Ήταν και αυτή τη φορά αποκαλυπτική σε πολλά επίπεδα η παράσταση του Ίβο βαν Χόβε. Και μάλιστα μ’ ένα έργο, τον «Ταρτούφο», που παρότι εντάσσεται στα τρία καλύτερα του Μολιέρου, πραγματεύεται και καταγγέλλει την ψευτοευσέβεια και τη θρησκοληψία, θέματα που δεν απασχολούν πια την πλειονότητα των πολιτών στα δυτικά κράτη.
Τον 17ο αι. όμως η δύναμη της Εκκλησίας ήταν μεγάλη κι η σχέση της με την ανώτατη κοσμική εξουσία σκανδαλωδώς στενή. Η σκηνική τέχνη βρίσκονταν συχνά στο στόχαστρό της ως ελευθέρια και αναξιοπρεπή για τα χρηστά ήθη. Διόλου τυχαία, για αιώνες οι θεατρίνοι δεν δικαιούνταν χριστιανική κηδεία. Για να επιτραπεί η ταφή του μεγάλου Μολιέρου (το 1673) παρενέβη ο ίδιος ο βασιλιάς Λουδοβίκος 14ος.
Ο Γάλλος μονάρχης δεν διήγε βίον χριστιανικό, αν σκεφτεί κανείς τις ερωμένες που είχε και τα πολλά παιδιά που απέκτησε εκτός γάμου. Ωστόσο, ως επικεφαλής της Εκκλησίας της Γαλλίας, υπό την πίεση της θεοσεβούμενης μητέρας του, του αρχιεπισκόπου του Παρισιού και φανατικών χριστιανικών κύκλων, αναγκάστηκε να απαγορεύσει την πρώτη εκδοχή του «Ταρτούφου» αμέσως μετά την πρεμιέρα το 1664.
Ο Μολιέρος επεξεργάζεται εκ νέου το έργο, προσθέτει εν είδει φιλοφρόνησης προς τον βασιλιά την υποπλοκή με την κασετίνα και τα αντιβασιλικά έγγραφα (που τελειώνει αισίως χάρη στη βασιλική δικαιοσύνη) και ανεβάζει ξανά τον Ταρτούφο με τίτλο «Ο απατεώνας» το 1667. Παρά το μεγάλο ενδιαφέρον του κοινού και η δεύτερη εκδοχή απαγορεύτηκε, με εντολή αυτή τη φορά του προέδρου του παρισινού Κοινοβουλίου.
Τέσσερις αιώνες μετά, ο Ίβο βαν Χόβε έρχεται να δείξει τι σημαίνει σήμερα «επικίνδυνη» τέχνη και μάλιστα μέσα σ’ ένα θεσμικό, ιστορικό θεατρικό οργανισμό όπως η Comédie-Française, της οποίας οι απαρχές συνδέονται με τον θίασο του Μολιέρου.
Η χρονική απόσταση και οι πολυάριθμες παραστάσεις μολιερικών έργων που έχουν δει τα φώτα της σκηνής έκτοτε, οι περισσότερες εκ των οποίων καταφεύγουν στους εύκολους τρόπους της κωμωδίας, λειτουργούν σαν αδιαφανή φίλτρα που εμποδίζουν τους νεότερους σκηνοθέτες να διακρίνουν την ερμηνευτική δυναμική έργων όπως ο «Ταρτούφος».
Αυτά τα δήθεν αθώα φίλτρα, που στόμωσαν μες στον καιρό την ενοχλητική, κριτική ματιά του Μολιέρου, απομάκρυνε ο Ίβο Βαν Χόβε, τιμώντας την επέτειο των 400 χρόνων από τη γέννησή του με τον καλύτερο τρόπο: ανεβάζοντας την πρώτη, μικρότερης διάρκειας και σφιχτότερης δομής, τρίπρακτη εκδοχή του Ταρτούφου και προσεγγίζοντάς την ως κοινωνικό δράμα.
Καθόλα ευφυής, η επιλογή θυμίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο Μολιέρος, παρότι επιβίωνε και δημιουργούσε χάρη στην εύνοια και τη χορηγία του βασιλιά, έγραφε και παρουσίαζε ένα επικίνδυνο θέατρο, που ενοχλούσε πρόσωπα και κοινωνικές κατηγορίες ικανές να τον εξοντώσουν. Και παρά τις βίαιες επιθέσεις που υπέστη, δεν δείλιασε αλλά ανταπέδωσε τα χτυπήματα με όπλο του την ποιητική και σκηνική τέχνη του.
Τέσσερις αιώνες μετά, ο Ίβο βαν Χόβε έρχεται να δείξει τι σημαίνει σήμερα «επικίνδυνη» τέχνη και μάλιστα μέσα σ’ ένα θεσμικό, ιστορικό θεατρικό οργανισμό όπως η Comédie-Française, της οποίας οι απαρχές συνδέονται με τον θίασο του Μολιέρου. Αν ο Μολιέρος χρησιμοποίησε το προσωπείο της κωμωδίας για να μπορέσει να θίξει σοβαρά ζητήματα της εποχής του, γιατί στη δική μας, ελεύθερη εποχή, να μην μπορεί ένας δημιουργός να αντιμετωπίσει τον «Ταρτούφο» αντίστροφα, ως κοινωνικό δράμα; Αν δεν μας ενοχλεί που τόσο συχνά σημερινοί σκηνοθέτες παίρνουν παλιά δράματα και τα μετατρέπουν σε ασήμαντες παρωδίες, γιατί να μας ενοχλεί ένας δραματικός «Ταρτούφος»;
Αντί, λοιπόν, να καταφύγει στην τέχνη της γελοιοποίησης που ασπάστηκαν αρκετοί εκπρόσωποι του μεταμοντερνιστικού ιδιώματος με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα, ο Βαν Χόβε ακολουθεί κατά πόδας τον Μολιέρο, που επιδίωξε να δώσει στην κωμωδία την «υψηλή» διάσταση της τραγωδίας.
Στο δικό του «Ταρτούφο» δεν εστιάζει τόσο στον απατεώνα που καλοπερνά υποδυόμενος κάτι που δεν είναι, αλλά στους γύρω του, στους ανθρώπους που, εγκαταλείποντας την κοινή λογική, παραδίδονται σε υποκείμενα όπως ο Ταρτούφος, υιοθετώντας ακραίες ιδέες και συμπεριφορές – όπως κάνουν ο Οργκόν και η θρησκόληπτη μητέρα του.
Δεν συνέβαινε μόνον το 17ο αι, συμβαίνει και σήμερα: άνθρωποι πείθονται και φανατίζονται από πολιτικούς ή θρησκευτικούς ηγέτες που τους καλούν να αγωνιστούν για το Καλό μέσα από την καταστροφή και τον θάνατο. Πώς γίνεται αυτό και μάλιστα σε μια εποχή κυριαρχίας της ορθολογικής σκέψης και ανάλυσης;
Ο Ίβο βαν Χόβε μοιάζει να λέει ότι δεν επιτρέπονται αφελείς βεβαιότητες περί της ανθρώπινης προόδου. Ζούμε μια εποχή σύγχυσης και αστάθειας που ευνοεί την επανάκαμψη του φανατισμού και ενός νέου αυταρχισμού (ενίοτε μάλιστα στο όνομα της πολιτικής ορθότητας, σε μία συνθήκη δηλαδή που βασικά δικαιώματα πλήττονται στο όνομα άλλων βασικών δικαιωμάτων).
Η σκέψη που προκαλεί η ερμηνευτική μετατόπιση του βαν Χόβε στηρίζεται βέβαια σε μία συναρπαστική σκηνική διαχείριση. Τα πρώτα έξι λεπτά της παράστασης προετοιμάζουν έξοχα το κοινό για ό,τι θα ακολουθήσει: ένας άστεγος Ταρτούφος πλένεται και ντύνεται από τον θίασο – ο θεατρικός ήρωας καθαρίζεται από τη συνήθη εικόνα του, από ερμηνευτικές επιστρώσεις αιώνων.
Το σκηνικό στήνεται γρήγορα μπροστά μας: ένας υπερυψωμένος μεταλλικός διάδρομος, μία σκάλα στη μέση, αριστερά και δεξιά συμμετρίες από ροτόντες με μεγάλα ανθοστόλιστα βάζα και παράλληλες συστοιχίες πολυελαίων.
Τη γεωμετρημένη τάξη του σκηνικού (του Jan Versweyveld) δεν διαταράσσει το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο από λευκό μουσαμά που στρώνεται μπροστά και στο κέντρο της σκηνής. Είναι το ρινγκ πάνω στο οποίο θα αναμετρηθούν ξανά και ξανά οι αντιμαχόμενες πλευρές του έργου, η συντήρηση με την πρόοδο, η μετριοπάθεια και η ανεκτικότητα με την εμμονοληψία, τον φανατισμό/δογματισμό, τη βία ακραίων απόψεων και στάσεων.
Ο έμμετρος λόγος δεν στάθηκε εμπόδιο στη σύλληψή του βελγικής καταγωγής σκηνοθέτη καθώς οι ασκημένοι, έμπειροι ηθοποιοί της Comédie-Française ερμηνεύουν τους στίχους του Μολιέρου με τη φυσικότητα του καθημερινού λόγου. Έξοχοι! Ο λόγος προέκυπτε φυσικά, το σώμα και η κίνηση τους συμμετείχαν, ο «Ταρτούφος» ερμηνεύτηκε πιο μοντέρνα και ουσιαστικά από ποτέ. [Το αντίθετο, μ’ άλλα λόγια, απ’ ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες ελληνικές αποδόσεις όπου η ομοιοκαταληξία υπνωτίζει, τα νοήματα στριμώχνονται και η παρωδία, η παρώδηση, επιβάλλεται ως ερμηνευτικός μονόδρομος].
Ο «Ταρτούφος» του Βαν Χόβε δεν είναι ένας μεσήλικας με αστεία χαρακτηριστικά αλλά ένας όμορφος νεαρός άνδρας που γοητεύει τόσο τον Οργκόν όσο και τη γυναίκα του. Η θεοσεβούμενη μητέρα του Οργκόν είναι μία σοβαρή, αξιοσέβαστη γυναίκα και όχι μία γελοία γριά (όπως συνήθως αποδίδεται ο ρόλος). Διότι, πράγματι, δεν είναι απαραιτήτως γελοίος όποιος αδυνατεί να προσαρμοστεί στις αλλαγές που συμβαίνουν στον κόσμο γύρω του, μπορεί να είναι ακραία δραματικός στην αδυναμία του και στις υπερβολές του. Όλα τα πρόσωπα του έργου αποκτούν μία έγκυρη, σύγχρονη διάσταση σ’ αυτήν την παράσταση που δεν αλλοιώνει την ταυτότητα του πρωτοτύπου.
Το εξαίσιο σάουντρακ του Αλεξάντρ Ντεσπλά δένει τόσο καλά, οργανικά, με τη δράση και τους φωτισμούς, που αποτελεί πραγματικά μάθημα προς κάθε ενδιαφερόμενο. Η αφήγηση έχει ατμόσφαιρα, έχει ερωτισμό, εντάσεις και συγκρούσεις, σώματα που πονάνε και επιθυμούν, μία απίστευτη δυναμική που επουδενί περιμένεις από μια κωμωδία όπως ο «Ταρτούφος» – τουλάχιστον όπως τον ξέραμε έως τώρα.
Ο Ίβο βαν Χόβε καταθέτει μ’ αυτήν την παράσταση μία ανανεωτική ερμηνευτική πρόταση για τη μολιερική δραματουργία. Πολιτική άποψη, καλλιτεχνική έμπνευση, αισθητική και τεχνική αρτιότητα αναγνωρίζονται σε κάθε επιμέρους στοιχείο της. Χωρίς αμφιβολία ο καλύτερος Μολιέρος που έχω δει μέχρι σήμερα.