«Πιο άσπρη κι από το χιόνι» ξεκινά το παραμύθι των Γκριμ, περιγράφοντας την αιωνίως χαμογελαστή, καλοπροαίρετη σε βαθμό αυτοκαταστροφικής αφέλειας ηρωίδα που μετέφερε στην οθόνη ο Γουόλτ Ντίσνεϊ το 1937, γνωρίζοντας τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία που είχε διαχρονικά ταινία κινουμένων σχεδίων στον κόσμο. Την κολομβιανής-πολωνικής καταγωγής Ρέιτσελ Ζέγκλερ από το remake του West Side Story επέλεξε το ίδιο studio στη μετά #metoo εποχή για ρεβιζιονιστικούς λόγους πολιτικής ορθότητας, με τη σεναριακή πρόφαση πως σημασία δεν έχει η επιδερμική φήμη που ψάχνει η δολοφονική βασίλισσα της διαφθοράς και της κατάχρησης αλλά η ομορφιά που πηγάζει εκ των ένδον. Από την άλλη, έπρεπε να λυθεί και το μείζον πρόβλημα των νάνων, που εξακολουθούν να είναι 7, συνεπώς πολλοί στο μάτι, και δεν φαίνεται σωστό να προσλάβουν ανθρώπους στη διασκευή του 2025 όπου πρωταγωνιστούν… άνθρωποι. Επομένως, κατέφυγαν στη λύση του CGI, και πάλι με την πρόφαση πως επειδή το δάσος της εξορίας της Χιονάτης είναι μαγεμένο, γιατί και τα μικροσκοπικά υπεραιωνόβια πλάσματα να μην κατασκευαστούν ψηφιακά σε κάτι ενδιάμεσο μεταξύ ρεαλιστικής απεικόνισης και τρισδιάστατου animation; Το ότι αληθινοί «little people» διαμαρτυρήθηκαν, λέγοντας πως λίγες ευκαιρίες έχουν να πληρωθούν σε ρόλους και η Ντίσνεϊ τούς χάλασε τη δουλειά, αποτελεί μέρος ενός αρνητικού παρασκηνίου γύρω από την ταινία, με πολλά και διαφορετικά επεισόδια.
Αυτό που βλέπουμε επί της οθόνης είναι ένα μιούζικαλ που κρατά όλα τα στοιχεία από το παλιό: τον φιλαλήθη καθρέφτη, το δηλητηριασμένο μήλο, τα κοστούμια, τα ονόματα όπως τα γνωρίζουμε και τα κλασικά τραγούδια, με αναθεωρήσεις κυρίως στον χαρακτήρα της Χιονάτης, που εδώ εξανθρωπίζεται και ευαισθητοποιείται σε σχέση με το άβουλο μοντέλο της κακόμοιρης καλλονής που εξαρτάται από την καλοσύνη των ξένων και την εκάστοτε συγκυρία. Η Ζέγκλερ παίζει μονότονα, αλλά τραγουδά καλλίφωνα, η Γκαντότ έχει λίγο πλάκα, ενσαρκώνοντας την πιο πεισματικά εφιαλτική γυναίκα της παιδικής λογοτεχνίας, το σκηνικό και τα ζωάκια είναι αναμενόμενα χαριτωμένα, αλλά τι νόημα έχει, πέρα από την καθαρά εμπορική σκοπιά της πολιτικής των remake του animation οπλοστασίου σε live action μιούζικαλ που θα ανανεώσουν το ενδιαφέρον μικρών και μεγάλων μιας νέας γενιάς, η διόρθωση των κακών κειμένων, αφού το βασικό πλαίσιο παραμένει το ίδιο και εξίσου αντιδραστικό; Η Χιονάτη είναι και εδώ πριγκίπισσα, ο πατέρας της είναι ένας άτυχος άγιος βασιλιάς που ξελογιάστηκε από μια ψυχωσική μέγαιρα και όταν με το καλό εκείνη ξεκουμπιστεί, οι υπήκοοι, οι αξιωματικοί και ο αγαπημένος της ληστής/απελευθερωτής με την άκακη συμμορία του θα παραμείνουν υποτακτικοί στη μελλοντική βασίλισσα, πολίτες μιας μικροσκοπικής μοναρχίας και όχι ελεύθεροι άνθρωποι σε μια woke δημοκρατία.
«Αν δεν μπορείς να αλλάξεις ένα παραμύθι που δεν σου αρέσει, τότε άσ’ το στην ησυχία του» είναι το συμπέρασμα για ένα remake που προκάλεσε συζητήσεις πριν ακόμη κυκλοφορήσει, και μια πικρή επίγευση στη θέασή του, παρά τη ζαχαρένια επικάλυψη.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0