To 2008, ο Δημήτρης Καραντζάς παρουσίασε την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στο Αμόρε, το «Χιόνι στο στόμα», ένα έργο γραμμένο από τον ίδιο, που αφορούσε το οικογενειακό καλοκαίρι έξι προσώπων σε μια ακαθόριστη περιοχή όπου οι αλλαγές καιρού είναι συνεχείς και έχει ξεσπάσει ένας ανεξέλεγκτος καθολικός πόλεμος που επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις και την ανάγκη τους για προστασία και ασφάλεια, με τον χρόνο να καταλύεται και το παρόν να διαρκεί για πάντα. «Μετά καταπιάστηκα με τη σκηνοθεσία, στο πλαίσιο της οποίας η μεταγραφή, η ερμηνεία των κειμένων και όχι η απλή παράθεση με κάλυπτε με έναν τρόπο», λέει ο Δημήτρης Καραντζάς.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα γράφει το «Σπίτι», ένα πρωτότυπο έργο σε συνεργασία με την Γκέλυ Καλαμπάκα, ύστερα από ανάθεση της Στέγης. Η παράσταση είναι ένα πολυμεσικό πείραμα με βασικά εργαλεία την εικόνα, την κίνηση και τη σιωπή. Mια περφόρμανς-παραβολή για τη βία και τον εθισμό μας σε αυτή, για την ψευδαίσθηση των εικόνων, για την αγωνιώδη αναζήτηση μιας νέας ταυτότητας, τη στιγμή που η αναγκαία και αναντικατάστατη, όπως μοιάζει, πραγματικότητα επανακαθορίζεται και εισβάλλει στη ζωή μας, προκαλώντας την κατάρρευση των φανταστικών ελπίδων μας.
Μια μέρα μπορεί να ξυπνήσουμε και να δούμε τα οπίσθια μιας τηλεστάρ, ένα ναυάγιο με 800 νεκρούς, έναν ηθοποιό στη Βουλή, μια διαφήμιση για αύξηση πέους και έναν πόλεμο στο ίδιο σκρολάρισμα και κατά κάποιον τρόπο η ψυχολογία μας θα παραμείνει η ίδια. Ο τρόμος είναι να βρεθείς κάπου που δεν θα έχεις πληροφορία, που δεν θα αποφασίσει ο αλγόριθμος τι θα σου δείξει σήμερα.
«Ως δραματουργός θέλω να μιλήσω για την ασφυξία του ανθρώπινου είδους, τον εκτοπισμό του. Δεν αποφάσισα να γράψω ένα νέο έργο αλλά να προχωρήσουμε στη δημιουργία ενός σκηνικού χώρου, ενός βίντεο και μιας δραματουργίας που αλληλεπιδρά με την καθημερινότητα δυο προσώπων, ενός άνδρα και μιας γυναίκας, που μπορεί να είναι αδέλφια, ζευγάρι ή φίλοι και περνούν μια οποιαδήποτε μέρα στο σπίτι τους, δυο ανθρώπων που συνδέονται με αναμνήσεις που προσπαθούν να αποτινάξουν και να ζήσουν κατά τη σύγχρονη επιταγή», λέει για την παράσταση που ανεβαίνει στη Στέγη στις 30/9 και θα παίζεται μέχρι τις 19/11/23.
Ο Δημήτρης Καραντζάς εμπνέεται από τους ήρωες της «Παρέλασης» της Λούλας Αναγνωστάκη, από τα πρόσωπα που δηλώνουν άγνοια, αλλά επιχειρούν να συνδέσουν τα κομμάτια της φαντασίωσης του εξωτερικού χώρου ως εχθρικής περιοχής με τις αποσπασματικές τους αναμνήσεις και τα συνδυάζει με τον εκτοπισμό δυο προσώπων από το σπίτι τους, όπως περιγράφεται στο διήγημα του Χούλιο Κορτάσαρ «Το Σπίτι». Εδώ ο Αργεντινός πεζογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας γράφει μια αλληγορία για τον σύγχρονο άνθρωπο που βρίσκεται υπό διωγμό και αποδέχεται παθητικά την απομάκρυνση, την εκδίωξη από το σπίτι του, το οποίο καταλαμβάνεται σταδιακά, όσο και αν έτρεφε ελπίδες, όπως λέει ο ήρωας, ότι «εκεί θα πεθαίναμε μια μέρα, με το σπίτι να περνά στα χέρια άσχετων και αναίσθητων ξαδέλφων που θα το γκρέμιζαν για να πλουτίσουν από το οικόπεδο και τα τούβλα».
«Θέλω να μιλήσω γι’ αυτή την απόλυτη βία τού να ζεις. Είναι μια στάση το να εθελοτυφλούμε απέναντι στη βία, να μη μετατοπιζόμαστε», λέει, κάτι που τον απασχόλησε και όταν έκανε το «Τέφρα και Σκιά» του Πίντερ, με το ζευγάρι των εύπορων αστών στο ατσαλάκωτο σπίτι τους να εθελοτυφλεί απέναντι στη βία, να αρνείται την ύπαρξή της, διασφαλίζοντας εν τέλει, μέσω μιας διαρκούς άρνησης, τη συνέχειά της. «Όμως αυτή η γυναίκα, την οποία ο συγγραφέας, έχοντας πολύ σαφή άποψη για τη βία, βάζει να μιλά για όλα τα τραύματα της ανθρωπότητας σαν να ήταν παρούσα, μου δίνει ελπίδα για την ανθρωπότητα, ακριβώς επειδή υπάρχει αυτό το κομμάτι μας που νιώθει ένοχο για όλες τις κτηνωδίες και τις τερατουργίες που έχουν συμβεί, επειδή υπάρχει συνείδηση, και δεν μπορείς να ξεχάσεις. Αυτά με απασχολούν και αυτά είναι τα υλικά από τα οποία εμπνεύστηκα το έργο “Το Σπίτι”.
Σήμερα υπάρχει μια ακραία κίνηση αποκέντρωσης, ο κόσμος φεύγει από την πόλη, η οποία σταδιακά ανήκει κάπου αλλού. Δεν υπάρχει τόπος να μείνεις στο κέντρο, τα ενοίκια είναι απλησίαστα και βολεύουν μόνο τους τουρίστες. Από τη μια χρησιμοποιούμε τη λέξη “εξευγενισμός” για να περιγράψουμε την ερήμωση του ζωντανού αστικού κέντρου από κατοίκους και από την άλλη, ενώ καίγεται η χώρα, αφού δεν βλέπουμε τη φλόγα, συνεχίζουμε την οποιαδήποτε συζήτησή μας κανονικά. Έχουμε δυο ανθρώπους που περνούν μια οποιαδήποτε μέρα σε ένα από τα σπίτια του “εξευγενισμού της πόλης”, ένα από τα γκρι μικρά κουτιά που φαντάζουν αδιατάρακτα, με μια ψευδαίσθηση διαρρύθμισης του χώρου που νιώθεις ότι είναι το αποκορύφωμα του ντιζάιν, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ψυχρό κατασκευασμένο κομμάτι του παζλ μιας πόλης, οποιασδήποτε μεγάλης πόλης του κόσμου που αλλάζει δραματικά.
Ο σκηνικός χώρος αυτό αποτυπώνει, το εσωτερικό ενός σπιτιού που έχει υποστεί αλλεπάλληλες ανακαινίσεις για να μοιάζει με όλα τα υπόλοιπα. Δεν υπάρχουν προηγούμενα ίχνη, μνήμες, τουλάχιστον όχι φανερά. Πρόκειται για έναν χώρο χωρίς ταυτότητα, με επίκεντρο ένα νεκρό δωμάτιο με διαδρόμους, το οποίο υπονοεί το υπόλοιπο σπίτι, με στο οποίο ερχόμαστε σε επαφή μέσα από ήχους ή συζητήσεις που υποθέτουμε ότι συμβαίνουν», λέει.
Σε αυτό το σπίτι βλέπουμε τα δυο πρόσωπα σε μια κοινή καθημερινότητα: τακτοποιούν λογαριασμούς ή ονειρεύονται να φυτέψουν κάποια λουλούδια σε ένα αόριστο μέλλον. Η θέα τους είναι συγκεκριμένη, ένας ακάλυπτος, ένα αδιάφορο αστικό τοπίο. Αυτό είναι το παράθυρό τους στο κόσμο, μια οθόνη που θεωρούσαν ασφαλή μέχρι που αυτό το παράθυρο, το σταθερό σημείο αναφοράς τους, η ασπίδα μιας οικείας προσέγγισης του εξωτερικού χώρου, αρχίζει να μεταβάλλεται με μικρές παραμορφώσεις και «glitches», με στιγμιαία πλάνα απόλυτης καταστροφής, εικόνες δραματικής βίας.
Οι κάτοικοι αυτού του σπιτιού έχουν προσκολληθεί στην επιμελή φροντίδα του χώρου σαν αντίσταση σε εικόνες που στην ουσία δεν επιδρούν επάνω τους ‒ ενώ η ροή της πληροφορίας είναι καταιγιστική, η αντίσταση, η αντίδραση, η συναισθηματική αναστάτωση μηδαμινή. Αν και κοιτάζουν την οθόνη, η καταστροφή δεν θα τους κάνει να αλλάξουν, δεν τους ταράζει, συνεχίζουν κανονικά τη ρουτίνα τους, επιτακτικά, μέσα σε σιωπή.
Το μόνο που τους ταράζει είναι το κενό, όταν διακόπτεται η ροή της πληροφορίας και δεν προβάλλεται τίποτα, αυτό μόνο μπορεί να τους επηρεάσει σε μια εποχή εθισμού στην οθόνη, στη βία, στην ανοχή, στην κατανάλωση. Αυτές οι εικόνες, οι πληροφορίες που κατακλύζουν τον χώρο, μοιάζουν σαν ξεσπάσματα και προβολές στην οθόνη ενός υποσυνείδητου που, φυλακισμένο σε ένα πίσω δωμάτιο του μυαλού μας, φιμωμένο από επιβολές, φόβους και ανασφάλειες, αναζητά διέξοδο.
«Μια μέρα μπορεί να ξυπνήσουμε και να δούμε τα οπίσθια μιας τηλεστάρ, ένα ναυάγιο με 800 νεκρούς, έναν ηθοποιό στη Βουλή, μια διαφήμιση για αύξηση πέους και έναν πόλεμο στο ίδιο σκρολάρισμα και κατά κάποιον τρόπο η ψυχολογία μας θα παραμείνει η ίδια. Ο τρόμος είναι να βρεθείς κάπου που δεν θα έχεις πληροφορία, που δεν θα αποφασίσει ο αλγόριθμος τι θα σου δείξει σήμερα, π.χ. σανδάλια και μια πυρηνική καταστροφή και ένα τραγούδι που μουρμούριζες και τώρα το βλέπεις σε όλες τις εκτελέσεις. Αυτή είναι η χορογραφία και της δικής μας μέρας, όχι μόνο αυτών των ηρώων. Η ταχύτητα της πληροφορίας μάς επηρεάζει και μας κάνει δέσμιους μιας πραγματικότητας που πρέπει να εκπληρώσουμε. Αυτό ακριβώς δημιουργεί τον εγκλωβισμό των προσώπων, δεν ξέρεις αν απλώς αποφεύγουν αυτό που βλέπουν ή είναι κουρδισμένοι έτσι ώστε να είναι αποτελεσματικοί, να βιώνουν αυτό τον εγκλωβισμό, φροντίζοντας τον χώρο τους, για να αποφύγουν, για παράδειγμα, να δουν αυτό που συμβαίνει, τη μεγαλύτερη εικόνα», λέει.
«Φτιάχνουμε ένα καβούκι χελώνας ή μια φωλιά στρουθοκαμήλου» γιατί, όπως λέει ο Αναγνωστάκης, “πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύαν την πτώση σου”, και προσπαθούμε να ξεχάσουμε. Για μένα αυτή η ανακουφιστική αμνησία σημαίνει συναγερμό, αφύπνιση, γι’ αυτό και στην οθόνη προβάλλουμε την ιστορία από την οποία προσπαθούμε να ξεφύγουμε όταν ασχολούμαστε με τα ακίνδυνα τετριμμένα. Από τα πολιτικά πρόσωπα των τελευταίων δεκαετιών της Ευρώπης κυρίως μέχρι την απόλυτα ακροδεξιά στροφή που παίρνουμε συνολικά ως ανθρωπότητα, από το πώς δολοφονούνται οι ομοφυλόφιλοι και πώς ξεκινάει το κομμάτι της σκληροπυρηνικής δεξιάς που απαγορεύει την έκφραση, από το πώς μιλάμε για την κλιματική αλλαγή, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το τσουνάμι, τον Τραμπ και την Ελλάδα, και τι σημαίνει όλο αυτό, μέχρι το πώς έχουμε διαμορφωθεί ως κοινωνία από υλικά απορροφητικά, που όλα τα ανέχεται και σε όλα συναινεί».
Αυτές οι βουτιές σε παράλληλες πραγματικότητες, η παραισθητική αλήθεια, προσλαμβάνονται από τους ήρωες του έργου όπως μια ανούσια διαφήμιση. Όσο, όμως, η οθόνη ξεφεύγει εντελώς από τη δομή και το σταθερό της πλάνο και δείχνει μόνο λάθη και στην ουσία μια αδρή αφήγηση του κόσμου, τόσο η καθημερινότητα μοιάζει να επηρεάζεται. Τα δύο πρόσωπα αρχίζουν να ξεκουρδίζονται, η χορογραφία της καθημερινότητας μοιάζει με μια προσπάθεια αποφυγής της πραγματικότητας, η μνήμη έρχεται σαν τιμωρός των ανθρώπων που είναι έρμαια μιας κοινωνίας η οποία στοχεύει στη λειτουργικότητα και στη αποτελεσματικότητα και υποκρίνεται την εκπλήρωση ενός σύγχρονου αρτηριοσκληρωτικού μοντέλου. Όλος αυτός ο τόπος, το καταφύγιό τους, διαλύεται. Η πρώτη μεγάλη ψευδαίσθηση ασφάλειας, που είναι το σπίτι, καταρρέει.
Αυτό φέρνει και τη μόνη στιγμή εκτεταμένου λόγου, το ρέκβιεμ. Είναι η στιγμή που η γυναίκα αποχαιρετά το σταθερό τους σημείο, το σπίτι, και μέσα από αυτή την απώλεια ξεπηδά μια θρηνητική αφήγηση για όλη την ανθρωπότητα, η προσωπική μνήμη της για το σπίτι της μπερδεύεται με τις μνήμες ανθρώπων από άλλες εποχές, άλλες χώρες, άλλους τόπους. Η φωνή της γυναίκας γίνεται η φωνή του ανθρώπου ανά τους αιώνες που πέφτει θύμα μιας βίαιης, απάνθρωπης εξουσίας. «Το απέναντι σπίτι, όταν πέθαναν αυτοί που μένανε, έγινε δάσος, φύτρωσαν ρίζες και χορτάρια και όλες οι πρασινάδες και τα δέντρα άρχισαν να πνίγουν το κτίριο, φύγαν οι άνθρωποι, ήρθε η φύση και ίσως τελικά πάντα δάσος να έπρεπε να είναι εκεί και όχι άνθρωποι, τώρα άμα κοιτάξεις έξω είναι σαν κοιλάδα», λέει η γυναίκα προτού ο χώρος γύρω της αποσαθρωθεί και καταστραφεί εντελώς.
«Στον μονόλογο αυτό καταλαβαίνεις την τεράστια συμπίεση που έχεις δεχτεί, όταν ανοίγει αυτό το τραύμα, τη χοάνη αυτών των πραγμάτων που σε κάνουν να πρέπει να ξεχάσεις, τον χείμαρρο σκέψεων και αναμνήσεων που κρύβονται, όλα όσα έχεις προσπαθήσει να αποβάλεις. Γιατί ο τρόπος που διαμορφώνονται οι σημερινοί άνθρωποι τούς κρατά μακριά από αυτά που μπορεί να τους πληγώσουν. Για μένα οι άνθρωποι σήμερα έχουν απαρνηθεί τη φύση γενικά και τη δική τους τη φύση και τρέχουν σαν άψυχες κουρδιστές κούκλες να εκπληρώσουν τα αναπτυξιακά μοντέλα άλλων. Έχουμε χωθεί βαθιά στον ατομικισμό και στον ναρκισσισμό μας και απλώς αποδίδουμε, καταναλώνουμε και κοιμόμαστε. Τα δύο πρόσωπα του έργου, προστατευμένα και ήσυχα, θα ζήσουν μια πτώση των ψευδαισθήσεων της γαλήνης, μέχρι να απομείνουν εντελώς έκθετα σε ένα δυστοπικό παρόν σαν το σημερινό», λέει ο Δημήτρης Καραντζάς.
«Εμείς είμαστε τα σπίτια, οι οίκοι, γι’ αυτό πραγματοποιείται αυτή η κατάρρευση. Καταρρέει η υπόστασή μας γιατί δεν αντέχει άλλο, κάτι που πιθανώς συμβαίνει μέσα στον χρόνο, σταδιακά και ανεπαίσθητα. Αποδεχόμαστε και ανεχόμαστε παθητικά κι αυτό γίνεται κάθε φορά όλο και πιο εύκολο, όταν μας επιβάλλεται μια απαγόρευση, μια στέρηση. Εθιζόμαστε στην αποστέρηση της ελευθερίας με κανόνες φαινομενικά ασήμαντους. Σήμερα θα απαγορευτεί το pride σε ένα μέρος, αύριο θα κάνει μια τηλεπερσόνα exit poll για τη δολοφονία του Zακ Kωστόπουλου και θα ψηφίσουν οι τηλεθεατές κι εμείς θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τέτοια πράγματα μέχρι την οριστική μας κατάρρευση, την άλωση, γιατί είμαστε εκτεθειμένοι μπροστά σε κάθε οθόνη, χωρίς προστατευτικό πλέγμα, χωρίς το δίχτυ ασφαλείας που χτίζουν οι ιδέες, η πίστη μας σε κάτι που δεν είναι μόνο management και ταξινομήσεις συστημάτων».
Οι μνήμες, για τον Δημήτρη Καραντζά που μεγάλωσε σε ένα κλασικό αστικό σπίτι, είναι γεμάτες αντικείμενα, που υπενθυμίζουν το πέρασμα και τις ιστορίες άλλων ανθρώπων, που σε δεσμεύουν και σε αγκιστρώνουν, αλλά σε κάνουν και να δεις πιο βαθιά και να αποφασίσεις να απελευθερωθείς. Ακόμα και αυτή η εξάλειψη της μνήμης, και μαζί των τραυμάτων που τη συνοδεύουν, υπακούει σε ένα μοντέλο στο πλαίσιο του οποίου χάνονται και οι άνθρωποι. Πρόκειται για απώλειες όχι μόνο υλικές αλλά και πνευματικές. Όμως η πιο μεγάλη απώλεια αφορά τον χρόνο που μοιάζει να μην περισσεύει για τις αναδρομές στα στρώματα μνήμης και για την επανεξέτασή τους.
«Υπακούμε σε ένα μοντέλο που λέει πως όσο χρόνο έχεις πρέπει να τον αφιερώσεις στην επιβίωση. Στερούμαστε τον χρόνο, άρα και τη σκέψη και τη μνήμη και την αποδοχή και την αντίσταση. Εκχωρείς έναν εαυτό που δεν τα βγάζει πέρα, δεν μπορεί να διεκδικήσει κάτι περισσότερο γιατί φοβάται, γιατί υπάρχει ο επόμενος, ορδές ανθρώπων θέλουν να ζήσουν βάσει αυτού του μοντέλου. Κάπου χάνεις την πιθανότητα άσκησης κριτικής, να καταλάβεις αν είσαι ή όχι ευτυχισμένος, να καταλάβεις γιατί είσαι δυστυχισμένος και να ζητήσεις κάτι άλλο ακόμα και από τον συνομιλητή σου. Η κοινωνία δεν σου αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα στο λάθος. Εμένα με τρομάζει ως δημιουργό και το ξέρω καλά πως αν δεν σου συμβεί η απόλυτη αποτυχία, δεν θα πάρεις χαμπάρι γιατί συνέβη, ούτε θα μπορέσεις να συνεχίσεις, να προσπαθήσεις ξανά και ξανά. Μπαίνεις στο στόχαστρο, χάνεσαι εύκολα στην ίδια υπερβολή με την οποία σε είχαν αποθεώσει. Και το μόνο που εύχομαι σήμερα είναι να είμαστε πιο φροντιστικοί απέναντι σε αυτούς που θεωρούμε φερέλπιδες, στις επόμενες γενιές που έρχονται τώρα στο θέατρο, να είμαστε συνοδοιπόροι και στο ρίσκο και στην επιτυχία και στο πατατράκ».
Δείτε εδώ πληροφορίες για την παράσταση «Το Σπίτι» του Δημήτρη Καραντζά
Ο Δημήτρης Καραντζάς πρόκειται επίσης να σκηνοθετήσει τον «Γλάρο» του Τσέχοφ στο θέατρο Προσκήνιο, με προβλεπόμενη ημερομηνία πρεμιέρας μέσα στον Δεκέμβριο.