Ομολογώ ότι όταν έφτασα στο Χαλάνδρι για να συναντήσω τη Νάντια Κοντογεώργη δεν ήμουν στα καλύτερά μου. Κάτι οι παλινωδίες του καιρού που μου είχαν προκαλέσει πονοκέφαλο, κάτι το στρες της ημέρας που τον είχε ενισχύσει, ήμουν έτοιμος να αναβάλω το ραντεβού μας, όμως ήξερα πως η ηθοποιός είχε ρυθμίσει το πρόγραμμά της έτσι ώστε να κατέβει έπειτα κατευθείαν στο Γκάζι για την παράσταση «Βούβα» όπου πρωταγωνιστεί τα Δευτερότριτα, και δεν ήθελα να την απορρυθμίσω. Ευτυχώς, γιατί η συζήτησή μας όχι μόνο ήταν από τις πιο ευχάριστες που έχω κάνει πρόσφατα, αλλά η πραότητα και η γλυκύτητά της λειτούργησαν αμέσως καταπραϋντικά.
Η Νάντια μιλά γρήγορα και οι φράσεις της έχουν δομή – αρχή, μέση και τέλος. Αλλά το πιο χαρακτηριστικό πράγμα που πρόσεξα στον λόγο της είναι η ένθεση λόγιων λέξεων σε αυτόν, χωρίς ωστόσο την παραμικρή διάθεση επιτήδευσης, καθώς ρέουν με απόλυτη φυσικότητα από τη χαρακτηριστικά κελαρυστή, σχεδόν τραγουδιστή χροιά της. Σαν το «πρόδηλα» να μπορεί να κολλήσει με τη μεγαλύτερη ευκολία με τα συμφραζόμενα, αλλά η Νάντια δεν είναι από εκείνους που έχουν μάθει πέντε «δύσκολες» λέξεις και τις κολλάνε παντού, είναι ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη και –εικάζω– ιδιαίτερη προσωπικότητα.
Θέλω να δοκιμάζω καινούρια πράγματα, νέες συνεργασίες, άλλους ανθρώπους, να δω πού ταιριάζω, πού φωτίζω, πού σκιάζω και όσο μου δίνεται η ευκαιρία θέλω να την απολαμβάνω και να την αρπάζω.
Από μικρή σπουδαγμένη σε ωδεία καθώς ήταν, η υποκριτική και το τραγούδι έγιναν συγκοινωνούντα δοχεία στην τέχνη της – γι' αυτό και, θεατρικά, την έχουμε συνδέσει, εδώ και μερικά χρόνια, με το δύσκολο είδος του μιούζικαλ το οποίο υπηρετεί με εξαιρετική συνέπεια για τα ελληνικά δεδομένα, από τον «Βιολιστή στη Στέγη» και τη «Μελωδία της Ευτυχίας» μέχρι το πρόσφατο «Sweeney Todd». «Με τη μουσική δεν χρειάζεται καμιά φορά να ειπωθεί τίποτα. Διεγείρει κάτι πολύ βαθύ, παιδικό, νιώθω ότι μπορώ να την καταλάβω καλύτερα από ό,τι τις λέξεις. Με τις λέξεις πρέπει να εφεύρεις εσύ την παρτιτούρα, τη μελωδία, για μένα είναι ένας κώδικας βαθιά αόριστος, παρόλο που θεωρείται πολύ συγκεκριμένος. Τη μουσική αισθάνομαι ότι μπορώ να την αποκωδικοποιήσω».
Φέτος η Νάντια κλήθηκε να πάρει μια δύσκολη απόφαση, να επιλέξει αν θα παραμείνει στο δεύτερο ανέβασμα της εντυπωσιακής, παιχνιδιάρικης, κατά Νίκο Καραθάνο, «Οπερέττας» του Γκομπρόβιτς στο Εθνικό, μιας παράστασης στην οποία εντυπωσίασε και ξεχώρισε στο τέλος της περσινής σεζόν, ή αν θα κάνει κάτι διαφορετικό, κι επέλεξε το δεύτερο. «Θέλω να δοκιμάζω καινούρια πράγματα, νέες συνεργασίες, άλλους ανθρώπους, να δω πού ταιριάζω, πού φωτίζω, πού σκιάζω και όσο μου δίνεται η ευκαιρία θέλω να την απολαμβάνω και να την αρπάζω. Το καλοκαίρι, ας πούμε, θα παίζω στις "Θεσμοφοριάζουσες" που ετοιμάζει για το Φεστιβάλ Επιδαύρου ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, με Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Μάκη Παπαδημητρίου, Γιώργο Χρυσοστόμου και Ελένη Ουζουνίδου».
Η «Βούβα» λοιπόν, που είναι μια προστακτική που σημαίνει «σκάσε» και το νέο έργο που έγραψε και σκηνοθετεί η Ελένη Γκασούκα, μιλά για τις σιωπές, τις επιβεβλημένες από τον κοινωνικό περίγυρο και τον εαυτό μας. «Η Φωτεινή, την οποία υποδύομαι, είναι όντως ένα πολύ φωτεινό κορίτσι – μέσα της όμως, γιατί δεν της δίνεται στο χωριό το περιθώριο να ανθίσει. Η ίδια αισθάνεται πολύ διαφορετική από το περιβάλλον της και βρίσκει ένα παράθυρο ευτυχίας σε έναν άνδρα που γνωρίζει μέσω teletext, στις αρχές των '90s. Εκείνος ονειρεύεται το χωριό, εκείνη όμως την πόλη. Ματαιώνονται οι προσδοκίες τους αλλά μέσα από τη συνάντησή τους καταφέρνουν να απελευθερωθούν».
Πώς η Νάντια, ένα καθ' όλα κορίτσι της πόλης προσέγγισε έναν τέτοιο ρόλο; Μου εξηγεί ότι έχει προσλαμβάνουσες από τα χωριά των Καλαβρύτων όπου μεγάλωσαν οι γονείς της και περνούσε πολλά από τα παιδικά της καλοκαίρια. «Έχω θύμησες από γιαγιά, σπίτια, ανθρώπους. Όταν πηγαίναμε διακοπές έπρεπε να είμαστε πιο προσεχτικοί εκεί. Δεν γίνεται να μη νιώσεις τον εγκλωβισμό γιατί τα μάτια είναι μονίμως στραμμένα επάνω σου. Όταν είσαι παιδί καταλαβαίνεις περισσότερα πράγματα απ' ό,τι μετά που μπορεί να μπερδεύονται τα σήματα. Κατά τη διάρκεια των προβών, γεννήθηκαν αναμνήσεις που δεν ήξερα ότι είχα. Κάνω ένα ιδιαίτερο χτένισμα με τα μαλλιά μου, το ξεκίνησα εκείνη την περίοδο, όχι για τον ρόλο, και η μαμά μου μού είπε ότι έτσι τα έκανε η θεία μου, η αδερφή της γιαγιάς μου. 'Η όταν ήρθαν τα σκηνικά, άνοιξα το επιπλάκι της κουζίνας και είχε την ίδια μυρωδιά με αυτό της γιαγιάς μου.
Δεν βασίστηκα όμως σε αυτές τις αναμνήσεις για να χτίσω τον ρόλο, λειτούργησαν κάπως επικουρικά. Βασίστηκα σε πολύ δικά μου, βαθιά κοινά που μπορεί να έχω με τη Φωτούλα. Σε ανθρώπους ή σύμβολα ή εξισώσεις που έχεις στο μυαλό σου και βλέπεις ότι δεν κολλάνε στην πραγματικότητά σου, οπότε από ένα σημείο κι ύστερα δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν στη ζωή. Είναι και αυτές οι φωνές που κουβαλάμε όλοι μέσα μας, και τις λέμε βραχνάδες, και μπορεί να είναι η μάνα μας, ο πατέρας μας, ένας δάσκαλός μας, το εγώ μας, το υπερεγώ μας, αυτά που δεν μας αφήνουν, τέλος πάντων, να υπάρξουμε ελεύθερα στην παρούσα στιγμή. Με αυτά όλοι μαχόμαστε καθημερινά. Το κείμενο προτείνει πως αν καταφέρεις να βγεις από τον εαυτό σου και όλα αυτά που σε επιτάσσουν και να αφήσεις για λίγο την ψυχή σου στην ψυχή ενός άλλου ανθρώπου, να ζήσετε μια ιερή στιγμή, θα μπορέσεις να υπάρξεις με όλα σου τα χρώματα. Ανακάλυψα άλλους δρόμους με αυτό τον ρόλο».
Στο καφέ που βρισκόμαστε πηγαίνει συχνά, ακόμα και μόνη της, γιατί παίζει τη μουσική που αγαπά –τζαζ–, έχει «μια κάποια ησυχία» και χρώματα σαν του σπιτιού της. «Πολύ λευκό, λίγο φιστικί, ξύλο...». Τα πρωινά θα μελετήσει όταν προετοιμάζεται για κάποιο ρόλο, έχοντας πρώτα προμηθευτεί τα απαραίτητα από το βιβλιοπωλείο «Ευριπίδης» που βρίσκεται παραδίπλα, σταθερή της επιλογή από τα παιδικά της χρόνια και η πρώτη από μία σειρά ενδείξεων που μαρτυρούν ότι η δύναμη της συνήθειας παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή της – όχι τόσο με την έννοια της ρουτίνας ή της σιγουριάς, όσο περισσότερο με την αίσθηση του «homey», του να νιώθει οικεία και συνδεδεμένη συναισθηματικά, γι' αυτό εξάλλου δεν αλλάζει και την περιοχή όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. «Μ' αρέσει να φεύγω από τη δουλειά μου, που είναι στο κέντρο, και να πηγαίνω κάπου αλλού, όπου είναι το σπίτι μου. Ξέρω ότι χάνω χρόνο στις διαδρομές αλλά δεν το αλλάζω με τίποτα, το να γνωρίζω ότι έχει απόσταση η δουλειά μου από τον χώρο όπου θα ξεκουραστώ και θα έρθω σε επαφή με τον εαυτό μου. Και σιγά σιγά μαζεύω τους φίλους μου προς τα βόρεια, έρχονται όλοι κοντά μου! Εγώ με τους φίλους μου στο σπίτι να γελάμε μέχρι δακρύων, αυτό είναι μια εικόνα ευτυχίας για μένα».
Παρατηρεί το στυλό που έχω βγάλει, που είναι από το official merchandise store του MIT, από ένα ταξίδι μου στη Βοστόνη, και αμέσως πετάγεται: «Σπούδασες στο MIT;». Πολύ θα το ήθελα αλλά όχι. Η Νάντια όμως έχει κάνει ένα εξάμηνο μεταπτυχιακό στο παραπλήσιο Χάρβαρντ, μετά από τις σπουδές της στο Εθνικό –που ήρθαν ως φυσική συνέπεια στις επιθυμίες της, καθώς με τη Νομική, στην οποία πέρασε μετά από το σχολείο, δεν βρήκε κανένα σημείο επαφής–, οπότε η Βοστόνη της φέρνει αναμνήσεις. «Δεν αντέχω το γκρι-μαύρο του χειμώνα, το να κοιμάσαι και να ξυπνάς με την ίδια εικόνα. Παρόλο που έμενα δίπλα στο ποτάμι, και την άνοιξη που έλιωσαν τα χιόνια, βγήκαν οι κωπηλάτες, οι άνθρωποι έκαναν τζόγκινγκ, εγώ ήμουν μικρή, δεν είχα πάει με την προοπτική να μείνω, σκεφτόμουν τους δικούς μου ανθρώπους. Μου ήταν δύσκολο συναισθηματικά, γι' αυτό θαυμάζω τα παιδιά που φεύγουν από νωρίς ή τους φίλους μου που έφυγαν τώρα και παλεύουν έξω να φτιάξουν τη ζωή τους με άλλους ανθρώπους. Τα βάζεις στο ζύγι».
Της περιγράφω πως, προ τριετίας, τότε που η ίδια έκανε το μεγάλο τηλεοπτικό «μπαμ» με το «Κάτω Παρτάλι», είχα σκεφτεί αρχικά για τη σειρά στην οποία πρωταγωνιστούσε ότι ήταν «άλλη μια τηλεοπτική μαλακία», αλλά τελικά κόλλησα σε μία από τις καλύτερες τηλεοπτικές προσπάθειες των τελευταίων ετών, που δυστυχώς είχε άδοξο τέλος λόγω της γνωστής οικονομικής κατάστασης που οδήγησε τελικά στο κλείσιμο του Mega, πράγμα που έγινε και με άλλες δύο υπέροχες σειρές εκείνης της εποχής, τις «Ηρωίδες» και την «Εθνική Ελλάδος». Γελάει. «Θυμάμαι ότι οι ταχύτητές μου τότε είχαν συντονιστεί σε άλλα επίπεδα. Πολύωρα γυρίσματα και ταυτόχρονα δύο παραστάσεις, μία στην οποία έπαιζα και μία για την οποία έκανα πρόβες, και πολλές συνεντεύξεις λόγω της ξαφνικής αναγνωρισιμότητας. Έπρεπε να είμαι αλέρτ, σωστή στη δουλειά μου και να αντιμετωπίσω κάτι πρωτόγνωρο. Πολύ υψηλά επίπεδα αδρεναλίνης. Τη θυμάμαι με πολύ αγάπη εκείνη τη διετία γιατί περνούσαμε καταπληκτικά. Μακάρι να ολοκληρωνόταν κιόλας.
Όσον αφορά τη δική μου σχέση με την τηλεόραση, είναι ένα μέσο που το αγαπώ και μου έχει κάνει μεγάλο καλό. Το υπηρετώ με όλο μου τον επαγγελματισμό, μου γίνονται προτάσεις αλλά δεν έχω πάντα το σενάριο που θα με γοητεύσει. Είμαι λίγο κακομαθημένη, θέλω να παίζω σε παραγωγές που θα ξέρω ότι θα πάρω ένα και θα το κάνω δύο. Επιλέγω, όπως και στο θέατρο. Αν το ένστικτό μου χτυπάει κόκκινο προχωρώ, αν έχω χιλιάδες άλλες σκέψεις το αφήνω για κάποια που θα είναι πιο κατάλληλη, πιο σωστή και θα το ευχαριστηθεί και περισσότερο. Αν είμαι σε μια δουλειά που δεν τρελαίνομαι δεν θα έχω εστιασμένη την ενέργειά μου σε αυτή. Έχουν υπάρξει δουλειές που δεν ήμουν καλή. Όσο και να προσπαθεί το μυαλό να μπει στην ίδια διαδικασία που κάνω πάντα, δεν μπαίνει η ψυχή μου, η αγάπη και το πάθος μου. Πάντως, όσο μεγαλώνω απολαμβάνω τα πράγματα περισσότερο, δεν πιέζομαι, και αυτό με βοηθά να είμαι σε καλύτερη επικοινωνία με τον σκηνοθέτη και τους συμπρωταγωνιστές».
Έχοντας παρατηρήσει νωρίτερα, όταν συναντηθήκαμε στην πλατεία Χαλανδρίου, μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, ότι η Νάντια έκανε βιαστικά τον σταυρό της, τη ρωτώ αν πιστεύει. «Πιστεύω στον Θεό, έχω καλή σχέση, του μιλάω συχνά, προσεύχομαι. Πιστεύω σε πολλά της χριστιανικής θρησκείας αλλά και σε στοιχεία από άλλες θρησκείες. Στον βουδισμό, ας πούμε βρίσκω πολλά κοινά. Σε ό,τι τέλος πάντων είναι ουμανιστικό και αλληλέγγυο και αναδεικνύει την αγάπη και τη θετική προδιάθεση. Τον σταυρό μου τον κάνω και έξω από άλλα μέρη, από μέρη που έχω περάσει συγκλονιστικά και νιώθω ευγνώμων που το έζησα, έξω από το σχολείο μου που ήταν ιδιωτικό και οι γονείς μου δούλευαν πολύ για να μπορώ να πηγαίνω εκεί, έξω από μέρη όπου μπορεί να έχω ερωτευτεί και να τα έχω συνδέσει με τον έρωτά μου, λίγο πριν βγω στις παραστάσεις επειδή μπορώ να το απολαμβάνω και εν έτει 2017 να είμαι ηθοποιός, να βιοπορίζομαι από αυτό και να μου δίνεται η δυνατότητα επιλογής».
Η Νάντια Κοντογεώργη παίζει στη «Βούβα» της Ελένης Γκασούκα, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45,Γκάζι, 210 3464380).
ΑΓΟΡΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Ευχαριστούμε το Petite Fleur (Πλατεία Ελευθερωτών 16, Χαλάνδρι, 210 6814825) για τη φιλοξενία.
σχόλια