ΜIA OMAΔΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ από το Κέντρο για το μέλλον της δημοκρατίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ οργάνωσε και δημοσίευσε μια έρευνα διεθνικής κλίμακας για τις πολιτικές στάσεις των δύο χρόνων της πανδημίας. Τα συμπεράσματα, που μπορεί κανείς να τα βρει ηλεκτρονικά, τιτλοφορούνται «Η μεγάλη επανεκκίνηση - Κοινή γνώμη, λαϊκισμός και πανδημία». Ο κεντρικός ισχυρισμός των ερευνητών, με επικεφαλής τον Ρομπέρτο Φόα, συνδιευθυντή του Κέντρου για το μέλλον της δημοκρατίας, είναι πως η πανδημική εμπειρία έπληξε τους «λαϊκιστές ηγέτες» και ορισμένες από τις πιο γνωστές λαϊκιστικές πεποιθήσεις.
Ποιες είναι αυτές; Για παράδειγμα, η πίστη στην αλήθεια της λαϊκής βούλησης και η διαίρεση μεταξύ αγνού λαού και διεφθαρμένων ελίτ. Ο λαϊκισμός, όπως τον προσεγγίζουν στη συγκεκριμένη έρευνα, έχασε έδαφος, καθώς οι ηγέτες που ταυτίστηκαν με τα μοτίβα του φάνηκαν πιο αναποτελεσματικοί και αλλοπρόσαλλοι σε σχέση με πιο συμβατικούς πολιτικούς παίκτες. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η εμπειρία της υγειονομικής κρίσης δεν ευνόησε σε γενικές γραμμές τη δημιουργία σοβαρών πολιτικών διχασμών.
Η συσπείρωση των πληθυσμών γύρω «από τη σημαία» και η άνοδος της εμπιστοσύνης στους ειδικούς –παρά τον ισχυρό μειοψηφικό θόρυβο των αρνητών– συμπληρώνουν την ανάλυση, ότι αυτό που κέρδισε έδαφος στην παγκόσμια κοινή γνώμη μέσα στο 2020 και στο 2021 ήταν περισσότερο η ιδέα μιας ισχυρής, αποτελεσματικής κυβέρνησης, παρά η ιδέα της δημοκρατίας.
Η συσπείρωση των πληθυσμών γύρω «από τη σημαία» και η άνοδος της εμπιστοσύνης στους ειδικούς –παρά τον ισχυρό μειοψηφικό θόρυβο των αρνητών– συμπληρώνουν την ανάλυση που καταλήγει σε ένα άλλο πολιτικό συμπέρασμα, ότι αυτό που κέρδισε έδαφος στην παγκόσμια κοινή γνώμη μέσα στο 2020 και στο 2021 ήταν περισσότερο η ιδέα μιας ισχυρής, αποτελεσματικής κυβέρνησης, παρά η ιδέα της δημοκρατίας. Το ότι, για παράδειγμα, σε διάφορες χώρες η πλειοψηφία του δείγματος απάντησε πως η κυβέρνηση θα έπρεπε να «απαγορεύσει και τη χειραψία» ή να μην επιτρέπει στις απόψεις αδαών πολιτών για τον Covid να βρίσκουν ελεύθερη δίοδο στη δημοσιότητα ερμηνεύεται επίσης ως ροπή σε αυταρχικές αντιλήψεις μέσα στο κοινωνικό σώμα.
Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που βλέπουμε να μεγαλώνει η ζήτηση για ισχυρές χειρονομίες από τις ηγεσίες, εντοπίζουμε την πτώση του γοήτρου των λαϊκιστών ηγετών, που πολλοί από αυτούς κυβέρνησαν με αυταρχικό τρόπο. Τι σημαίνει, αλήθεια, αυτό; Από μια άποψη, πως οι πολίτες μέσα στην πανδημία στρέφονται προς ένα τεχνοκρατικό διευθυντικό μοντέλο και στους παραδοσιακούς πολιτικούς θεσμούς, ζητώντας τους όμως μια «αντιφιλελεύθερη κουλτούρα».
Έτσι, ενώ πολλοί από τους δεξιούς λαϊκιστές ηγέτες και τα αντίστοιχα κόμματα έχουν από χρόνια ταυτιστεί με ένα αντιφιλελεύθερο ρεύμα ιδεών, μέσα στην πανδημία έγινε μια αντιστροφή: οι λαϊκιστές έγιναν ένθερμοι υπερασπιστές των πιο φιλελεύθερων και προσανατολισμένων στα δικαιώματα του ατόμου απόψεων.
Αντιθέτως, πολιτικοί που συμβόλιζαν το τεχνοκρατικό φιλελεύθερο κέντρο μέχρι το 2019 έγιναν οι πιο προωθημένοι εκφραστές μιας πολιτικής περιορισμών και αυστηρότητας. Το βλέπουμε άλλωστε στην Ολλανδία με τον Ρούτε ή στη Γαλλία με τον Μακρόν, που αποφάσισαν να κινηθούν εναντίον της συμβατικής φιλελεύθερης και δικαιωματικής κουλτούρας, γεννώντας κύματα οργής. Φυσικά, αυτές οι παράξενες εξελίξεις μαρτυρούν πόσο δύσκολα έχουν γίνει πια τα συμπεράσματα για τις πολιτικές ταυτότητες και τις αλλαγές τους.
Αν, πάντως, η συγκεκριμένη έρευνα έχει αξιόπιστα ερείσματα (γιατί κάθε έρευνα τέτοιου τύπου χωράει μεγάλη συζήτηση και ενστάσεις), υπάρχει ένα σημείο που αξίζει να το σκεφτούμε περισσότερο. Το φυλλορρόημα κάποιων φαντασμαγορικών λαϊκιστών (η έρευνα αναφέρει τον Τραμπ, τον Μπολσονάρου, τον Ερντογάν κ.λπ.) δεν σημαίνει πως αποκαταστάθηκε η εμπιστοσύνη στις υπαρκτές φιλελεύθερες δημοκρατίες. Μπορεί να υποθέσει κανείς πως ο κόσμος κινήθηκε σπασμωδικά προς την ιδέα ενός προστατευτικού κράτους με ενισχυμένο τον ρόλο των ειδικών και μετατόπιση σε μια κουλτούρα υποχρεώσεων.
Πάνω σε αυτό το εύρημα μπορεί κανείς να πατήσει για να χτίσει είτε την εκδοχή μιας κεντροδεξιάς τεχνοκρατίας με στοιχεία νόμου και τάξης είτε την εκδοχή μιας στροφής προς έναν νέο συντηρητισμό. Η μειωμένη απήχηση του λαϊκισμού σημαίνει έτσι όχι συρρίκνωση των αυταρχικών αντιλήψεων μέσα στο κοινωνικό σώμα αλλά τη μετατόπιση και την επένδυσή τους σε δυνάμεις του «αντιλαϊκιστικού» πολιτικού προσωπικού. Σαν να έχουμε μια πορεία από την ασόβαρη και φαιδρή λαϊκιστική εξέγερση στο μοτίβο της «σιδηράς» διακυβέρνησης με τους άξιους.
ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΕΤΣΙ; Ενδεχομένως αυτό να είναι ένα από τα πιθανά σενάρια για τις μετατοπίσεις σε ένα μέρος της κοινής γνώμης. Αυτό όμως που δεν παίρνει υπόψη της η έρευνα είναι ότι η ιδέα πιο ισχυρών δημόσιων εξουσιών και η κουλτούρα των υποχρεώσεων δεν έχει μία μόνο μετάφραση.
Αν υπολογίσει κανείς τα άλλα στοιχεία της συγκυρίας, υπάρχουν πολλά αποθέματα και για διαφορετικά πολιτικά σχέδια: η αυξημένη ευαισθησία για τις ανισότητες, η συνειδητοποίηση από περισσότερους πολίτες του μεγάλου ηθικού κόστους που έχει η κουλτούρα της βίας και της τραυματικής επιβολής (στις ενδοοικογενειακές ή άλλες μορφές της) αλλά και τα επείγοντα μιας περιβαλλοντικής στροφής που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει ενισχύουν και μια άλλη υπόθεση, ότι οι ατομικές ελευθερίες γειώνονται, ότι χάνουν τους επιθετικούς ή αντικοινωνικούς τόνους που τους είχε δώσει η «νεοφιλελεύθερη» προτεραιότητα στο ιδιωτικό.
Πολίτες διαφορετικών αντιλήψεων και φιλοσοφιών αντιλαμβάνονται το κρίσιμο θέμα των ορίων. Και αυτά τα όρια αφορούν και τη συγκέντρωση πλούτου και τα ανεξέλεγκτα και υπερφιλόδοξα πρότζεκτ των ελάχιστα φορολογημένων ψηφιακών καπιταλιστών και τις ανομίες που υπονομεύουν την κοινωνική συμβίωση στη χαμηλότερη κλίμακα. Το παιχνίδι δεν είναι, λοιπόν, ένα δίλημμα «ισχυρή πολιτική εξουσία» από τη μια και «δημοκρατικά δικαιώματα» από την άλλη. Όλο και περισσότερο επιβεβαιώνεται η αίσθηση ότι χωρίς ισχυρούς δημόσιους θεσμούς δεν μπορεί να λειτουργήσει καλά ούτε το πεδίο των δημιουργικών ατομικών επιλογών ούτε η απόλαυση των πολύτιμων δικαιωμάτων.
Είναι ένα πολύ καλό νέο η απαξίωση των κραυγαλέων αντι-επιστημονικών λαϊκισμών. Πολλά από τα σενάρια για το άμεσο μέλλον, όμως, θα εξαρτηθούν από το αν θα αποφύγουμε και την αυταπάτη ενός τεχνοκρατικού μονόδρομου απέναντι στα πολλά ανοιχτά θέματα της εποχής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.