«Ήταν όντως μοναδικός. Σε κάθε ρόλο το σώμα του μεταμορφωνόταν πότε στην έκσταση πότε δεν ξέρω πώς να το πω… πάντα ήταν κάτι άλλο. Δεν διόρθωνε ποτέ τον εαυτό του στον καθρέφτη, δεν είχε ανάγκη. Γνώριζε το σώμα του, κάθε πτυχή του, κάθε τένοντα, κάθε σύσπαση, τα γνώριζε τα έκανε εικόνα στο σώμα του, στην ψυχή του.
Δέος γι’ αυτόν που χόρεψε όσο κανείς άλλος, την τελειότητα, το ξάφνιασμα, την ανατροπή της κίνησης. Από Ρώσος πρίγκιπας μεταμορφωνόταν σε Αιγύπτιο σκλάβο και την ίδια μέρα, στην ίδια παράσταση, αρλεκίνος! Το σώμα του, το πρόσωπό του άλλαζαν συνέχεια... κι εκείνος ο μαγνητισμός που πάντα τον συνόδευε στα πιο ακατόρθωτα ύψη, μέχρι τελικής πτώσεως.
Προσπαθώ να συναρμολογήσω τη μνήμη μου. Ονομάζομαι Ρομόλα κι είμαι η γυναίκα του μεγαλοφυούς χορευτή και χορογράφου Βάσλαβ Νιζίνσκι. Είμαστε κάπου στα τέλη του 1920. Είναι ένας χρόνος τώρα, ο Βάσλαβ βρίσκεται εδώ, σε αυτό το σανατόριο-κλινική, σε ένα ορεινό χωριό της Ελβετίας. Τον επισκέπτομαι τακτικά. Προσπαθώ να βρω το νήμα των διαδρομών που μας έφεραν μέχρι εδώ. Εγώ σε απόγνωση και εκείνος υπό ψυχιατρική παρακολούθηση έπειτα από ένα ολέθριο άλμα στο απόλυτο κενό» λέει η Ρομόλα, η σύζυγος του Νιζίνσκι στο έργο του Χριστόφορου Χριστοφή «Νιζίνσκι, η προφητεία της φωτιάς», που ανεβαίνει στο θέατρο Tempus Verum σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λάλου, με τον Αντίνοο Αλμπάνη στον ρόλο του πιο σπουδαίου χορευτή που είδε ποτέ ο κόσμος.
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Λάλος λέει: «Είχα στο μυαλό μου τον Νιζίνσκι εδώ και πολλά χρόνια και όταν διάβασα το κείμενο του Χριστοφή μπήκα στον κόσμο του, που είναι ένας κόσμος μοναδικός. Η μόνη καταγραφή του είναι τα ημερολόγιά του, αυτό έχουμε από έναν μεγάλο καλλιτέχνη για την είσοδό του στην παράνοια, τη σχιζοφρένεια. Πραγματικά, αντλείς έναν τρομερό πλούτο για όλη την τέχνη του από αυτά, θαυμάζεις ότι ήταν τόσο γνωστός σε μια εποχή που δεν υπήρχε καν κινούμενη εικόνα και εκείνος έγινε παγκοσμίως διάσημος, ένας θρύλος, με τρόπο που σήμερα θεωρείται απίστευτος, σε όλο τον κόσμο.
Στο έργο αναφέρονται και κάποια βιογραφικά στοιχεία, πώς γνώρισε τον Τσάπλιν, τον Ροντέν, και αυτό το κείμενο, κυρίως οι μονόλογοι, έχουν ένα σκοτεινό μέρος που με ενδιέφερε πολύ να εξερευνήσω».
Σκέφτομαι εδώ και καιρό τους κανόνες και τις καθιερωμένες φόρμες που υπάρχουν στο θέατρο και με ποιο τρόπο μπορούμε να τις αμφισβητήσουμε ή να τις ερευνήσουμε ξανά, ακόμα και αν καταλήξουμε πάλι σε αυτές. Ο Νιζίνσκι με οδηγεί εκεί γιατί ήταν αυτός που έσπασε τις φόρμες. Δεν είναι τυχαίο ότι κινδύνευε να τον λιντσάρουν.
«Το πολύ ενδιαφέρον για εμάς είναι ότι συναντάμε τον Νιζίνσκι στην περίοδο της σχιζοφρένειάς του, και αυτό έχει μεγάλη θεατρική αξία, γιατί έπρεπε και μεις με πολλούς τρόπους και μορφές να αποδώσουμε μια εποχή στην οποία η καινοτομία στις θεραπείες ήταν το ηλεκτροσόκ. Είναι δύσκολο, αλλά, ταυτόχρονα έχει πολύ μεγάλη γοητεία όλο αυτό το άγνωστο για εμάς. Χρησιμοποιούμε το κείμενο σαν ένα όχημα, έχει αξία όχι να παίξουμε, αλλά να ανακαλύψουμε και να διερευνήσουμε, να μελετήσουμε νέους τρόπους επαφής με το κοινό, να μην πάμε με αυτά που ήδη γνωρίζουμε, αλλά να ακολουθήσουμε άλλα μονοπάτια, ανεξερεύνητα, και στο πουθενά, στο μηδέν, να βρούμε τι θα μας συναντήσει εκεί.
Νιώθω τυχερός που βρίσκομαι σε αυτήν τη διαδικασία, αυτή την περίοδο, στην πρώτη δουλειά που κάνω μετά την καραντίνα, που βρίσκομαι σε αυτήν τη δουλειά και είπα "ναι" κατευθείαν, δεν το σκέφτηκα καθόλου, γιατί ο Δημήτρης ανήκει σε αυτή την κατηγορία των καλλιτεχνών που ενώ ξέρει να κάνει το εύκολο –όλοι το ξέρουμε–, κάτι τον τσιγκλάει να πάει στην αντίθετη κατεύθυνση. Και για εμένα ο πειραματισμός, παρά το γεγονός ότι δεν είμαι ένας πολύ νέος ηθοποιός είναι τόσο αναζωογονητικός και είναι ευλογία να μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω καινούργια πράγματα» λέει ο Αντίνοος Αλμπάνης που υποδύεται τον Νιζίνσκι.
«Ωστόσο, επειδή ζούμε σε μια εποχή δύσκολη, δεν μπορώ να μην καταλάβω και εγώ και οι γύρω μου, ότι οι άνθρωποι επιλέγουν να κάνουν δουλειές για το χρήμα και έχει μεγάλη αξία να αποφασίζει κάποιος να κάνει σήμερα ριψοκίνδυνα πράγματα. Και είναι θέση μου να επικροτούμε και να στηρίζουμε ανθρώπους που κάνουν καινούργια πράγματα ξύνοντας τοίχους γιατί μόνο μέσα από αυτό θα προκύψει κάτι καινούργιο που θα μας πάει ένα βήμα παρακάτω και σκηνοθετικά και υποκριτικά και εικαστικά, γιατί η παράσταση παίζει με όλες τις αισθήσεις και αυτό που είναι μέλημά μας είναι τι θα προκαλέσουμε στον θεατή και όχι τι θα πάθουμε εμείς πάνω στη σκηνή»,
«Όχι, όχι, θα κατέβω μόνος μου, θα προσγειωθώ σαν το πουλί της φωτιάς, θα γίνω φωτιά. Πρώτα όμως έχω να πω στον κόσμο: Ακούστε με, προσοχή. Μέσα στο λιωμένο μολύβι, κι άλλων πολέμων, κι άλλων χαλασμένων κόσμων, οι διαστάσεις θα εξαφανιστούν. Από τις δέκα που υπήρχαν στο σύμπαν τώρα μετράω μόνο τέσσερις. Σε λίγο θα μείνει μόνο μια. Οι άνθρωποι χαλκομανίες στον οδοστρωτήρα των εποχών. Ο άνθρωπος ένα μικρό κατσαριδάκι με την ύπαρξή του πατημένη. Χορεύω το τέλος πριν την κατάρρευση. Χορεύω την ψυχή.
(στο γιατρό) Όσο για σένα, έχεις να πάθεις για να μάθεις. Θα πεθάνεις μέσα στα τρία χρόνια που ’ναι να ’ρθουν μέσα σε μια χιονοστιβάδα. Η κλινική σου θα γίνει νεκροταφείο φιδιών. Εσύ τώρα (στη Ρομόλα) θα μείνεις πιστή στον σύζυγό σου μέχρι τα τέλη της ζωής σου. Όσο για την ωραία μας Ευρώπη, θα λιώσει, όπως το είπα, θα διαλυθεί στα χέρια της θεάς παράνοιας. Και τώρα, πριν μεταμορφωθώ σε φωτιά, εγώ ο Πάνας ο Παντοτινός θα πιω από την πηγή της ζωής που έχασα. Δεν υπάρχει σιγά για τη φωτιά. Μόνο φωτιά» λέει ο Νιζίνσκι.
«Σκέφτομαι εδώ και καιρό τους κανόνες και τις καθιερωμένες φόρμες που υπάρχουν στο θέατρο και με ποιο τρόπο μπορούμε να τις αμφισβητήσουμε ή να τις ερευνήσουμε ξανά, ακόμα και αν καταλήξουμε πάλι σε αυτές. Ο Νιζίνσκι με οδηγεί εκεί γιατί ήταν αυτός που έσπασε τις φόρμες. Δεν είναι τυχαίο ότι κινδύνευε να τον λιντσάρουν.
Και περπατώντας σε αυτά τα μονοπάτια, προσπαθώ με τους συνεργάτες μου να περπατάμε σε τόπους που δεν γνωρίζουμε, και να αναζητήσουμε αυτό που δεν γνωρίζουμε, να ανακαλύψουμε τον τρόπο που επικοινωνεί το δίπολο θεατής-κοινό. Και γυρίζοντας πίσω, σε άλλες παραστάσεις που έκανα, σκέφτομαι ότι σκηνοθετούσα το κοινό, τι να νιώσει, για να φτάσω σήμερα να σκέφτομαι τι σημαίνει μονόλογος στο θέατρο, τι σημαίνει φωνή, τι σημαίνει μικρόφωνο. Και πώς, φεύγοντας από ένα λογοτεχνικό κείμενο και από τη λογοτεχνική αξία του, θέλουμε να το μεταφέρουμε σε έναν λόγο παραστάσιμο, προφορικό, με αξία και δύναμη, κάτι που μας απασχολεί πολύ, ο τρόπος να δημιουργήσουμε μια γλωσσική παρτιτούρα, εννοώντας ότι ο προφορικός λόγος δεν είναι μια ειρηνική διαδικασία, και μάλιστα, όταν κάνουμε πρόβες είναι σαν πρεμιέρα, σε αυτή την ένταση. Αυτό που αισθάνομαι κάποιες φορές με τον Αντίνοο είναι ότι τον ρίχνω σε μια άβυσσο και τον τραβάω πάλι πίσω» λέει Δημήτρης Λάλος.
«Το πιάνο ήταν ξεκούρδιστο, η αίθουσα μύριζε μούχλα. Έμπαινε φως ψυχρό από έναν φεγγίτη. Ό,τι χειρότερο για έναν ονειρευτή σαν τον Νιζίνσκι. Εκείνος στο καροτσάκι, σιωπηλός, ακίνητος...
Σε μια στιγμή ζαλίστηκα, παραπάτησα . Μου ήρθε ίλιγγος, αυτός του κενού. Ο γιατρός με κράτησε στην αγκαλιά του. “Σε θέλω” μου λέει. “ Άσε τον λυγμό σου σε μένα. Αφέσου για λίγο, άσε τη μνήμη σου σε μένα”.
Μου ήρθαν εικόνες από ένα χιονισμένο τοπίο, σε ένα ωραίο ξενοδοχείο της περιοχής. Ο Βάσλαβ ήθελε να δοκιμάσει τις δυνάμεις, την κίνησή του. Βρήκαμε μια μεγάλη, γνωστή αίθουσα συναυλιών κοντά στο St Moritz. Εκεί όπου μαζεύονται οι πλούσιοι, ξεπεσμένοι αριστοκράτες, κάποιοι περίεργοι από την περιοχή. Ο μύθος Βάσλαβ Νιζίνσκι κρατούσε ακόμα. Ως πότε γιατρέ; Πείτε μου. “Θέλω να αφεθείς στο κενό, εκεί που χωράει το σώμα μου. Δεν είμαι χορευτής αλλά γνωρίζω από κίνηση και όχι μόνο”.
Ο Νιζίνσκι είχε αποφασίσει να χορέψει πρώτος στο κενό. Την πλήρη ακινησία. Πολύ πριν την αναφέρεται εσείς. Ήταν απόγευμα, είχαμε διαλέξει υφάσματα πολύχρωμα, φερμένα από τη Βιέννη. Ο Νιζίνσκι κάθισε σε μία καρέκλα και αντί να κοιτάζει το κοινό, έστρεψε το πρόσωπό του και αφουγκραζόταν το χάος πίσω από τη πλάτη του. Καθόταν έτσι για μισή ώρα, τρία τέταρτα…
Όση ώρα με κρατάτε γιατρέ, μου έρχονται οι μνήμες. (ψιθυριστά) Ο πιανίστας περίμενε την κίνηση που δεν ξεκινούσε. Το κοινό είχε υπνωτιστεί. Πόση ώρα; Όσο με κρατάτε γιατρέ. Όσο κρατάει η μονότονη αναπνοή σας στα χείλη μου. Πηγαινοερχόμουν στον διάδρομο, ήθελα να εξαφανιστώ. Δεν ήξερα τι να πω. Και σε μια στιγμή τον ακούσαμε ξαφνικά να φωνάζει “Είμαι Θεός”. Και ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά του κοιτώντας κατάματα το κοινό. Το σώμα του είχε πάρει τη στάση του εσταυρωμένου. “Θα χορέψω τον χορό του πολέμου. Αυτόν που δεν νικήσατε και μας ελέγχει”.
Και αρχίζει να κινείται σε στροφές με ορμή, στις μύτες των δακτύλων, σηκωμένος στα υπέροχα πόδια του. Και σε μια στιγμή, με μια ελαφράδα, εκτινάζεται, σαν μαγικό πουλί, με το σώμα του αιωρούμενο. Σχημάτιζε τις μεταμορφώσεις του πολέμου. Τις μεταμορφώσεις της ψυχής πριν την τελική πτώση, ενώ το κοινό είχε μείνει αποσβολωμένο, αναυδο, ακίνητο μπροστά στο άγνωστο.
(Σιωπή) Γιατρέ, με ακούτε; Αυτό δεν ήταν που ζητήσατε; Εγώ να σας διηγούμαι και εσείς να με ανταμείβετε» λέει η Ρομόλα, περιγράφοντας μια παράσταση του Νιζίνσκι.
«Σκέφτομαι πως όταν έχουμε την πολυτέλεια να κάνουμε λάθος είναι μεγάλο προνόμιο» λέει ο Αντίνοος Αλμπάνης. «Υπάρχει μια εμπειρία χρόνων στη δουλειά και, όπως και εμείς κάνουμε έρευνα, έχουμε την προσδοκία να συνομιλήσουμε με ένα κοινό που δεν είναι «εκπαιδευμένο», η απεύθυνσή μας είναι σε ένα κοινό με το οποίο μαζί θα ανακαλύψουμε τι ήταν ο Νιζίνσκι. Ο Νιζίνσκι είναι ένα πεδίο άγνωστο, μεγάλης εξερεύνησης, έξω από τα "κουτιά", είναι σαν μια βουτιά στα νερά μιας αβύσσου».
«Είναι μια αφόρητη ιστορία και πάνω απ’ όλα η δική μου...
Εκείνη την εποχή έπρεπε να δεχτώ και να μάθω στην εντέλεια ό,τι μου ζητήσουν οι δάσκαλοί μου. Και μπορούσα! Τελείωσα άριστα με τόνο. Ο ίδιος ο τσάρος μού έδωσε το βραβείο, διέταξε μάλιστα να γίνω αμέσως μόνιμο μέλος της αυτοκρατορικής ακαδημίας χορού. Ευτυχώς! Γιατί έπρεπε να συντηρήσω τη μητέρα μου, κι ο μισθός μου έφτανε μόλις γι’ αυτό.
Εμείς οι αρσενικοί χορευτές… (κομπιάζει).
Χόρεψα τον Φαύνο στο κρεβάτι ενός πλούσιου αριστοκράτη, ο οποίος ύστερα με σύστησε σ’ έναν ωραίο κύριο, αθλητικό, για τον οποίο κι εγώ ένιωσα... νόμισα δηλαδή... ότι θα τον κρατούσα φίλο για πολύ καιρό. Δεν το 'κάνα για χρήματα. Οι άνθρωποι αυτοί σε βαριούνται γρήγορα. Εξάλλου, εκτός σκηνής, εκτός χορού δεν ξέρω αν είμαι θεός! Κοντούλης είμαι, ασχημούλης λίγο...
Συγκεντρώθηκα στην τέχνη μου· ώσπου μια μέρα, δεν πέρασε πολύς καιρός, μ’ ανακάλυψε ο Ντιαγκίλεφ ο δαίμονας! (σιωπή – ο γιατρός εξετάζει με φακό τις κόρες των ματιών του) Για πείτε μου είναι καλή στο κρεβάτι η γυναίκα μου;» λέει ο Νιζίνσκι στο έργο του Χριστοφή.
Ο μεγαλύτερος χορευτής όλων των εποχών, όπως αποκαλείται, ο Βατσλάβ Νιζίνσκι, γεννήθηκε στο Κίεβο και σπούδασε χορό στην αυτοκρατορική σχολή χορού στην Αγία Πετρούπολη.
Η γνωριμία του το 1909 με τον Ντιαγκίλεφ, χορογράφο, ιδρυτή και διευθυντή των αυτοκρατορικών μπαλέτων της Αγίας Πετρούπολης, απογείωσε την καριέρα του. Εμφανίστηκε στο Παρίσι σε πρωταγωνιστικό ρόλο με την Άννα Πάβλοβα και δεν άργησε να αναγνωριστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους νεότερους εκπροσώπους της τέχνης του. Δεξιοτέχνης στο είδος του και βαθύς γνώστης του χορού εκτελούσε άλματα που φαινομενικά αψηφούσαν τη βαρύτητα.
Ήταν ο θρυλικός Φαύνος του Απομεσήμερου, ο πρώτος χορογράφος και ερμηνευτής της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης, ο Πετρούσκα του Στραβίνσκι, ο νεαρός των Παιχνιδιών του Ντεμπισί. Με τα ρωσικά μπαλέτα έλαβε μέρος σε μεγάλες περιοδείες, ωστόσο η σταδιοδρομία του έληξε το 1919, σε ηλικία 29 ετών, όταν ασθένησε από σχιζοφρένεια.
Κλείνεται για μεγάλα διαστήματα σ’ ένα άσυλο στην Ελβετία. Μακριά από τον κόσμο της δόξας και βυθισμένος στον κόσμο της σιωπής γράφει σε τέσσερα τετράδια τις σκέψεις του, τους φόβους του, τις φαντασιώσεις του και τις εμμονές του. Το 1947 μετακόμισε στο Λονδίνο όπου η σύζυγός του, Ουγγαρέζα χορεύτρια Ρομόλα ντε Πούλτσκι τον φρόντισε ως τον θάνατό του το 1950.
Νιζίνσκι, η προφητεία της φωτιάς
Κείμενο: Χριστόφορος Χριστοφής
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λάλος
Εικαστικό περιβάλλον: Μαρινέλα Καλαϊτζαντωνάκη
Φωτισμοί: Νίκος Βούλγαρης
Παίζουν οι ηθοποιοί Αντίνοος Αλμπάνης, Κρίστελ Καπερώνη, Νικόλας Παπαδομιχελάκης και Γιάννης Κατσιμίχας.
Tempus Verum – Εν Αθήναις
Ιάκχου 19, Γκάζι, 210 3425170
Από 29/11
Δευτέρα & Τρίτη, 21:00
Προσφέρεται φαγητό κατά τη διάρκεια της παράστασης.