Ένας υποφωτισμένος τηλεφωνικός θάλαμος στη μέση του πουθενά, σκόρπιες βαλίτσες μπλε χρώματος, μια συστάδα φυτών που κρύβει ένα πιάνο πίσω της. Μια ηλικιωμένη γυναίκα κάθεται κατάχαμα μέσα στον θάλαμο, αποκαμωμένη. Όταν λίγο αργότερα θα χτυπήσει το τηλέφωνο, ο ήχος θα ακουστεί τόσο απόκοσμος όσο και η αινιγματική φωνή που μιλάει. Μια φωνή με την οποία ξεκινάει ουσιαστικά η παράσταση. Το επαναλαμβανόμενο κουδούνισμα, είτε σαν ανώνυμη απειλή είτε σαν παρέμβαση θεϊκή, θα επανέλθει για να υπενθυμίσει ότι η ιστορία των ανθρώπων δεν τελειώνει ποτέ. Όπως και η τραγωδία του ξεριζωμού και της προσφυγιάς.
Η παράσταση των «Τρωάδων» του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, η οποία έκανε πρεμιέρα στις 5 Ιουλίου στο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης, κατεβαίνει στην Επίδαυρο στις 18 και 19 Αυγούστου σε μετάφραση Θεόδωρου Στεφανόπουλου και σκηνοθεσία-δραματουργική επεξεργασία Χρήστου Σουγάρη. Οι «Τρωάδες» είναι η μόνη σωζόμενη τραγωδία της τριλογίας του Ευριπίδη για τον Τρωικό Πόλεμο. Διδάχτηκε το 415 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια, υπό τη βαριά σκιά και το όνειδος της ολικής καταστροφής της Μήλου από τους Αθηναίους έναν χρόνο πριν. Με απάνθρωπη βαρβαρότητα ο στρατός της παντοδύναμης πόλης εξολόθρευσε όλο τον ανδρικό πληθυσμό του νησιού και πούλησε τις γυναίκες και τα παιδιά στα σκλαβοπάζαρα.
«Εγώ δεν καλώ τους ανθρώπους που μας τιμούν στο θέατρο για να μας ακούσουν για να τους δείξω τι συμβαίνει στη Συρία ή στην Ουκρανία. Τους καλώ για να τους παρουσιάσω μια εκδοχή του κόσμου όπως εγώ τουλάχιστον τον φαντάζομαι κι έτσι όπως εγώ επιθυμώ ως καλλιτέχνης να ερμηνεύω και οι ηθοποιοί να ερμηνεύουν τα κείμενα. Και ο τρόπος που επιθυμώ είναι ο ανθρώπινος».
Ο Ευριπίδης ανατρέχει στα ομηρικά έπη και καταγγέλλει τους συμπολίτες του για το ανοσιούργημα που διέπραξαν, παραλληλίζοντάς τους με τους Αχαιούς κατά τη λεηλασία της Τροίας. Στη στιχομυθία του Ποσειδώνα με την Αθηνά, με την οποία ξεκινάει το έργο, λέει ο πρώτος: «Μωρός όποιος ρημάζει πόλεις και ναούς και τάφους, τα ιερά των νεκρών. Πρώτα ερημώνει εκείνα και ύστερα βουλιάζει ο ίδιος». Σε ποιους απευθυνόταν ο θεός της θάλασσας, δηλαδή ο ποιητής μέσω αυτού; Σε εκείνους που είχαν ρημάξει έναν ανυπότακτο λαό για παραδειγματισμό. Είναι όμως σαν να τους προειδοποιεί, καθώς ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει.
Η βασίλισσα της Τροίας, η Εκάβη, η Κασσάνδρα, η Ανδρομάχη, μαζί με άλλες γυναίκες της λεηλατημένης πόλης, θρηνούν την πατρίδα τους και τον χαμό των δικών τους, οδύρονται για το σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον που τις περιμένει. Λίγο πριν μπουν στα καράβια για να ταξιδέψουν στους τόπους των νικητών, όπου θα τους υπηρετήσουν ταπεινωμένες, αυτές που κάποτε αποτελούσαν την άρχουσα τάξη της Τροίας περιμένουν σε ένα στρατόπεδο με φόντο την καταστροφή που επέφερε η πολιορκία. Ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα με μια βαλίτσα στο χέρι, όπως όλοι οι πρόσφυγες από τότε μέχρι σήμερα.
Συνάντησα τον σκηνοθέτη Χρήστο Σουγάρη λίγες ώρες μετά την πρεμιέρα για να μιλήσουμε για το συγκλονιστικό και οικουμενικό έργο που δεν έχει πάψει να ανεβαίνει στην Ελλάδα και αλλού, υπενθυμίζοντάς μας ότι η οδύνη του πολέμου και της καταστροφής, η απόγνωση της προσφυγιάς δεν πρόκειται να λήξουν όσο θα υπάρχουν άνθρωποι. Ωστόσο ο Χρ. Σουγάρης έχει τη δική του προσέγγιση:
«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η τέχνη μας και ο τρόπος με τον οποίο κάνουμε θέατρο. Δεν με ενδιαφέρει μια παράσταση για να δείξω τι συμβαίνει στον κόσμο με τους πολέμους. Εμένα με ενδιαφέρει μια αφήγηση με τον τρόπο που εγώ τουλάχιστον επιθυμώ να κάνω θέατρο, μια μινιμαλιστική ανθρώπινη αφήγηση. Δηλαδή, το αιτούμενο αυτής της παράστασης δεν είναι πόσο υποφέρουν οι άνθρωποι στους πολέμους αλλά η ανθρωπιά που μπορεί να παραχθεί από τα αφηγηματικά κείμενα σπουδαίων συγγραφέων όπως είναι ο Ευριπίδης.
Έχω την ανάγκη να βλέπω στη σκηνή πια ανθρώπους και όχι ιδεοληψίες. Αυτό είναι για μένα το μόνο ζητούμενο. Δεν επικαιροποιώ ποτέ τις παραστάσεις μου και δεν με ενδιαφέρει αν ένα κείμενο ή μια παράσταση είναι επίκαιρη. Πόλεμοι υπήρχαν, υπάρχουν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Εγώ δεν καλώ τους ανθρώπους που μας τιμούν στο θέατρο για να μας ακούσουν για να τους δείξω τι συμβαίνει στη Συρία ή στην Ουκρανία. Τους καλώ για να τους παρουσιάσω μια εκδοχή του κόσμου όπως εγώ τουλάχιστον τον φαντάζομαι κι έτσι όπως εγώ επιθυμώ ως καλλιτέχνης να ερμηνεύω και οι ηθοποιοί να ερμηνεύουν τα κείμενα. Και ο τρόπος που επιθυμώ είναι ο ανθρώπινος».
Ωστόσο, όπως ο Ευριπίδης έγραφε για την Τροία θέλοντας να μιλήσει για τις θηριωδίες των συμπολιτών του, αναπόφευκτα κι εμείς στην ίδια ανθρώπινη κτηνωδία αναφερόμαστε...
«Έχω δει στο παρελθόν απόπειρες επικαιροποιημένες οι οποίες παρουσιάζουν στη σκηνή έναν Χορό ανδρών με όπλα που συμπεριφέρονται άσχημα στις άμοιρες τις Τρωαδίτισσες, αλλά εγώ ως θεατής ποτέ μα ποτέ δεν συμμετείχα σε αυτό. Αυτά τα αφηγήματα είναι ουσιαστικά πανανθρώπινες τοποθετήσεις, απολύτως ουμανιστικές, των ποιητών, οι οποίες θεωρώ ότι, αν εμείς τις επικαιροποιούμε, χάνουν την ανθρωπιά τους. Με ενδιαφέρει το αίσθημα το οποίο μπορεί να παραχθεί από τα ηχήματα αυτά που αφηγούνται οι ερμηνευτές επί της ορχήστρας και να συνδεθώ κι εγώ ως ένα πρόσωπο εν έτει 2023 με τους ερμηνευτές επί σκηνής. Διότι το τεράστιο ατόπημα το οποίο διαπράττουμε ως καλλιτέχνες, και πολλές φορές και το κοινό, λόγω του τρόπου με τον οποίο το έχουμε "εκπαιδεύσει", είναι ότι η τραγωδία ανήκει σε μια άλλη σφαίρα. Ότι αφορά μονοδιάστατους ανθρώπους. Ενώ εμένα με ενδιαφέρει το τρισδιάστατο του πράγματος. Με ενδιαφέρει το πώς μπορεί να επικοινωνηθεί αυτό το αφήγημα όχι με βερμπαλιστικό τρόπο αλλά χαμηλόφωνα. Συνήθως βροντοφωνάζουν οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες στις παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας. Είμαστε βερμπαλιστές και απολύτως πομπώδεις γιατί αυτό μας έχει παραδοθεί ως το πρέπον. Εγώ είμαι κάθετα αντίθετος σε αυτό, και προτιμώ μια αφήγηση – και αυτό προσπαθούμε να κάνουμε με τους συνεργάτες μου. Γιατί μπορεί αισθητικά να μη βλέπουμε κοθόρνους, αλλά σε σχέση με την ουσία ο βερμπαλισμός υπάρχει ακόμα στην αφήγηση, τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία των παραστάσεων που συνηθίζουμε να βλέπουμε στα αρχαία μας θέατρα».
Η παράσταση του ΚΘΒΕ αισθητικά είναι άχρονη, τα κοστούμια διαθέτουν στοιχεία Ανατολής αλλά συγχρόνως είναι απροσδιόριστης ταυτότητας. Οι σύγχρονοι πόλεμοι που συχνά συμβαίνουν όχι μακριά από τα σύνορά μας και οι εικόνες καταστροφής μάς έχουν εξοικειώσει με την οδύνη. Συνεχίζει: «Επικαιροποίηση είναι να ανέβουν εν μέσω πολέμου στην Ουκρανία οι "Τρωάδες" με Καλάσνικοφ και άρματα μάχης πάνω στη σκηνή, στρατιωτικές στολές με σημαίες των ΗΠΑ ή της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Ο τρόπος που αντιμετώπισαν οι συνεργάτες μου το έργο κάθε άλλο παρά νατουραλιστικός είναι. Ένας θάλαμος μπορεί να μοιάζει με κάτι ρεαλιστικό, αλλά σε ένα άδειο τοπίο μαζί με βαλίτσες είναι κάτι απολύτως δυστοπικό και άχρονο».
Εμένα πάλι οι βαλίτσες μού θύμισαν Ελληνίδες που φεύγουν μετανάστριες στη Γερμανία κι αλλού στη δεκαετία του ’60 και του ’70, του λέω. Συμφωνεί ότι ο θεατής πρέπει να κάνει τις δικές του ερμηνείες και αναγωγές. Λέει: «Διαφορετικά δεν έχω κανέναν λόγο να δω μια παράσταση. Εφόσον μου τα έχουν όλα τακτοποιημένα και μου τα εξηγούν έτσι που να μη χρειάζεται εγώ να παράγω απολύτως τίποτα, για ποιον λόγο να πάω να δω μια παράσταση;
Έλεγα στη συνεργάτιδα μου, σκηνογράφο και ενδυματολόγο Ελένη Μανωλοπούλου, σχετικά με την αισθητική του χώρου και των κοστουμιών, ότι θέλω ένα σημείο εκκίνησης. Δεν με ενδιέφερε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, το θεωρώ απολύτως μπανάλ. Η πραγματικότητα μάς ξεπερνάει. Η φρικαλεότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και λόγω του μεταναστευτικού αλλά και λόγω των βιωμάτων και της μνήμης και των εικόνων που υπάρχουν από στρατόπεδα συγκέντρωσης, είναι τόσο μεγάλη. Τα έχουμε δει και δεν χρειάζεται να τα δω εγώ στο θέατρο.
Έλεγα στην Ελένη, και αυτό φτιάξαμε, ότι αντιλαμβάνομαι τις Τρωάδες ως μια μάζα ανθρώπων με μια βαλίτσα στο χέρι λίγο πριν εκκινήσουν για το πραγματικά άγνωστο. Δεν ξέρω πού πηγαίνουν. Ο Ευριπίδης λέει ότι πηγαίνουν στην Ελλάδα, αλλά μπορεί, όπως σωστά είπατε, να είναι άνθρωποι που μετεγκαταστάθηκαν για οικονομικούς λόγους από την Ελλάδα σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Μπορεί να είναι άνθρωποι από εστίες πολέμου, μπορεί να είναι εσωτερικοί μετανάστες οι οποίοι ψάχνουν για δικούς τους λόγους, όχι απολύτως τραγικούς, ένα καλύτερο αύριο, μια άλλη πόλη της ίδιας τους της χώρας. Μπορεί να είναι άνθρωποι που δεν μπορούν να ζήσουν σε μια κοινότητα και αποχωρίζονται αυτή την κοινότητα και τη γειτονιά. Αυτό λοιπόν που εμένα με ενδιέφερε ήταν το σημείο εκκίνησης. Γυναίκες με βαλίτσες στο χέρι».
Σε κρίσιμα σημεία της παράστασης τα φώτα πλατείας ανάβουν και αυτό είναι ένα ακόμη αλλόκοτο δραματουργικό στοιχείο, όπως στον κορυφαίο στίχο της Εκάβης «μη μακαρίζετε κανέναν από τους μεγάλους για την ευτυχία του προτού αυτός πεθάνει».
Ο Χρ. Σουγάρης μου εξηγεί: «Με τον φωτιστή Αλέκο Αναστασίου φωτίζουμε μόνο για δραματικούς λόγους. Στο δικαστήριο και στη ρήση της Ελένης και της Εκάβης, επίσης όταν η Ανδρομάχη απευθύνεται στους βάρβαρους Έλληνες που σκοτώνουν το παιδί της. Έχουμε φτιάξει μια παράσταση 360 μοιρών. Δεν αφορά μόνο την ορχήστρα. Υπάρχουν θέσεις στο κοίλον, υπάρχουν είσοδοι από το κοίλον και θέλουμε να υπάρξει και συμμετοχή από το κοινό. Είναι ευτύχημα, μόνο οι Έλληνες μπορούμε να το κάνουμε αυτό, να μιλάει η Ελληνίδα ηθοποιός που παίζει την Ανδρομάχη σήμερα κοιτώντας τους στα μάτια και λέγοντας "Έλληνες, εφευρέτες της βαρβαρότητας". Τόσο γενναίο να γράφεται κάτι τέτοιο και να ακούγεται τη δεδομένη χρονική στιγμή μετά τη σφαγή της Μήλου, μετά τις φρικαλεότητες που έκαναν οι συμπολίτες του, να κατακρίνει ο Ευριπίδης μέσω των υποκριτών του αυτήν τη συμπεριφορά κοιτάζοντάς τους στα μάτια. Είναι κάτι μοναδικό. Αυτό θέλησα να αναδείξω με τη συμμετοχή της πλατείας.
Υπάρχουν πάντα παραβολές και αναγωγές. Μέσω του κειμένου του Ευριπίδη που απευθύνεται στους Αθηναίους εκείνης της περιόδου εμείς μπορούμε ως πολίτες να κάνουμε τις δικές μας αναγωγές και να σκεφτούμε οτιδήποτε θεωρούμε βαρβαρότητα. Δεν είναι μόνο η ιμπεριαλιστική δύναμη που καταλαμβάνει μια άλλη χώρα ή κοινότητα, βαρβαρότητα είναι ότι ξαφνικά έχουμε βάλει ένα 15% ακροδεξιών κομμάτων μέσα στη Βουλή, ακόμα και ο τρόπος που μιλάμε ο ένας στον άλλον. Εδώ υπάρχει ο εξής κίνδυνος: εμείς ευτυχώς δεν ζούμε σε καιρό πολέμου και δεν έχουμε ζήσει πόλεμο, υπάρχει ο κίνδυνος αυτά τα ποιήματα να αφορούν μόνο γενιές ανθρώπων που γνωρίζουν τι θα πει πόλεμος και ξεριζωμός και βαναυσότητα, και οι υπόλοιποι να καθόμαστε και να τα ακούμε και να μη μας αγγίζουν και ούτε να μπορούμε να φανταστούμε.
Εγώ δεν περιμένω να έρθει ένας θεατής και να σκεφτεί "πώς θα ήμουν εγώ αν ήμουν στη θέση αυτή;". Δεν με ενδιαφέρει αυτό. Με ενδιαφέρει πραγματικά ότι όλα τα μεγάλα κείμενα, είτε μιλάμε για Σαίξπηρ είτε για τους αρχαίους μας τραγικούς, δεν ασχολούνται με ένα θέμα. Μέσα στα σπουδαία κείμενα υπάρχουν πάρα πολλά μεγάλα θέματα της ζωής και άλλα όχι τόσο σημαντικά όσο το μέγα θέμα. Οι "Τρωάδες" δεν είναι μόνο πόλεμος και δεν θα μπορούσε να ανεβαίνει μόνο κάθε φορά που υπάρχει πόλεμος. Αυτό είναι που έλεγα πριν, ότι η επικαιροποίηση δεν με αφορά. Δεν θέλω να περιμένω έναν πόλεμο για να ανεβάσω ένα έργο».
Καθώς τη μετάφραση την υπογράφει ένας σημαντικός φιλόλογος, ο Θεόδωρος Στεφανόπουλος, ζητάω από τον Χρ. Σουγάρη να μου μιλήσει για την επιλογή του αυτή. Λέει: «Ο Θ. Στεφανόπουλος έχει συνθέσει ένα κείμενο το οποίο είναι ό,τι πιο κοντινό μπορεί να υπάρξει στο αρχικό κείμενο του ποιητή, κι αυτό είναι σημαντικό γιατί έχουμε συνηθίσει να ακούμε μεταφράσεις οι οποίες είναι καλές αλλά είναι αποτελέσματα ποίησης σύγχρονων. Διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό από το αρχικό. Με ενδιαφέρει, με μια μετάφραση πολύ κοντά στο αρχικό κείμενο και χωρίς να παρέμβεις αισθητικά σε τρομερά μεγάλο βαθμό στο κείμενο, να αφηγηθείς και να περάσεις όσο είναι αυτό δυνατόν τα αισθήματα τα οποία παράγουν τα ηχήματα. Γιατί αυτά τα κείμενα είναι παρτιτούρες, ο τρόπος με τον οποίο έγραφαν οι ποιητές, η χρήση των συμφώνων και των φωνηέντων δημιουργούσε κάποια συγκεκριμένα ηχήματα τα οποία συνέθεταν μια μουσική που μετέφερε αισθήματα. Δουλεύοντας λοιπόν με τους ηθοποιούς συνειδητοποιήσαμε πόσο εξαιρετική μετάφραση είναι, αν και ακριβώς επειδή είναι πολύ κοντά στο αρχικό κείμενο, μάς δημιούργησε μια δυσκολία στην αρχή».
Η Ρούλα Πατεράκη κατεβαίνει πρώτη φορά ως πρωταγωνίστρια στην Επίδαυρο με έναν κορυφαίο ρόλο του παγκόσμιου ρεπερτορίου, αυτόν της Εκάβης. Το Κρατικό Θέατρο τιμά τη Θεσσαλονικιά ηθοποιό και σκηνοθέτιδα κι εκείνη την πόλη της και την κρατική της σκηνή. Συναντηθήκαμε αφού είχαν τελειώσει οι δύο πρώτες παραστάσεις και μου μίλησε:
«Δεν με επηρεάζουν ούτε οι μεγάλοι ούτε οι μικροί ρόλοι, ούτε έχω κανέναν γκαϊλέ για την Επίδαυρο, ειλικρινά δεν έχω. Κατέβηκα μία φορά ως σκηνοθέτις με τους "Οιδίποδες" και μία φορά με τον "Πελοποννησιακό Πόλεμο" στη Μικρή Επίδαυρο, κι όλα αυτά επί Λούκου και επί Χουβαρδά. Και τελείωσε, δεν χρειάζεται να είναι κανείς συνέχεια στην Επίδαυρο για οποιονδήποτε λόγο, εμένα δεν με ενδιαφέρει».
Όπως και να έχει, ένα μεγάλο κοινό ενδιαφέρεται να δει τη Ρούλα Πατεράκη στον κορυφαίο αυτό τραγικό ρόλο. Και μπορεί να μη φοράει βαρύτιμα αρχοντικά ενδύματα παρά ένα κουρελιασμένο πανωφόρι πριν μπει στο καράβι για την Ελλάδα, αλλά δεν χάνει την αξιοπρέπεια της τελευταίας βασίλισσας μιας θρυλικής πόλης. Ρωτάω αν οι «Τρωάδες» αντανακλούν πάντα την ανθρώπινη τραγωδία.
«Τα κλασικά έργα αντανακλούν την εποχή τους και τίποτα παραπάνω. Τώρα, αν βρίσκουμε σχέσεις και συνάψεις και συνάφειες με αυτή την εποχή, είναι γιατί εμείς θέλουμε να τις βρίσκουμε. Για όλα τα πράγματα το ίδιο κάνουμε, και για τον "Άμλετ" το ίδιο κάνουμε και για τις "Τρωάδες". Αυτά είναι μεγάλοι σταθμοί στον πολιτισμό, κι όσο υπάρχει ή δεν υπάρχει πολιτισμός, από κει και πέρα είναι θέμα χειρισμών των μύθων, και εναπόκειται στη γνώμη του κοινού και της κριτικής να τα αποτιμήσει. Εγώ δεν έχω να πω τίποτα για τις "Τρωάδες", απλώς είμαι ένας ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο, την Εκάβη. Θα μπορούσα να έχω παίξει οποιονδήποτε ρόλο. Θα το αποτιμήσει ο κόσμος αν του αρέσει ή δεν του αρέσει ο ρόλος όπως τον παίζω. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ένα πράγμα. Ο ρόλος που παίζει ένας ηθοποιός δεν είναι δημιουργία δική του τη σήμερον ημέρα. Τις περισσότερες φορές είναι δημιουργία ενός ανθρώπου που σκηνοθετεί και επιβάλλει κάποιους τρόπους για να παίζεται ένας ρόλος. Επομένως αυτό που βλέπει κανείς είναι έναν ηθοποιό κάτω από μία συγκεκριμένη μπαγκέτα. Αν αρέσει η μπαγκέτα, πρέπει να αρέσει και ο ηθοποιός. Αν δεν αρέσει η μπαγκέτα, δεν θα αρέσει και ο ηθοποιός.
Από τη στιγμή που υπάρχει σκηνοθεσία με τον τρόπο που υπάρχει –γιατί εγώ είμαι πάντοτε εναντίον της σκηνοθεσίας, δεν τη γουστάρω τη σκηνοθεσία με τίποτα πια. Δεν είμαι ούτε της εικόνας ούτε του ήχου, για μένα σκηνοθέτης είναι ένας θεατράνθρωπος ο οποίος καλλιεργεί εργαλεία των ηθοποιών, είναι μια άλλη λογική που έχω. Αν καλλιεργηθούν εργαλεία και δημιουργηθεί μια συγκινητική στιγμή, μέσα στο σύμπαν της θεατρικότητας είναι και αυτή. Αλλιώς παίζεις ένα συγκεκριμένο ιδεολόγημα. Ότι αυτό είναι και αυτό πρέπει να παίξεις. Αν είσαι καλός ηθοποιός, κι εγώ μάλλον είμαι ένας καλός ηθοποιός, μάλλον μπορείς να ερμηνεύσεις αυτήν τη γραμμή στον βαθμό που μπορείς να την έχεις κατανοήσει και εμπεδώσει και τα εκφραστικά σου μέσα μπορούν να το αποδείξουν. Αν αυτό το πέτυχα, έχει καλώς. Κάποιος πρέπει να διακρίνει τη γραμμή και τη βάση της γραμμής ώστε να εκτιμήσει τις ερμηνείες. Αυτός είναι ένας δρόμος όταν βλέπουμε ένα έργο το οποίο είναι αυστηρά σκηνοθετημένο. Δηλαδή αυτό που λέμε παλαιά, "άποψη". Αν συμφωνούμε με την άποψη, είναι πετυχημένοι και οι ερμηνευτές. Αν διαφωνούμε ή είναι αποτυχημένη η άποψη, οι ερμηνευτές, στον βαθμό του μέγιστου δυνατού τρόπου τους, έχουν ερμηνεύσει μια άποψη. Δεν έχουν ερμηνεύσει την Εκάβη ή την Ηλέκτρα ή τον Ταλθύβιο. Έχουν ερμηνεύσει μια άποψη. Αν το κοινό, οι αποδέκτες, η κριτική, συμφωνούν με την άποψη και συνηγορούν με αυτά που εμείς κρίνουμε ότι είναι καλλιτεχνικά και έργο τέχνης, εκεί συμπεριλαμβάνεται και ο ηθοποιός. Δεν είναι αυτονομημένος ο ηθοποιός πλέον. Δυστυχώς. Εγώ κάθε φορά που αντιμετωπίζω έναν ρόλο τον αντιμετωπίζω σαν να είμαι 2 ετών. Αφήνω τα εκφραστικά μου μέσα και είμαι πολύ συνεπής στους σκηνοθέτες. Δηλαδή όταν σκηνοθετούμαι είμαι ένα εργαλείο σκηνοθετικό. Ως εργαλείο μπορώ να είμαι επαρκές. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι είμαι ανεπαρκές».
Τι πιστεύει για τις επεμβάσεις στα αρχαία κείμενα η Ρούλα Πατεράκη; Λόγου χάρη, ως Εκάβη απευθύνεται στον Μενέλαο παρουσία της Ελένης και λέει: «Σκότωσέ τη και θέσπισε για τις άλλες γυναίκες τον νόμο, όποια προδώσει τον άντρα της, θάνατος!». Πώς ακούγεται σήμερα κάτι τέτοιο;
Απαντάει: «Να τα αφαιρέσουμε; Είναι αντιπροσωπευτικό έργο της εποχής, θα κόβουμε ό,τι δεν μας αρέσει; Πώς να το κάνουμε, είναι οι "Τρωάδες" του Ευριπίδη. Πρέπει κάπως αλλιώς να τη δούμε την αρχαιότητα των κειμένων. Ή, αν θέλουμε, να τα πάρουμε και να τα διαβάσουμε με τελείως προσωπικό τρόπο, ή να τα βλέπουμε ως εικονοκλαστικές στιγμές, να ξαφρίσουμε ό,τι θέλουμε, να δείχνουμε ό,τι θέλουμε, να διώχνουμε ό,τι θέλουμε. Κατά κάποιον τρόπο έτσι δεν βρισκόμαστε μπροστά στον κλασικό κόσμο, ούτε κομίζουμε κάτι καινούργιο. Ο καθένας κάνει ό,τι νομίζει. Είναι οι "Τρωάδες" του Ευριπίδη, άρα γιατί να αφαιρεθεί αυτό για τις γυναίκες; Ήταν ένας ολόκληρος πολιτισμός. Τα σημερινά κινήματα τις περισσότερες φορές είναι φαινόμενα της εποχής. Είναι λίγο παιδιά και, όπως τα παιδιά των λουλουδιών, κάπου έχουν φτάσει. Και τι έχουν πετύχει οι γυναίκες; Κάτι πολύ σπουδαίο; Δεν έχω δει να έχουν πετύχει οι γυναίκες κάτι υπερβολικά σπουδαίο. Τουλάχιστον στη δική μου πατρίδα έχω δει να είναι πολύ πίσω οι γυναίκες».
Πάντως δεν λιθοβολούνται λόγω μιας απιστίας, της λέω, και απαντά:
«Ναι, αλλά δεν είναι και οι φορείς ενός πολέμου, αν ήταν η Εύα Μπράουν θα την είχαν εκτελέσει με τη δίκη της Νυρεμβέργης. Δεν διαβαθμίζουμε τις απάτες. Στην τραγωδία δεν έχει τέτοιες ηθικές, είναι συγκρούσεις πολιτισμών. Έπεσε η Τροία, ανέβηκε η Ελλάδα, έπεσε η Ελλάδα, ανέβηκε η Τροία, είναι ομηρικά έπη από πίσω. Παγανιστικά κείμενα, τα οποία εμείς τα βλέπουμε με χριστιανική ηθική. Αυτό είναι τελείως λάθος. Στις "Τρωάδες" είναι επιβεβλημένο να πει εκείνη τη στιγμή αυτό, όπως στην Αμερική υπάρχει εκτέλεση, πώς να το κάνουμε; Τι θα πούμε; Ότι δεν υπάρχει ποινή θανάτου; Και τι θα πούμε, ότι είναι αναχρονιστικό; Και ποιο είναι το προοδευτικό; Πρόοδο έχει μόνο η τεχνολογία και η επιστήμη. Ο άνθρωπος είναι τόσο παλιός που τα συναισθήματά μας δεν έχουν αλλάξει από την εποχή των σπηλαίων. Όταν λέμε πρόοδος για τις γυναίκες, είναι ένα συναισθηματικό DNA το οποίο δεν αλλάζει με τίποτα. Πρόοδος είναι ότι βρήκαμε την ατομική βόμβα. Και ότι βρήκαμε την τεχνολογία. Μάλιστα, δεν μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε σωστά, τα βρήκαμε και σκοτωνόμαστε. Θέλω να πω ότι η πρόοδος ανήκει μόνο στην επιστήμη. Και στην τέχνη όταν η τέχνη έχει επιστήμη μέσα της, πράγμα που δεν έχει, στην Ελλάδα τουλάχιστον καμία».