Ανάμεσα στους πιο δαιμονιώδεις και απαιτητικούς από κάθε σκοπιά (σωματική, διανοητική, συναισθηματική) μονολόγους του παγκόσμιου θεάτρου, το Όχι εγώ του Σάμιουελ Μπέκετ, γραμμένο το 1972 για την ηθοποιό Μπίλι Ουάιτλο, σκηνοθετεί τη λογοδιάρροια ενός αιωρούμενου γυναικείου στόματος στον απόηχο ενός απροσδιόριστου τραυματικού συμβάντος, υπό το βλέμμα της φιγούρας ενός μυστηριώδους ακροατή χωρίς ιδιότητες.
Η νέα προσαρμογή αυτού του εμβληματικού μεταπολεμικού έργου, ανάθεση της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στον πρωτοποριακό συνθέτη Ζήση Σέγκλια, η δουλειά του οποίου εστιάζει στη σχέση μεταξύ του ήχου και της σημασιολογίας της φωνής και της ενοποίησης της μουσικής γλώσσας και του λόγου, και στον σκηνοθέτη Σάββα Στρούμπο, επίμονο και ασυμβίβαστο εργάτη του ερευνητικού θεάτρου, αναμετριέται με τα όρια ενός δυσεπίλυτου αινίγματος και ταυτόχρονα με μια πρόκληση διεγερτική.
Στην τολμηρή προσέγγιση των δυο καλλιτεχνών, η μπεκετική ηχητική και σημασιολογική «άβυσσος» αποδίδεται όχι με ένα στόμα αλλά από δύο σώματα σε φωνητική και κινησιολογική αντίστιξη, αφηρημένη και συνάμα απολύτως συμπυκνωμένη.
Το έργο αυτό προορίζεται να αποδοθεί ως λεκτικός καταρράκτης, ένας παραληρηματικός λόγος και στη θεατρική του απόδοση η διάρκεια είναι μόλις δεκαπέντε λεπτά.
«Η επιλογή του συγκεκριμένου κειμένου του Μπέκετ, του Not I στα αγγλικά / Όχι εγώ στα ελληνικά, έρχεται μετά από μια πορεία αναμέτρησης με το μπεκετικό έργο, στην οποία προηγήθηκαν το Περιμένοντας τον Γκοντό, που ανέβηκε από την ομάδα Σημείο Μηδέν το 2018-19, και οι Ευτυχισμένες Μέρες, το 2020», λέει ο σκηνοθέτης Σάββας Στρούμπος.
«Δεν είναι τυχαία ούτε η επιλογή του κειμένου ούτε η ιδέα που μας φέρνει στην Εναλλακτική της Λυρικής, ο μετασχηματισμός του έργου σε μια μορφή μουσικού θεάτρου, μοντέρνας όπερας κ.λπ. Ο μεταφραστής του έργου, ο Θωμάς Συμεωνίδης, μου αποκάλυψε μια πτυχή του Μπέκετ την οποία εγώ αισθανόμουν διαβάζοντας το πρωτότυπο, τη μουσικότητα που υπάρχει στο κείμενο. Αυτός ο ρυθμός με βοήθησε πάρα πολύ σε αυτή την πρώτη αναμέτρηση με τον μπεκετικό κόσμο, στο να ανοίξουμε έναν δρόμο μέσα από τον οποίο πραγματοποιήθηκε αυτή η παράσταση.
Έτσι ήρθε η ιδέα το Όχι εγώ να μην είναι απλώς παράσταση θεατρική, όπως οι άλλες δουλειές μας. Αυτό το οποίο αξίζει να τονίσουμε είναι ότι ο Μπέκετ στο Όχι εγώ κάνει κάτι συγκλονιστικό: δεν αφαιρεί απλώς το φυσικό τοπίο, το οποίο έτσι κι αλλιώς στα προηγούμενα έργα του ήταν ο τόπος του πουθενά, αλλά αφαιρεί και αυτόν τον τόπο του πουθενά, αφαιρεί και το ίδιο το σώμα, έτσι βρισκόμαστε σε ένα απολύτως σκοτεινό τοπίο όπου διαγράφονται μόνο τα κόκκινα χείλη της γυναίκας που μιλάει και το περίγραμμα μιας αντρικής φιγούρας.
Το έργο αυτό προορίζεται να αποδοθεί ως λεκτικός καταρράκτης, ένας παραληρηματικός λόγος και στη θεατρική του απόδοση η διάρκεια είναι μόλις δεκαπέντε λεπτά. Η οδηγία του συγγραφέα είναι η ηθοποιός να το αποδώσει απνευστί.
Στην παράστασή μας δεν ακολουθούμε απολύτως τις σκηνικές οδηγίες του Μπέκετ. Δεν θα υπάρχει το απολύτως σκοτεινό τοπίο με τα δύο χείλη μόνο και το περίγραμμα μιας αντρικής φιγούρας αλλά θα έχουμε το μαύρο δωμάτιο, το black box, και τον λόγο του τραύματος θα τον σωματοποιούν δύο γυναίκες, οι περφόρμερ Έλλη Ιγγλίζ και Έβελυν Ασσουάντ, οι οποίες θα βρίσκονται μέσα σε μια εγκατάσταση, έναν κρατήρα με δύο σώματα, δύο στόματα, που όμως θα είναι σαν να έχουν την ίδια πηγή, το ίδιο σώμα. Εξω απ’ αυτόν τον κρατήρα θα είναι μια αντρική φιγούρα, ο Μπάμπης Αλεφάντης».
«Δεν θα δούμε ένα μουσικό θέατρο με οπερατικά χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει τραγούδι έτσι όπως θα το περίμενε κανείς», λέει ο συνθέτης Ζήσης Σέγκλιας, «υπάρχουν όμως χαρακτηριστικά της ομάδας, τα οποία, τόσο με τον τρόπο που δουλεύω εγώ όσο και με τον ήχο που αναδεικνύεται μέσα από το ίδιο το έργο του Μπέκετ, δίνουν μια έντονη μουσικότητα.
Μια πολύ ουσιαστική συνθήκη για μένα ήταν να κρατήσω τον βασικό χαρακτήρα του έργου, αυτήν τη ταχυγλωσσία, να μην υπάρχουν ιδιαίτερες αλλοιώσεις ως προς το πώς ακούγεται αυτό το πράγμα, παρ’ όλα αυτά να υπάρχει μεγαλύτερη διάρκεια (συνολικά περίπου εξήντα-εβδομήντα λεπτά, αντί δεκαπέντε). Στοιχεία που προκύπτουν εκτός κειμένου είναι πρόσθετα και έχουν να κάνουν με το πώς χειρίζομαι εγώ το μουσικό υλικό. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη δυσκολία σε όλη την πορεία.
Φυσικά, υπάρχει και ορχήστρα, δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με δυο φωνές και μία φιγούρα που κινείται. Συγκεκριμένα θα έχουμε εννιά μουσικούς, την ορχήστρα που θα περιμέναμε σε μια όπερα.
Στο Όχι εγώ δεν έχουμε τόσο έναν διάλογο όσο τον χώρο, μιλάμε για στόματα που ανοίγουν και βγάζουν έναν συνεχή, έντονο λόγο με μεγάλη ροή. Αυτό, όπως το ζητάει ο Μπέκετ, γίνεται μέσα σε ένα κενό, στο απόλυτο μαύρο, όπου το στόμα ανοίγει και βγάζει αυτό τον λόγο. Ουσιαστικά με την ορχήστρα προσπαθώ να αποδώσω ηχητικά αυτόν τον χώρο. Τα στόματα τοποθετούνται και φυσικά, ως σώματα που εκφέρουν έναν λόγο, και το ερώτημα είναι πού γίνεται αυτό.
Υπάρχει ένα σκηνικό που δεν έχει οριστεί με κάποιον τρόπο και θα μπορούσε ο καθένας να δώσει οποιαδήποτε ερμηνεία για το πού βρίσκονται αυτά τα σώματα. Εγώ με την ορχήστρα αυτόν τον χώρο εξερευνώ, όπου ηχούν αυτά τα στόματα. Μέσα από τη φύση της ορχήστρας αυτός ο χώρος εξαπλώνεται, μεγεθύνεται. Δεν πρόκειται για έναν διάλογο των οργάνων με τις φωνές ούτε για συνοδεία. Ουσιαστικά ανοίγω τον χώρο στον οποίο εδράζονται αυτές οι φωνές. Κι αυτό συμβαίνει με τη χρήση των οργάνων. Ως παράσταση είναι ένα υβριδικό είδος».
Δείτε εδώ πληροφορίες για την παράσταση «Όχι εγώ».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.