Πριν από είκοσι χρόνια ο Οικονομίδης μας έκανε «καθρεφτάκι», ξεμπροστιάζοντας τη χούντα (χουντάρα!) της «αγίας ελληνικής οικογένειας». Με τη βία της, τον πατέρα-αφέντη της, τα παιδιά-κόπιες της αρρωστίλας που τα ανέθρεψε, όλη την αρρωστίλα που κουβαλάμε από τον Εμφύλιο και μετά.
Στη μέση της πλοκής και απέναντι από τον «καθρέφτη» του έβαλε μια γυναίκα, τη Μαρία, σύζυγο Δημήτρη, μητέρα Λουκά και Κικής, νοικοκυρά, περιφρονημένη, στην κουζίνα της.
Φέτος, αυτή η γυναίκα, μαζί με όλο το περιεχόμενο του Σπιρτόκουτου, ζωντανεύει ως μετα-μιούζικαλ στη Στέγη. Και η ταλαντούχα ηθοποιός Αγορίτσα Οικονόμου, πληθωρική και εσωτερική μαζί, κρατά τον ρόλο της Μαρίας και έχει σκοπό να τη δικαιώσει και να την υπερασπιστεί μαζί, ως φύλο και ως μέλος μιας τοξικής οικογένειας που μοιάζει πολύ με πολλές εκεί έξω.
— Τι ρόλος η Μαρία! Από πού αντλήσατε υλικό για να τη στήσετε στα πόδια της;
Από τις βαλίτσες μας, απ’ ό,τι κουβαλάει ο καθένας μας στη ζωή του, από τις εμπειρίες του, από τον στενό ή τον ευρύτερο οικογενειακό κύκλο μας, από το φιλικό περιβάλλον του, από αυτό που μπορεί να παρατηρήσεις στη γειτονιά... Από παντού αντλείς υλικό. Από τις ταινίες, από μια ιστορία, ένα άρθρο, κυριολεκτικά από παντού! Οι αντέννες είναι, και πρέπει να είναι, ανοιχτές. Τα μάτια, τα αυτιά, η καρδιά να αφουγκράζονται.
Η ψυχοπαθογένεια στην ελληνική οικογένεια μπορεί να είναι και πολύ πιο άγρια. Και δεν έχει να κάνει τόσο με την «ελληνική οικογένεια», απλώς αυτό το έργο αναφέρεται σε αυτήν. Όλο αυτό έχει να κάνει με τον άνθρωπο ή καλύτερα με τη φύση του ανθρώπου που επιλέγει αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς
— Δίπολο εξουσίας και υποταγής αυτή η γυναίκα. Η φιτιλιά για το παιδί που δεν είναι δικό του έχετε καταλάβει αν ήταν παράπονο ή πραγματικότητα;
Δεν ξέρω για την ταινία, αλλά στο έργο που ήρθε στα χέρια μου και το μελέτησα δεν υπάρχει πουθενά νύξη για γκόμενο ή γκόμενους της Μαρίας. Οπότε δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι αλήθεια αυτό που του λέει, ότι το παιδί δεν είναι δικό του ή ότι είναι ένα χτύπημα κάτω από τη μέση. Γιατί κι αυτά που της λέει ο Δημήτρης δεν είναι απλώς ανατριχιαστικά, είναι εμετικά. Όπως και ο τρόπος που της φέρεται. Κι αυτό είναι μια φέτα από τη ζωή τους.
Είναι μια Κυριακή, που λέει ο λόγος. Δεν ξέρουμε τι έχει συμβεί είκοσι πέντε χρόνια πίσω με αυτόν τον τύπο. Θέλω να πω, πολύ εύκολα μπορούμε να πούμε «πω πω, η μέγαιρα!», ή «πολύ σκοτεινή αυτή η γυναίκα», ή «πολύ τοξική αυτή η μάνα» ‒ που είναι! Αλλά για να μπεις στη διαδικασία να καταλάβεις γιατί τόσο πολύ, ψάχνοντας στο κείμενο, δεν υπάρχει πουθενά αυτό το υλικό. Που σημαίνει ότι μπορεί ωραιότατα όλο αυτό να είναι ένα ψέμα. Ότι αφού με πληγώνεις, με γράφεις, αφού κάνεις ό,τι γουστάρεις εσύ, ο πατέρας, ο άντρακλας, ο αφέντης επί είκοσι πέντε χρόνια, φα’ την τώρα να δω πώς θα το αντέξεις. Εγώ περπατάω στα κάρβουνα επί είκοσι πέντε χρόνια, έλα τώρα να δω κι εσένα: μπορείς; Κι εκεί βλέπουμε έναν Δημήτρη, ο οποίος δεν περπατάει απλώς στα κάρβουνα, καταρρέει!
Όλοι λένε για τη Μαρία, αλλά, αν μιλήσουμε σοβαρά, επί της ουσίας γι’ αυτήν τη γυναίκα, που όλη της η ζωή περιορίζεται σε μια κουζίνα και στη βία που υφίσταται –κι ας μην είναι σωματική‒, θα καταλάβουμε γιατί έσκασε η χύτρα. Γι’ αυτό ο Οικονομίδης έχει τους ανθρώπους να ουρλιάζουν και όχι να συνομιλούν – γιατί δεν έχουν μάθει ούτε να μιλούν ούτε να ακούν. Έχουν μάθει να επικοινωνούν πνιγμένοι. Οι λαιμοί τους είναι κλεισμένοι από τις φωνές.
— Συγγνώμη, σας πάω λίγο πίσω. Προηγουμένως, κατάλαβα καλά αυτό που είπατε, ότι δεν έχετε δει την ταινία;
Ναι!
— Φανταστικό! Άρα μπήκατε με τελείως παρθένα ματιά στο κείμενο του Οικονομίδη. Δεν μπήκατε στον πειρασμό να τη δείτε;
Όχι, όχι! Με πλήρη ειλικρίνεια θα σας πω ότι την ταινία τότε δεν την είχα δει. Το θυμάμαι το τρέιλερ και θυμάμαι ότι μου είχε κάνει και εντύπωση τύπου «τώρα γιατί ουρλιάζουν;». Βεβαίως, μετά, σάλος! Και με τη συγκεκριμένη ταινία και με τον Οικονομίδη. Γιατί έκανε τομή, όχι αστεία.
Μετά, όταν μου έκανε την πρόταση ο Γιάννης και μου είπε «δες και την ταινία», δεν ήθελα να τη δω. Σκέψου ότι το συγκεκριμένο είναι ταινία, σινεμά, κι εγώ πρόκειται να δουλέψω πάνω σε ένα θεατρικό κείμενο πια, το οποίο είναι και μιούζικαλ. Θέλω να πω, μάνι-μάνι, μιλάμε για δύο τελείως διαφορετικά είδη...
Και μετά, τον ρόλο μου τον είχε η Ελένη Κοκκίδου, που είναι και φίλη μου και την αγαπώ πάρα πολύ, τη θαυμάζω πάρα πολύ, οπότε είχα έναν φόβο: κι αν ασυνείδητα εγώ κοπιάρω την Ελένη; Σκέψου το! Τη θαυμάζω, τη γουστάρω, βλέπω στο θέατρο σχεδόν πάντα οτιδήποτε κάνει, την ξέρω τόσα χρόνια.
Έστω και έναν τονισμό της να έπαιρνα από θαυμασμό, θα ένιωθα πρώτον ότι δεν έκανα καλά τη δουλειά μου ως επαγγελματίας και δεύτερον ότι οικειοποιήθηκα τον κόπο και τη μελέτη μιας άλλης σπουδαίας και ταλαντούχας συναδέλφου. Πώς θα έκανα κάτι τέτοιο; Δεν θα με τιμούσε καθόλου. Είχα έτσι κι αλλιώς ανεξάντλητο υλικό για να μελετήσω και να προετοιμαστώ, πέρα από την ταινία. Έτσι το σκέφτηκα κι έτσι πορεύτηκα. Θα τη δω την ταινία, αφού τελειώσουμε.
— Δεν είναι παράξενο που είκοσι χρόνια μετά το ξεμπρόστιασμα του Οικονομίδη στην «αγία ελληνική οικογένεια» το στόρι του είναι ακόμα οδυνηρά επίκαιρο;
Μόνο ως τραγικωμωδία μπορώ να αντιληφθώ το ότι τότε συνέβαιναν όλα αυτά και τώρα όχι. Απλώς τώρα τα μαθαίνουμε πιο εύκολα. Τα πράγματα ήταν πάντα έτσι, είναι, και, δυστυχώς, θα είναι, αν δεν πάρουμε χαμπάρι ότι τα κακώς κείμενα των γονιών μας –που κι αυτοί οι έρμοι τόσα ξερανε και τόσα κάνανε, το δικό τους περιβάλλον αναμασούσαν‒ τα κουβαλάμε μέσα μας και είναι στο δικό μας το χέρι να αλλάξει αυτή η εικόνα.
Η ψυχοπαθογένεια στην ελληνική οικογένεια μπορεί να είναι και πολύ πιο άγρια. Και δεν έχει να κάνει τόσο με την «ελληνική οικογένεια», απλώς αυτό το έργο αναφέρεται σε αυτήν. Όλο αυτό έχει να κάνει με τον άνθρωπο ή καλύτερα με τη φύση του ανθρώπου που επιλέγει αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς.
— Θεωρείτε ότι η πατριαρχία έχει παίξει ρόλο;
Πολλά έχουν παίξει ρόλο. Η πατριαρχία, η στραγγαλισμένη μητριαρχία... Για να καταλάβω: έχει ευθύνη ο πατέρας και δεν έχει η μάνα; Συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω τη διαφορά. Όταν μια μάνα κανακεύει ωσάν γκόμενο τον γιο της, πώς τον μεγαλώνει αυτόν τον άνθρωπο που αύριο μεθαύριο θα γίνει σύζυγος και πατέρας. Τι συμπεριφορές θα αναμασήσει και τι πρότυπα θα αναπαραγάγει αυτός ο τύπος. Ο αγάς που θα γυρίσει από τη δουλειά και θα σου πει «βάλε μου να φάω», γιατί δεν μπορεί να ανοίξει μόνος του την κατσαρόλα, δεν είναι μόνο θέμα της πατριαρχίας.
Εμένα μου φαίνεται ότι έχει να κάνει περισσότερο με τον άνθρωπο και λιγότερο με το φύλο, ότι δυστυχώς μας είναι πολύ πιο εύκολο να κοπιάρουμε μια συμπεριφορά, ακόμα κι αν δεν μας αρέσει, επειδή είναι βολική. Ναι, στα δεκαπέντε, δεκαέξι, στα δεκαεφτά είσαι στα κάγκελα, γιατί αυτή είναι η φυσική διεργασία της ενηλικίωσης, αλλά μετά πας και γίνεσαι ένα ωραιότατο καρμπόν, οπότε δεν έχει να κάνει μόνο με αυτό.
Σίγουρα μέσα στα χρόνια τη μεγαλύτερη σφαλιάρα η γυναίκα την έχει φάει, θα ήμουν ανόητη να μην το βλέπω, αλλά προσπαθώ να σκέφτομαι αυτά τα ζητήματα πιο σφαιρικά, ότι όλοι είμαστε θύματα αυτών των παλιών μοντέλων. Ε, ας πάμε και λίγο μπροστά, ρε παιδί μου! Είμαστε δυσκίνητοι πολύ σ’ αυτά τα θέματα, αλλά, όσο περνάνε τα χρόνια, αλήθεια προσδοκώ εξέλιξη. Όμως αυτό θέλει αγώνα στη ρίζα του πράγματος, που είναι η οικογένεια.
Δείτε εδώ ώρες, μέρες και πληροφορίες για το Σπιρτόκουτο - The Musical στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.