Πέθανε σε ηλικία 88 ετών ο Ρίτσαρντ Ρότζερς, ο αρχιτέκτονας που άλλαξε τον ορίζοντα του Παρισιού και του Λονδίνου, αναμορφώνοντας τις πόλεις με τα πρωτοπόρα σχέδιά του, ο αρχιτέκτονας του κέντρου Πομπιντού στο Παρίσι και του Millennium Dome στο Λονδίνο. Το τελευταίο του έργο ήταν μια γκαλερί τέχνης, στο Château La Coste, έναν αμπελώνα στη Νότια Γαλλία.
Ο ιταλικής καταγωγής αρχιτέκτονας, ένας από τους πρωτοπόρους του κινήματος της αρχιτεκτονικής «υψηλής τεχνολογίας», που διακρίνεται από δομές που ενσωματώνουν βιομηχανικά υλικά όπως γυαλί και χάλυβα, διάνυσε μια καριέρα κατά την οποία του απονεμήθηκαν όλες οι κορυφαίες διακρίσεις της αρχιτεκτονικής.
Του απονεμήθηκε το Pritzker Architecture Prize –η υψηλότερη διάκριση της αρχιτεκτονικής– το 2007, το Βασιλικό Χρυσό Μετάλλιο το 1985, το Χρυσό Μετάλλιο του Αμερικανικού Αρχιτεκτονικού Ινστιτούτου Αρχιτέκτονα το 2019 και το Praemium Imperiale για την αρχιτεκτονική το 2000.
Ο Ρότζερς πίστευε ότι τα κτίρια πρέπει να σχεδιάζονται για την τέρψη όσων τα κατοικούν ή τα χρησιμοποιούν, αλλά και για όσους περνούν έξω από αυτά.
Η συμβολή του Ρίτσαρντ Ροτζερς στην αρχιτεκτονική δεν ορίζεται μόνο από τα παράτολμα σχέδιά του αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο μας έκανε να την αντιλαμβανόμαστε. Η κριτική επιτροπή του Pritzker έγραψε για τον τρόπο που παρουσιάζει τα κτίρια σαν μηχανές και ότι «έφερε επανάσταση στα μουσεία, μεταμορφώνοντας αυτά που κάποτε ήταν ελίτ μνημεία σε δημοφιλή μέρη κοινωνικών και πολιτιστικών ανταλλαγών, υφασμένων στην καρδιά της πόλης».
Ο Ρότζερς, του οποίου το Κέντρο Πομπιντού θεωρείται σήμερα σύμβολο του μοντερνισμού, δεν έγινε αποδεκτός για το σχέδιο που εκπόνησε με τον Ρέντσο Πιάνο για ένα μουσείο που σήμερα όλοι παραδέχονται ότι αναμόρφωσε το κέντρο του Παρισιού.
Το 1977, μια βροχερή μέρα, λίγο πριν ανοίξει το Πομπιντού, ένα κέλυφος από γυαλί με ορατούς όλους τους σωλήνες του, μπλε, κόκκινους και κίτρινους, και τα μεταλλικά του στοιχεία να σχηματίζουν δαίδαλους και ιστούς αράχνης, μια κυρία στάθηκε δίπλα του, προσφέροντάς του καταφύγιο κάτω από την ομπρέλα της και τον ρώτησε ποιος ήταν ο αρχιτέκτονας αυτού του κτιρίου. Όταν ο Ρότζερς υπερήφανα απάντησε «εγώ είμαι», εκείνη τον φιλοδώρησε με ένα χτύπημα στο κεφάλι με την ομπρέλα της.
Η ιδέα του, όταν επτά χρόνια νωρίτερα είχε συνεταιριστεί με τον Ρέντσο Πιάνο, ήταν να πάρουν μέρος στον διαγωνισμό για το πολιτιστικό κέντρο σε μια τότε κακόφημη περιοχή του κέντρου της πόλης, φτιάχνοντας ένα «μέρος για όλους τους ανθρώπους».
Το φυσικό και προσιτό για τους τότε νέους αρχιτέκτονες κτίριο δεν ήταν ένα ακόμα μουσείο για την υψηλή κουλτούρα, αλλά ένας χώρος συνάθροισης όλων των κατοίκων, των επισκεπτών και των τάξεων. Αυτός είναι ο λόγος που άνοιξαν μπροστά μια αυλή-πλατεία, που είναι δημόσιος χώρος και δεν περιστοιχίζεται, έφτιαξαν σωληνοειδείς κυλιόμενες σκάλες ορατές από παντού, έδωσαν σάρκα και οστά στην έννοια της διαφάνειας, κατασκεύασαν ευέλικτους εσωτερικούς χώρους για να διοργανώνονται εντελώς διαφορετικού ύφους εκθέσεις, μια βιβλιοθήκη, και μια μουσική σκηνή, ένα ζωντανό φόρουμ δημόσιας ζωής.
Η κριτική που τους ασκήθηκε ήταν αμείλικτη. Όπως είχε συμβεί και με τον Πύργο του Άιφελ, οι δυσκολίες άρχισαν με το καλημέρα: το σχέδιό τους ήταν funky, πολύχρωμο, από γυαλί και μέταλλο και καμία σχέση δεν είχε με τον ορίζοντα της πόλης. Ενώ κέρδισαν τον διαγωνισμό, υπήρχαν καλλιτέχνες που τους έβριζαν και μια κληρονόμος ενός εξέχοντος καλλιτέχνη ορκίστηκε ότι προτιμούσε να κάψει τους πίνακές του παρά να τους εκθέσει εκεί.
Όπως συμβαίνει με πολλά «βέβηλα» έργα, ο κόσμος που έφτασε εκεί εξαιτίας του θορύβου για να δει με τα μάτια του το «αταίριαστο μουσείο» αγάπησε, σε αντίθεση με τους κριτικούς, το Μπομπούρ, όπως το αποκαλούν χαϊδευτικά, την πλατεία στην οποία κάθονται κατάχαμα, την άπλα και το πνεύμα ελευθερίας που οραματίστηκαν οι Ρότζερς και Πιάνο.
Επτά εκατομμύρια άνθρωποι το επισκέφτηκαν τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του, περισσότεροι από όσους επισκέφθηκαν τον Πύργο του Άιφελ και το Λούβρο. Η Φιγκαρό το παρομοίασε με το τέρας του Λοχ Νες. Το Κέντρο Πομπιντού έγινε όμως παράδειγμα και, όπως έγραψε στους New York Times η κριτικός τέχνης Hilton Kramer, «ένα από τα πιο συναρπαστικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα των τελευταίων χρόνων». «Απλώς δεν μοιάζει με τίποτα από όσα έχουμε ξαναδεί», έγραψε, «και επομένως είναι ιδιαίτερα τρομακτικό για τους ανθρώπους που δεν μπορούν να αντέξουν τη σκέψη κάτι πραγματικά νέου στην τέχνη της αρχιτεκτονικής».
Ο Ρίτσαρντ Ρότζερς γεννήθηκε το 1933 στη Φλωρεντία. Ήταν έξι ετών, με βρετανική καταγωγή και διαβατήριο, όταν η οικογένειά του αποφάσισε να εγκατέλειψε τη φασιστική Ιταλία το 1939 και να μετακομίσει στην Αγγλία, με τον πόλεμο να αρχίζει να σαρώνει την Ευρώπη. Η ζωή του μετατράπηκε από τη μια μέρα στην άλλη από έγχρωμη σε ασπρόμαυρη. Από την πολύχρωμη Φλωρεντία βρέθηκε στο σκοτεινό γκρίζο και πνιγμένο στην αιθαλομίχλη Λονδίνο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρότζερς ντυνόταν πάντα με φωτεινά χρώματα, σχεδόν εκκεντρικά, μια υπενθύμιση του φωτός που ήθελε να τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. Ο πατέρας του ασθένησε από φυματίωση και εκείνος μπήκε σε οικοτροφείο όπου έζησε ως παιδί δραματικά χρόνια, με εκφοβισμό και ξυλοδαρμούς. Όταν ήταν 9 ετών σκέφτηκε να πηδήξει από το παράθυρο. Έκλαιγε κάθε βράδυ στο κρεβάτι του για πολλά χρόνια.
Ο Ρότζερς ήταν ξένος και δυσλεξικός και μέχρι την ηλικία των 11 ετών δεν μπορούσε να διαβάσει. Με τη δυσλεξία να μην έχει αναγνωρισθεί εκείνη την εποχή, τον θεωρούσαν απλώς «ηλίθιο». «Οι άνθρωποι με έχουν ρωτήσει αν η δυσλεξία σε κάνει καλύτερο αρχιτέκτονα», έγραψε στα απομνημονεύματά του. «Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό είναι αλήθεια, αλλά αποκλείει κάποιες καριέρες, επομένως σε κάνει να εστιάζεις σε αυτό που μπορείς να κάνεις».
Μετά το σχολείο εντάχθηκε στον Βρετανικό Στρατό και υπηρέτησε για δύο χρόνια στην Τεργέστη, κατά τη διάρκεια των οποίων πέρασε χρόνο με έναν ξάδερφό του, τον Ερνέστο Ρότζερς, έναν διάσημο αρχιτέκτονα και πολεοδόμο, και εργάστηκε στο γραφείο του στο Μιλάνο.
Μετά από ένα χρόνο γράφτηκε στο Architectural Association School of Architecture του Λονδίνου. Στη διάρκεια των σπουδών του γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι με τον αρχιτέκτονα Νόρμαν Φόστερ, με τον οποίο αργότερα έγιναν και συνεργάτες. Με την πρώτη γυναίκα του, Σου Μπρόμγουελ, ταξίδεψαν στη Νότια Καλιφόρνια και στα φωτεινά χρώματα του Μοντριάν που είχαν οι οικονομικές κατοικίες που σχεδιάστηκαν από μοντερνιστές αρχιτέκτονες όπως οι Richard Neutra και Charles και Ray Eames. Τα σπίτια αυτά ενέπνευσαν τον Ρότζερς για να αρχίσει να δημιουργεί σπονδυλωτές κατασκευές, να κάνει χρήση της τεχνολογίας και να δεσμεύεται να εμφανίσει μια πιο ανθρώπινη πλευρά της αρχιτεκτονικής.
Αργότερα γνώρισε τον Ρέντσο Πιάνο, δημιούργησαν τη δική τους εταιρεία. Ρότζερς, Φόστερ και Πιάνο κι έγιναν από τους πιο επιτυχημένους και γνωστούς μοντερνιστές αρχιτέκτονες στον κόσμο – «Les Starchitects», όπως τους αποκαλούσαν οι Γάλλοι.
Ο Ρίτσαρντ Ρότζερς έκανε έναν δεύτερο γάμο με την Ρουθ Ελίας, μια Αμερικανίδα σχεδιάστρια βιβλίων και αργότερα σεφ, στην οποία ανήκει το βραβευμένο με Μισελέν Ιταλικό εστιατόριο The River Café, στο Χάμερσμιθ.
Ο Ρότζερς πίστευε ότι τα κτίρια πρέπει να σχεδιάζονται για την τέρψη όσων τα κατοικούν ή τα χρησιμοποιούν, αλλά και για όσους περνούν έξω από αυτά.
Το κτίριο του Lloyd's του Λονδίνου, που ολοκληρώθηκε το 1986 στην οικονομική περιοχή του Λονδίνου, είναι ένα τέτοιο εντυπωσιακό δημιούργημα, με ένα θολωτό αίθριο που υποστηρίζεται από χοντρούς τσιμεντένιους πυλώνες. Γράφοντας στους Times, ο κριτικός Paul Goldberger το αποκάλεσε «μια υπερβολή υψηλής τεχνολογίας».
Άλλα έργα υψηλού προφίλ του περιλαμβάνουν τα δικαστήρια στο Μπορντό της Γαλλίας και το Terminal 4 στο αεροδρόμιο Madrid-Barajas, που ολοκληρώθηκε το 2005, ένας διάδρομος γεμάτος φως με αντηρίδες στο χρώμα του ουράνιου τόξου.
Το Millennium Dome στο νοτιοανατολικό Λονδίνο δεν ήταν τόσο αγαπητό. Θεωρήθηκε υπερτιμημένο και πολύ ακριβό. Στοίχισε περισσότερα από 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια και ο πρίγκιπας Κάρολος, που γενικώς ο μοντερνισμός του προκαλεί αλλεργική αντίδραση, το περιέγραψε ως «τερατώδη βλασφημία». Ο Ρίτσαρντ Ρότζερς ήταν από τους λίγους αρχιτέκτονες που τολμούσε να εναντιωθεί θορυβωδώς στις απόψεις του πρίγκιπα.
Ο Ρότζερς ήταν υπέρμαχος της βιωσιμότητας. Το κτίριο της Εθνοσυνέλευσης στο Κάρντιφ της Ουαλίας, που μοιάζει με διαστημόπλοιο από κόκκινο ξύλο, μείωσε στο μισό τη χρήση ενέργειας από το κοινοβούλιο της Ουαλίας.
Υποστήριξε τις προσιτές, δίκαιες κατοικίες και οραματίστηκε τις πόλεις χωρίς αυτοκίνητα. Για σχεδόν μια δεκαετία ήταν ο επικεφαλής σύμβουλος του Λονδίνου για την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία. Αναγορεύτηκε ιππότης το 1991.
Στην εταιρεία του, που διαθέτει προσωπικό 160 ατόμων, κάθε εργαζόμενος συμμετέχει στα κέρδη, ένα ποσοστό των οποίων δωρίζεται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Ο Ρότζερς αποσύρθηκε το 2020.
Σε όλη του τη ζωή επιδίωξε τα κτίριά του να έχουν συναισθηματική σύνδεση με τους ανθρώπους και απέδειξε ότι η πολεοδομία μπορεί να είναι μια θετική μεταμορφωτική δύναμη, με λίγο από το μεσογειακό φως που έφερνε πάντα με την παρουσία του. «Ο μοντερνισμός δεν χρειάζεται να είναι ψυχρός ή να μας αρνείται τις αισθησιακές απολαύσεις».