Η διαχείριση μιας επιδημίας χολέρας στην Κεφαλονιά το 1850
Η Νόσος και η Ουαρδική Κυβέρνησις
* Χένρι Τζορτζ Γουόρντ (1849 - 1855). Βρετανός Ύπατος Αρμοστής Ιονίων Νήσων.
Ο Φιλελεύθερος
Εφημερίς πολιτική και φιλολογική εν Κεφαλληνίαι
Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 1850
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων
*
Αφού απεδείξαμεν ότι η ενσκήψασα νόσος δεν έχει τι κοινόν με την Ασιατικήν χολέραν, οφείλομεν τώρα να ενασχοληθώμεν, ως υπεσχέθημεν, και επί των ληφθέντων κατά συνέπειαν αυτής μέτρων, υπό της Ουαρδικής Κυβερνήσεως. [...]
Εγκαταλειφθείσα υπό της Διοικήσεως με τοιαύτην δειλίαν και σκληρότητα η πόλις, επαρουσίαζε θέαμα τωόντι ελεινόν και φρικώδες. Η αξιοκατάκριτος και ενταύτω αξιόποινος αύτη διαγωγή των Επιτοπίων Αρχών, συνέτεινεν έτι μάλλον να επαυξήση τον διαδοθέντα φόβον του θανάτου από τας ψευδείς περί χολερροίας φήμας. Αι λεωφόροι και οι αγοραί της πόλεως ήσαν παντέρημοι, τα εμποροκαταστήματα σφαλισμένα, τα καφφεπωλεία κενά, τα κρεωπολεία και οψοπωλεία εγκαταλελειμένα, ο λαός στερούμενος από όλα τα τρόφιμα, εφώναζε πολλάκις και δια τον άρτον, τα καταστήματα των τεχνητών διέκειντο εις αργίαν, το εμπόριον ήτο νενεκρωμένον, αι δοσοληψίαι πεπαυμέναι, οι άνθρωποι, προς τους οποίους το μέγεθος της θλίψεως και της οδύνης εκράτει τα δάκρυα και απέπνιγε τους στεναγμούς, ήσαν σιωπηλοί, σκυθρωποί και κατηφείς, οι πλείστοι των ιατρών εδραπέτευσαν, αι επιτροπαί διελύθησαν, οι ιερείς ανεχώρησαν, οι ασθενείς πλέον απέμενον εις την διάκρισιν σχεδόν της ολεθρίας νόσου, η τας αδυνάτους πολλάκις επικουρίας των συγγενών και φίλων, οι αποβιούντες κεκαλυμμένοι με μαύρον σάββανον και συνοδευόμενοι από τινας νεκροθάπτας, εκφέροντο άνευ πομπής και νεκρωσίμου τελετής εις το νεκροταφείον του Δραπάνου, άπασα δε η πόλις εις τας ημέρας αυτάς του πένθους και των θρήνων παρίστανεν εκτεταμένον και μεγαλοπρεπές κοιμητήριον από τας στενωπούς και τας διόδους του οποίου, εξήρχοντο κάποτε άνθρωποι τινές ισχνοί και χλωμοί, ως φάσματα ωχρά από τα βάθη του τάφου. Τοιαύτη ήτον η κατάστασις της πόλεως μετά την δραπέτευσιν και τον διασκορπισμόν των Αρχών. Οποίαι τωόντι φιλάνθρωποι και χριστιανικαί Αρχαί! ‘Αξιαια όμως πάντοτε του ανδρός, όστις τας εχειροτόνησεν.
Εν τοσούτω η φθοροποιά νόσος προώδευε και έκαμνε θραύσιν, ο δε λαός εγκαταλελειμένος εις εαυτόν, υστερημένος από τα βοηθήματα της επιστήμης και από όλα τα προς θεραπείαν και διατροφήν μέσα, ήρχισε να γογγίζη, να βοά και να αγανακτή κατά των διεπόντων την τύχην του, οίτινες, ουδεμίαν λαμβάνοντες φροντίδα περί της καταθλιβούσης αυτόν μάστιγος, τον άφιναν εν ταύτω να αποθάνη απανθρώπως εντός των σπασμών της πείνης και των υστερήσεων. Τότε φαίνεται ότι η Διοίκησις συγκινουμένη μάλλον από τον φόβον αταξίας τινος του δικαίως αγανακτούντος λαού, ή από τον έλεγχον της ιδίας συνειδήσεως, ανηγέρθη από την στωικήν αυτής απάθειας και την αναλγησίαν. ‘Ηρχισε τάχα να δεικνύη τινά δραστηριότητα, να συγκαλή Ιατροσυνέδρια, να παραπέμπει ιατρούς απειθούντας εις τα δικαστήρια, να υπόσχεται αδρούς μισθούς και βραβεία, να συσταίνει νοσοκομεία και φαρμακοπωλεία,να προνόη δήθεν περί τροφίμων, να διορίζη επιτροπάς όπως διανέμουν δωρεάν άρτον εις τους πτωχούς και φάρμακα εις τους νοσούντας, να επασχολή ξυλουργούς δια νεκροφορεία, να μισθοδοτή νεκροθάπτας και πορθμείς, να συμβουλεύη τον λαόν με προκυρήξεις ίνα προφυλάττεται από την ψυχράν ατμοσφαίραν, να ενδύεται με ζεστά φορέματα και να απέχη από νοσηρά φαγητά. Ιδού εν ροπή οφθαλμού οποία ανεδείχθη η Τοπική Διοίκησις· από αδρανής και αφιλάνθρωπος, έγινε δια μιας δραστηριοτάτη και εύσπλαχνος· το πράγμα όμως δεν είναι ποσώς παράδοξον, ουδέ ασύνηθες εις τοιαύτην Κυβέρνησιν· ηκολούθησε κατά πάντα τα ίχνη του δημιουργού της· εμιμήθη πιστά τον δίμορφον τούτου χαρακτήρα, όστις, ενώ κατά το φαινόμενον μετεμορφώθη, ουσιωδώς διέμεινε και διατελεί ο αυτός.
Ο Κ. ‘Επαρχος και άπαντες οι συνιστώντες της Τοπικήν Κυβέρνησιν, είχον εις χείρας των την εξουσίαν και τα χρήματα του λαού· όθεν εδύναντο εις την κρίσιμον ταύτην περίστασιν να πράξωσι τα πάντα υπέρ της σωτηρίας του λαού· αλλ’ όχι μόνον δεν έπραξαν ουδέν υπέρ αυτού αλλ’ απεναντίας όλα αυτών τα μέσα έτεινον εις την καταστροφήν του λαού.
Επαπειλείτο η νόσος άπασα από ασθένειαν, ήτις, ως η Διοίκησις την παρεδέχετο, επαρουσίαζε τα συμπτώματα της χολερροίας, και αντί να λάβει απαρχής όλα τα προφυλακτικά μέτρα, να προμηθεύση τον τόπον από όλα τα αναγκαία και να εμμένη πιστή εις της θέσιν της προς μεγαλυτέραν εμψύχωσιν του λαού, αυτή τον εγκατέλιψεν ολοτελώς.
Εσύστησε τάχα δύο Ιατροσυνέδρια εις αμφοτέρας τας πόλεις, αλλ’ απέκλεισεν από αυτά όσους εκ των Ιατρών δεν έχαιρον την ευνοιάν της. Η απερίσκεπτος και μεροληπτική αυτή διαγωγή, όχι μόνον έγινε παραίτιος πολλών δυσαρεσκειών,αλλά και μεγίστης βλάβης προς τον λαόν, διότι όταν ησθάνθη την ανάγκην να προσφέρη τινα βοήθειαν ένεκα της επεκτάσεως της νόσου και της κατακραυγής του κοινού, ευρέθη υστερημένη από Ιατρούς. Αισχυνόμενη τότε δια την τοιαύτην θέσιν της, και επιθυμούσα να εξέλθη από αυτήν, εστράφη εις τους Ιατρούς των εξοχών, και μεταχειριζομένη πότε την βίαν, πότε την αδρομισθίαν, τους άρπαζεν από τον κράβατον των εξ άλλων ασθενειών νοσούντων χωρικών, και άλλους μεν παρέπεμπεν εις τα δικαστήρια ως απειθούντας, άλλους δε με υποσχέσεις ή απειλάς έστελεν εις τα προσβληθέντα μέρη· αλλά και εις την περίπτωσιν ταύτην δεν απεμακρύνθη ποσώς από τας συνήθης αυτής αρχάς της ασυμπαθείας και μεροληψίας, διότι ενώ εις εν χωρίον λ. χ. υπήρχον δύο ιατροί, και εις δέκα χωρία εις μόνος, επροσκαλείτο ούτος ο τελευταίος. Οποία δικαία και εύσπλαχνος Διοίκησις! Τη αληθεία και αυτού του Ουάρδου Ουαρδικωτέρα!
Εγνώριζεν, αφού η ιδία εχαρακτήρισε την νόσον και τους σκοπούς της, ότε αι άλλαι νήσοι και τα άλλα πλησιόχωρα Κράτη, έμελλον αφεύκτως να μας αποκλείσωσι και να διακώψωσι πάσαν μεθ’ ημών ελευθέραν συγκοινωνίαν, και ουδεμίαν έλαβεν εν καιρώ φροντίδα, ίνα προμηθεύση τον τόπον από τα αναγκαία υγειεινά τρόφιμα αλλά τον άφησεν εντελώς απρομήθευτον ώστε ακόμη μέχρι της σήμερον αισθάνεται την υστέρυσιν. Πόσοι ησθένησαν και απέθανον από έλλειψιν υγειηνών τροφών και ετέρων μέσων περιθάλψεως! Οποία προνοητική και πατριωτική Κυβέρνησις! Δυστυχισμένε λαέ εις ποίων χείρας κατήντησας!
Παρεβίασεν και έσπασεν ιδιωτικάς οικίας δια να συστήση δήθεν νοσοκομεία, και οι μισθοδοτούμενοι εις αυτά νοσοκόμοι μεθ’ όλης της υπηρεσίας, απήρτιζον πάντοτε μεγαλήτερον αριθμόν από τους εισερχόμενους ασθενείς· και όμως ολίγοι εξήρχοντο και από τούτους υγειείς, διότι οι λοιποί ένεκα της κατασκευής των κλινών, της αθλίας ποιότητος των τροφίμων, της ελλείψεως προσοχής και βοηθείας και των νοσερών αναθυμιάσεων, απέθνησκον εντός ολίγων ωρών· πολλοί μάλιστα, ως διεδόθη λόγος, ευρισκόμενοι εις την εσχάτην αγωνίαν ερρίπτοντο εις το προαύλιον του νοσοκομείου και εξέπνεον. Οποία ανήκουστος απανθρωπία! Αξία μόνον της υπαλληλίας τοιαύτης Κυβερνήσεως! Πόσοι δυστυχείς ήθελον απεναντίας λυτρώσειν, αν τους άφηναν εις τας πενιχράς των καλύβας εντός της οικογενείας των. Οποία νοσοκομεία! Αυτά ήθελον προσφυέστερον αποκαλεσθήν μακελλεία! [...]