οι οποίοι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία εξαιρετικά νέοι.
Ως εκ τούτου, κρίνεται αναμενόμενη και εν πολλοίς ευπρόσδεκτη όλη αυτή η προσπάθεια οικειοποίησης και εξημέρωσης του κειμένου μέσω των κωδίκων της γενιάς τους.
Τα κωμικά και φαρσικά στοιχεία που πλημμυρίζουν την παράσταση, ακόμη και όταν αποδεικνύονται ανούσια ή άστοχα, φέρουν έναν αέρα φρεσκάδας και χιούμορ που «σκουντάει», αλλά δεν υπερσκελίζει τελικά το σοβαρό δραματικό μέρος: λεμόνια που εκτοξεύονται προς πάσα κατεύθυνση, «γε-γε-γε, αγαπημένε στρατηγέ», ο τέκνο χορός του Ροδερίγου, τα μικροσχόλια σε πραγματικό χρόνο («δεν χωράω να περάσω από εδώ» λέει ο Οθέλλος, καθώς στριμώχνεται δίπλα στο πιάνο· «ωραίο το λεμόνι», αποφαίνεται ένας άλλος ηθοποιός, δαγκώνοντας το κίτρινο εσπεριδοειδές), ο Άγγελος Παπαδημητρίου ως αναμαλλιασμένος ευγενής που τυλίγεται νευρωτικά στο ροζ σάλι του κ.ο.κ.
Τα προβλήματα βρίσκονται αλλού και όχι στην παιγνιώδη και «πειραχτική» διάθεση της ομάδας απέναντι στον «σεβάσμιο» βάρδο του Έιβον.
Σημαντικότατο εξ αυτών η «απουσία» του Ιάγου: ουδέποτε αισθανόμαστε την ηλεκτρισμένη αύρα του, ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε τη διαβρωτική, καταστρεπτική επιρροή του.
Στις κρίσιμες σκηνές όπου ο ήρωας δηλητηριάζει το αυτί του Οθέλλου με συκοφαντίες, όπου κινεί με δολερή μαεστρία τα νήματα της ψυχής του δεύτερου, όπου πυρπολεί τις σκοτεινότερες ανασφάλειές του, ο θεατής δεν «ακούει» τίποτα, κι ας βγαίνουν καθαρά τα λόγια από το στόμα του ηθοποιού (Ανδρέα Κοντόπουλου).
Δεν υπάρχει δηλαδή καμία κατανόηση ή χαρτογράφηση των νοημάτων, καμία βαθύτερη επεξεργασία των μηχανισμών λεκτικής κακοποίησης που παρουσιάζει τόσο τρομακτικά ο Σαίξπηρ, εξασφαλίζοντας στον Ιάγο τη θέση ενός από τους κορυφαίους ενσαρκωτές του «κακού» στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Με τον Ιάγο ανύπαρκτο, να περιφέρει την ωραιότητά του, ο Οθέλλος μετατρέπεται σε Ρωμαίο και Ιουλιέτα: στην τραγωδία δύο νεαρών εραστών που καταλήγουν νεκροί ύστερα από μια παρωδία παρεξηγήσεων (που εδώ, παρεμπιπτόντως, αφορούν ένα μαντίλι).
Εντύπωση που ενισχύεται προφανώς από το γεγονός ότι οι σκηνές ανάμεσα στον Οθέλλο (Γιάννη Παπαδόπουλο) και τη Δυσδαιμόνα (Σοφία Κόκκαλη) είναι οι πιο δυνατές της παράστασης, οι μόνες που μεταδίδουν ένα φορτίο συγκίνησης και υποκριτικής «αλήθειας», οι μόνες όπου πράγματι «κάτι» συμβαίνει.
Όσο περνάει η ώρα και πλησιάζουμε προς το τέλος, τα λεμόνια ξεζουμίζονται, τα ουρλιαχτά πολλαπλασιάζονται, οι βουτιές, τα σουρσίματα και τα κουτουλήματα επιτείνονται, το κινησιολογικό πανδαιμόνιο κορυφώνεται.
Αναρωτιέμαι ειλικρινά: αυτή η επιδεικτική σωματική εκτόνωση, αυτή η ακατέργαστη, πρωτόλεια έκφραση συναισθήματος ζητά να εκληφθεί ως πάθος; Όσο περισσότερο φωνάξει κανείς, κερδίζει; Όσο πιο πολλές φορές ταρακουνήσει ο Κάσιος τον νεκρό Οθέλλο, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η συγκίνησή μας;
Λυπάμαι, αλλά το πάθος δεν ισοδυναμεί με υστερία. Ούτε με έκρηξη αδρεναλίνης. Δεν επιβάλλεται με το ζόρι στον θεατή, δεν τον «γρονθοκοπά» στο πρόσωπο με ευκολίες, φωνές και χοροπηδητά. Εδραιώνεται στο είναι και όχι στο φαίνεσθαι. Συνιστά πρωτίστως εσωτερική κατάκτηση και όχι εξωτερική βία και βιασύνη, που ανταγωνίζεται τον λόγο για το «ποιος θα βγει πρώτος».
Μπορεί ο Οθέλλος να λέει στη Δυσδαιμόνα «Κι όταν πάψω να σ' αγαπώ, το χάος θα ξαναγυρίσει», το σκηνικό «χάος» όμως δεν μπορεί να εξαντλείται στην κυριολεξία...
1. «Othello (Shakespeare in production)», edited by Julie Hankey
Ιnfo
Ουίλιαμ Σαίξπηρ - Οθέλλος
Σκηνοθεσία: Χάρης Φραγκούλης
Παίζουν: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, Σοφία Κόκκαλη, Ανδρέας Κοντόπουλος, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Κατερίνα Λούβαρη-Φασόη, Άγγελος Παπαδημητρίου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Κορνήλιος Σελαμσής, Μιχάλης Τιτόπουλος
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν (Υπόγειο)
Πεσμαζόγλου 5, Αθήνα, 210 3228706
Δευτ.-Τρ. 21:00