Η ελευθερία με την οποία επιλέγουν πλέον οι καλλιτέχνες της σκηνικής τέχνης τα «έργα» που θα παρουσιάσουν αποτελεί μεγάλη κατάκτηση των τελευταίων δεκαετιών.
Δυνητικά, κάθε ενδιαφέρον πεζογράφημα μυθοπλασίας αλλά και κάθε λογής μαρτυρία (κυρίως επιστολές και απομνημονεύματα) μπορούν να αποτελέσουν βάση και πρώτη ύλη για παραστάσεις που αποδεσμεύουν τη δημιουργικότητα και τη φαντασία τους από τους συνήθεις περιορισμούς των «κανονικών» έργων. Επιπλέον, κρατούν ζωντανή τη σχέση του κοινού με τα βιβλία και την ανάγνωση, καθώς κινούν την περιέργεια για όλα όσα μια παράσταση αναγκαστικά αφήνει απέξω.
Δεν είχα διαβάσει τις Ανέκδοτες Επιστολές της Βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836-1853 που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις της Εστίας το 2011 σε υποδειγματική μετάφραση και επιμέλεια της Βάνας και του Μίχαελ Μπούσε (και επανεκδόθηκαν το 2020).
Η παράσταση της Ζωής Χατζηαντωνίου Amalia melancholia, η βασίλισσα των φοινίκων στη Σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά μού έδωσε την αναγκαία ώθηση να αναζητήσω τη δίτομη έκδοση, έναν αληθινό θησαυρό για την ιστορία της οθωνικής περιόδου (1836-1862) και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Η Αμαλία, κόρη του μεγάλου δούκα του Όλντενμπουργκ στη βόρεια Γερμανία, μόλις 18 χρόνων, φτάνει στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1837 ως σύζυγος του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας, του Βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα.
Όλα τα στοιχεία της σκηνικής πράξης είναι καλά μελετημένα ώστε η παράσταση να κατορθώνει το σταθερά ζητούμενο: να διαμορφώνει τον δικό της κόσμο, μια παρένθεση χρόνου και χώρου όπου όλα μπορούν να συμβούν χωρίς να χρειάζεται να αιτιολογηθούν, όπου ακόμη και τα άδηλα και τα κρύφια βγαίνουν στο φως.
Η αλλαγή στη ζωή της ήταν δραματική: φτάνει σε μια πόλη που καμία σχέση δεν είχε με την οικεία ανθρωπογεωγραφία μιας Γερμανίδας αριστοκράτισσας. Στερημένη από την αγαπημένη της οικογένεια, χωρίς γνώση της ελληνικής γλώσσας (που, πάντως, έμαθε γρήγορα, με τρίωρα καθημερινά μαθήματα), σ’ έναν τόπο που θύμιζε Ανατολή, χωρίς παλάτι να την περιμένει και με δεδομένα τα οικονομικά προβλήματα του νεοσύστατου βασιλείου, όχι μόνο προσαρμόστηκε γρήγορα στη νέα ζωή της αλλά αγάπησε τον φτωχό τόπο με το μεγάλο παρελθόν – και τους ανθρώπους του.
Στις επιστολές της Αμαλίας προς τον πολυαγαπημένο της πατέρα οι περιγραφές είναι συνήθως εγκωμιαστικές για την ομορφιά της χώρας και των ανθρώπων της – είτε γιατί δεν ήταν του χαρακτήρα της να αυτο-οικτίρεται είτε γιατί περίμενε πώς και πώς την επίσκεψη των συγγενών της.
Μόνιμη επωδός άλλωστε στα γράμματά της είναι η παράκληση προς τον πατέρα της να την επισκεφτεί στην Αθήνα, να διαπιστώσει με τα μάτια του πόσο ευτυχισμένη είναι, πόσο όμορφα είναι στην Ελλάδα. Ο Αύγουστος, μέγας δούκας του Όλντενμπουργκ, μέχρι τον θάνατό του το 1853 δεν της έκανε τη χάρη.
Η θλιμμένη κόρη – αυτό είναι ένα στοιχείο που φωτίζεται ιδιαιτέρως στην ωραία παράσταση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Η Ζωή Χατζηαντωνίου (σύλληψη-δραματουργία-σκηνοθεσία) δεν χάθηκε στον πλούτο των πληροφοριών (ιστορικού, πολιτικού, ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος) που παρέχουν οι επιστολές της πρώτης βασίλισσας της Ελλάδας αλλά, σοφά, επέλεξε να εστιάσει σε δύο βασικούς άξονες.
Αφενός στο ότι δεν μπόρεσε να τεκνοποιήσει, άρα να εξασφαλίσει διάδοχο στον θρόνο, μέλλον στη δυναστεία και πολιτική σταθερότητα στη χώρα. Αφετέρου στην αγάπη της για τη φύση, για τα δέντρα και τα φυτά, που την ώθησαν στη δημιουργία του (νυν) Εθνικού Κήπου.
Μεταξύ των χιλιάδων ειδών του φυτικού βασιλείου που φρόντισε να φυτευτούν, ειδική θέση είχαν οι πανύψηλοι ουασινγκτόνιοι φοίνικες στην είσοδο του Κήπου, που της θύμιζαν αρχαίους κίονες.
Όταν, κάποια στιγμή, κουράστηκε από τις επώδυνες «θεραπείες» στις οποίες την υπέβαλαν οι γιατροί προκειμένου να τεκνοποιήσει, έγραψε σαρκαστικά στον πατέρα της «ελπίζω η Ιστορία να μου δώσει κάποτε τον τίτλο της βασίλισσας των φοινίκων». Ο Εθνικός Κήπος ήταν το δικό της «παιδί», που ζει ακόμα, το δικό της κληροδότημα στην Ελλάδα.
Είναι θλιμμένη η Αμαλία της παράστασης. Γιατί αποκαλύπτει το άγνωστο εν πολλοίς ιστορικό πρόσωπο ως (γυναικεία) φύση βιασμένη, σωματικά και ψυχολογικά.
Εκθέτει το πληγωμένο από δήθεν επιστημονικές μεθόδους σώμα της, όταν το πρόβλημά της ήταν ανατομικό και κάθε προσπάθεια μάταιη. Φωτίζει με ευαισθησία τη μοναξιά της «ξένης», που προσπάθησε να καλύψει τα συναισθηματικά κενά της φυτεύοντας με μανία και παρακολουθώντας φυτά και δέντρα να μεγαλώνουν όπως τα παιδιά που δεν ανάστησε.
Η σκηνή είναι «χωρισμένη» στα τρία. Ένα έπιπλο-βιτρίνα στη μέση, ένα θερμοκήπιο στην αριστερή άκρη, ένας ψυχρός σύγχρονος προθάλαμος στη δεξιά. Θα μπορούσε να είναι ένας χώρος σε μουσείο Φυσικής Ιστορίας, από κείνους που παρουσιάζουν προσομοιώσεις τόπων και φυλών.
Μία οθόνη παρέχει διάφορες ανατομικές πληροφορίες για τον ανθρώπινο οργανισμό και τις λειτουργίες του, που συμπληρώνουν την εισαγωγική αφήγηση της Ρίτας Λυτού για το σώμα, για τα μυστήρια και τη μεταφυσική του διάσταση αλλά και τη σημερινή απομάγευσή του. (Η χρήση της αγγλικής γλώσσας μπορεί να ξενίζει αλλά, από την άλλη, τονίζει τη «γλωσσική» αποξένωση της Αμαλίας – δηλαδή μια αποξένωση υπαρκτική, υπαρξιακή).
Ως επιμελήτρια του μουσείου, η Λυτού μας πληροφορεί για την πιθανή ανατομική απλασία/δυσπλασία των γεννητικών οργάνων της Αμαλίας. Στην εποχή της, βέβαια, ούτε η ίδια η θεοσεβούμενη βασίλισσα ούτε άλλος κανείς γνώριζε ότι θεόθεν ήταν η βία που την εμπόδισε να ολοκληρώσει τη φύση και τον ρόλο της.
Και μετά η σκηνή αφήνεται στην έξοχη Έμιλυ Κολιανδρή. Πρώτα σαν έκθεμα μέσα στη βιτρίνα-έπιπλο, μόνο με τον κορσέ, μας εισάγει στον φανταστικό, μη πραγματικό κόσμο της μουσειακής αναπαράστασης.
Σύντομα θα σηκωθεί, φορώντας πάνω από τον κορσέ ένα ροζ κρινολίνο, για να μας οδηγήσει, μέσω αποσπασμάτων από τις επιστολές της, στις σκέψεις που κρατούσε μόνο για τον λατρευτό της πατέρα. Αργότερα, φορώντας πια ένα σιέλ φόρεμα πάνω από το κρινολίνο, θα φτάσει έως και την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα των κρίσεών της για το γεγονός, αποκαλύπτει μεταξύ άλλων και την πολιτική της ευθυκρισία.
Ωστόσο, αυτή που κυριαρχεί είναι η εξομολογητική διάσταση της σκηνικής αφήγησης. Ο τρόπος που η Έμιλυ Κολιανδρή αποδίδει με ανεπαίσθητες κινήσεις και εκφραστικές αποχρώσεις το πλήθος των διαφορετικών ψυχολογικών καταστάσεων που αντιμετωπίζει η Αμαλία είναι τουλάχιστον αξιοθαύμαστος.
Το σώμα της (άλλοτε κρεμασμένο σαν σφαχτάρι από τους αστραγάλους, άλλοτε σκεπασμένο καταγής από το κρινολίνο σαν κοχύλι που ξέβρασε η θάλασσα, άλλοτε περιστρεφόμενο από την επιθυμία για τις ηδονές που στερήθηκε) συμπληρώνει τη λεκτική δραματουργία. Η Αμαλία της είναι ένας μελαγχολικός κύκνος, δράμα περίκλειστο, μυστικό που δεν μοιράστηκε, δόξα μισή, ανολοκλήρωτη.
Όλα τα στοιχεία της σκηνικής πράξης είναι καλά μελετημένα ώστε η παράσταση να κατορθώνει το σταθερά ζητούμενο: να διαμορφώνει τον δικό της κόσμο, μια παρένθεση χρόνου και χώρου όπου όλα μπορούν να συμβούν χωρίς να χρειάζεται να αιτιολογηθούν, όπου ακόμη και τα άδηλα και τα κρύφια βγαίνουν στο φως.
Καίρια η συμβολή της Εύας Μανιδάκη στη διαμόρφωση του σκηνικού τόπου, της Ιωάννας Τσάμη στα κοστούμια, του Σάκη Μπιρμπίλη στους φωτισμούς και του Σταύρου Γασπαράτου και του Γιώργου Μιζήθρα στη μουσική και τους ήχους. Μια ωραία παράσταση.
Amalia melancholia, η βασίλισσα των φοινίκων
Σύλληψη - Δραματουργία - Σκηνοθεσία: Ζωή Χατζηαντωνίου
Σκηνικό: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος σε συνεργασία με τον Γιώργο Μιζήθρα
Βίντεο: Παντελής Μάκκας
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Σύμβουλος δραματουργίας: Λουίζα Αρκουμανέα
Βοηθός σκηνοθέτιδας: Στέλλα Ράπτη
Ερμηνεύουν: Έμιλυ Κολιανδρή, Ρίτα Λυτού
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Σκηνή Ω
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμ-Παρ. 20:30, Σάβ-Κυρ. 20:00
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.