Μάντσεστερ. Βράδυ. Η Όλι βρίσκεται στο αυτοκίνητο του Ζέπο. Κάνοντας κύκλους στην πόλη, του ζητάει να βρει την αδελφή της που έχει εξαφανιστεί. Στον Ζέπο ανήκει «ένα πολύ μεγάλο μέρος της πόλης».
Στο πίσω κάθισμα, ο Κθούλου, αμίλητος, λύνει ασταμάτητα έναν κύβο του Ρούμπικ. Η Φέι τηλεφωνεί με αγωνία στο σπίτι της για να πει ότι δεν θα επιστρέψει σύντομα. Φαίνεται σαν κάποιος να την καταδιώκει. Η Γκέιλ, καταπίνοντας χάπια, ετοιμάζει την απόδρασή της από ένα μέρος από το οποίο κανείς δεν δραπετεύει.
Ο Τσάρλι τραυματίζεται θανάσιμα πάνω σε έναν στημένο καβγά με τον Μόου. Λίγο αργότερα, η Φέι οδηγεί την Όλι σε ένα δωμάτιο, ενημερώνοντάς την για τις συνθήκες εργασίας της. Κι αμέσως μετά ο Τσάρλι υποδέχεται την Κίτον, που θέλει να παίξει Dungeons and Dragons.
Για την ιστορία, το 2004 το D&D ήταν το πιο γνωστό παιχνίδι ρόλων, με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στις ΗΠΑ. Ο εκτιμώμενος αριθμός ανθρώπων που έχουν παίξει το παιχνίδι είναι 20 εκατομμύρια και οι πωλήσεις βιβλίων και εξοπλισμού σχετικά με αυτό άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων παγκοσμίως, ενώ το 2017 είχε τον μεγαλύτερο αριθμό παικτών στην ιστορία του, 12-15 εκατομμύρια μόνο στη Βόρεια Αμερική, με τις πωλήσεις του να αυξάνονται τις επόμενες χρονιές κατά 50% και άνω.
Παραθέτω αυτά τα κατά τα άλλα βαρετά νούμερα για να υπογραμμίσω ότι οι κοινότητες αυτών των ανθρώπων δεν αποτελούν μειοψηφίες και είναι αξιοσημείωτο ότι λόγω του περιεχομένου του έργου έχουν διαβεί την πόρτα του θεάτρου.
Έργο τρομερής γοητείας για τη μυστηριώδη δομή του, τον ελλειπτικό χαρακτήρα των σκηνών του και τη δυστοπική, αινιγματική του ατμόσφαιρα, παρασύρει σταδιακά τον θεατή σε μια ακαταμάχητη δίνη πιθανοτήτων και σε απίθανες θεωρίες συνωμοσίας που φυσικά δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τον αληθινό κόσμο μας – σε κάθε σκηνή μας ξεβολεύει.
Θέατρο Πόρτα, Σάββατο βράδυ. Οι παρέες γύρω μου είναι όλες γύρω στα είκοσι πέντε και κάτι και ο κόσμος της «Pomona» τούς φαίνεται πολύ οικείος. Είναι οι θεατές του Lost, του Dark ή ακόμα και του Stranger Things, είναι λάτρεις του H.P. Lovecraft, των RPG σε κάθε μορφή, από επιτραπέζιο παιχνίδι ρόλων (TRPG) που διεξάγεται μέσω συζήτησης έως το παιχνίδι ρόλων ζωντανής δράσης (LARP), όπου οι παίκτες εκτελούν τις ενέργειες των χαρακτήρων του.
Την άδεια σκηνή καταλαμβάνουν εξήντα λεκάνες που δεν φαίνεται να σοκάρουν κανέναν. Ο Βασίλης Παπατσαρούχας που δημιούργησε αυτόν τον χώρο καθώς και μια πίστα-βάθρο στη μέση της σκηνής, στην οποία θα ανέβουν στη συνέχεια οι ηθοποιοί ερμηνευτές για να «παίξουν» τους ρόλους τους, επέλεξε ένα αντικείμενο που συνδέεται με μια εντελώς προσωπική λειτουργία και θυμίζει την περιγραφή της Pomona, ενός τόπου μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
Στο έργο του Άλιστερ ΜακΝτάουαλ είναι ένα πραγματικό μέρος, μια εγκαταλελειμμένη νησιωτική περιοχή στο κέντρο του Μάντσεστερ, που οι ντόπιοι χαρακτηρίζουν ως «μια τρύπα στο κέντρο της πόλης». Οι ύποπτες δραστηριότητες που περιγράφει το έργο θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβαίνουν εκεί. Ψάχνοντας τη ρίζα της λέξης «Πομόνα», βρήκαμε ότι έτσι ονομαζόταν η αρχαία ρωμαϊκή θεά των καρποφόρων δέντρων, των κήπων και των οπωρώνων, αλλά και ένας τύπος στροβιλαντλίας που επιτρέπει την αποτελεσματική άντληση νερού από μεγάλα βάθη.
Αυτό το έργο, που άλλοι το θεωρούν σουρεαλιστικό θρίλερ, ή θρίλερ που σε κρατάει κολλημένο στο κάθισμά σου, ή άγριο δυστοπικό δράμα με φοβερό κωμικό πλεονέκτημα, ή διεστραμμένο παιχνίδι, ή παραμύθι στο οποίο τα τέρατα είναι πολύ αληθινά, ο Άλιστερ ΜακΝτάουαλ το έγραψε το 2014, όταν ήταν 27 ετών, κατά παραγγελία του Orange Tree Theatre στο Ρίτσμοντ. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη και άμεση, που την επόμενη χρονιά μεταφέρθηκε στο National Theatre στο Λονδίνο και στο Royal Exchange Theatre στο Μάντσεστερ.
Έργο τρομερής γοητείας λόγω της μυστηριώδους δομής του, του ελλειπτικού χαρακτήρα των σκηνών του και της δυστοπική, αινιγματικής του ατμόσφαιρας, παρασύρει σταδιακά τον θεατή σε μια ακαταμάχητη δίνη πιθανοτήτων, σε απίθανες θεωρίες συνωμοσίας, που φυσικά δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τον αληθινό κόσμο μας – κάθε σκηνή μας ξεβολεύει.
Δεν είμαστε σίγουροι ποιος είναι ποιος και τι ισχύει στ’ αλήθεια, αν όλα τα δεινά μπορούμε να τα αποδώσουμε σε ένα υπέρτατο κακό ή σε μια λούπα γεγονότων που φαίνεται αναπόφευκτη, δημιουργώντας ένα αίσθημα ασφυξίας γνώριμο στη σύγχρονη εμπειρία μας.
Είναι ένα έργο που προκαλεί τον θεατή να ακολουθήσει ένα θεατρικό παιχνίδι, ωστόσο εάν κάποιος θέλει να δει μια γραμμική αφήγηση παρακολουθεί μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε έναν υπόγειο κόσμο, σε ένα ρινγκ όπου οι άνθρωποι μπαίνουν αναζητώντας κάτι άλλο, σε έναν τόπο όπου χάνονται, καταστρέφονται μέσα σε παράδοξες αλήθειες, χωρίς να βρίσκουν απαντήσεις.
«Αυτό που έχει μεγάλο ενδιαφέρον, παρακολουθώντας την εξέλιξη του έργου, είναι η αντίδραση του κοινού, οι προβολές που κάνει ο καθένας, οι ταυτίσεις με πρόσωπα που είναι πολύ διαφορετικά από αυτό που εμείς μπορούμε να δούμε ή να αντιληφθούμε από απέναντι. Είναι μια χοάνη απωθημένων, ο κόσμος μας και ο κόσμος του έργου, και κάτι που με ενδιέφερε σε αυτή την ιστορία είναι το θέμα των αφηγημάτων που θέτει ο καθένας μας στον εαυτό του και με βάση αυτά πορεύεται. Στο τέλος αυτά καθορίζουν τις επιλογές μας, όχι μια βούληση που διεκδικεί την ελευθερία της με κάποιον τρόπο, μόνο το πώς θα ακολουθήσουμε το σενάριο της ζωής μας» λέει ο Θωμάς Μοσχόπουλος.
Συζητώντας για την «Pomona», τη διαδικασία της κατασκευής ρόλων και το πόσο αυτοί λειτουργούν δεσμευτικά στη ζωή μας, ο Θωμάς υποστηρίζει ότι «δεν μπορείς χωρίς αφήγημα, πρέπει να έχεις ένα πλάνο, αλλιώς είσαι ανοιχτός σε επιλογές συνέχεια, κάτι που δεν γίνεται». Ωστόσο τον απασχολεί το τι συμβαίνει όταν η ευθύνη μιας δέσμευσης γίνεται βαρύτερη από την πραγματική σου επιθυμία.
«Πολύ συχνά τα αφηγήματά μας συνδυάζονται με το υπερεγώ μας, με τη διαδικασία του να βρούμε τις αρχές μας σε έναν κόσμο που είναι τόσο ρευστός και μεταβάλλεται συνέχεια, ώστε κυριολεκτικά χάνεις τον εαυτό σου. Είναι σαν να ψάχνεις κάτι σταθερό σε κάτι που είναι διαρκώς ρευστό, κρατώντας συγχρόνως ισορροπίες, μιλάμε για ακατόρθωτα πράγματα», λέει.
Ένα LARP (παιχνίδι ρόλων ζωντανής δράσης) παίζεται περισσότερο σαν αυτοσχεδιαστικό θέατρο. Οι συμμετέχοντες υποδύονται τις ενέργειες των χαρακτήρων τους αντί να τις περιγράφουν και το πραγματικό περιβάλλον χρησιμοποιείται για να αντιπροσωπεύσει το φανταστικό περιβάλλον του κόσμου του παιχνιδιού. Οι παίκτες συχνά μεταμφιέζονται στους χαρακτήρες τους και χρησιμοποιούν κατάλληλα σκηνικά, ενώ ο χώρος μπορεί να είναι διακοσμημένος ώστε να μοιάζει με το φανταστικό περιβάλλον.
Τα LARP ποικίλλουν σε αριθμό (από μια χούφτα παίκτες έως αρκετές χιλιάδες) και σε διάρκεια (από μερικές ώρες έως αρκετές ημέρες). Οι παίκτες μπορεί να αλληλεπιδρούν σε ξεχωριστούς φυσικούς χώρους, συνήθως δίνεται λιγότερη έμφαση στη στενή διατήρηση μιας αφήγησης.
«Είναι ένας κόσμος όπου με κάποιον τρόπο διακυβεύεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό το φαντασιακό των ανθρώπων, προσφέροντας μια μορφή πρωτογενούς κοινωνικοποίησης με τη δημιουργία φιλικών δεσμών ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν εύκολα στην πραγματικότητα παρόμοιες συνάψεις», λέει ο Θωμάς Μοσχόπουλος.
«Μου θύμισε πολύ αυτό που κάνουμε στο θέατρο. Σε αυτό το έργο ήθελα να εντάξω και τις σκηνικές οδηγίες, σαν να μας καθοδηγεί κάποιος διαρκώς σε έναν κύκλο όπου ο καθοδηγητής γίνεται καθοδηγούμενος, σε μια λούπα. Έχοντας το χιούμορ ως βασικό και λυτρωτικό στοιχείο, το έργο δεν μας οδηγεί σε λύση, δεν υπάρχει τέλος στη ιστορία, όπως δεν μπορούμε να μάθουμε το τέλος στο προσωπικό μας αφήγημα.
Η γραμμικότητα στην αφήγηση, που πολύ ορθά, κατά τη γνώμη μου, έχτισε ο δυτικός πολιτισμός, έρχεται σε αντίθεση με πολλά πράγματα, π.χ. μπαίνοντας σε σκέψεις πέραν του ορθολογισμού, ψάχνεις να βρεις αρχή, μέση και τέλος στη ζωή, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει. Οπότε γίνεται ένα ψάξιμο σε μια άλλη μορφή, ίσως πρωτόλεια, που δεν θα οδηγήσει πουθενά, κι αυτό είναι σημείο των καιρών. Υπάρχει επίγνωση του ότι δεν σε οδηγεί κάπου, αλλά πρέπει να βρεις ένα modus vivendi, να έχεις μια σχέση με ένα μόνιμο παρόν και όχι με ένα μέλλον που όταν το κατακτήσεις θα λυθούν όλα σου τα προβλήματα.
Πρόκειται για τη διαχείριση του παρόντος χρόνου, το να είμαστε ανοιχτοί σε μια αλλαγή της στιγμής, αυτοσχεδιάζοντας. Νομίζω πως αν έχεις προκαθορισμένο το αφήγημα και έχεις αποφασίσει τι είναι αυτό που σε κάνει ευτυχισμένο, χάνεις το παρόν».
Η «Pomona» προτείνει ένα νέο είδος θεματολογίας και φόρμας που θυμίζει τα κόμικς και τις σειρές, είναι κομμάτι μιας ποπ κουλτούρας, με τον συγγραφέα να χτίζει πάνω σε μοτίβα που επαναλαμβάνονται και έχουν συνάφεια. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος ενθουσιάζεται γιατί το θέατρο γεμίζει με μη θεατρόφιλους. «Εμένα η αγωνία μου είναι να συνυπάρχουμε με αυτόν τον κόσμο, οι θεατρόφιλοι είναι αποφασισμένοι ήδη, έχουν δομήσει ένα σύστημα το οποίο δεν αναπνέει», λέει.
«Είμαστε σε μια εποχή κρίσης του θεάτρου, παλιότερα το αφήγημα ήταν "ανατρέπουμε", σήμερα είναι "πάμε να δούμε κάτι που θα ξέρουμε τι θα είναι για να μην ταραχτούμε όταν κάποια στιγμή πέσει στο τραπέζι κάτι που δεν θα κατανοούμε". Μεταφορικά, η επιλογή μου να κάνω το συγκεκριμένο έργο είχε έναν τέτοιο χαρακτήρα, τα όνειρα για μεγάλα έργα ή παραστάσεις δεν με αφορούν.
Προτιμώ ένα σύγχρονο έργο με τις όποιες ελλείψεις ή αδυναμίες από ένα πετυχημένο του Ίψεν, του Τσέχοφ, του Πιραντέλο, που έχουμε δει εκατόν πενήντα φορές και το μόνο που επενδύεις πια είναι κατά πόσο η ιδέα σου έρχεται και συντονίζεται με μια νέα ανάγνωση, ή με μια οπτική που κάποιος δεν πρόλαβε να διατυπώσει πριν από σένα, ή με τη συγκεκριμένη στιγμή που ο συρμός οδηγεί σε μια ανάγνωση και όχι μια άλλη. Όλα αυτά τα θεωρώ πολύ αυτάρεσκα και με κάποιον τρόπο ψάχνω να ανοίξω έναν διάλογο με κάτι που θα είναι λίγο της επόμενης μέρας», λέει.
Όταν τελειώνει η παράσταση καθόμαστε στο φουαγέ, ο κόσμος δεν βιάζεται να φύγει και είναι πολύ εντυπωσιακό ότι οι ερμηνείες που δίνει το κοινό είναι πολύ συνεπείς – ο συγγραφέας αφήνει το φαντασιακό ανοιχτό, ώστε κάθε θεατής να είναι ένα κομμάτι της παράστασης που είδε.
Μοιάζει λίγο με τη ζωή μας, με το στήσιμο της σκηνής μιας επόμενη μέρας που μπορεί –και ίσως είναι το πιο πιθανό– να ανατραπεί από ένα παρεμβαλλόμενο απρόοπτο γεγονός, αλλάζοντας τη ροή της. Αυτό συμβαίνει στην «Pomona», με το κοινό να αποσυντονίζεται, να μπερδεύεται και να ταυτίζεται όταν παύει να υπάρχει ο εφησυχασμός της μίας και μόνης αλήθειας.
Χωρίς υπερβολή, το θέατρο εδώ μας καλεί να αναλογιστούμε την αληθινή ζωή, κάνοντας μια καταγραφή των καιρών, να παρατηρήσουμε τον άκρατο υποκειμενισμό γύρω μας που, όσο κι αν μας τρομάζει, είναι μια πραγματικότητα την οποία παρατηρούμε χωρίς να μπορούμε να μαντέψουμε τι αποτύπωμα θα αφήσει ούτε τι προοπτική έχει – αλλά γιατί να μας νοιάζει κιόλας; Μήπως αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν για να δημιουργούν ολοένα και περισσότερα;
Δείτε εδώ ημέρες και ώρες παραστάσεων της «Pomona» που ανεβαίνει στο Θέατρο Πόρτα