ΕΙΝΑΙ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΠΡΩΙ αλλά το παρακμιακό μπαρ στο οποίο τρυπώνει η κάμερα, μαζί με την αντηλιά από τον έξω κόσμο, είναι ανοιχτό και λειτουργικό. Ή μάλλον δεν έχει κλείσει ποτέ, έτοιμο να περιθάλψει κάθε ώρα της μέρας τις χαμένες ψυχές που έχουν βρει εκεί μέσα το καταφύγιο και τη συναισθηματική θαλπωρή που τους έχει αρνηθεί ο νηφάλιος κόσμος. Το όνομά του μαγαζιού παραπέμπει σε μια ξεθωριασμένη, αλλοτινή αίγλη –«The Roaring '20s»– και βρίσκεται σε ένα μάλλον υποβαθμισμένο απόκεντρο του Λας Βέγκας.
Σήμερα όμως τελειώνουν όλα. Σήμερα είναι η τελευταία μέρα του, από αύριο η άδεια λειτουργίας εκπνέει και οι νέοι ιδιοκτήτες του θα το κάνουν κάτι άλλο, στο πλαίσιο αναβάθμισης της ευρύτερης περιοχής, διώχνοντας για πάντα τον εξαίρετο θίασο που συχνάζει καθημερινά σ' αυτόν τον χώρο, που μοιάζει με όλες αυτές τις συγκινητικές λούμπεν/μποέμ «μπαρότρυπες» που βλέπουμε σε αμερικανικές ταινίες και που διαρκώς εξολοθρεύονται στον βωμό της «ανάπλασης». Μακριά μπάρα, τηλεόραση, τζουκμπόξ και μια ευτελής χριστουγεννιάτικη διακόσμηση ασχέτως εποχής του χρόνου.
Αυτή την τελευταία μέρα και όλα όσα πρόκειται να συμβούν κατά την αποχαιρετιστήρια αλκοολική τελετουργία μέσα στο μπαρ μέχρι το επόμενο πρωί, διανύει τρικλίζοντας και παρασύροντας τον θεατή στα άδυτα της ανθρώπινης ευπάθειας η δεξιοτεχνικά υποβλητική ταινία των μοναδικών στην αλχημική σύνθεση μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ αδελφών Ross, με τον εντέχνως μοιρολατρικό τίτλο «Bloody Nose, Empty Pockets» («Ματωμένη μύτη, άδειες τσέπες») και τη γραμματοσειρά που θυμίζει φιλμ του Άλτμαν στην δεκαετία του '70.
Δύο φορές την είδα μέσα στη χρονιά και θα τη δω πολλές ακόμα εις το διηνεκές, επειδή πρόκειται για μοναδικό κομψοτέχνημα και για υπόδειγμα «υβριδικού» σινεμά και επειδή οι μνημειώδεις ατάκες της είναι πολλές, οι συγκινήσεις της ακόμα περισσότερες και η ατμόσφαιρά της σε καλεί να τη βιώσεις ξανά και ξανά, έστω και ως τουρίστας.
Δύο φορές την είδα μέσα στη χρονιά και θα τη δω πολλές ακόμα εις το διηνεκές, επειδή πρόκειται για μοναδικό κομψοτέχνημα και για υπόδειγμα «υβριδικού» σινεμά και επειδή οι μνημειώδεις ατάκες της είναι πολλές, οι συγκινήσεις της ακόμα περισσότερες και η ατμόσφαιρά της σε καλεί να τη βιώσεις ξανά και ξανά, έστω και ως τουρίστας. Και ο υπερβατικός της χαρακτήρας προφανώς ενισχύθηκε σε μια εποχή όπου η εστίαση (ξεχνάμε ίσως την ουσία της λέξης) είναι κλειστή, και πολλά από τα μικρά μπαρ, από τα αυθεντικά στέκια, από τα ορόσημα στην κουλτούρα μιας πόλης απανταχού της γης, δεν θα ανοίξουν ποτέ ξανά.
Κατά τη διάρκεια αυτού του «ταξιδιού της μεγάλης μέρας στη νύχτα» (σε συνέντευξή του, πάντως, ο ένας εκ των δύο δημιουργών ανέφερε ως μακρινή έμπνευση ένα άλλο θεατρικό έργο του Ευγένιου Ο' Νιλ, «Ο παγοπώλης έρχεται») θα έρθουμε σε επαφή, μετά από άπειρα ποτά, ολίγα drugs και ατέλειωτα τσιγάρα (όλοι ανεξαιρέτως οι θαμώνες καπνίζουν, μέσα στο μπαρ) με τα εσώψυχα μιας σειράς χαρακτήρων που εκπροσωπούν διάφορες μπαρόβιες συνομοταξίες: Αυτοκαταστροφικοί ροκάδες, κλονισμένοι διανοούμενοι, κατά φαντασία ταγοί της αντικουλτούρας, κατεστραμμένοι βετεράνοι του Βιετνάμ, χίπστερ ριζοσπάστες, τρανς βασίλισσες, οργισμένοι millennials, αιωνίως νεανίες, άντρες που χάθηκαν και γυναίκες που ξέμειναν, ασυμβίβαστοι μπιτ και μποέμ, πρώην κάτι μερικοί εξ αυτών, νυν (και αεί) αλκοολικοί σχεδόν όλοι και όλες τους, ανεξαρτήτως ιδιότητας, φύλου, ηλικίας, ταυτότητας.
Όχι όμως καταραμένοι. Ούτε καν μοιρολάτρες. Και σίγουρα έτοιμοι να συμμετάσχουν με θέρμη και αυθεντική ενσυναίσθηση σ' αυτόν τον συνδυασμό αυτοσχεδιαστικού σινεμά βεριτέ και μαγικού ρεαλισμού, σ' αυτόν τον ύμνο (ή ελεγεία) στη φιλία και στις μικροκοινότητες των μπαρ, όσο κι αν τα μέλη τους συχνά τρώνε τις σάρκες τους αναμεταξύ τους.
«Είμαι περήφανος που δεν έγινα αλκοολικός παρά μόνο αφότου ήμουν ήδη μια αποτυχία» δηλώνει ψύχραιμα και χαλαρά σε μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας ο Μάρτιν, συγγραφέας και πρώην ηθοποιός, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες αυτού του θιάσου που έχει μαζευτεί για την τελευταία παράσταση. «Οι αλκοολικές αποτυχίες είναι πολύ βαρετές. Νηφάλιος τη χάλασα τη ζωή μου. Και μετά βρέθηκα εδώ... Η επιτυχία μπορεί να έρθει ή μπορεί να μην έρθει ποτέ. Εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που έχουν κυρίως να κάνουν με την τύχη και τη στιγμή. Δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να σε βαραίνει η ευθύνη. Το μόνο που μπορείς να κάνεις, το μόνο για το οποίο είσαι υπεύθυνος, είναι να μην καταντήσεις ένα αστείο πριν φύγεις...».
Bloody Nose, Empty Pockets (Official Trailer)
Πολλές ώρες και πολλά ποτά αργότερα, προς το τέλος του πάρτι και της ταινίας, εμφανίζεται αρκετά πιο κλονισμένος, καθώς εκλιπαρεί έναν νεαρό μουσικό με προφανείς αυτοκαταστροφικές τάσεις, να μην ακολουθήσει τον δικό του δρόμο: «Είμαι 58 αλλά φαίνομαι 70!» του λέει (και είναι αλήθεια). «Δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρετό από έναν τύπο που κάποτε έκανε πράγματα αλλά δεν κάνει τίποτα πια επειδή είναι συνέχεια σ' ένα μπαρ».
Ούτε αυτό όμως, ούτε και οτιδήποτε άλλο που συμβαίνει στην ταινία εμπεριέχει διδακτικό τόνο. Μόνο αλήθειες, ευχάριστες και δυσάρεστες. Και ανθρώπινη ζεστασιά. Ακόμα και μέσα στα πεσίματα, τα μαλώματα, τις παρεξηγήσεις, τις διενέξεις που αναπόφευκτα συμβαίνουν με τόσο καύσιμο.
Όσο όμως κι αν έχει παρασυρθεί ο θεατής από τη ροή της ταινίας και το δέος της συμμετοχής του σε ένα κινηματογραφικό ντοκουμέντο, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσει να αναρωτιέται καχύποπτα αν αυτό που βλέπει είναι τελικά ντοκιμαντέρ ή κάτι άλλο, αν γυρίστηκε με όρους στεγνής καταγραφής ή με κάποιον άλλο τρόπο που του προσδίδει αυτή την έντονη υφή μυθοπλασίας με απίστευτα αυθεντικές ερμηνείες. Συνεχίζει όμως να παρακολουθεί, από τη στιγμή που η αλήθεια των χαρακτήρων φαίνεται τόσο αυθεντική που είναι αδύνατον να αμφισβητηθεί.
Μόνο εκ των υστέρων ίσως, όπως εγώ, αφότου το είδα για πρώτη φορά, θα πληροφορηθεί, από εξωτερικές πηγές, ότι το μπαρ δεν βρισκόταν στο Λας Βέγκας αλλά στη Νέα Ορλεάνη, όπου και υπάρχει ακόμα. Εκεί έγινε και η επιλογή των χαρακτήρων της ταινίας που υποδύονται κυρίως τον εαυτό τους, εκεί έγιναν και τα γυρίσματα σε ένα ντελίριο αυτοσχεδιασμού που κράτησε αρκετές μέρες. Σενάριο δεν υπήρξε. Τα ποτά και οι ουσίες που καταναλώνονται είναι όλα αληθινά, όπως και όλες οι στιγμές συναισθηματικής φόρτισης, ευδαιμονίας, σκοτεινιάς, χαράς, αμηχανίας, πικρίας, έκστασης, οργής, λύτρωσης.
σχόλια