Μετά το εξοντωτικό Northman, ο σκηνοθέτης της Μάγισσας και του Φάρου επιστρέφει στο υφολογικά συμπαγές τοπίο αποκρουστικής φρίκης και ακραίας επιθυμίας του εντυπωσιακού αν και… αναιμικού Νοσφεράτου, εκεί που ο Έρως διασταυρώνεται με τον Θάνατο στην κλασική ιστορία του Μπραμ Στόκερ, όπως την ανασκεύασε το 1922, εξαιτίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ο Γουίλεμ Φρίντριχ Μουρνάου σε ένα από το ακλόνητα αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου.
Απομακρυσμένο από τα βικτωριανά στοιχεία του πρωτότυπου Δράκουλα αλλά και την έγχρωμη εικαστικότητα του Βέρνερ Χέρτσογκ στη δική του εκδοχή του 1979, αυτός ο Νοσφεράτου επηρεάζεται περισσότερο από την ένταση του Αντρέι Ζουλάφσκι και το γνώριμο στον Ρόμπερτ Έγκερς, σκανδιναβικό dread του Βίκτορ Σγιέστρομ – ενδιαφέρουσα είναι και η σύνδεση με τον πρωταγωνιστή του original Nosferatu, Μαξ Σρεκ, αφού ο Γουίλεμ Νταφόου που τον είχε υποδυθεί στην ενδιαφέρουσα βιογραφία του Ελάιας Μέρινγκε, εδώ κρατά τον ρόλο του παρεξηγημένου καθηγητή και ειδικού βαμπιρολόγου Φον Φραντς, παραλλαγή του ορκισμένου διώκτη Βαν Χέλσινγκ.
Ο κόμης Όρλοκ του Μπιλ Σκάρσγκαρντ, επιβλητικός και πανύψηλος σε αντίθεση με την παλαιότερη μορφή του γλοιώδους τρωκτικού, παρουσιάζεται απόκοσμα ζωώδης, με εμφατικά off αγγλική άρθρωση και φονική, τηλεπαθητική προσήλωση στο αντικείμενο του πόθου του, την Έλεν Χάκερ. την ίδια στιγμή που ο κόσμος χάνεται από την καταστροφική πανώλη του 19ου αιώνα. Η Λίλι-Ρόουζ Ντεπ γίνεται ο στόχος της πουριτανικής κοινωνίας, ακόμη κι όταν γίνεται σαφές πως η επικείμενη θυσία της είναι η μοναδική λύση για το τέρας που απειλεί με αφανισμό ό,τι σαλεύει και βρίσκει μπροστά του.
Ο Δράκουλας του Μπράουνινγκ, της Hammer και του Κόπολα ασκούσε μια μαγνητική γοητεία γιατί ο ρομαντισμός ήταν η μόνη αποδεκτή δικαιολογία για την ύπαρξη μιας τόσο διαβολικής ύπαρξης. Ο Έγκερς δεν βάζει νερό στο κρασί του: το τέρας του, ανενδοίαστα τρομακτικό, άφιλο και απάνθρωπο, επιτάσσει ριζικές μεταμορφώσεις και αναγγέλλει υπόγεια και μεταφυσικά το τέλος μιας χρεοκοπημένης υποκρισίας.
Για το σεξ γίνεται όλη η ιστορία, και αυτό είναι το μοναδικό στοιχείο του Nosferatu για τις νεότερες γενιές των σινεφίλ που έχει νόημα, μέσα από τη σταδιακή ερμηνευτική αλλαγή της Ντεπ, από την υστερία ως την εγκατάλειψη στον σωματικό πρωτογονισμό – μια ρωμαλέα ωδή στην αξεπέραστη Ιζαμπέλ Ατζανί του Possession. Συνολικά, ωστόσο, το Nosferatu υστερεί σε αιχμή, προτιμώντας να παραδοθεί σε μια οικεία ανάγνωση του λαϊκού μύθου και σε έναν «beaux arts» φόρο τιμής στους προκατόχους του, με λεπτομερή επιμέλεια στη σκηνογραφία και τα κοστούμια, και θαυμαστή φωτογραφία του υποψήφιου για Όσκαρ διευθυντή φωτογραφίας Τζάριν Μπλάσκε.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0