Το κανίς του Σοπενχάουερ
Ο καλύτερος φίλος της ψυχής
Πιο πολύ από όλους μισούσε τον Χέγκελ, αστέρι τότε της φιλοσοφίας, που στα μάτια του ήταν ένας "τσαρλατάνος, που έγραφε ανοησίες και σου κατέστρεφε το μυαλό". Θα ήθελε να είχε αποκαθηλώσει το άγαλμά του. 'Οταν διορίστηκε καθηγητής στο Βερολίνο, είχε βάλει τα μαθήματά του τις ίδιες ώρες με τον ορκισμένο του εχθρό: τρεις κι ο κούκος ήταν οι μαθητές του όταν, δίπλα, ο Χέγκελ μιλούσε σε ένα ασφυκτικά γεμάτο αμφιθέατρο. Στην πραγματικότητα, ο Άρθουρ Σοπενχάουερ (1788-1860) μισούσε τους πάντες, τον πατέρα του (έναν πλούσιο έμπορο που ήθελε να ακολουθήσει και ο γιος του την εμπορική καριέρα), τη μητέρα του (μυθιστοριογράφο φίλη του Γκαίτε, με την οποία ψυχράνθηκε οριστικά το 1814), τους άνδρες, τις γυναίκες, τα παιδιά και tutti quanti. μόνο για τα ζώα.
'Ελεγε ότι ένας υπόκωφος υποσυνείδητος δυναμισμός, η θέληση για ζωή, κινεί τα πάντα, υπαγορεύοντας τις πράξεις που τις νομίζουμε ελεύθερες, και στήριζε την απαισιοδοξία του στην ιδέα ότι η θέληση είναι βαθιά "άρρωστη" όπως είναι όλο το σύμπαν, επειδή δεν έχει κανένα στόχο, εκτός από την ψευδαίσθηση. Θεωρούσε τον κόσμο μια κόλαση στην οποία όλοι είναι διάβολοι και καταραμένοι, τη ζωή ένα εκκρεμές που πηγαίνει από την πλήξη στο πόνο και από τον πόνο στην πλήξη, και την ανθρωπότητα μια σειρά καρικατούρες από αισθητική άποψη, μια συνομοταξία ηλιθίων από την άποψη της γνώσης, και, σε ηθικό επίπεδο, μία εγκληματική οργάνωση. Τρία πράγματα, σύμφωνα με τον ίδιο, έπρεπε να είναι γνωστά: ο πόνος, οι αιτίες του πόνου και οι διέξοδοι που έπρεπε να αναζητηθούν στην τέχνη και τον αισθητικό στοχασμό, στην ηθική της συμπόνιας και τη φιλοσοφία, ως ασκητική πρακτική που επιτρέπει την άρνηση της επιθυμίας και της θέλησης για ζωή, όπως αυτή συναντάται στη βουδιστική νιρβάνα.
Η σκέψη του ήταν ισάξια εκείνης των σπουδαιότερων στοχαστών της εποχής του, και ο Νίτσε ήταν ο πρώτος που το πρόσεξε. Ο Κόσμος ως βούληση και παράσταση αγνοήθηκε όταν δημοσιεύθηκε. Ο Σοπενχάουερ δεν γνώρισε τη φήμη πάρα μόνο στο τέλος της ζωής του. Ευχαρίστηση έπαιρνε μόνο από τα ζώα, την ανάγνωση του έργου του Καντ ("το πιο σημαντικό που έχει παραχθεί στη φιλοσοφία μέσα σε είκοσι αιώνες") και κείμενων από τη Βεδική λογοτεχνία, τις Ουπανισάδες. Στο γραφείο του, είχε μια προτομή του Βούδα.
"Κάθε φορά που βρέθηκα ανάμεσα σε ανθρώπους, επέστρεψα λιγότερο άνθρωπος", του άρεσε να λέει, και φημολογείται ότι από τότε που είδε για πρώτη φορά, το 1854, στην πανήγυρη της Φρανκφούρτης, ένα νεαρό ουραγκοτάνγκο, τον επισκέπτονταν σχεδόν κάθε μέρα. Δεν άντεχε την κακοποίηση των ζώων, στα οποία, όπως έλεγε, οφείλουμε δικαιοσύνη, και όχι οίκτο.
Η αγάπη της ζωής του ήταν το λευκό κανίς του. Μερικοί το αποκαλούσαν κοροϊδευτικά "μικρό Σοπενχάουερ". Ο φιλόσοφος ανέφερε πάντοτε ότι ήταν η παρηγοριά του, και του είχε δώσει το όνομα Άτμα, "ψυχή του κόσμου", με το οποίο οι Ινδοί αποκαλούν τους σημαντικότερους ανθρώπους. Στη διαθήκη του, όριζε ότι θα πρέπει να δοθεί ένα ποσό στις οικογένειες των στρατιωτών που κατέστειλαν τη λαϊκή εξέγερση του 1848, και ότι ένα άλλο θα το κληρονομούσε ο Άτμα. Ίσως αυτό να μην είναι αληθεύει, καθώς ο Άτμα πέθανε πριν απ' αυτόν. Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ πέφτει τότε σε μια τρομερή κατάθλιψη και πρέπει να αγοράσει ένα άλλο κατοικίδιο. Από όλες τις συζητήσεις με φιλοσόφους και επιστήμονες, όπως έγραψε σε έναν φίλο, "προτιμώ σίγουρα έναν διάλογο κατ' ιδίαν με το μικρό μου κανίς που είναι μόλις δεκαεπτά μηνών."
Robert Maggiori
Libération, 31 Ιουλίου 2004
Μτφ. Σ.Σ.