Οι «Φοίνισσες», ένα έργο του Ευριπίδη που δεν βλέπουμε πολύ συχνά, είναι η δεύτερη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και η πρώτη σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου στην Επίδαυρο.
Ο σκηνοθέτης επιχειρεί να φέρει το κοινό σε επαφή με ένα έργο στο οποίο Ευριπίδης αφηγείται μια ανατρεπτική εκδοχή του μύθου των Λαβδακιδών. Το έργο εκτυλίσσεται τη μέρα που ο Πολυνείκης έχει κυκλώσει με στρατό τη Θήβα, διεκδικώντας από τον αδελφό του Ετεοκλή να τηρήσει τη συμφωνία που είχαν κάνει να βασιλεύουν εκ περιτροπής στην πόλη.
Για την παράσταση, για το θέατρο, τις προοπτικές που υπάρχουν μετά την πανδημία αλλά και για το αν πραγματικά θέλουμε να αποφύγουμε την εμφύλια διχόνοια μιλήσαμε με τον Γιάννη Μόσχο, ενώ βρίσκεται στην τελική ευθεία της προετοιμασίας για την κάθοδό του στην Επίδαυρο.
— Σε βρίσκουμε στη διάρκεια των προβών, μετά από μεγάλη παύση. Πώς περιγράφεις την κατάσταση;
Είμαστε μια μικρή μερίδα που έχουμε την τύχη να δουλεύουμε αυτήν τη στιγμή, που έχουμε επιστρέψει στη δουλειά του θεάτρου. Το τοπίο χαοτικό. Τώρα το καλοκαίρι κάποιες δουλειές άνοιξαν, π.χ. με το Φεστιβάλ, κάποιοι ιδιώτες παραγωγοί θα κάνουν περιοδείες, κάτι λίγα πράγματα συμβαίνουν. Αλλά είναι πολύ λιγότερα απ’ ό,τι πριν και μας περιμένουν ένας χειμώνας κι ένα μέλλον άγνωστα και άδηλα.
— Τον φοβάσαι τον χειμώνα που έρχεται;
Πέραν του Εθνικού, που έχει ανακοινώσει τον προγραμματισμό του, όλα τα άλλα είναι στο «περίμενε». Δεν μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν βέβαια. Αυτήν τη στιγμή κανένας δεν ξέρει αν θα ανοίξουν και πότε οι κλειστοί χώροι, με τι χωρητικότητα, οπότε, πώς να προγραμματιστούν παραγωγές; Όλες οι συζητήσεις είναι στον αέρα, κάποιοι παραγωγοί δεν συζητούν καν, δεν μπαίνουν στη διαδικασία, περιμένουν, και όταν προκύψει κάτι σίγουρο, θα τις κάνουν.
Αφού δεν υπάρχει πια επιχορηγούμενο θέατρο, αυτό σημαίνει ότι αν δεν περιμένεις από το Εθνικό ή το Κρατικό ή τη Στέγη, είσαι στο χάος των ιδιωτικών θιάσων, με πολύ διαφορετικό ύφος φυσικά ‒ όλοι είναι ιδιώτες παραγωγοί πια. Οι δε επιχορηγήσεις που δίνονται είναι μικρές και χρηματοδοτούν ελάχιστα συγκεκριμένες παραγωγές. Αυτό, όπως καταλαβαίνουμε όλοι, δεν αρκεί για να φτιάξεις θεατρικό τοπίο, αντίθετα διαιωνίζει τον πλουραλισμό, ή ένα είδος πλουραλισμού, και ένα τοπίο χωρίς στόχο.
Αυτό το κλίμα του διχασμού που δεν παύει ποτέ να υπάρχει, και όχι μόνο στην Ελλάδα, δεν είναι ίδιον της ελληνικής φυλής. Δεν υπάρχει χώρα στην υφήλιο που να μην υφίσταται διχασμούς. Και εκεί απορεί κανείς, γιατί όλοι βλέπουμε πού οδηγούν οι διχασμοί, ότι διαιωνίζονται.
— Μιλήσαμε πολύ για πληθωρισμό ή πλουραλισμό ‒ας το πούμε κι έτσι‒ στη διάρκεια της κρίσης. Πιστεύεις ότι αυτή τη κατάσταση θα συνεχιστεί;
Κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα, αλλά μπορεί και ναι. Όχι τον χειμώνα που έρχεται, γιατί τα μικρά θέατρα των πενήντα και εκατό θέσεων δεν θα είναι βιώσιμα με τα μέτρα που ισχύουν ‒ και είναι αρκετά αυτά. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει μια σχετική αναστολή. Το μετά την πανδημική κατάσταση τοπίο δεν είμαι σίγουρος ότι θα αλλάξει, γιατί δεν υπάρχουν δομές για κάτι τέτοιο, δεν υπάρχει στόχευση, ούτε η κρατική ομπρέλα, αντιθέτως, αυτό που βλέπουμε είναι μια διαρκής ασυνέχεια.
Για παράδειγμα, παλιότερα είχε συσταθεί το ΚΕΘΕΚ ως όργανο άσκησης μιας πολιτικής για το θέατρο και τον χορό. Ήταν αυτόνομο, κάτω από την ομπρέλα του υπουργείου Πολιτισμού, και έβαλε πρώτη φορές τις βάσεις για το μέλλον του θεάτρου, παίρνοντας βήμα από τα θέατρα και τις συστηματικές επιχορηγήσεις των προηγούμενων δεκαετιών, έχοντας το παράδειγμα οκτώ-δέκα σχημάτων που ήταν εστίες θεάτρου και σημείο αναφοράς για όλους μας, ρυθμίζοντας το τοπίο. Το ΚΕΘΕΚ χάθηκε όμως. Κάποιος πολιτικός έκρινε ότι ήταν άχρηστο ή περιττό, ένας οργανισμός που σπαταλούσε λεφτά. Ήρθε και η κρίση και τα διέλυσε όλα κι έτσι φτάσαμε στο σήμερα.
Οπότε, αν δεν αλλάξουν οι δομές, γιατί να μην επιστρέψει το προηγούμενο καθεστώς του πληθωρισμού; Μακάρι να κάνω λάθος και να μπορέσουν να συγκροτηθούν οι δυνάμεις. Νομίζω ότι αυτό το έχουμε ανάγκη και εμείς και ο θεατρόφιλος κόσμος.
— Τι σημαίνει «να συγκροτηθούν»; Να μαζευτούν πολλοί πρωταγωνιστές σε μια κοινή στέγη;
Εγώ δεν μιλώ με όρους πρωταγωνιστών. Εννοώ καλούς ηθοποιούς του θεάτρου, σκηνοθέτες, πολλές γενιές μαζί διαφορετικών απόψεων, που θα μπορούσαν να παραγάγουν συνολικά – γιατί το θέμα δεν είναι μόνο να κάνει ο καθένας μια καλή παράσταση αλλά και η ώσμωση των δυνάμεων. Γι’ αυτό μας λείπει πολύ το μοντέλο του Αμόρε. Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο να τραβήξει κανείς το καράβι και δεν βγάζω έξω τον εαυτό μου, γιατί έχουμε μάθει ο καθένας μόνος του και το να συνυπάρχουμε με άλλους δεν μας είναι εύκολο.
Εγώ, ως παιδί των επιχορηγούμενων θιάσων, του Εμπρός, του Αμόρε, θυμάμαι ότι οι άνθρωποι είχαν απόλυτη αφοσίωση στο θέατρο. Για παράδειγμα, οι τρεις του Εμπρός δεν είχαν να φάνε μια περίοδο και κυριολεκτώ. Η δική μου γενιά έχει καλομάθει, γιατί μεγαλώσαμε μέσα σε αυτά τα σχήματα και νομίζαμε ότι θα παρέμενε έτσι η κατάσταση, γι’ αυτό δεν πήραμε πρωτοβουλίες για αντίστοιχα πράγματα.
— Σαν τι θα μπορούσατε να κάνετε;
Μια πολυσυλλεκτική στέγη. Εγώ δεν είχα ποτέ καμία επιθυμία να κάνω ένα θέατρο για να σκηνοθετήσω, αλλά, αν μπορούσαμε να βρούμε έναν κοινό τόπο και να συγκεντρωθούμε κάπου καλλιτέχνες με διαφορετικό ύφος, θα ήταν ιδανικό. Εγώ, για παράδειγμα, θαυμάζω συναδέλφους που κάνουν πολύ διαφορετικές δουλειές.
— Έγινε πιο ατομικό το θέατρο, εννοείς, και δεν υπάρχει αυτή η συζήτηση;
Αναπόφευκτα, γιατί ο καθένας, μετά την παύση των επιχορηγήσεων, προσπαθούσε να βρει τα πατήματά του σε ένα τοπίο όπου είχαν χαθεί οι δομές, να επιβιώσει κατά μόνας και αυτό συνεχίζεται και τώρα. Εγώ είμαι τυχερός ως ελεύθερος επαγγελματίας, γιατί βρέθηκα σε πολύ καλές συνθήκες, αλλά αυτό δεν ισχύει για όλους, μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις ισχύει το αντίθετο.
— Εξήγησέ μου την κατάσταση με τις είκοσι πέντε και τριάντα παραστάσεις σε ένα θέατρο. Βοηθούν ή μπερδεύουν τον θεατή;
Δεν μπορώ να σου δώσω μια καθαρή απάντηση, δεν υπάρχει καμία «ομπρέλα», οπότε αυτά τα θέατρα αναγκάζονται να λειτουργούν έτσι για να βγάζουν τα έξοδά τους αλλά και να χρηματοδοτούν τις δικές τους παραγωγές. Χρηματοδότηση είναι η ενοικίαση του χώρου σε άλλους θιάσους, με αποτέλεσμα να γίνεται «μύλος». Γιατί το θέατρο είναι ακριβό στη συντήρησή του, έτσι καταλήγει όχι μόνο να χάνεται ο κόσμος αλλά να χανόμαστε κι εμείς, όταν ένα θέατρο κάνει είκοσι πέντε παραγωγές τον χρόνο. Γιατί οι συνθήκες με τόσες παραγωγές είναι δύσκολες, βγαίνει-μπαίνει κόσμος, οι θίασοι κάνουν πρόβες τρεις ώρες μέσα στη νύχτα, σε απίθανες ώρες, για παράδειγμα επειδή αλλάζει ένα σκηνικό, μια συνθήκη που δεν επιτρέπει να γίνει η δουλειά με κανονικούς όρους.
Για κάτι τέτοιο πας στα θεσμικά θέατρα, όπου εξασφαλίζεις τις συνθήκες για την παράστασή σου και χρήματα για τους μισθούς και την ασφάλιση των ηθοποιών σου, που για μένα είναι βασικά πράγματα. Πρέπει, όταν δουλεύουν, να έχουν όλα όσα έχουν και οι άλλοι εργαζόμενοι.
— Παρά την κατάσταση, όλο και περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται στα καλλιτεχνικά επαγγέλματα. Πώς το ερμηνεύεις αυτό;
Υπάρχει μια παραδοξότητα σε αυτό. Εν μέσω της κρίσης φούσκωσε η κατάσταση, γιατί και τα νέα παιδιά, βλέποντας ότι δεν υπάρχει εξασφάλιση στο εργασιακό τοπίο, είπαν μέσα τους «γιατί να μην κάνουμε το κέφι μας;». Εμένα μου αρέσει αυτό γιατί με έναν τρόπο απενοχοποιήθηκε η κατάσταση. Δεν είναι εύκολες οι εξηγήσεις και νομίζω ότι θα χρειαστούν λίγα χρόνια προκειμένου ένας ιστορικός να ανατρέξει και να δει την κατάσταση και κοινωνιολογικά.
— Πάμε σε ένα άλλο ζήτημα, που πάντα μας απασχολεί και λέγεται ελληνικό έργο. Δεν παράγουμε καθόλου ή δεν είναι καλό αυτό που παράγουμε;
Να μην πούμε «καθόλου». Παράγεται λίγο ελληνικό έργο, αλλά αυτό είναι και παγκόσμιο φαινόμενο. Υπάρχει πρόβλημα παραγωγής νέου έργου παντού. Κάθε τόσο φτάνουν στα χέρια και τα δικά μου και συναδέλφων κάποια έργα. Όμως τα περισσότερα γράφονται με όρους λογοτεχνικούς ή τηλεοπτική φιλοδοξίας, ας το πω κι έτσι.
— Το θέατρο γράφεται μέσα στο θέατρο;
Είναι ένας λόγος κι αυτός, αλλά οι περισσότεροι σημαντικοί συγγραφείς έγραφαν στο σπίτι τους, δεν έγραφαν στη ζύμωση της πρόβας, δεν κινούνταν η συγγραφή από την ανάγκη ενός σκηνοθέτη να φτιάξει μια παράσταση. Για να είμαστε ειλικρινείς, τα επιχορηγούμενα θέατρα της δεκαετίας του ’90 είχαν κάποια σχέση με Έλληνες συγγραφείς, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ στοχευμένα στη συγγραφή και την ανάδειξη του ελληνικού έργου, δεν το πριμοδότησαν. Ήταν περισσότερο προσανατολισμένα στο σύγχρονο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο δραματολόγιο παρά στην προώθηση της ελληνικής γραφής.
Αυτό σίγουρα έπαιξε ρόλο, γιατί οι νέοι άνθρωποι τότε, οι σημερινοί 50άρηδες, οι οποίοι θα μπορούσαν να παραγάγουν ώριμα έργα, δεν περάσαν από τη διαδικασία της σκηνής. Γιατί είναι πολύ σημαντικό για έναν θεατρικό συγγραφέα να μη γράφει μόνο στο χαρτί αλλά να βλέπει το έργο του στη σκηνή και να καταλάβει πώς πρέπει να συνεχίσει.
— Ξένα έργα καινούργια βρίσκετε;
Όχι εύκολα. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, έχουν ένα σύστημα και μια δομή που προετοιμάζει τις νέες γενιές συγγραφέων. Όμως και εκεί βλέπεις καλογραμμένα, καλοστημένα έργα, με χαρακτήρες, δομές, που στην ουσία τους είναι πολύ «μικρά». Καλοφτιαγμένα μεν, αδιάφορα δε, επικαιρικά κυρίως. Δεν το λέω αυτό γιατί πρέπει να γράφονται μεγάλα έργα μόνο, αλλά γιατί είναι αυτά που δεν θα εξαφανιστούν.
Είναι ένας κύκλος της Ιστορίας; Έχει γίνει μια «κοιλιά» στην εμφάνιση νέων συγγραφέων; Μπορεί. Επίσης, τα έργα των Ελλήνων συγγραφέων δεν θεωρούνται εμπορικά με τους σημερινούς όρους. Είναι χαζομάρα αυτό, γιατί ένα έργο που αφορά το σήμερα και την κοινωνία θα είναι και εμπορικό για το κοινό, προφανώς, αν εστιάσει και αναδείξει θέματα που μας απασχολούν.
— Ποια είναι τα έργα με τα οποία συνδέεται περισσότερο το κοινό;
Υπάρχει το brand name των κλασικών συγγραφέων, που είναι πάντα ελκυστικό, και μην κρίνεις από εμάς, που ξέρουμε τα έργα. Πολλοί άνθρωποι πάνε να δούνε τον «Άμλετ» που έχουν ακούσει, αλλά δεν ξέρουν το έργο. Και είναι πολύ θεμιτό αυτό, δεν οφείλουν να το ξέρουν. Νομίζω ότι αυτό που συγκινεί τους θεατές, πέρα από το όνομα του συγγραφέα, είναι πως αυτά τα κλασικά έργα μιλάνε για πολύ κομβικά και επίκαιρα ζητήματα για όλους μας, γι’ αυτό είναι κλασικά. Αυτό που αφορά τους θεατές κι εμάς είναι η θέση του ανθρώπου απέναντι στους άλλους και στην κοινωνία.
Θα σου αναφέρω το παράδειγμα του «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», που σκηνοθέτησα. Είναι ένα καταπληκτικό έργο της δεκαετίας του ’40, με σύγχρονες αναφορές, μιλάει για μια πραγματικότητα της Αμερικής και θέτει το θέμα της ατομικής ευθύνης έναντι της κοινωνίας. Το πόσο συγκινούσε και ταρακουνούσε τον κόσμο μια ιστορία που στη ζωή μας την προσπερνάμε, για τις σχέσεις που σχηματίζουμε με τους άλλους, την οικογένειά μας και το κοινωνικό μας περιβάλλον ήταν αποκαλυπτικό. Γιατί ξαφνικά βλέπεις στη σκηνή, μέσα από τις ιστορίες άλλων, την ιστορία της δικής σου ζωής.
Αυτή είναι η δύναμη του θεάτρου, ότι βλέπεις να τίθενται τα διλήμματα από ζωντανούς ανθρώπους μπροστά σου, να συμβαίνουν επί σκηνής κι αυτή είναι μια άλλου είδους συγκίνηση, διαφορετική από αυτήν που παράγει ο κινηματογράφος, που μπορεί να είναι συναρπαστικός, αλλά έχει άλλη ποιότητα συναισθημάτων.
— Να γυρίσουμε, λοιπόν, στους κλασικούς και στην τωρινή σου δουλειά. Πας πρώτη φορά στην Επίδαυρο. Τι νιώθεις;
Όλοι με ρωτούν αν είμαι τρομοκρατημένος. Τρομοκρατημένος δεν είμαι, είμαι χαρούμενος. Είναι ένα θέατρο καταπληκτικό, κάθε φορά που πηγαίνω και βλέπω να δύει ο ήλιος, τους ηθοποιούς να μπαίνουν και την παράσταση να αρχίζει μου φαίνεται μαγικό, τι να πω! Έχω μεγάλη χαρά που θα έχω την εμπειρία να κάνω παράσταση εκεί, αλλά δεν την αντιμετωπίζω με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι άλλες παραστάσεις που κάνω. Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει είναι να είναι αποτελεσματική η παράσταση σε σχέση με τη δραματουργία του έργου.
— Τι σημαίνει αυτό;
Να θέσεις επί σκηνής με σύγχρονο τρόπο τα ζητήματα που θέτει και ο συγγραφέας.
— Αυτό είναι θέμα της δραματουργίας ή της σκηνοθεσίας;
Της σκηνοθεσίας, γιατί είναι θέμα στόχευσης του σκηνοθέτη. Εμένα με αφορά η συνομιλία με τα έργα και τον συγγραφέα. Δεν είμαι βέβαια και πολύ κλασικός, δραματουργικά κάνω παρεμβάσεις, απενοχοποιημένα πια, θεωρώντας όχι ότι είμαι πιο έξυπνος και καλύτερος από τους συγγραφείς που τα έχουν γράψει αλλά ότι ζούμε στο σήμερα και κάποια πράγματα πρέπει να γίνουν πιο αποτελεσματικά όσον αφορά την πρόσληψη από το σύγχρονο κοινό.
Για παράδειγμα, οι «Φοίνισσες», ως έργο, έχουν δύο σημαντικά προβλήματα, που βρίσκουν ανταπόκριση στο σήμερα. Έναν Χορό Φοινισσών, εξωτικών γυναικών που βρίσκονται κατά τύχη και εγκλωβίζονται στα τείχη της Θήβας, γι’ αυτό πρέπει να αντιμετωπίσουν την πολιορκία της πόλης μαζί με τους ήρωες.
— Αυτές τις εξωτικές γυναίκες πώς θα τις παρουσιάσεις; Πώς το χειρίζεσαι;
Αυτός ο εξωτισμός είχε ένα άλλο νόημα για την εποχή και για τον Ευριπίδη, γιατί ξεχνάμε συχνά ότι ήταν ένας άνθρωπος του θεάτρου. Δεν ήταν ο μεγάλος κλασικός Ευριπίδης που όλοι κοιτάμε με θαυμασμό σήμερα. Ήταν ένας άνθρωπος του θεάτρου που έγραφε και σκηνοθετούσε κιόλας, θέλοντας να κερδίσει έναν διαγωνισμό πιθανώς. Το λέω με φοβερό σεβασμό, αλλά ήταν γραφιάδες του θεάτρου αυτοί οι συγγραφείς. Αισθάνομαι ότι ο Ευριπίδης ήθελε πολύ απλά να παρουσιάσει και μια πρωτοτυπία, έναν χορό εξωτικό, με μουσική εξωτική, για να εντυπωσιάσει και να πάρει το βραβείο.
Αυτό το θέμα του εξωτισμού σήμερα δεν είναι αποτελεσματικό για το έργο, γι’ αυτό δεν το φωτίζω τόσο, όσο στέκομαι στη συγγένεια που έχουν αυτές οι γυναίκες με τον τόπο στον οποίο βρέθηκαν, που είναι και η αφορμή του Χορού. Αυτές οι γυναίκες προέρχονται από μια χώρα που σήμερα δεν ξέρουμε καν πού ακριβώς υπήρχε.
Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι ο Ευριπίδης δεν βάζει έναν Χορό Θηβαίων γυναικών που αγωνιούν για την ίδια τους τη ζωή αλλά έναν Χορό-παρατηρητή, που μπορεί να δει από απόσταση και να ανακαλέσει όλο το ιστορικό παρελθόν της Θήβας και τον κύκλο του αίματος που δεν σταματά. Είναι αφηγήτριες όλου του κύκλου των Λαβδακιδών, αλλά πηγαίνουν πολύ πίσω κι αυτή η ιστορική ανασκόπηση αναφέρεται σε πολλά ονόματα και μυθολογικά στοιχεία που σήμερα, ακόμα κι εγώ, που το διάβασα και το ξαναδιάβασα το έργο, με τη βοήθεια του μεταφραστή και της δραματολόγου μου, δυσκολεύτηκα να καταλάβω ποιος είναι ποιος και τι συμβαίνει.
Ο σύγχρονος θεατής δεν θα μπορέσει να επικοινωνήσει με αυτό το κομμάτι. Δεν μπορεί να δει την παράσταση με το «λυσάρι». Για τους θεατές της εποχής προφανώς ήταν κοινόχρηστοι μύθοι. Άρα, το θέμα μου είναι με ποιον τρόπο θα παρακολουθήσει το κοινό το έργο, θα μπει στην ιστορία, μην μπερδευτεί με δεκάδες ονόματα, γι’ αυτό προχώρησα σε μια δραματουργική παρέμβαση στα χορικά, απλοποιώντας τα, κρατώντας τον θεματικό πυρήνα, ώστε να καταλάβει ο θεατής αυτό που συμβαίνει και πώς συνδέεται το χορικό με τον πριν και το μετά των επεισοδίων.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι το φινάλε, που έχει δύο αντιφατικές λύσεις. Δηλαδή, λέει η Αντιγόνη ότι θα θάψει τον Πολυνείκη και την ίδια στιγμή φεύγει με τον πατέρα της, για να τον συνοδεύσει στην εξορία του στον Κολωνό. Δεν γίνεται να συμβαίνουν και τα δύο όμως. Οπότε αποφάσισα τι θα ισχύσει και εκεί θέλω να μιλήσω, ως σκηνοθέτης, γι’ αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα.
— Για ποιο πράγμα θέλεις να μιλήσεις, τι σε απασχολεί στο έργο;
Αυτό το κλίμα του διχασμού που δεν παύει ποτέ να υπάρχει, και όχι μόνο στην Ελλάδα, δεν είναι ίδιον της ελληνικής φυλής. Δεν υπάρχει χώρα στην υφήλιο που να μην υφίσταται διχασμούς. Και εκεί απορεί κανείς, γιατί όλοι βλέπουμε πού οδηγούν οι διχασμοί, ότι διαιωνίζονται. Τα χρόνια που μεγάλωσα υπήρχε μεγαλύτερη νηνεμία.
Στην Ελλάδα του ’80 και του ’90 υπήρχε μια φούσκα καλοπέρασης, εικονικής άνθησης, επομένως αυτά παραμερίστηκαν κάπως. Την τελευταία δεκαετία έχουν επιστρέψει με δύναμη, με το που επέστρεψε η οικονομική δυσκολία, και βγήκαν στην επιφάνεια αυτά που υπήρχαν, αλλά ήταν θαμμένα, τελικά όχι και τόσο βαθιά.
— Εσένα ο στόχος σου ως προς τον θεατή ποιος είναι;
Να δείξω το καζάνι που κοχλάζει, αλλά όχι με τρόπο επικαιρικό, και να το θέσω με όρους σημερινούς. Νομίζω πως επειδή είναι καλά γραμμένες ιστορίες και με μύθο που εξελίσσεται, αν τις αφηγηθείς καλά στον θεατή, του φτάνει και του περισσεύει. Προσπαθούμε να αφηγηθούμε την ιστορία με όρους ουσίας.
— Γιατί οι «Φοίνισσες» δεν παίζονται συχνά;
Δεν είναι έργο αβανταδόρικο, κατά την εκτίμησή μου, γιατί δεν έχει καθαρό πρωταγωνιστή. Είναι έργο συνόλου με κεντρικούς ρόλους, αλλά δεν είναι Οιδίποδας, Αντιγόνη, Προμηθέας. Τα περισσότερα ανεβάσματα έχουν γίνει από τα κρατικά θέατρα. Αλλά και τα κρατικά θέατρα θέλουν κι αυτά τον πρωταγωνιστή τους, μη γελιόμαστε. Αυτός νομίζω ότι είναι ο κύριος λόγος και το θέμα του Χορού, που δημιουργεί προβλήματα, παρότι είναι μια ιστορία πολύ γνωστή και στο μέσο κοινό. Όταν όμως το κοινό ακούει «Φοίνισσες», δεν ξέρει την προέλευση, γι’ αυτό δεν φαντάζεται την ιστορία.
Θα πω για το τέλος κάτι πολύ σημαντικό: είναι καλός ο θίασος με τον οποίο δουλεύω κι αυτό το έχει ανάγκη και το έργο, γιατί, αν έχουν διάθεση οι ηθοποιοί να δουλέψουν ήρεμα και με ανοιχτό μυαλό, όλα συμβαίνουν εύκολα, αλλιώς, όσο και να προσπαθήσεις, θα συντριβείς.
— Τι είναι πιο σημαντικό σε μια συνεργασία;
Όταν διαλέγεις, θέλεις να ταιριάζεις με τις επιλογές σου.
— Έχεις μπει στο δίλημμα να προτιμήσεις έναν καλύτερο και πιο δύσκολο ηθοποιό από έναν λιγότερο καλό, αλλά πολύ πιο ανοιχτό στη συνεργασία;
Έχω κάνει και το ένα και το άλλο. Έκανα κάποιες επιλογές που ήξερα ότι μπορεί να με δυσκόλευαν στη συνεργασία. Αν το μετάνιωσα; Μάλλον όχι, γιατί σημασία έχει το αποτέλεσμα. Αν είναι αυτό που όλοι επιζητούν, οι δυσκολίες ξεχνιούνται. Αυτό που συμβαίνει στο θέατρο είναι ότι σχηματίζεται πρόσκαιρα μια οικογένεια που έχει στόχο να βγει μια παράσταση, όχι να γνωρίσει νέους ανθρώπους και να κάνει φίλους. Μακάρι να γεννηθούν φιλίες και να παραμείνουμε φίλοι για χρόνια, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός.
«Φοίνισσες» του Ευριπίδη
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
30, 31 Ιουλίου και 1 Αυγούστου
Μετάφραση: Νικηφόρος Παπανδρέου
Σκηνοθεσία - Δραματουργική προσαρμογή: Γιάννης Μόσχος
Σκηνικά: Τίνα Τζόκα
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ
Συνεργάτις χορογράφου: Αντιγόνη Γύρα
Βίντεο Design: Αποστόλης Κουτσιανικούλης
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Επιστημονική σύμβουλος: Ελένη Παπάζογλου
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Νάκου
ΒΆ Βοηθός σκηνοθέτη: Έλενα Αντωνοπούλου
Δραματολόγος παράστασης: Βιβή Σπαθούλα
Παίζουν (αλφαβητικά): Γιώργος Γλάστρας (Αγγελιοφόρος), Μαρία Κατσιαδάκη (Ιοκάστη), Σεσίλ Μικρούτσικου (Σφίγγα), Λουκία Μιχαλοπούλου (Αντιγόνη), Κώστας Μπερικόπουλος (Παιδαγωγός), Αλέξανδρος Μυλωνάς (Τειρεσίας), Βασίλης Ντάρμας (Μενοικέας), Αργύρης Ξάφης (Ετεοκλής), Δημήτρης Παπανικολάου (Οιδίπους), Θάνος Τοκάκης (Πολυνείκης), Χρήστος Χατζηπαναγιώτης (Κρέων)
Χορός: Νεφέλη Μαϊστράλη, Ζωή Μυλωνά, Ελπίδα Νικολάου, Σταύρια Νικολάου, Κατερίνα Παπανδρέου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ελίνα Ρίζου, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θάλεια Σταματέλου, Στυλιανή Ψαρουδάκη