Ξεκινώ με το αυτονόητο. Ο Μιχάλης Κακογιάννης είναι σπουδαίος σκηνοθέτης και άφησε πίσω του μοναδικό έργο, έχοντας καταφέρει να συμπυκνώσει όσο κανένας άλλος την ελληνική ψυχή στις ταινίες του, όπως λέει και στο ντοκιμαντέρ της Λυδίας Καρρά ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Η ματιά του στην Ελλάδα που πρωτοαντίκρισε αμέσως μετά τον πόλεμο, τα αστικά του δράματα, οι αγροτικές τραγωδίες του Ευριπίδη, ο Ζορμπάς βέβαια, η Στέλλα για να μην ξεχνιόμαστε, όλα τα σήματα που έγιναν δημιουργίες. Είναι ο μόνος που ενσωμάτωσε μεθοδικά και με ποικιλία τους μύθους σε μια σύγχρονη πραγματικότητα. Κι ενώ το εμπορικό σινεμά της χώρας μας παρέλαβε τη λαϊκή χάρη της ανέχειας και τη μετέτρεψε σε βιοτεχνία τυπολογίας και ο νέος ελληνικός κινηματογράφος του Αγγελόπουλου ανέλαβε το δύσκολο και δυσνόητο έργο της ποιητικής αφαίρεσης, ο Κακογιάννης πάντρεψε τα πρόσωπα και την καταγωγή τους με βαρύτητα και εκπληκτική κινηματογραφική αίσθηση, μπολιάζοντάς τη με τις άλλες τέχνες - καθώς γνώριζε καλά το θέατρο, τη μουσική, το χορό και την υποκριτική. Για να το πω πιο απλά, αν και Κύπριος, είναι ο μόνος που έχει γυρίσει τουλάχιστον πέντε αριστουργήματα βασισμένα στην ελληνική κουλτούρα, ελληνόφωνα, αγγλόφωνα, ή με λίγο λόγο, όπως η Ηλέκτρα.

Το ντοκιμαντέρ της κυρίας Καρρά, ιδιαίτερα αξιοπρεπές και όσο μπορεί διερευνητικό της προσωπικότητας του Κακογιάννη (και δεν το λέω καθόλου συγκαταβατικά, όπως ίσως ακούγεται, γιατί πρόκειται περί δύσκολου εγχειρήματος), χρειαζόταν επειγόντως έναν αφηγητή. Το ποιος θα έγραφε τα κείμενα είναι μεγάλο και δυσεπίλυτο ερώτημα. Ο Μιχάλης Κακογιάννης είναι ένας γητευτής, αλλά κατά βάση απροσπέλαστος άνθρωπος. Μιλάει με υποδόριο χιούμορ για τον εαυτό του και κριτικό πνεύμα για κάποιους από τους συνεργάτες του και δεν μιλάει καθόλου γι' άλλους ή για σημαντικά κεφάλαια της καριέρας του, επιτυχημένα ή μη. Αν και η ταινία σωστά προσπερνάει τον αρχικό σκόπελο της γραφικής αναπαράστασης της παιδικής ηλικίας και σοφά μένει στο έργο του και όχι στην ανεκδοτολογία και στις περιττές λεπτομέρειες (με εκτενή αποσπάσματα από ταινίες του), παραλείπει την εικόνα και το παρασκήνιο πολλών από αυτές. Ή λοιπόν θα έπρεπε να επικεντρωθεί το ντοκιμαντέρ σε επιλεγμένα και συγκεκριμένα εδάφια της ζωής του ή θα μπορούσε να γεφυρώσει τις χαμένες ψηφίδες με λόγο και έμμεση αφήγηση. Πέρα από το υλικό των γυρισμάτων της Ιφιγένειας από την εκπομπή Visages, δεν έχουν περισωθεί πολλά πράγματα από το παρελθόν. Ταινίες όπως η Ερόικα, η Μέρα που Βγήκαν τα Ψάρια στη Στεριά, το Sweet Country, το Πάνω Κάτω και Πλαγίως και ο τρόπος που ξαναεπισκέφθηκε την Αθήνα, το πέρασμά του από τη Αμερική απουσιάζουν παντελώς από μια ταινία που επιχειρεί να καλύψει όλο το φάσμα. Και όντως, οι πρόβες του Κοριολανού και του Άμλετ που πρόλαβαν να αποτυπωθούν φανερώνουν ένα επαγγελματικό πρόσωπο του Κακογιάννη που αποκαλύπτει όσα αδυνατούν να δείξουν οι συνεντεύξεις άλλων - γεμάτο ενέργεια, πείσμα, αγάπη στους ηθοποιούς και στις δυνάμεις τους, ισχυρογνωμοσύνη, τρομερό δόσιμο στη δουλειά και ιδιαίτερη ερμηνεία των έργων που επιλέγει να σκηνοθετήσει. Είναι δύσκολο να γίνει πορτρέτο αντάξιο της εργογραφίας του Κακογιάννη, δεδομένων των δυσκολιών ανεύρεσης συμπληρωματικού υλικού. Κι άλλη μιάμιση ώρα δεν θα ήταν αρκετή για να καλυφθεί η πορεία του και σίγουρα καμία μεταγενέστερη ανάμνηση ή εικόνα δεν φτάνει έστω και ένα πλάνο από το Κορίτσι με τα Μαύρα ή τη συγκλονιστικήΗλέκτρα. Το ντοκιμαντέρ αυτό δικαιώνεται από λεπτές οξυδερκείς στιγμές και εύστοχες παρατηρήσεις, είναι άρτιο στο μέγεθός του (με πρωτότυπη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου) και αποτελεί μια σπίθα για τα κίνητρα και τα αποτελέσματα, όχι τη φωτιά γύρω από τη δημιουργία του, το σκάψιμο για τους σπόρους της Τέχνης, που λέει και ο Μίκης Θεοδωράκης στο δικό του επιμύθιο για το συνοδοιπόρο Κακογιάννη.