Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη είναι η πέμπτη παράσταση της Νικαίτης Κοντούρη στην Επίδαυρο. Η ίδια το θεωρεί έργο «επικίνδυνο», όπως και οι ειδικοί, έργο ρευστό σαν κινούμενη άμμο, που ζητά να αποκαλυφθούν οι κρυμμένες δυναμικές του. Έργο που μιλάει για τη δύναμη των γυναικών, την ανθρώπινη εκδίκηση ενός θεού και την πλήρη καταστροφή μιας πόλης, με απόηχο και ερωτήματα που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, έργο για τις γυναίκες, τη θέση τους μέσα στους αιώνες, που εξακολουθεί να εμπνέει όψεις και ερμηνείες.
Με τη μουσική των Θραξ Πανκc και έναν δυναμικό θίασο, η παράσταση θα κάνει πρεμιέρα στην Επίδαυρο από τις 13 έως τις 15 Αυγούστου. Η σκηνοθέτις του έργου μάς πηγαίνει πίσω στον χρόνο, στα Μυστήρια, στον κόσμο του Ευριπίδη αλλά και στον κόσμο του σύγχρονου θεάτρου.
— Και το ερώτημα είναι πάντα γιατί το κάνεις τώρα;
Είναι δυόμισι χρόνια τώρα που έχουμε σχεδιάσει αυτή την παράσταση και στον καιρό του κορωνοϊού, που μας άλλαξε τη ζωή, την καθημερινότητα, μας θύμωσε και μας έφερε ενώπιος ενωπίω, είδαμε ότι δεν μπορούμε να αντέξουμε τον εαυτό μας κι αυτό με έφερε πιο κοντά στο έργο.
Ο Διόνυσος, που είναι ο πρωταγωνιστής, ο θεός που διαφεντεύει τα πάντα, είναι κάτι αντίστοιχο με μια σημερινή καταστροφή, αλλά μέσα από τη μιμητική διαδικασία μιας τελετουργίας που είναι πολύ έξω από τα δικά μας δεδομένα. Διακηρύσσει ότι έρχεται από την Ανατολή με το που ξεκινάει το έργο. Λέει τον πρόλογο του έργου ή το πρόγραμμα ή το εφεύρημα του ιδιοφυούς Ευριπίδη και ξέρουμε τι πρόκειται να δούμε. Λέει το έργο, με λίγα λόγια.
Και περιμένουμε να αρχίσει να μπαίνει ο Χορός και οι υποκριτές, πώς θα εξελιχθεί το έργο, μέχρι πού θα φτάσει η τιμωρία αυτού του θεού πάνω στους ζωντανούς, που δεν τον θέλουν, δεν τον αναγνωρίζουν ως ισάξιο θεό ανάμεσα σε όλους τους άλλους. Αυτός ο θεός έχει θυμό και την εκδικητική μανία του ανθρώπου. Στήνει μια βραδυφλεγή βόμβα με το που ξεκινάει το έργο. Μια εκδίκηση τρομακτική, την οποία φτάνει μέχρι το τέλος, στέλνοντας στα πρόσωπα του έργου θεϊκή μανία και αλλάζοντάς τους τη φύση.
Οι ήπιες γυναίκες, οι Βάκχες, που ακολουθούν σαν νεοφώτιστες τον νέο θεό και έχουν έρθει μαζί του από τη Ασία, ακολουθώντας τον σε ένα τεράστιο ταξίδι, περνώντας από διάφορες χώρες και επιβάλλοντας μαζί του τη νέα θρησκεία που προσκύνησαν οι άνθρωποι της Ασίας, δίνουν το όνομά τους στην τραγωδία. Η αντίσταση εναντίον του νέου θεού συμβαίνει στην Ελλάδα, σε έναν τόπο ποιητικό, γιατί για την Αθήνα είναι γραμμένο το έργο, απλώς τοποθετείται λίγο πιο έξω, για να είναι πιο μακριά.
Έρχονται, λοιπόν, να επιβάλουν τη νέα θρησκεία με ένα ζητούμενο επιπλέον, που έχει να κάνει με τον θάνατο της μητέρας του Διονύσου, της Σεμέλης, ενώ στη Θήβα θεωρούν ότι ο ίδιος δεν επέζησε, ότι αυτός ο θεός είναι ένας ψεύτης, ένας κομπογιαννίτης. Όμως εκείνος κουβαλάει τα χαρακτηριστικά της εκδικητικής μανίας, η οποία καταλαμβάνει τα πρόσωπα του έργου. Η θεϊκή μανία κάνει τις γυναίκες του Χορού, από πιστές και νεοφώτιστες, να φτάσουν στο σημείο να παρακαλάνε γι’ αυτή την εκδίκηση.
Αυτό είναι το έργο και, βέβαια, μέσα στους αιώνες κάποια κενά του εξανάγκασαν πολλούς να προσθέσουν, κυρίως στο φινάλε, στην Έξοδο, κάποια κείμενα που ταίριαζαν και δείχνουν να ολοκληρώνουν το έργο.
Θέλουμε να αφηγηθούμε την ιστορία σε όλο τον κόσμο και ο θεατής να επικοινωνήσει με ένα στοιχείο τουλάχιστον από αυτή την ιστορία. Οπότε ακολουθούμε τη λογική του έργου και ελπίζουμε, στοχεύουμε να φτάσουμε βαθιά στον στριγκό, βίαιο ήχο των «Βακχών».
— Πώς βλέπεις τις Μαινάδες;
Οι Μαινάδες είναι στα βουνά και λειτουργούν σαν ζώα, έχουν χάσει τη λογική τους τελείως, δεν υπάρχει κανένας έλεγχος. Υπάρχουν στάδια αυτής της κατάστασης, όπως και στις Βάκχες. Αυτά που συμβαίνουν στον Κιθαιρώνα, τα τρομακτικά, έχουν να κάνουν με δύο όψεις. Η μία είναι ότι ζώα και άνθρωποι συμβιώνουν και συμβαίνουν θαύματα που μπορεί να τρελάνουν τους παρατηρητές, όπως ο πρώτος Αγγελιοφόρος.
Αυτές οι γυναίκες, λοιπόν, αποκτούν τέτοιες δυνάμεις, που, όταν οσμίζονται ότι κάποιος τις παρακολουθεί και είναι άνδρας, χυμάνε ‒ αλλά οι άνδρες έχουν φύγει, έτσι κατασπαράζουν τα ζώα τους. Τα κόβουν κομμάτια.
Στην επόμενη φάση όμως, στη συνέχεια του έργου, ο Πενθέας πέφτει και ο ίδιος θύμα της γοητείας του Διονύσου, ντύνεται γυναίκα, αποκτάει γυναικεία συμπεριφορά, χαίρεται με αυτό που του συμβαίνει και που είναι ισοδύναμος των γυναικών που είναι εκεί. Αυτές τον βλέπουν ως λιοντάρι και του χυμάει η μάνα του, η προεξάρχουσα, ως Μαινάδα ‒ εδώ πάμε λίγο πιο μακριά, στο ασυνείδητο, που βγαίνει στην επιφάνεια, στον μαιναδισμό. Γι’ αυτό και κάνουν αυτή την ακραία πράξη: η μάνα του τού παίρνει το κεφάλι και το περιφέρει ως τρόπαιο λιονταριού στον θύρσο επάνω.
— Πολλοί συγχέουν τις «Βάκχες» με τις Μαινάδες, ενώ οι αυτές, ως ακόλουθοι του Διονύσου, μένουν πάντα πίσω.
Οι «Βάκχες», που έχουν μείνει πίσω, σύμφωνα με τον τρόπο που δουλεύουμε την παράσταση ‒και νομίζω ότι θα ισχυροποιηθεί αυτό‒ βιώνουν εξ αποστάσεως τη χαρά όλων των γεγονότων του βουνού, της λεγόμενης ορειβασίας. Όταν όμως φτάνει ο δεύτερος Αγγελιοφόρος και αφηγείται τι πραγματικά συνέβη και πού οδηγήθηκαν αυτές που πήραν εντολή από τον θεό να κάνουν κομμάτια τον Πενθέα, αρχίζουν να συνέρχονται και αντιλαμβάνονται ότι όλη η διαδρομή τους ήταν σαθρή, στηριγμένη σε κάτι εξίσου σαθρό.
Όλη η δεύτερη αγγελική ρήση είναι σαν να αρχίζει να ταράζει μέσα τους το λογικό που είχε ξεχαστεί, είχε αφεθεί στην ηδονή που γεννάει η παρέμβαση του Διονύσου. Όταν έρχεται η Αγαύη, είναι οι πρώτες που προσπαθούν να την επαναφέρουν, λέγοντάς της «τι είναι αυτό που έχεις στα χέρια, θα είναι ο γιος σου μαζί με αυτούς που έρχονται;». «Όχι», απαντά, «ο γιος μου είναι στα δώματα, εδώ, και το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να θεομαχεί. Βγάλτε τον έξω, να δει τι δυνάμεις αποκτούν με αυτόν τον θεό οι γυναίκες, πόσο ικανές είναι και τι σημαίνει οι γυναίκες να αφήνουν το νοικοκυριό, τα σπίτια» ‒ γιατί μιλάμε για μια κοινωνία που τις γυναίκες τις είχε πολύ περιορισμένες.
Έπειτα έρχεται ο πατέρας, ο Κάδμος, και φέρνει τα όλα κομμάτια του Πενθέα που μάζεψε από διάφορα σημεία στο βουνό.
— Τι λέει ο Ευριπίδης για τη δύναμη των γυναικών;
Λέει πολλά για τις γυναίκες. Είναι τόσο λάθος να τον χαρακτηρίζουν μισογύνη, την ήξερε τη γυναικεία φύση πάρα πολύ καλά, ήξερε τη δύναμή της, γι’ αυτό είναι και τόσο σύγχρονο το έργο. Δεν είναι μόνο η μανία και η εκδικητικότητα ‒ βέβαια, όταν καταλαμβάνεσαι από τρέλα, αρχίζεις να κάνεις ανήκουστα πράγματα. Έχει να κάνει με τη γυναικεία φύση. Η γυναίκα μπορεί πραγματικά να δει στα σπάργανα ένα ζωάκι και να το φροντίσει σαν να είναι η μάνα του, ακόμα κι αν είναι λιονταράκι. Όπως μπορεί, αν νιώσει ότι απειλείται το παιδί της, να ορμήσει και να κομματιάσει το ζώο.
— Μιλά και για ένα άλλο επίπεδο ανεξαρτησίας των γυναικών, τις βάζει να φεύγουν από την πόλη.
Αδειάζει την πόλη, όχι μόνο από τις γυναίκες, που είναι στα βουνά, αλλά και από τους άνδρες, που τις κυνηγούν, όμως αυτές είναι άπιαστες, γιατί ο θεός τις προστατεύει. Στο τέλος ισοπεδώνει την πόλη και γίνονται όλοι πρόσφυγες, όπως οι γυναίκες, που τις χαρακτηρίζει πρόσφυγες εξαρχής, οι Βάκχες.
— Αυτό είναι ένα άλλο επίπεδο του έργου, πολιτικό.
Αυτό είναι ένα βαθιά πολιτικό επίπεδο που έχει να κάνει και με την εξουσία και με την καταστροφή και με την πράξη καθαυτή, που είναι τρομακτική, τη μάνα που κατασπαράζει το παιδί της. Φυσικά, υπάρχει και το στοιχείο της διαρκούς μεταμφίεσης μέσα στο έργο. Το φέρνει ο ίδιος ο Διόνυσος, ο οποίος είχε δυο γέννες, μία από τη μάνα του και μία από τον μηρό του Δία, έτσι μπορεί να προκαλεί σε όλους μια αλλαγή.
Οι γυναίκες γίνονται άνδρες, οι Βάκχες πραιτοριανοί υποστηρικτές, ο Πενθέας αποκτά γυναικείες συμπεριφορές και στο βουνό γίνεται η τρομακτική υπέρβαση: γίνονται οι ίδιες οι γυναίκες μεγάλα ζώα και κατασπαράζουν έναν άνθρωπο. Φυσικά, είναι ο Διόνυσος που δίνει την εντολή για κάθε αλλαγή. Ακόμα και σήμερα, ο ίδιος ο ηθοποιός μένει με ανοιχτό το στόμα, ξεστομίζοντας αυτά τα λόγια. Νιώθει μια ρωγμή.
— Και η πόλη, τι συμβαίνει σε μια πόλη μολυσμένη;
Η μόλυνση της πόλης είναι τεράστια. Ο Ευριπίδης δανείζεται πολλά στοιχεία από ένα έργο που δεν έχει διασωθεί, τον «Πενθέα» του Αισχύλου. Είναι μια μεταγραφή του Πενθέα, κατά πολλούς. Το πιστεύω κι εγώ σε μεγάλο βαθμό, γιατί δύο από τα τέσσερα στάσιμα είναι πολύ αισχυλικά, το μέτρο, οι λέξεις η εκφορά, ο ρυθμός, δίνουν την αίσθηση ότι είσαι σε έργο του Αισχύλου. Απλώς, ο Ευριπίδης το πάει στα άκρα, χρησιμοποιεί το ασυνείδητο της Μαινάδας, αυτό που δεν έχει μέτρο, σταματημό, φινάλε.
— Γιατί λένε όλοι ότι είναι το πιο επικίνδυνο έργο του Ευριπίδη;
Γιατί είναι πολύ μακρινό για εμάς, αυτή η τελετουργία. Γίνεται κατανοητό μόνο αν συνδεθεί με μεγάλες καταστροφές ή με μεγάλες αιρέσεις ως προς τον φανατισμό ή τους ακολούθους. Σ’ εμένα, ας πούμε, αν το φέρω κοντά μας, θυμίζει την καταστροφή στο Μάτι. Μια πολύ ακραία συνθήκη, μια βιβλική καταστροφή που πρέπει να αφηγηθείς τι έγινε και μόνο με αψηλωμένο τον νου μπορείς να το κάνεις.
Στις «Βάκχες» τα φονικά είναι τρομακτικά, είτε αφορούν τα ζώα, είτε τον άνθρωπο, που ξεσκίζεται, είτε τη μάνα, που μέσα σε τέσσερις ατάκες πρέπει να συνέλθει και να καταλάβει ότι είναι το κεφάλι του παιδιού της αυτό που περιφέρει. Κι αυτό παίζεται μόνο με αφαίρεση μεγάλη, όχι με οιμωγές. Σαν να είσαι το τίποτα.
Διαβάσαμε Σικελιανό και Νίτσε και Χέλντερλιν, κείμενα υπερβατικά και όχι αμέσως αντιληπτά, και καταλήξαμε ότι αυτή είναι μια παράσταση που στήνει ο Διόνυσος, ο οποίος καταλήγει, σαν ένας σύγχρονο άνθρωπο, να μιλάει για το ότι ερχόμαστε από το μηδέν, πάμε στο μηδέν, αυτό προσκυνάμε και δεν κάνουμε τίποτα για να το σταματήσουμε. Αυτό είναι το επιμύθιό μας.
— Παρόλο που είναι από τις πιο δημοφιλείς τραγωδίες, δεν ανεβαίνει συχνά. Μου εξηγείς γιατί συμβαίνει αυτό;
Ναι, δεν ανεβαίνει συχνά, τελευταία έχουν αρχίσει να το επιχειρούν άνθρωποι με ομάδες και ένα άλλο πνεύμα. Είναι δύσκολο να δεις το έργο συνολικά. Δεν έχει ανάγκη από ανθρώπους που να αντιλαμβάνονται τη συνθήκη, αλλά απαιτεί νεανικές αντοχές. Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο να το κάνεις στην τραγωδία.
Η Μάγια Λυμπεροπούλου έλεγε ότι πρέπει να είμαστε με τα βιώματα των 40-50, αλλά να έχουμε τις αντοχές του 30άρη μάξιμουμ. Δηλαδή πρέπει να έχεις έναν ηθοποιό που να αντιλαμβάνεται πνευματικά ότι αυτός ο θεός γεννήθηκε ταυροκέρατος, έτσι τουλάχιστον έχει διασωθεί ο μύθος, οπότε θέλεις έναν ηθοποιό με γερό σώμα και γερό μυαλό.
Εγώ έτσι κατέληξα στον Άκη Σακελλαρίου, που έχει τη μεγάλη εμπειρία του Θόδωρου Τερζόπουλου, έχοντας αναλάβει τον ρόλο του Διονύσου σ’ εκείνες τις ιστορικές «Βάκχες». Πήγε περιοδεία για πολλά χρόνια σε όλον τον κόσμο, ξέρει το σώμα που φτάνει στα άκρα, κινείται ως όλον. Αυτό θέλει το έργο αυτό.
— Απ’ όλα όσα περιέχουν οι «Βάκχες», τι θέλεις να αφηγηθείς;
Θέλουμε να αφηγηθούμε την ιστορία σε όλο τον κόσμο και ο θεατής να επικοινωνήσει με ένα στοιχείο τουλάχιστον από αυτή την ιστορία. Οπότε ακολουθούμε τη λογική του έργου και ελπίζουμε, στοχεύουμε να φτάσουμε βαθιά στον στριγκό, βίαιο ήχο των «Βακχών».
Βοηθάει πολύ σε αυτήν τη διαδικασία η μουσική των Θραξ Πανκc, των οποίων το ιδίωμα με γοήτευσε. Η μουσική τους έχει γεννηθεί από αυτό που βλέπουν.
— Μιλώντας για τον κόσμο του θεάτρου, ζήσατε με τον Γιώργο Πάτσα μια ολόκληρη ζωή μαζί και μέσα στο θέατρο. Τι έμαθες;
Ο Γιώργος δεν είχε εγώ, είχε εμείς. Δηλαδή έπαιρνε τους νέους σκηνογράφους και τους έλεγε πάντα μια καλή κουβέντα, τους υποστήριζε. Ο Γιώργος λείπει σε πολλούς ανθρώπους, όχι μόνο στην οικογένειά του. Η οικογένειά του προέκυψε μέσα από τη δουλειά και την πορεία του και είναι πολύ μεγαλύτερη από δύο παιδιά και τους δικούς του ανθρώπους. Γιατί ήταν πάντα εκεί για όλους, δεν άφηνε αποστήματα στις σχέσεις του και, κυρίως, είχε το εμείς, ήταν ένας αφάνταστα εργατικός και δημιουργικός άνθρωπος, σημείωνε, ζωγράφιζε ακατάπαυστα μέχρι το τέλος. Όσοι πορευτήκαμε μαζί του έχουμε το παράδειγμα αυτού του «εμείς».
Έφυγε χορτάτος και το ομολογούσε, από αγάπη, έρωτα, αναγνώριση, έζησε μια γεμάτη ζωή στο θέατρο για πενήντα χρόνια, σε όλη του την πορεία. Ομολογούσε όμως ότι ήταν στενοχωρημένος γιατί η κρίση έκανε πολύ φτωχή τη σκηνογραφία και προσπαθούσε τα τελευταία χρόνια να βρει λύσεις από το τίποτα, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην εικόνα, στο εικαστικό των παραστάσεων. Με νύχια και δόντια το έκανε αυτό, αξιοποιούσε όλα τα παλιά βεστιάρια, τα αντικείμενα, με πολύ σεβασμό.
Το πιο σοφό μότο του ήταν αυτό που είχε πει στον Στέφανο Λαζαρίδη, που ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης: «Έχω μάθει να πηγαίνω σύμφωνα με αυτά που μου δίνει κάθε χώρος». Αυτή ήταν η σοφία του Γιώργου, η προσαρμογή. Το θέμα είναι ότι ήξερε πού πήγαινε και ήθελε πάντα να λάμπουν οι ηθοποιοί. Τον ενδιέφερε να λειτουργεί η παράσταση και οι άνθρωποι να βγαίνουν μπροστά.
— Έχει αλλάξει το θέατρο;
Έχει αλλάξει ως προς την αισθητική, ο γερμανόφωνος χώρος μάς έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό, έχουν φορεθεί πολύ τα ρούχα από τη λαϊκή. Σίγουρα η κρίση «βοήθησε» σε αυτό, αλλά δεν υπάρχουν τα χρήματα που θα τονώσουν την παραγωγή, οπότε θα πρέπει να περιοριζόμαστε πολύ. Μας αναγκάζει όμως και να σκεφτούμε λύσεις που να προβάλουν το σκεπτικό μας, χωρίς πολλά στολίδια. Αυτό είναι καλό. Η αφαίρεση είναι καλή και η ένδεια σε κάνει να βρίσκεις λύσεις
— Αλλά δεν θέλεις κάποια στιγμή να έχεις μια παραγωγή, ένα κουκούλι, να έχεις τα χρήματα να φτιάξεις έναν κόσμο;
Ναι, αλλά είναι θέμα έμπνευσης των εικαστικών. Πιστεύω ότι η ένδεια μάς κάνει να μελετήσουμε και να εμβαθύνουμε, δεν έχουμε ένα μπάτζετ να εμπιστευόμαστε αλλά τις δυνατότητες των συνεργατών μας, ας βγάλουμε το καλύτερο από αυτούς.
Δεν σημαίνει αυτό ότι δεν μπορεί να βγει κάτι άρτιο. Αλλά καιροφυλακτεί η ένδεια, η φτώχεια και πολλές φορές δεν δικαιώνονται οι προθέσεις γιατί σου λείπει κάτι, ένας μηχανισμός, για παράδειγμα, μια έκπληξη. Έχεις ένα δώμα και πάνω σε αυτό πρέπει να κάνεις την «Ορέστεια», για παράδειγμα, και αν δεν είσαι σε ένα εθνικό θέατρο, δεν μπορείς, με τους θιάσους που στηρίζονται στις δυνάμεις τους και έχουν ποστοστούχους πρωταγωνιστές ‒ υπάρχουν πολλοί περιορισμοί. Πρέπει να τους δεχτείς, να κάνεις δουλειά από μέσα και να ελπίζεις ότι είναι διατεθειμένοι να τη στηρίξουν.
— Είναι διατεθειμένοι οι ηθοποιοί ή είναι κουρασμένοι;
Είναι κουρασμένοι από ένα σκόρπισμα, από το τρέξιμο από τη μια δουλειά στην άλλη. Άνοιξε η τηλεόραση και, ευτυχώς, μπορούν κάποιοι να βιοποριστούν, χωρίς να κάνουν πέντε δουλειές. Είναι μια τόνωση γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους ‒ και τα γυρίσματα είναι εξοντωτικά. Πρέπει να έχουν μεγάλη πίστη στο θέατρο και στην παράσταση που κάνουν.
Στο θέατρο κάθε φορά βρισκόμαστε διαφορετικοί άνθρωποι και πρέπει να βρεις το άνοιγμα για να δεις τη δυναμική, πού θα συναντηθείς με τους άλλους και εκεί έχεις τον περιορισμό του χρόνου, δεν υπάρχουνπρόβες πολύμηνες, δεν αντέχει κανένας να τις κάνει πια, έχουν υποχρεώσεις και οικογένειες.
— Αυτό το έργο σού θυμίζει ένα τέλος εποχής;
Όταν γράφτηκε ήταν πριν από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν η Αθήνα είχε χάσει όλο τον ανδρικό πληθυσμό της. Ο ανθός είχε αφανιστεί και εμφανίζονταν διάφοροι νεόκοποι προφήτες με θρησκείες από την Ανατολή κατά κύριο λόγο, που προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν όσους είχαν απομείνει.
Δεν είναι τυχαίο ότι είναι πολύ νέος ο Πενθέας και ότι υπάρχουν πολλές γυναίκες που πάνε στο βουνό με τους θιάσους τους Διονύσου. Είναι πολλές οι γυναίκες και λίγα τα παιδιά και όλα έχουν να κάνουν με τις γυναίκες. Ήταν ένα τέλος εποχής, μια περίοδος που η Αθήνα δεν σήκωσε κεφάλι, ένα τέλος της λογικής.
«Βάκχες» του Ευριπίδη
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
13-15 Αυγούστου
Η παράσταση θα πραγματοποιήσει περιοδεία σε όλη την Ελλάδα
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Σκηνοθεσία: Νικαίτη Κοντούρη
Σκηνικά - Κοστούμια: Λουκία Μινέτου
Μουσική σύνθεση - διδασκαλία: Θραξ - Πανκc
Επιμέλεια κίνησης: Ανδρονίκη Μαραθάκη
Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος
Δραματουργία: Μάνος Λαμπράκης - Νικαίτη Κοντούρη
Βοηθός σκηνοθέτη: Θάλεια Γρίβα
Επιστημονική σύμβουλος: Κατερίνα Διακουμοπούλου
Διεύθυνση παραγωγής: Σταμάτης Μουμουλίδης
Επικοινωνία: Ειρήνη Λαγούρου
Παραγωγή: ArsAeterna, ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, 5η Εποχή Τέχνης
Ερμηνεύουν: Άκης Σακελλαρίου (Διόνυσος), Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος (Πενθέας), Ιωάννα Παππά (Τειρεσίας), Δημήτρης Πετρόπουλος (Κάδμος), Κωνσταντίνα Τάκαλου (Αγαύη), Κωνσταντίνος Ασπιώτης (Αγγελιοφόρος)
Χορός (αλφαβητικά): Ιουλία Γεωργίου, Θάλεια Γρίβα, Σμαράγδα Κακκίνου, Σοφία Κουλέρα, Φραγκίσκη Μουστάκη, Ελένη Στεργίου, Ιωάννα Τζίκα